Σε κεντρικό βιβλιοπωλείο, πριν από λίγες μέρες, ψάχνοντας στους πάγκους με τις νέες (και σχετικώς νέες) εκδόσεις έπεσα πάνω στο βιβλίο του Γιάννη Λειβαδά «Τα οράματα μιας απίθανης γενιάς/ Στοιχεία για την beat generation» [εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2011] το οποίον και ξεφύλλισα. Φυσικά, ένα βιβλίο δεν το διαβάζεις όρθιος, ξεφυλλίζοντάς το στα βιβλιοπωλεία, αλλά μπορεί να εντοπίσεις ένα-δυο σημεία του που να σου προξενήσουν μιαν εντύπωση. Κι επειδή αυτό συνέβη, με τον εν λόγω ανάγνωσμα, σημείωσα σ’ ένα χαρτί δυο αποσπάσματα (μπορεί να υπάρχουν κι άλλα), τα οποία δεν με βρίσκουν καθόλου μα καθόλου σύμφωνο (τα θεωρώ τραβηγμένα και ατυχή). Να πω, πρώτον, πως το βιβλίο δεν το αγόρασα γιατί πήρα κάτι άλλο (το έχει αγοράσει φίλος, όμως, και θα το δανειστώ κάποια στιγμή για να το διαβάσω όπως πρέπει) και δεύτερον, πως τον Γιάννη Λειβαδά τον εκτιμώ ως ποιητή (και ως μεταφραστή), δεν κατανοώ όμως με τίποτα αυτή την εμμονή του με την jazz (δεν είναι ανάγκη να την κατανοώ – καταλαβαίνετε πώς το λέω). Ό,τι σχετίζεται με τους beat poets και την jazz έχει υψηλό νόημα για τον Λειβαδά, ενώ ότι σχετίζεται με το rock και τους μπητ το νόημα εκμηδενίζεται (αν δεν είναι ανύπαρκτο). Γράφει επί λέξει ο Λειβαδάς: «Ο Γκίνσμπεργκ από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 άρχισε να χάνει σταδιακά την ποιητική του πυγμή και αποτέλεσε μία ‘beat revolution icon’, απορρόφησε την ποπ κουλτούρα της εποχής (ή απορροφήθηκε απ’ αυτήν), και κατέληξε να περάσει το κατώφλι του ‘popular’ θιάσου». Και λίγο πιο κάτω: «Στην Ελλάδα ως επί το πλείστον κατεγράφησαν εκκωφαντικές αστοχίες για τη ζωή και το έργο των μπιτ(…). Χαρακτηριστικές είναι οι περισσότερες από τις περιπτώσεις. Εμφανίστηκαν πολλαπλά άρθρα και αφιερώματα, γεμάτα ανακρίβειες και σοβαρά λάθη, με το απαιτούμενο παραμορφωτικό ψιμύθιο μιας ‘μπιτνικίτιδας’, τη σύγχυση του μπιτ με την άνοστη γενιά του ροκ εντ ρολ...» κ.λπ., κ.λπ.
Για να το ξεκαθαρίσω –κάτι που ισχύει όχι μόνο για το rock, την jazz και την beat ποίηση– κατά την προσωπική μου άποψη (και όχι μόνο τη δική μου) η Τέχνη, σε οποιαδήποτε μορφή της, αποκτά το πλήρες νόημά της όταν γίνεται pop, popular δηλαδή και αφορά στα πλήθη. Τότε εμφαίνεται η όποια κοινωνική της διάσταση, τότε μπορεί να επηρεάσει τους πολλούς προς το καλύτερο (ή το χειρότερο). Όσο παραμένει περιθωριοποιημένη και ερμητική, αναπτυσσόμενη μέσα στα πλαίσια μιας κάστας, αυξάνει το ποσοστό των εσωστρεφών χαρακτηριστικών και του κυνισμού της, ελαττώνοντας εκείνο του κοινωνικού της αντικρίσματος. Ο Ginsberg λοιπόν είναι σημαντικός, όχι μόνο γιατί έγραψε το «Ουρλιαχτό» (και γι’ αυτό φυσικά και για όλα τα υπόλοιπα ποιήματά του), αλλά γιατί κατάλαβε εγκαίρως που τελειώνει η «παρέα» και που αρχίζει η κοινωνία. Έτσι, λοιπόν, εκείνο που λέει ο Λειβαδάς πως «από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 άρχισε να χάνει σταδιακά την ποιητική του πυγμή και αποτέλεσε μία ‘beat revolution icon’, απορρόφησε την ποπ κουλτούρα της εποχής (ή απορροφήθηκε απ’ αυτήν)» εγώ το μεταφράζω διαφορετικά. Είναι ευτύχημα το ότι ο Ginsberg δεν πήρε και πολύ στα σοβαρά το ρόλο του ως beat ποιητή και επέλεξε, στη διαδρομή, να ανακατευθεί με την ανερχόμενη νεανική γενιά του folk και εν συνεχεία του rock, να γνωρίσει και να επηρεάσει τον Dylan και να παρευρεθεί σε κάθε μικρό ή μεγάλο hippie ή μη hippie event της δεκαετίας του ’60. Εν αντιθέσει δηλαδή με τον αντι-κομμουνιστή Kerouac –τον οποίον ο Λειβαδάς τον έχει περί πολλού– που απεδείχθη (ήταν) συντηρητικός του κερατά και που θεωρούσε πως το κίνημα των hippies ήταν κομμουνιστικός δάκτυλος και πως πήγαινε κόντρα στην πατριωτική Αμερική (γι’ αυτό υποστήριζε, ο Kerouac, και τον πόλεμο στο Βιετνάμ), ο Ginsberg συμπορεύτηκε με το αντιπολεμικό κίνημα και το γενικότερο κίνημα της αντικουλτούρας και ταξιδεύοντας σε όλο τον κόσμο (και βεβαίως στην Ελλάδα) δεν παρέλειπε να ρίχνει παντού το σπόρο της αμφισβήτησης, υπερασπιζόμενος τις απανταχού σπίθες και φυσώντας τες ώστε να γίνουν πυρκαγιές.
Και δεν ξέρω σε ποιους αναφέρεται ο Λειβαδάς όταν σημειώνει πως στην Ελλάδα «εμφανίστηκαν πολλαπλά άρθρα και αφιερώματα, γεμάτα ανακρίβειες και σοβαρά λάθη, με το απαιτούμενο παραμορφωτικό ψιμύθιο μιας ‘μπιτνικίτιδας’», όταν όμως γράφει για τη «σύγχυση του μπιτ με την άνοστη γενιά του ροκ εντ ρολ...» δεν μας τα λέει απλώς χοντρά, έως πολύ χοντρά, αλλά μας οδηγεί να αντιληφθούμε, ακόμη μία φορά, το που ακριβώς λαθεύει η Τέχνη όταν αναπτύσσεται ερήμην της κοινωνίας.
Διαφωνώ σε ορισμένα από αυτα που λέτε. Πρώτα από όλα με αυτό:
ΑπάντησηΔιαγραφή//η Τέχνη, σε οποιαδήποτε μορφή της, αποκτά το πλήρες νόημά της όταν γίνεται pop, popular δηλαδή και αφορά στα πλήθη. Τότε εμφαίνεται η όποια κοινωνική...//
Συγχέετε εδώ νομίζω την κοινωνία με την μάζα και το πλήθος.
Ένας περιορισμένος κύκλος καλλιτεχνών που το έργο τους δεν έχει μαζική επιτυχια είναι μέρος της κοινωνίας και ανήκουν σε αυτήν.Το ότι δεν έχει το έργο τους μαζική επιτυχία - δεν είναι αγαπητό στα πλήθη - δεν λέει υποχρεωτικά κάτι για αυτούς. Μπορεί να λέει κάτι για τα πλήθη...
Πάντως, σε καμμία περίπτωση δεν είναι το "τι αρέσει στα πλήθη" αισθητικό κριτήριο.
Έπειτα, για την περίπτωση Γκινσσκπεργκ, εν μέρει συμφωνώ και εν μέρει διαφωνώ.
Συμφωνώ κατά το ότι η εμπλοκή του με την ποπ κουλτούρα της εποχής του εμπλούτισε και ενέπνευσε την τελευταία.
Διαφωνώ κατά το εξής: είναι σύνηθες στην ζωή πολλών καλλιτεχνών, όταν πλέον έχει περάσει η καλλιτεχνικά δημιουργική φάση, να το ρίχνουν στην πολιτική, στην "ευαισθητοποιήση" και στους "νέους" σαν εξισσορόπηση της δημιουργικής παρακμής. (κλασικότατη περίπτωση ο Σαρτρ...). Σπάνια έχει κερδίσει η πολιτική κάτι από αυτό, συνήθως πρόκειται για επιλογές που στην βάση τους βρίσκεται ο ναρκισσισμός.
Στην περίπτωση μάλιστα του Γκίνσμπεργκ (όπως και του Σαρτρ), σίγουρα ήταν ατυχέστατη επιλογή.
Ίδιως ο Γκίνσπεργκ είχε απλοϊκές πολιτικές ιδέες και συχνά έδινε την εντύπωση ότι αυτό που θέλει να πετύχει είναι να προκαλέσει και να κεντρίσει την προσοχή.
Πάντως δεν έχει αφήσει κανένα σοβαρό πολιτικό κείμενο, μόνο τσιτάτα, μαξιμαλισμούς και συναισθηματισμούς.
Εμμέσως το λέτε και εσείς, αφου -αναφερόμενος στην πολιτική του δράση- περιορίζεστε στο να γράψετε:
//δεν παρέλειπε να ρίχνει παντού το σπόρο της αμφισβήτησης//
Όντως αυτή ήταν η συνεισφορά του και αυτό ακριβώς αποδεικνύει την ρηχότητα της πολιτικής του σκέψης.
Διότι η αμφισβήτηση per se δεν είναι πολιτική θέση, δεν αποτελεί πειχείρημα, ούτε έχει υποχρεωτικά θετικό πρόσημο. Αμφισβητίες ήταν και οι ναζί ξέρω γω...
Και αυτή είναι μια πολύ αρνητική κληρονομία των 60ς (με μεγάλη ευθύνη του γκίνσμπεργκ) που δυστυχώς στην χώρα μας γνώρισε τεράστια επιτυχία: η φετιχοποιήση της αμφισβήτησης και η ταύτιση της με τον σκεπτόμενο πολιτικό λόγο. Είναι ωστόσο δύο διαφορετικά πράγματα, που μπορεί να συμπίπτουν, μπορεί όμως και όχι - ανάλογα με το προς συζήτηση θέμα.
Όσο για τον κερουακ (που δεν τον είχε/έχει μόνο ο Λειβαδας περί πολλού...), δεν κατάλαβα το σχόλιο σας σχετικά με τον συντηρητισμό ("συντηρητικός του κερατά") του...
Τι σχέση έχει αυτό με το έργο του και την σημασία του;
Ένα σωρό σπουδαίοι καλλιτέχνες ήταν συντηρητικοί, από τον Παπαδιαμάντη μέχρι τον Μπόρχες και τον Τ.Σ.Ελιοτ...
Μου έχουν πει κάποιοι ότι παίζω με τις λέξεις. Στην πραγματικότητα δεν ισχύει. Απλώς οι λέξεις και περαιτέρω οι προτάσεις έχουν συγκεκριμένη σημασία και καλόν είναι –για να βγαίνει κι ένα νόημα δηλαδή– να μην αγνοούμε τα συγκεκριμένα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ έγραψα «πως η Τέχνη, σε οποιαδήποτε μορφή της, αποκτά το ΠΛΗΡΕΣ νόημά της όταν γίνεται pop, popular δηλαδή και αφορά στα πλήθη». Η λέξη ΠΛΗΡΕΣ είναι ουσία της υπόθεσης. Υπάρχει δηλαδή μία μετάβαση. Από το ατομικό, στο περιθωριακό, στο κοινωνικό, στο πλήρες. Με παρεξηγείτε σφόδρα δηλαδή, όταν μου λέτε, κατά βάση, πως δεν υπερασπίζομαι τις μειοψηφίες (μεγάλο κομμάτι του «δισκορυχείου» μ’ αυτές τις ριμάδες τις μειοψηφίες καταπιάνεται). Απλώς, επιζητώ το λίγο να γίνεται πολύ, παρεμβαίνοντας και καθορίζοντας τα πράγματα. Και φυσικά το «τι αρέσει στα πλήθη» δεν αποτελεί κριτήριο. Γι’ αυτό κι εγώ έγραψα πως η τέχνη «μπορεί να επηρεάσει τους πολλούς προς το καλύτερο (ή το χειρότερο)». Δεν νομίζω εν τέλει πως διαφωνούμε σε αυτά.
Εσείς εντοπίζετε στον Ginsberg ένα δόλο. Πως είχε περάσει η μπογιά του δηλαδή και γι’ αυτό ενεπλάκη με τη νεολαία και τα πολιτικά ζητήματα της εποχής, για να παραμείνει κατ’ ουσίαν στην επικαιρότητα.
Διαφωνώ εντελώς με την άποψή σας. Αλλά δεν μπορώ, τώρα, να πω περισσότερα. Θα πρέπει να γράψω ειδικό άρθρο, σχετικό με τις δραστηριότητες του Ginsberg στα sixties και πέραν αυτών, σχετικό με τις πολιτικές και λοιπές του θέσεις. Και σας ξαναλέω, εν τάχει, πως, εν αντιθέσει με τον Kerouac, ο Ginsberg δεν έγινε ποτέ (έστω και μεσ’ στο τρελό μεθύσι του) όργανο της αντίδρασης, και πως ήταν πάντα από την απέναντι πλευρά, δίπλα σε όσους αγωνίζονταν ενάντια στους βρώμικους πολέμους και στις καθεστωτικές νοοτροπίες (όπου γης). Μην τον κρίνετε ως πολιτικό τον Ginsberg, γιατί δεν ήταν, αλλά ως κάποιον που πάλευε για να πάνε τα πράγματα λίγο καλύτερα.
Μην μπλέκετε όμως, σας παρακαλώ, ανάμεσα Σαρτρ, Παπαδιαμάντη, Μπόρχες και Ναζί, γιατί έτσι δεν πρόκειται να βγάλουμε άκρη.
Όσον αφορά τα περί αμφισβήτησης και σκεπτόμενου πολιτικού λόγου υπάρχει μία σύγχυση. Σκεπτόμενος πολιτικός λόγος είναι και ο Δεξιός, αλλά εμένα αυτή η σκέψη (η Δεξιά) δεν με βρίσκει σύμφωνο. Την μάχομαι. Είναι αντιδραστική πολιτική σκέψη, αντιβαίνει στην πρόοδο της κοινωνίας και υπεραμύνεται των προνομιών της τάξης του χρήματος. Η αμφισβήτηση είναι προνομιακός χώρος της Αριστεράς, είτε αρέσει αυτό σε ορισμένους είτε όχι. Και αν η αμφισβήτηση δεν μετατρέπεται συχνά σε πολιτικές θέσεις και πράξεις τούτο έχει να κάνει πρωτίστως με τις αντοχές και τις αναδιπλώσεις του «συστήματος» και όχι κατ’ ανάγκη με το ουτοπικό (τάχα) των θέσεων της Αριστεράς (εκείνης, τέλος πάντων, της Αριστεράς). Και αντιλαμβάνομαι που το πάει ο (Δεξιός) Guy Sorman στο βιβλίο του «Η Συντηρητική Επανάσταση στην Αμερική» (εκδ. Ροές, Αθήνα 1985), όταν διερωτάται…
«Τι απέγιναν οι χίππυς, οι Μαύροι Πάνθηρες, οι Ουέδερμεν, οι ριζοσπάστες, οι κήρυκες των ναρκωτικών, της σεξουαλικής απελευθέρωσης, της άρνησης της βίας, της χορτοφαγίας ή του μεταφυσικού διαλογισμού, όλοι αυτοί οι απόστολοι μιας αντικουλτούρας που σφράγισε τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 στις Ηνωμένες Πολιτείες και σ’ όλο τον κόσμο; Τι απέγιναν οι ξυπόλητοι, οι μακρυμάλληδες, οι προβοκάτορες και οι αμφισβητίες, όλοι αυτοί που προμηνούσαν την αυγή μιας νέας εποχής, την αμερικανική Παλινόρθωση, κατά το περίφημο βιβλίο του Σαρλ Ράιχ το 1970, την παγκόσμια επανάσταση κατά τον Ζαν-Φρανσουά Ρεβέλ;»…
… καθότι πολλοί ήταν εκείνοι που άλλαξαν στρατόπεδο στη δεκαετία του ’80, πέρασαν στην άλλη μεριά και από κήρυκες της αμφισβήτησης έγιναν βασιλικότεροι των βασιλέων και προστάτες της αντίδρασης, παρότι κανένας –για να επανέλθουμε στα δικά μας–, δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Ginsberg για κάτι τέτοιο.
Αγαπητέ Φώντα
ΑπάντησηΔιαγραφήευχαριστώ για την απάντηση.
Σχετικά με αυτό που γράφετε και την τέχνη και την μετάβαση, νομίζω τελικά όντως συμφωνούμε - μάλλον δεν πρόσεξα ιδιαίτερα το "πλήρες".
