Η ελληνική Missing Vinyl
επανατυπώνει σε δίσκους βινυλίου δύο άλμπουμ μιας ξεχασμένης μπάντας του γερμανικού folk από τα μέσα του ’70.
Οι Gurnemanz, με όνομα δανεισμένο από τον φερώνυμο ήρωα του ποιήματος Parzival του Wolfram von Eschenbach (13ος αιώνας) που στηριζόταν στην αρθούρια μυθολογία, σχηματίστηκαν το 1972 στη δυτικογερμανική πόλη Düren (κοντά στα σύνορα με την Ολλανδία και το Βέλγιο). Αποτελούμενοι εκ των Siegfried Bushuven κοντραμπάσο, κιθάρες, Lukas W. Scheel μαντολίνο, μαντόλα, μπάντζο, τραγούδι, Michael Rausch βιολί, Manuela Schmitz τραγούδι, φλάουτο, tin whistle, κιθάρες, John Cremer autoharp και Wolfgang Riedel κιθάρες, σιτάρ, τραγούδι, φυσαρμόνικα, οι Gurnemanz ηχογραφούν ένα πρώτο(;) άλμπουμ το 1975 στην Κολωνία σε ανεξάρτητη παραγωγή (ο τίτλος του ήταν “Spielmanns - Kinder”), το οποίο διακρίνεται για τον απλό, αλλά μεστό ποιητικό χαρακτήρα του. Με παραδοσιακά τραγούδια και χορούς (από τη Νορβηγία, τη Γερμανία και τη Φινλανδία), με συνθέσεις των Riedel και Scheel κυρίως (και με στίχους στην αγγλική), αλλά και με μία λιτή μελοποίηση της “Annabel Lee” του Edgar Allan Poe, οι Gurnemanz φιλοτεχνούν ένα ωραίο folk LP στηριγμένοι πρωτίστως στα φωνητικά τής Schmitz και βεβαίως στις άψογες συνοδείες. Κορυφαίο κομμάτι η μελοποίηση του ποιήματος του Johann Friedrich Löwen “Das entweihte nonnenkloster” (μια ιστορία βεβήλωσης σ’ ένα γυναικείο μοναστήρι του 18ου αι.) και κάτι παραπάνω από ενδιαφέρουσα η άποψή τους για την “Annabel Lee”, που κινείται ηχητικώς σ’ ένα cosmic-folk πλαίσιο (όχι πολύ μακρυά από το αντίστοιχο των πιο γνωστών στους φίλους του είδους Hölderlin).
Οι Gurnemanz, με όνομα δανεισμένο από τον φερώνυμο ήρωα του ποιήματος Parzival του Wolfram von Eschenbach (13ος αιώνας) που στηριζόταν στην αρθούρια μυθολογία, σχηματίστηκαν το 1972 στη δυτικογερμανική πόλη Düren (κοντά στα σύνορα με την Ολλανδία και το Βέλγιο). Αποτελούμενοι εκ των Siegfried Bushuven κοντραμπάσο, κιθάρες, Lukas W. Scheel μαντολίνο, μαντόλα, μπάντζο, τραγούδι, Michael Rausch βιολί, Manuela Schmitz τραγούδι, φλάουτο, tin whistle, κιθάρες, John Cremer autoharp και Wolfgang Riedel κιθάρες, σιτάρ, τραγούδι, φυσαρμόνικα, οι Gurnemanz ηχογραφούν ένα πρώτο(;) άλμπουμ το 1975 στην Κολωνία σε ανεξάρτητη παραγωγή (ο τίτλος του ήταν “Spielmanns - Kinder”), το οποίο διακρίνεται για τον απλό, αλλά μεστό ποιητικό χαρακτήρα του. Με παραδοσιακά τραγούδια και χορούς (από τη Νορβηγία, τη Γερμανία και τη Φινλανδία), με συνθέσεις των Riedel και Scheel κυρίως (και με στίχους στην αγγλική), αλλά και με μία λιτή μελοποίηση της “Annabel Lee” του Edgar Allan Poe, οι Gurnemanz φιλοτεχνούν ένα ωραίο folk LP στηριγμένοι πρωτίστως στα φωνητικά τής Schmitz και βεβαίως στις άψογες συνοδείες. Κορυφαίο κομμάτι η μελοποίηση του ποιήματος του Johann Friedrich Löwen “Das entweihte nonnenkloster” (μια ιστορία βεβήλωσης σ’ ένα γυναικείο μοναστήρι του 18ου αι.) και κάτι παραπάνω από ενδιαφέρουσα η άποψή τους για την “Annabel Lee”, που κινείται ηχητικώς σ’ ένα cosmic-folk πλαίσιο (όχι πολύ μακρυά από το αντίστοιχο των πιο γνωστών στους φίλους του είδους Hölderlin).
Δύο χρόνια αργότερα (1977) οι Gurnemanz με σχεδόν ίδια line-up (στη θέση του βιολιστή Michael Rausch παρουσιάζεται, ως έκτο
μέλος, ο παραγωγός και μηχανικός ήχου Wolfgang Homeyer) προτείνουν ένα ακόμη, επίσης
ανεξάρτητο, LP που είχε
τίτλο “No Rays of Noise”.
Το άλμπουμ αυτό ακούγεται στ’ αυτιά μου ακόμη πιο ολοκληρωμένο (όχι πως το
πρώτο ήταν… ανολοκλήρωτο – αντιλαμβάνεστε πώς το λέω) με περισσότερα επώνυμα
κομμάτια και λιγότερα παραδοσιακά, στηριγμένα σε αγγλικούς στίχους του
κιθαρίστα Riedel, του
αρπίστα Cremer και κάποιας Beth Humphries
και ενορχηστρωμένα ενίοτε κάπως freak
(“Des schwartenhals”) θυμίζοντας
π.χ. τους Βρετανούς Panama Limited Jug Band.
Από την πρώτη πλευρά δεν μπορεί παρά να ξεχωρίζει η άποψη τού γκρουπ για το
κλασικό “John Barleycorn”,
η οποία μπορεί να μην ξεπερνά το αριστούργημα των Traffic, αλλά εν πάση περιπτώσει είναι
ωραιότερη από τις εκδοχές των Steeleye Span,
Bert Jansch, John Renbourn και Vulcan’s Hammer, που έρχονται
σιγά-σιγά στο νου μου. (Οι Gurnemanz
διασκευάζουν στα πατήματα των Traffic,
κάτι που αποδεικνύεται υπέρ τους). Η δεύτερη πλευρά αποτελείται από τέσσερα
αγγλόφωνα κομμάτια, ένα ορχηστρικό κι ένα γερμανόφωνο. Ακούγονται μάλιστα και
περισσότερα όργανα, όπως ας πούμε το τενόρο σαξόφωνο του Albert Klein στο
“Deep sleep”, ένα πολύ ανθρώπινο
τραγούδι του Riedel (σε
στίχους του Cremer) γύρω
από το μάταιο του καταναγκαστικού τρόπου ζωής, αλλά και τα kazoo του Riedel, του Bushuven και της Schmitz στο “Die Auswanderer” ένα τραγούδι
στηριγμένο σε παραδοσιακούς στίχους (αναφέρεται στο γερμανικό κύμα
μετανάστευσης στην Αμερική στα μέσα του 19ου αιώνα) και μουσική του Lukas Scheel.
Και τα δύο LP
είναι τυπωμένα σε 500 αντίτυπα και σε βινύλια 180 γραμμαρίων, ενώ
περιέχουν και innersleeves
με τους στίχους των τραγουδιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου