Τo progressive rock –η μετεξέλιξη κατ’ ουσίαν του βρετανικού ψυχεδελικού ήχου των 60s–, ως είδος μουσικό απασχόλησε, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, εκατοντάδες μουσικούς και συγκροτήματα σχεδόν σε κάθε γωνιά του κόσμου και βεβαίως στην Ελλάδα. Εκεί, στην πρώτη εποχή, ως progressive rock (στο επίπεδο των εκδόσεων) θα μπορούσε να χαρακτηριστούν τα άλμπουμ «Απέραντα Χωράφια» [Polydor, 1972] του Κώστα Τουρνά, ο «Ακρίτας» [Polydor, 1973], άντε και το «Σε Άλλους Κόσμους» [Columbia, 1976] του Ηρακλή Τριανταφυλλίδη και βεβαίως μερικά ακόμη long-play Ελλήνων που βγήκαν στο εξωτερικό όπως το “666” [Vertigo, 1972] των Aphrodite’s Child, το “Axis” [Riviera, 1973] των Axis, το “Earth” [Vertigo, 1973] του Βαγγέλη Παπαθανασίου…
Μία δεύτερη ομάδα ελληνικών progressive συγκροτημάτων βρίσκει τον τρόπο να κάνει αισθητή την παρουσία της στα τέλη της δεκαετίας (του ’70) με βασικούς εκπροσώπους τους Apocalypsis, τους Pete and Royce, τους P.L.J Band, τους Nemesis, άντε και τους Schmetterling ή και κάποιους ακόμη (δεν κάνω προσκλητήριο). Το κύριο χαρακτηριστικό εκείνης της ομάδας των γκρουπ, που τα διαφοροποιεί από τα προηγούμενα, είναι πως απετέλεσαν σκηνή. Εμφανίζονταν δηλαδή στους ίδιους χώρους, συμμετείχαν σε κοινά live, δισκογραφούσαν ταυτοχρόνως, έγραφαν γι’ αυτούς τα έντυπα την ίδιαν εποχή, απασχολούσαν σε συζητήσεις μια μερίδα μουσικόφιλων. Διαμορφώθηκαν, έτσι, δύο τάσεις. Η μία ήταν η… απαξιωτική. Κάποιοι δε γινόταν να χωνέψουν πώς ήταν δυνατόν την εποχή των Damned, των Stranglers και των Talking Heads να υπάρχουν ακροατές που να τη βρίσκουν με τις μουσικές των Camel, των Genesis και των Pink Floyd. Η αλήθεια είναι πως η έλλειψη progressive ακουσμάτων στα early seventies (παρότι κάποια άλμπουμ, όπως ας πούμε το “Thick as a Brick” των Jethro Tull, κυκλοφορούσαν εγκαίρως σε ελληνικές εκτυπώσεις), η μη ύπαρξη πολλών αναλόγων συναυλιών και βεβαίως η απουσία, ή, εν πάση περιπτώσει, η πενιχρότητα του σχετικού πληροφοριακού υλικού, δημιούργησαν ένα handicap, που δύσκολα θα καλυπτόταν, έτσι κι αλλιώς, τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια. Όταν άρχισε να σκάνε, όμως, στην πορεία οι πρώτοι δίσκοι ελληνικής κοπής των Camel, των Van der Graaf Generator, των Genesis –μήπως και των King Crimson και των Yes;– , αλλά και των πιο πίσω ονομάτων (των Greenslade, των Nektar, των East of Eden, ακόμη και των Amon Düül II ή των Caravan) που ήταν φθηνότεροι από τους εισαγωγής και εντοπίζονταν πιο εύκολα (ακόμη και στα περιφερειακά δισκάδικα), το πράγμα άρχιζε να ισορροπεί –βοηθούσε και το γεγονός πως άρθρα για το progressive rock δημοσιεύονταν και στα τρία κύρια περιοδικά της εποχής, τον Ήχο, τη Μουσική και το Ποπ & Ροκ–, παρά την όποια διαφορά φάσης. Κάποιοι, λοιπόν, δεν το συγχώρησαν ποτέ αυτό στην prog σκηνή τής περιόδου –την καθυστέρηση, δηλαδή, στην αφομοίωση των παλαιών επιρροών–, ενώ άλλοι στήριξαν κι έδωσαν χώρο στα συγκεκριμένα σχήματα προκειμένου να αναπτυχθούν πηγαίνοντας παρακάτω. Ορισμένα, είναι αλήθεια, πως τα κατάφεραν. Έδωσαν ξεχωριστά live, ηχογράφησαν αξιοπρεπείς δίσκους (ως μουσικοί, εξάλλου, τα μέλη εκείνων των γκρουπ δεν ήταν καθόλου αμελητέοι– απεναντίας), απασχόλησαν τα σχετικά media…
Να τι έγραφε φερ’ ειπείν για τους Pete and Royce και το “Suffering of Tomorrow” ο Γιώργος Τζώρτζης στη Μουσική (τεύχος 32, Ιούλιος ’80): «Πρόκειται για μια προσπάθεια που αξίζει πολλά συγχαρητήρια.(…) Οι μουσικοί κινούνται μέσα σ’ ένα κλίμα τεχνο-ροκ, όπως επικράτησε να λέγεται εκείνη η μουσική άποψη που χαρακτηρίστηκε έντονα από συγκροτήματα σαν τους Genesis, τους Floyd, τους Yes κ.ά. Όλες οι συνθέσεις στέκονται σε υψηλό επίπεδο και είναι ολοφάνερος ο αέρας της άνεσης στην απόδοση των κομματιών.(…) Αν η ηχοληψία και η παραγωγή ήταν λίγο περισσότερο προσεγμένη, σίγουρα θα είχαμε στη δισκοθήκη μας ένα πολύ αξιόλογο δίσκο».
Και ο Στάθης Παπούλιας (ο... γνωστός τηλεσχολιαστής) για το “Days of Destruction”, το δεύτερο δίσκο της μπάντας, και πάλι από τη Μουσική (τεύχος 44, Ιούλιος ’81): «Το γκρουπ έχει σημαντικές ελλείψεις(…). Οι συνθέσεις κάπου κολλάνε(…). Πάντως θα πρέπει να παρατηρήσω ότι τα ακουστικά μέρη είναι πολύ καλά και σηκώνουν τον υπόλοιπο δίσκο.(…) Οι Pete and Royce παίζουν μουσική της περασμένης δεκαετίας, αλλά με αγάπη και μεράκι γι’ αυτό που κάνουν. Κι είναι χίλιες φορές προτιμότερο να βοηθάμε τα δικά μας συγκροτήματα να σταθούν στα πόδια τους παρά τα ξένα που διαθέτουν άπειρα μέσα και δεν παίζουν ουσιαστικά τίποτα πιο ενδιαφέρον».
Όπως αντιλαμβάνεστε λοιπόν οι Pete and Royce είναι το θέμα μας, και αφορμή δεν είναι άλλη από την πρόσφατη επανέκδοση σε ωραίο limited CD (ασημένιο all paper gatefold cover, συν folded ένθετο) των δύο άλμπουμ τους από τη νεοσυσταθείσα ελβετική εταιρεία Musicbazz.
Αν κάτι πρέπει να ειπωθεί από την αρχή, για τα άλμπουμ των Pete and Royce, είναι η μέτρια παραγωγή τους. Οι μικρές ανεξάρτητες εταιρείες, η Οκτώηχος του Νίκου Γεωργούση (έγραψα πριν λίγες μέρες τα σχετικά) και η Ocean, δίχως προφανώς την πείρα σχετικών ηχογραφημάτων, δεν αποτύπωσαν όπως θα άρμοζε τις μουσικές της μπάντας. Παρά ταύτα, η προσφορά της Musicbazz είναι δεδομένη, καθότι τα LP είναι δυσεύρετα και συνεπώς η επανακυκλοφορία εκπληρώνει ένα βασικό της στόχο.
Το συγκρότημα είχε ως βάση του δύο μουσικούς με ταλέντο και ωραίες συνθετικές ιδέες. Ο κιθαρίστας Παναγιώτης Τσίρος και ο κιμπορντίστας Βασίλης Γκίνος (υπεύθυνοι για όλα τα κομμάτια και των δύο δίσκων) έχουν μελετήσει το prog/art rock των συγκροτημάτων που προαναφέραμε, μεταφέροντας με επιτυχία το πνεύμα τους στα δικά μας μέτρα. Οι συνθέσεις λοιπόν είναι το πρώτο βασικό ατού των Pete and Royce. Και γράφοντας κανείς για το “Suffering of Tomorrow” δεν μπορεί να μην ξεχωρίσει το εισαγωγικό Flickering light (θυμίζει italian prog σχήματα των seventies), το ανοιχτό μελωδικό It’s so unreal, το Time με τη… λιγωτική μελωδία και πενιά και βεβαίως τη σουίτα Years before. Προσπαθώ να φανταστώ αυτό το κομμάτι ηχογραφημένο σε στούντιο αιχμής και με βρετανό τραγουδιστή και το βλέπω να χτυπάει κορυφή. Με τη φαντασία θα μείνω.
Αλλά και το επόμενο άλμπουμ, το xian “Days of Destruction”, δεν υπολείπεται αναγκαστικώς του “Suffering of Tomorrow” (όπως διαδιδόταν τότε). Απεναντίας, έχει να επιδείξει μία κάπως καλύτερη παραγωγή, όπως και την ίδιαν άνεση στο συνθετικό τομέα. Τα κομμάτια είναι πιο compact, δίχως όμως να παρουσιάζουν, πάντα, τη γλαφυρότητα εκείνων του προηγούμενου LP. Τα φωνητικά παραμένουν γενικώς αδύνατα, οι κιθάρες ακούγονται ενίοτε πιο μπροστά και πιο σκληρές, τα ακουστικά μέρη είναι όντως ξεχωριστά (όπως έλεγε και ο Παπούλιας το ’81), ενώ το φερώνυμο Days of destruction που κλείνει το άλμπουμ (και το CD) είναι, με διαφορά, το ωραιότερο κομμάτι που έγραψαν ποτέ οι Pete and Royce. Η μελωδία είναι πανέμορφη, το break από το ημι-ακουστικό μέρος προς το πιο fully-electric είναι άψογο, ενώ το δεύτερο κουπλέ (“Believe me, now I wanna die/ there isn’t any reason for me to survive”) δείχνει το πώς ακριβώς μία απλή μελωδική γραμμή μπορεί να υψώσει ακόμη πιο πολύ ένα ούτως ή άλλως ωραίο τραγούδι.
Επαφή: www.musicbazz.com
Μία δεύτερη ομάδα ελληνικών progressive συγκροτημάτων βρίσκει τον τρόπο να κάνει αισθητή την παρουσία της στα τέλη της δεκαετίας (του ’70) με βασικούς εκπροσώπους τους Apocalypsis, τους Pete and Royce, τους P.L.J Band, τους Nemesis, άντε και τους Schmetterling ή και κάποιους ακόμη (δεν κάνω προσκλητήριο). Το κύριο χαρακτηριστικό εκείνης της ομάδας των γκρουπ, που τα διαφοροποιεί από τα προηγούμενα, είναι πως απετέλεσαν σκηνή. Εμφανίζονταν δηλαδή στους ίδιους χώρους, συμμετείχαν σε κοινά live, δισκογραφούσαν ταυτοχρόνως, έγραφαν γι’ αυτούς τα έντυπα την ίδιαν εποχή, απασχολούσαν σε συζητήσεις μια μερίδα μουσικόφιλων. Διαμορφώθηκαν, έτσι, δύο τάσεις. Η μία ήταν η… απαξιωτική. Κάποιοι δε γινόταν να χωνέψουν πώς ήταν δυνατόν την εποχή των Damned, των Stranglers και των Talking Heads να υπάρχουν ακροατές που να τη βρίσκουν με τις μουσικές των Camel, των Genesis και των Pink Floyd. Η αλήθεια είναι πως η έλλειψη progressive ακουσμάτων στα early seventies (παρότι κάποια άλμπουμ, όπως ας πούμε το “Thick as a Brick” των Jethro Tull, κυκλοφορούσαν