Κατά τα άλλα:
Δεν βλέπω δόλο στον Γκίνσμπεργκ, κυρίως ναρκισσισμό βλέπω. Σοβαρό πολιτικό λόγο δεν άρθρωσε πάντως και δεν νομίζω ότι είχε σοβαρό θεωρητικό υπόβαθρο (όσον αφορά την πολιτική, όχι γενικά).
Αυτό σχετίζεται και με αυτό που γράφετε παρακάτω για τους χιπις που έγιναν γιάπις. Αν και θεωρώ φτηνή αυτήν την κριτική κατά του χιπισμού - βασικά περί ad hominem πρόκειται - πρέπει να πούμε ότι η άποψη ότι αρκεί να πιστεύεις σε 2-3 καλούς σκοπούς (πχ ελευθερία λόγου, μη βια) για να θεωρηθεί ότι είσαι πολιτικοποιημένος έχει τις ρίζες εκεί.
Δηλαδή, ο χιπισμός και ο γκίνσμπεργκ ο ίδιος συνέβαλαν καθοριστικά στην μετατροπή της πολιτικής σε lifestyle.
Τώρα το άλλο που λέτε, "η αμφισβήτηση είναι προνομιακός χώρος της αριστερά", δεν νομίζω να το εννοείτε σοβαρά...
Λόγος και πράξεις αμφισβήτησης υπάρχουν από τότε που υπάρχουν πολιτικά οργανωμένες κοινωνίες, η αριστερά από την άλλη έχει-δεν έχει 200 χρόνια ζωής. Και, επαναλαμβάνω, η αμφισβήτηση δεν είναι κάτι εξ ορισμού καλό.
Ακόμα και αν ισχύει δηλαδή αυτό που λέτε - ότι η αμφισβήτηση είναι προνομιακός χώρος της αριστεράς - δεν πρόκειται περί αξιολογικής κρίσης, ούτε σημαίνει ότι η αριστερά συμβάλει έτσι στην πρόοδο. Το να "αμφισβητείς" γενικά και αόριστα δεν λέει κάτι. Αν από αυτό προκύψει συγκροτημένος πολιτικός λόγος, το συζητάμε σε άλλη βάση...
ΥΓ. Η στάση του κερουακ είναι πολύ πιο αξιοθαύμαστη. Δεν υπήρξε ποτέ όργανο της αντίδρασης όπως του καταλογίζετε. Στον βαθμό που μπορώ να γνωρίζω, οι ρεπουμπλικανοι δεν τον χρησημοποιήσαν για να προωθήσουν τις ιδέες τους, ούτε ο ίδιος ο κερουακ χρησημοποιησε το όνομα του για να προωθησεί τις πολιτικές του θέσεις. Δεν ήταν όργανο κανενός. Και είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι εξέφρασε αυτές τις θέσεις γνωρίζοντας ότι θα έχει προσωπικό κόστος. Από τους ρεπουμπλικανους δεν νομίζω να περίμενε τίποτα, ούτε να πήρε τίποτα. Το δε κοινό του, το αποξένωσε (δεν πρέπει να είχε ούτε 1 αναγνώστη που να συμφωνεί μαζί του και το ήξερε). Και όμως δεν φοβήθηκε να πει αυτό που πιστευε. Εγώ το σέβομαι αυτό. Δείτε το έτσι: αν πήγαινε με το κύμα, αν έλεγε στο κοινό αυτά που αυτό ήθελε να ακούσει, τι τίμες, τι δόξα θα είχε. Προτίμησε να είναι όμως loner προκειμένου να μείνει αληθινός στον εαυτό του.
Ο Γκινσμπεργκ από την άλλη, δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να το κάνει αυτό, ήθελε το παλαμάκι. Δεν τον κατακρίνω γι αυτό, ούτε λέω ότι δεν είχε θετικές πλεύρες η συνεισφορά του, αλλά με ενοχλεί η αντιμετώπιση εις βάρος του κερουακ. Είναι μια ειλικρινής και αντρίκεια στάση που εμένα με συγκινεί, αν και είμαι ο ίδιος ειρηνιστής.
