Για τον βραζιλιάνο κιθαρίστα Big Gilson έχω γράψει
άλλη μια φορά στο blog http://is.gd/0231Cr παίρνοντας
αφορμή από το άλμπουμ του “Sentenced To Living”
[Music
Avenue, 2009].
Εκεί, είχα τονίσει την κιθαριστική του επάρκεια, αλλά και την επιδίωξή του στην
παρουσίαση ενός… παλαιολιθικού ήχου (σαν σε jam), με εμφανείς αναφορές στη λευκή blues συνταγή των sixties. Εδώ, στο “Live, Blues Classics” [Blues Boulevard,
2010], εκείνη η εντύπωση, απλώς επιβεβαιώνεται· μια και το live από τη φύση του παρέχει όλες τις
ελευθερίες στον Βραζιλιάνο, προκειμένου να καταδείξει τις αναφορές του, αλλά
και ν’ αναδείξει την… δια ζώσης βιρτουοζιτέ του.
Έτσι, λοιπόν, παρότι οι εν λόγω εγγραφές προέρχονται από το
2000 (Blue Note,
Manhattan) και το 1999
(Blue Cat Blues Club, Dallas), γίνεται σαφές πως ο Big Gilson είχε, από χρόνια πριν,
αποφασίσει για τον κιθαριστικό του ήχο, προσμετρώντας ένα προς ένα τα βήματα
των Michael Bloomfield,
Harvey
Mandel, Johnny Winter και των υπολοίπων, δίχως
φυσικά να παραβλέπει τη μαύρη συνείδηση (βασικά στην επιλογή του ρεπερτορίου).
Έτσι, το “Live” του,
που έχει διάρκεια 80 λεπτά παρά οκτώ δευτερόλεπτα, είναι γεμάτο στις διασκευές
(Little Walter,
Elmore
James, Snooky Pryor, Memphis Slim, Roosevelt Sykes, Willie Dixon), μέσα από τις οποίες
φέγγει η άποψή του για το “The Messiah will come again”
του Roy Buchanan·
το γνωστό θρυλικό instro με το ανεξίτηλο συναισθηματικό δόσιμο. Γενικώς, το CD, που… ακούγεται μια χαρά
(η μίξη και το mastering
έγιναν στο Rio de Janeiro),
είναι πατημένο ρυθμικώς, με ακαταπόνητα, αλλά όχι τετριμμένα soli, προϊόν ενός παικταρά, που γνωρίζει
το πάλκο, αλλά, κυρίως, τις απαιτήσεις της σάλας.
Brothers of The Southland είναι οι Jimmy Hall
φωνή, σαξόφωνα, φυσαρμόνικα, Henry Paul φωνή και
Dan Toler κιθάρες. Δίπλα τους στέκονται οι
Jay Boy Adams κιθάρες, Steve Grishman κιθάρες, Mike Brignardello μπάσο, Steve Gorman ντραμς και
παραδίπλα τους άλλα 15(!) ονόματα, που παίζουν κατά περίπτωση κιθάρες, πλήκτρα, horns ή κάνουν φωνητικά. Πρόκειται δηλαδή για μία πλήρη παραγωγή, την οποίαν επιμελείται μια αναγνωρισμένη προσωπικότητα (τραγουδοποιός και
παραγωγός) του αμερικανικού νότου, ο D. Scott Miller (συνθέσεις του
έχουν ερμηνεύσει ανάμεσα σε άλλους οι
Asleep at The Wheel, Mark Chesnutt, Delbert McClinton, ενώ έχει επιμεληθεί δουλειές των
Beverley Mitchell, John Corbett, Joni Harms, Elbert West, Craig Morgan, Chad Brock και
Mike McClure, αστέρων γενικώς της νέας country). Το “Blue Sunrise” [Zoho Music, 2010] είναι ένα ενδιαφέρον νότιο CD, κινούμενο
όχι εντός ενός rock
πανζουρλισμού, αλλά μιας συνολικής southern εικόνας, από την οποία δεν
απουσιάζουν οι country,
soul, funk, blues ακόμη
κι οι jazz αναφορές. Άρα θα μπορούσε να θεωρηθεί και συμβατό μ’ ένα
πνεύμα ανανέωσης, ή, μάλλον, τοποθέτησης τού νότιου παλίμψηστου εντός της
καθημερινής americana.
Το βιογραφικό του Mark Robinson δεν βρίθει μόνον blues κοσμητικών
(έχει συνταχθεί δίπλα στους Lonnie Brooks,
Koko Taylor, Bo Diddley), αλλά και country και
rock μπαλαντικών,
έχοντας ηχογραφήσει με τον Bill Wilson
(θα πω ποιος είναι αυτός), την Carrie Newcomer,
τον Tom Roznowski,
τον Bob Cheevers.