εγκαίρως σε ελληνικές εκτυπώσεις), η μη ύπαρξη πολλών αναλόγων συναυλιών και βεβαίως η απουσία, ή, εν πάση περιπτώσει, η πενιχρότητα του σχετικού πληροφοριακού υλικού, δημιούργησαν ένα handicap, που δύσκολα θα καλυπτόταν, έτσι κι αλλιώς, τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια. Όταν άρχισε να σκάνε, όμως, στην πορεία οι πρώτοι δίσκοι ελληνικής κοπής των Camel, των Van der Graaf Generator, των Genesis –μήπως και των King Crimson και των Yes;– , αλλά και των πιο πίσω ονομάτων (των Greenslade, των Nektar, των East of Eden, ακόμη και των Amon Düül II ή των Caravan) που ήταν φθηνότεροι από τους εισαγωγής και εντοπίζονταν πιο εύκολα (ακόμη και στα περιφερειακά δισκάδικα), το πράγμα άρχιζε να ισορροπεί –βοηθούσε και το γεγονός πως άρθρα για το progressive rock δημοσιεύονταν και στα τρία κύρια περιοδικά της εποχής, τον Ήχο, τη Μουσική και το Ποπ & Ροκ–, παρά την όποια διαφορά φάσης. Κάποιοι, λοιπόν, δεν το συγχώρησαν ποτέ αυτό στην prog σκηνή τής περιόδου –την καθυστέρηση, δηλαδή, στην αφομοίωση των παλαιών επιρροών–, ενώ άλλοι στήριξαν κι έδωσαν χώρο στα συγκεκριμένα σχήματα προκειμένου να αναπτυχθούν πηγαίνοντας παρακάτω. Ορισμένα, είναι αλήθεια, πως τα κατάφεραν. Έδωσαν ξεχωριστά live, ηχογράφησαν αξιοπρεπείς δίσκους (ως μουσικοί, εξάλλου, τα μέλη εκείνων των γκρουπ δεν ήταν καθόλου αμελητέοι– απεναντίας), απασχόλησαν τα σχετικά media…
Να τι έγραφε φερ’ ειπείν για τους Pete and Royce και το “Suffering of Tomorrow” ο Γιώργος Τζώρτζης στη Μουσική (τεύχος 32, Ιούλιος ’80): «Πρόκειται για μια προσπάθεια που αξίζει πολλά συγχαρητήρια.(…) Οι μουσικοί κινούνται μέσα σ’ ένα κλίμα τεχνο-ροκ, όπως επικράτησε να λέγεται εκείνη η μουσική άποψη που χαρακτηρίστηκε έντονα από συγκροτήματα σαν τους Genesis, τους Floyd, τους Yes κ.ά. Όλες οι συνθέσεις στέκονται σε υψηλό επίπεδο και είναι ολοφάνερος ο αέρας της άνεσης στην απόδοση των κομματιών.(…) Αν η ηχοληψία και η παραγωγή ήταν λίγο περισσότερο προσεγμένη, σίγουρα θα είχαμε στη δισκοθήκη μας ένα πολύ αξιόλογο δίσκο».
Και ο Στάθης Παπούλιας (ο... γνωστός τηλεσχολιαστής) για το “Days of Destruction”, το δεύτερο δίσκο της μπάντας, και πάλι από τη Μουσική (τεύχος 44, Ιούλιος ’81): «Το γκρουπ έχει σημαντικές ελλείψεις(…). Οι συνθέσεις κάπου κολλάνε(…). Πάντως θα πρέπει να παρατηρήσω ότι τα ακουστικά μέρη είναι πολύ καλά και σηκώνουν τον υπόλοιπο δίσκο.(…) Οι Pete and Royce παίζουν μουσική της περασμένης δεκαετίας, αλλά με αγάπη και μεράκι γι’ αυτό που κάνουν. Κι είναι χίλιες φορές προτιμότερο να βοηθάμε τα δικά μας συγκροτήματα να σταθούν στα πόδια τους παρά τα ξένα που διαθέτουν άπειρα μέσα και δεν παίζουν ουσιαστικά τίποτα πιο ενδιαφέρον».
Όπως αντιλαμβάνεστε λοιπόν οι Pete and Royce είναι το θέμα μας, και αφορμή δεν είναι άλλη από την πρόσφατη επανέκδοση σε ωραίο limited CD (ασημένιο all paper gatefold cover, συν folded ένθετο) των δύο άλμπουμ τους από τη νεοσυσταθείσα ελβετική εταιρεία Musicbazz.
Αν κάτι πρέπει να ειπωθεί από την αρχή, για τα άλμπουμ των Pete and Royce, είναι η μέτρια παραγωγή τους. Οι μικρές ανεξάρτητες εταιρείες, η Οκτώηχος του Νίκου Γεωργούση (έγραψα πριν λίγες μέρες τα σχετικά) και η Ocean, δίχως προφανώς την πείρα σχετικών ηχογραφημάτων, δεν αποτύπωσαν όπως θα άρμοζε τις μουσικές της μπάντας. Παρά ταύτα, η προσφορά της Musicbazz είναι δεδομένη, καθότι τα LP είναι δυσεύρετα και συνεπώς η επανακυκλοφορία εκπληρώνει ένα βασικό της στόχο.
Το συγκρότημα είχε ως βάση του δύο μουσικούς με ταλέντο και ωραίες συνθετικές ιδέες. Ο κιθαρίστας Παναγιώτης Τσίρος και ο κιμπορντίστας Βασίλης Γκίνος (υπεύθυνοι για όλα τα κομμάτια και των δύο δίσκων) έχουν μελετήσει το prog/art rock των συγκροτημάτων που προαναφέραμε, μεταφέροντας με επιτυχία το πνεύμα τους στα δικά μας μέτρα. Οι συνθέσεις λοιπόν είναι το πρώτο βασικό ατού των Pete and Royce. Και γράφοντας κανείς για το “Suffering of Tomorrow” δεν μπορεί να μην ξεχωρίσει το εισαγωγικό Flickering light (θυμίζει italian prog σχήματα των seventies), το ανοιχτό μελωδικό It’s so unreal, το Time με τη… λιγωτική μελωδία και πενιά και βεβαίως τη σουίτα Years before. Προσπαθώ να φανταστώ αυτό το κομμάτι ηχογραφημένο σε στούντιο αιχμής και με βρετανό τραγουδιστή και το βλέπω να χτυπάει κορυφή. Με τη φαντασία θα μείνω.
Αλλά και το επόμενο άλμπουμ, το xian “Days of Destruction”, δεν υπολείπεται αναγκαστικώς του “Suffering of Tomorrow” (όπως διαδιδόταν τότε). Απεναντίας, έχει να επιδείξει μία κάπως καλύτερη παραγωγή, όπως και την ίδιαν άνεση στο συνθετικό τομέα. Τα κομμάτια είναι πιο compact, δίχως όμως να παρουσιάζουν, πάντα, τη γλαφυρότητα εκείνων του προηγούμενου LP. Τα φωνητικά παραμένουν γενικώς αδύνατα, οι κιθάρες ακούγονται ενίοτε πιο μπροστά και πιο σκληρές, τα ακουστικά μέρη είναι όντως ξεχωριστά (όπως έλεγε και ο Παπούλιας το ’81), ενώ το φερώνυμο Days of destruction που κλείνει το άλμπουμ (και το CD) είναι, με διαφορά, το ωραιότερο κομμάτι που έγραψαν ποτέ οι Pete and Royce. Η μελωδία είναι πανέμορφη, το break από το ημι-ακουστικό μέρος προς το πιο fully-electric είναι άψογο, ενώ το δεύτερο κουπλέ (“Believe me, now I wanna die/ there isn’t any reason for me to survive”) δείχνει το πώς ακριβώς μία απλή μελωδική γραμμή μπορεί να υψώσει ακόμη πιο πολύ ένα ούτως ή άλλως ωραίο τραγούδι.
Επαφή: www.musicbazz.com
Το συγκρότημα μετά τα δύο άλμπουμ το γύρισε στο disco-new wave;;
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι. Έκανε ένα «dance-οειδές» LP σε ετικέτα Metronome το 1984, ως Royce (σκέτο).
ΑπάντησηΔιαγραφήIf you like to order this amazing cd : contact@musicbazz.com
ΑπάντησηΔιαγραφή16 euros net price.
Sylvie C
ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ !!
ΑπάντησηΔιαγραφή