Αγαπητέ Νίκο (γράφουμε στον ενικό), έχεις έναν τρόπο να αμφισβητείς τις προθέσεις του Ginsberg, ο οποίος (τρόπος) δε με βρίσκει καθόλου σύμφωνο. Και δεν μπορώ να δώσω πολύ έως καθόλου βάση σε χαρακτηρισμούς όπως π.χ. «ναρκισσιστής». Δεν μπορώ να καταλάβω δηλαδή ποιο είδος ναρκισσισμού έσπρωχνε τον Ginsberg να επισκέπτεται ας πούμε τις κομμουνιστικές χώρες (Κούβα, Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία…) και να μάχεται άλλοτε για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων και άλλοτε για την ενδυνάμωση της rock έκφρασης. Απεναντίας, ένα είδος ναρκισσισμού (πληγωμένου όμως) αφήνει σ’ εμένα ο Kerouac, βλέποντάς τον ας πούμε σ’ αυτό το κλασικό βίντεο http://www.youtube.com/watch?v=CD4ofEoUpxE να χαριεντίζεται για το Βιετνάμ με τον καραδεξιό παρουσιαστή William F. Buckley, Jr.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Ginsberg είχε θεωρητικό αριστερό υπόβαθρο και εμφορείτο από τις κομμουνιστικές ιδέες, τις οποίες προσπαθούσε να ενσωματώσει μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της αντικουλτούρας. Εν αντιθέσει με τον Kerouac ας πούμε, που, το ξαναλέω, ήταν συντηρητικός, και –παρά τη θέλησή του– κατ’ ουσίαν όργανο του «συστήματος».
Τα πράγματα στην Αμερική (εν αντιθέσει με την Αγγλία ας πούμε) ήταν πολύ ξεκάθαρα εκείνη την εποχή, και δεν αφήνουν (σήμερα) κανένα περιθώριο για παρερμηνείες. Ή ήσουν με τον πόλεμο (στο Βιετνάμ) ή δεν ήσουν. Ή έκανες αντικομμουνισμό από τα Μέσα και απ’ όπου σου δινόταν η ευκαιρία, ή μαχόσουν για ιδέες του σοσιαλισμού μέσα από τα κοινωνικά κινήματα. Ο Kerouac μία ταλαιπωρημένη ψυχή, με σοβαρά προβλήματα αλκοολισμού, παρέμεινε στα sixties κλεισμένος στον εαυτό του και υπό την προστασία της μητέρας του, προβάλλοντας όποτε του δινόταν η ευκαιρία αντιδραστικό λόγο, ταυτισμένο με ό,τι χειρότερο παρήγαγε στο επίπεδο των ιδεών, εκείνη την εποχή, η «κυρίαρχη» Αμερική.
Τώρα εσύ θέλεις να αποκαλέσεις τη στάση του εκείνη «πολύ πιο αξιοθαύμαστη», «κόντρα στο κύμα» και άλλα τέτοια. Τι να πω; Να πω ότι διαφωνώ εντελώς; Είναι προφανές. Εξάλλου, το να είναι κάποιος ο εαυτός του δεν τον απαλλάσσει από το να λέει βλακείες ή να εκφράζει αντιδραστικές απόψεις.
Να ξεκαθαρίσω, τέλος, και το εξής. Όταν μιλάω για την αμφισβήτηση και την Αριστερά δεν αναφέρομαι ούτε στον… Σόλωνα, ούτε στον Ιησού Χριστό, ούτε στον Σπάρτακο. Μιλάω για την Αριστερά που εκπηγάζει ιστορικώς από τις ιδέες του ουτοπικού και του επιστημονικού σοσιαλισμού (μια ιστορία 200 χρόνων όπως λες κι εσύ) και που ήρθε να αντιπαρατεθεί σ’ εκείνες τις πρώιμες καπιταλιστικές δομές, προτείνοντας κάτι άλλο. Η αμφισβήτηση λοιπόν είναι συνυφασμένη με την ίδια τη γέννηση και την ύπαρξή της, είτε το θέλουμε είτε όχι. Και αυτή (η αμφισβήτηση), στη βάση της (στη βάση της λέω), είναι αξιολογική. Ή θα είσαι με τη δράση ή θα είσαι με την αντίδραση.