Τούτο συνάγεται και από την ακρόαση του πρώτου, κατά πάσα πιθανότητα,
προσωπικού CD του, που
έχει τίτλο “Quit Your Job
– Play
Guitar” και το
οποίο κυκλοφόρησε από την Blues Boulevard το 2010. Το άλμπουμ ανοίγει με μία πολύ ωραία, και ολίγον downhome version, του παραδοσιακού “Poor boy”, για να συνεχίσει με το
πολύ ωραίο country rock
“Payday giveaway”
του Bill Wilson (ο άνθρωπος αυτός, ο Bill Wilson εννοώ, τραγουδά
δύο κομμάτια στο άλμπουμ των Mariani “Perpetuum Mobile”,
που βγήκε σε ελάχιστες κόπιες στην τεξανέζικη Sonobeat το
1970!). Ακολουθεί το r&b “Runaway train”, ακόμη μία εκδοχή,
αυτή τη φορά στο κλασικό instro
“Sleepwalk” των Santo & Johnny, κι από ’κει και κάτω επτά originals, βγαλμένα μέσα από
την blues, rock, country, και πέραν αυτών, παράδοση.
Ξεχωρίζουν: το soulful blues-rock “This old heart”, το “Memphis won’t leave me alone” με τις steel κιθάρες και
το banjo να έχουν το
δικό τους ρόλο στην ενοργάνωση, το αργό, βαθύ blues “The fixer”, το “Backup plan” με το piano-rolling και το γενικότερο νέο-ορλεανικό στυλ…
Αν και διαρκεί μόλις 26:09, το “The Reel Deal” [Blues Boulevard, 2010] των Jay Willie Blues Band είναι ένα πλήρες άλμπουμ, υπό την
έννοια ότι τούτη η καλολαδωμένη μπάντα από τη Νέα Αγγλία, που αποτελείται από τους
Jay Willie κιθάρες,
φυσαρμόνικα, Robert Callahan φωνή, κιθάρες, Tommy Shannon μπάσο, κιθάρες και Bobby T Torello ντραμς,
φωνή, πράττει τα πάντα ώστε να φανεί αρεστή (και κάτι παραπάνω) στην blues ομήγυρη.
Ναι μεν… λευκή και… λευκός ο ήχος της (βασική αναφορά είναι ο Johnny Winter, αν και υπάρχουν κι
άλλες), αλλά εκπαιδευμένη και στο μαύρο ρεπερτόριο (“Rainin’ in my heart” του Slim Harpo, “Stoop down baby” του Chick Willis, “A woman named trouble” του Little Sonny). Γενικώς, το “The Reel Deal” πετάει φωτιές, με τα
οκτώ κομμάτια να συναγωνίζονται σε… οργή το ένα του άλλου. Υπάρχει, δε, μόνον
ένα… διάλειμμα, το πέμπτο στη σειρά “Ain’t gonna walk your dog anymore”
(μία μπαλάντα του Robert Callahan,
που δρα κατευναστικώς).
Μετά το “A Million Dead Stars” (2010),
οι The Brew επανήλθαν πέρυσι μ’ ένα ακόμη σκληροτράχηλο CD, που είχε τίτλο “The Third Floor” [jazzhaus]. Η βρετανική τριπλέτα, δηλ. οι Tim Smith μπάσο,
φωνητικά (ο πατήρ), Kurtis Smith ντραμς, κρουστά, φωνητικά (ο υιός) και Jason Barwick φωνή,
κιθάρες, μαντολίνο, έχοντας μελετήσει τη γραμματική και το συντακτικό του
είδους, βασικά τους Led Zeppelin,
βεβαίως τους Cream και
τους Experience, αλλά
και πιο σύγχρονα ονόματα όπως τους Άγγλους Kula Shaker ή τους Αμερικανούς Raconteurs, δημιουργούν ένα απολύτως λειτουργικό, μέσα στα πλαίσια του σκληρού rock, άλμπουμ, ένδεκα κομματιών και 47λεπτης περίπου
διάρκειας, στο οποίο δεν ξεχνούν να περάσουν ακόμη και τις μελωδικές αναφορές
τους. Ok, μπορεί να μην είναι
τούτο το σημαντικότερο, όταν φερ’ ειπείν υπάρχει ο δυναμίτης “Master and the puppeteer” και τα… αρτιμελώς βαρύγδουπα τύπου “The third floor”, όμως δεν πρέπει να λησμονούμε πως η μακριά
παράδοση που κουβαλούν οι Βρετανοί δεν μπορεί να τους αφήσει ασυγκίνητους· πόσω
μάλλον, όταν στο “Crimson crystal raindrops” παρελαύνουν ακόμη και τα γνωστά hard-psych νεφελώματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου