Στη δισκογραφία πλέον δεν χωρούν μισόλογα. Οι καιροί είναι
απαιτητικοί, ο χρόνος πάντα θα είναι πολύτιμος –ακόμη και όταν δεν ξέρουμε τι
να τον κάνουμε–, και σε κάθε περίπτωση (όπως λέγεται πανταχόθεν) έχει σημάνει η
ώρα ώστε να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα και στον εν λόγω τομέα· να καλύψουν οι
δημιουργοί το κενό που αφήνουν πίσω τους, τρέχοντας, οι μεταπράτες.
Ο Μανώλης Γαλιάτσος, όντας σε δημιουργική έκρηξη τα
τελευταία χρόνια (αναφέρομαι στην έκρηξη την καταγραμμένη από τη δισκογραφία),
δίδει το ένα άλμπουμ μετά το άλλο –«Ημερολόγιο: Largo» το 2007, «Θάλασσες των Μικρών
Λάμψεων» το 2009, «Άφοβοι-Έφηβοι» το 2010, πέρυσι το «2011: Εδώ, Έξω» κι εφέτος
την «Πατρίδα Χωρίς Παράδεισο»– επιχειρώντας, όπως έχω γράψει κι άλλες φορές, να
μετατοπίσει τις αισθητικές αναζητήσεις του (οι οποίες έχουν κοινωνικοπολιτική
αφετηρία) προς την κατεύθυνση της μουσικής· της ορχηστρικής μουσικής εννοώ,
δίχως, πάντως, να απαξιώνεται το τραγούδι – πώς θα μπορούσε; Μία μετατόπιση, εν
πάση περιπτώσει, που δεν μπορεί παρά να τοποθετεί και τους ακροατές της μουσικής
του σε μιαν επόμενη στάση.
Ο Γαλιάτσος σκέπτεται και δρα, μέσω τής εργασίας του,
πολιτικώ τω τρόπω. Μπορεί τα άλμπουμ του, της πιο πρόσφατης εποχής, να είναι
κυρίως ή αποκλειστικώς ορχηστρικά, όμως πάντα θα ανακαλύψεις σ’ αυτά (στα
ένθετα, στα εξώφυλλα, στους τίτλους των θεμάτων, σ’ ένα ποίημα) εκείνο που
βασικά, και βαθειά, τον απασχολεί· επί του προκειμένου –και όπως διαπιστώνεται
και από τον τίτλο του CD–
τούτο δεν είναι άλλο από την πατρίδα.
Λέξη πολυσήμαντη, βαρυφορτωμένη και πολλάκις κακοποιημένη, η πατρίδα, η πατρώα γη, η γη των προγόνων,
είναι η ιδέα, η οποία υπηρετείται με τρόπους που συντάσσονται μόνο με τη θυσία
(τέτοιαν ώρα, τέτοια λόγια…). Ίσως και εξ αιτίας αυτού ο Γαλιάτσος να ξεκινά το
έργο του με την μελοποίηση ενός ποιήματος του Γιώργου Σαραντάρη
(«Αηδονολαλιά»), τραγουδισμένο από τον Αντρέα Καρακότα. Ένα ποίημα γραμμένο και
αφιερωμένο στην πατρίδα από έναν
μείζονα ποιητή της γενιάς του ’30, που πολέμησε στην πρώτη γραμμή του αλβανικού
μετώπου φθείροντας την υγεία του και πεθαίνοντας στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του
’41, μόλις στα 33 του.
Πατρίδα λοιπόν
χωρίς παράδεισο, γιατί ο παράδεισος είναι η ανταμοιβή, είναι το υστερόβουλο
πεσκέσι και άρα το δηλητήριο στη σχέση – μία σχέση αμόλυντη, καθαρή, πάντοτε μονόδρομη (από…
προς την) και ουδέποτε αμφίδρομη στην υψηλή μορφή της. Βαρειές κουβέντες, που
απεμπολούν το νόημά τους στην εποχή τής γενικευμένης σαπίλας, της ξεδιαντροπιάς,
του κυνισμού, αλλά και της χυδαίας
πατριδοκαπηλείας… Ένα ποίημα λοιπόν και μερικές μουσικές –μερικές εξαιρετικές
μουσικές είναι η αλήθεια– είναι ό,τι μπορεί να αναπτερώσει το ηθικό του
ακροατή, τοποθετώντας τον σ’ ένα περιβάλλον ηρωικό οπωσδήποτε, εντός του οποίου
κυριαρχεί η έννοια της αποστολής και του χρέους.
Μπαίνει όμως το ερώτημα. Έχει τη δύναμη ένα άλμπουμ μουσικής
να επιτύχει κάτι τέτοιο; Την έχει· όταν η μουσική αντανακλά το χάρισμα του δημιουργού
και ουχί του πλιατσικολόγου. Ο Γαλιάτσος, με τις σαφείς αναφορές στις
κινηματογραφικές καλύψεις α λα Morricone
(«Κάθε μάχη έχει χρεία»), την αγάπη του για την λεγόμενη κλασική, το rock,
την χατζιδακική μελωδία («Δημιουργία! Να λάμψεις»), εισπράττει από τους
μουσικούς του (17 στον αριθμό!) υπέροχα όσο και αληθινά ηχοχρώματα εγχόρδων
(βιολιά, βιόλα και βιoλοντσέλο
από τους Sergiu Nastasa,
Lesia Ponomareva, Larissa Vylegzhanina και Renato Ripo), θαυμάσια πνευστά
(Σωκράτης Άνθης, Γιάννης Παπαγιάννης, Δήμος Δημητριάδης…) και επικά κρουστά (τα
τύμπανα του Γρηγόρη Συντρίδη στο «Απαρχή σου η δόξα»), ολοκληρώνοντας ένα άλμπουμ,
που ακούγεται ως ύμνος προς τον ευκλεή πεσόντα, αλλά ταυτοχρόνως και ως ελεγεία
προς την ιερή πατρίδα που βουλιάζει,
ατιμασμένη, μέσα στο ψέμμα και την προδοσία.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΓΑΛΙΑΤΣΟΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ καλή Κριτική..........!!!!!!!!!