Αγαπητοί και πολύ αγαπητοί φίλοι: όλες οι εντός του βιβλίου διατυπώσεις ισχύουν, δηλαδή είναι αληθείς (είτε μας αρέσει είτε όχι), μπορούν να πάψουν να ισχύουν εάν και εφόσον κριθούν σε έδρα άλλη από εκείνη που αφορά την λεγόμενη μπιτ γενιά. Το φαινόμενο αυτό διήρκησε κάτι λιγότερο από μία δεκαετία. Κατόπιν ο καθένας τράβηξε την, αποκλειστικά, δική του πορεία. Συνεπώς οφείλει κανείς να αντιληφθεί, με τον ποιο άμεσο τρόπο (δεν θα πω κατηγορηματικό), πως η μπιτ γενιά κινείτο στην απέναντι όχθη από εκείνη της (όποιας προτιμά κανείς) λαϊκής κουλτούρας, λαϊκής μουσικής κτλ / υπό την ερμηνεία και τις αναλογίες που δίνουμε σήμερα σε αυτούς τους όρους, ειδικά μάλιστα όταν μιλάμε για την τζαζ, ως καλλιτεχνικό κίνημα της συγκεκριμένης περιόδου, η οποία διακατεχόταν από ασύλληπτης έντασης "αντικοινωνικότητα" και αντισυμβατικότητα, όντας στον αντίποδα του ροκ εν ρολ. Ετούτο είναι ξεκαθαρισμένο εκ των έσω της, από τους μουσικούς και τους σχολιαστές της,Και το δίδυμο της, με όρους κοινών ιδιομορφιών, κίνημα ήταν εκείνο των μπιτ. Κατόπιν αυτών, ιστορικά/χρονολογικά/αισθητικά, αναλογούν άλλες διατυπώσεις. Σχετικά με το παράδειγμα του Γκίνσμπεργκ: το δεύτερο σχόλιο του κ. Νίκου είναι παραπάνω από ικανοποιητικό. Τέλος, εάν οι διατυμπανισμοί που αφορούν, εκ μέρους μου πάντα, κάποια αρνητικότητα προς το ροκ κτλ, αυτή νομίζω πως έχει κριθεί από την ίδια την ιστορία του πράγματος, εάν θέλουμε να είμαστε αντικειμενικοί, τόσο με τους εαυτούς μας όσο και με τα φαινόμενα. Θα μπορούσα να γράψω πολλά αλλά αυτό δεν είνα εύκολο, γι' αυτό όμως υπάρχουν τα βιβλία, τα οποία πρέπει να μελετά κανείς ολόκληρα. Εκτός των παραλλήλων της μπιτ γενιάς, συνεπώς, μπορούμε να πούμε πολλά πράγματα, εντός, μπορούμε να πούμε μόνο ένα. Και αυτό είναι το μοναδικό περιεχόμενο αυτού του βιβλίου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητέ Γιάννη, το βιβλίο σου το προμηθεύτηκα και το έχω διαβάσει ολόκληρο, όπως και πολλά άλλα δικά σου. Σε παρακολουθώ δηλαδή. Παρακολουθώ το έργο σου εννοώ. Ξέρω πόσο αγαπάς την jazz. Κι εγώ την αγαπώ. Πολύ. Αλλά αγαπώ εξ ίσου και το rock. Φυσικά και μου αρέσει ο Kerouac της jazz (να τον διαβάζω εννοώ), αλλά μου αρέσει εξίσου και ο Ginsberg του rock (όταν είχαν μεγαλύτερο κοινωνικό αντίκρισμα οι παρεμβάσεις του, και όχι μόνον η ποίησή του).
ΔιαγραφήΠολλοί από ’μας γνωρίσαμε τους beats (κατόπιν εορτής, εδώ, στην… μακρινή Ελλάδα) μέσα από το rock κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Δεν είναι άμοιρο, δηλαδή, της κοινωνικής επίδρασης που άσκησε το rock στα πλατιά ακροατήρια, σε συνδυασμό με την προσπάθεια που καταβλήθηκε (εκείνη την εποχή, όταν ο Ginsberg ανέβαινε στις σκηνές του Frisco και αλλαχού, απαγγέλλοντας ποιήματά του και συμμετέχοντας στις δράσεις της αντικουλτούρας) για μια προοδευτική μετατόπιση της κοινωνίας.
Θα τα ξαναπούμε άμεσα…
Δεν θα μπορούσα να διαφωνήσω διόλου με όσα λες. Είναι ορθά. Απλώς θα σημειώσω ότι κάποιες φορές είναι άλλη, διάφορη, η εικόνα που αποκτά ένα πράγμα μέσω των αποδεκτών του, και άλλη εκείνη που ισχύει πραγματικά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολλούς χαιρετισμούς!