Στην… παράδοση των CD-βιβλίων του τελευταίου καιρού εντάσσεται και το πιο πρόσφατο
άλμπουμ των Αδελφών Κατσιμίχα, υπό τον τίτλο “Beat Poetry” [Λύχνος/ Μετρονόμος,
2012]. Βασικά, έχουμε να κάνουμε μ’ ένα βιβλίο 19Χ14, 108 σελίδων, κι ενός ενθέτου CD. Ας πω
λοιπόν από την αρχή πως πρόκειται για μία έκδοση με «λάθος» τίτλο· καθότι, όταν
κάποιος διαβάζει στο εξώφυλλο “beat poetry”
και από κάτω το όνομα «Αδελφοί Κατσιμίχα» εκείνο το οποίον οφείλει να υποθέσει
είναι πως οι Κατσιμιχαίοι γράφουν δική τους… beat poetry μελοποιώντας την. Στην πραγματικότητα όμως δεν συμβαίνει
αυτό. Εκείνο που συμβαίνει είναι μία σειρά απαγγελιών αποσπασμάτων ποιημάτων
των Harold Norse,
Gregory Corso,
Allen Ginsberg, Michael McClure κ.ά. στη
γλώσσα μας, από δικές τους μεταφράσεις (έστω κι αν έχουν συμβουλευτεί
προγενέστερες μεταφραστικές εργασίες, όπως οι ίδιοι γράφουν), οι οποίες
(απαγγελίες) απλώνονται πάνω από δικές τους ροκο-μπαλαντικές επενδύσεις.
Ξεκινώντας, έτσι, από τον τίτλο, εγώ νομίζω πως θα έπρεπε να είναι περισσότερο
στοχευμένος και πιο περιγραφικός, ξέρω εγώ… οι
Αδελφοί Κατσιμίχα επενδύουν μουσικώς ποιήματα των Norse, Corso, Ginsberg κ.ά. – κάτι
τέτοιο τέλος πάντων. Κάτι εν πάση περιπτώσει, που να μην δημιουργεί παρανοήσεις
και να σχετίζεται απολύτως μ’ εκείνο που συμβαίνει.
Η έκδοση περιλαμβάνει ακόμη κείμενο για την beat generation και τους βασικούς εκπροσώπους της και (άχρηστα) βιογραφικά των Ginsberg, Burroughs, Kerouac, Corso, Bukowski, McClure, Micheline και Norse (τα περισσότερα εκ των οποίων – δεν κάθισα να τα δω ένα-ένα – αποτελούν μεταφράσεις από την Wikipedia). Υπάρχουν όμως κι εδώ λάθη (όπως και παραλήψεις και ασάφειες) όχι μόνο σε ονόματα (“Thelonius” αντί του σωστού “Thelonious”, “Ma Raineyt” αντί του σωστού “Ma Rainey”) και σε χρονολογίες (το «Ουρλιαχτό» το τραγούδησε η Χαρά Αργυροπούλου το 1982 και όχι το ’83), αλλά και σε γενικότερα θέματα. Οι Κατσιμιχαίοι γράφουν πως τον «χαρακτηρισμό ‘beat generation’ χρησιμοποίησε πρώτος ο Κέρουακ, το 1948, σε μια συζήτησή του με τον συγγραφέα Τζων Κλέλον Χολμς, ο οποίος μάλιστα εξέδωσε το 1952 μια νουβέλα για την ‘beat generation’ με τίτλο ‘Go’ (1952), μαζί με ένα μανιφέστο στο περιοδικό The New York Times: ‘This is the beat generation’». Για μένα έπρεπε να γίνει σαφές το πότε ακριβώς… τυπώθηκε η λέξη beat (αν υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον σ’ αυτό δηλαδή) και όχι ποιος την είπε πρώτος σε ποιον. Όπως έχει γραφεί άπειρες φορές ο John Clellon Holmes φαίνεται πως ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε γραπτώς τη λέξη στο Go. Εκεί υπάρχει η εξής φράση: «Ο καθένας που ξέρω είναι κάπως φευγάτος, λίγο μπητ… φαντάζομαι, θα το ’λεγες, μια επανάσταση στην ψυχή» (περιοδικό Προσωπείο, τεύχος 10, 1993). Οι Κατσιμιχαίοι δεν το γράφουν ξεκάθαρα, μετατρέποντας επίσης την πασίγνωστη εφημερίδα New York Times σε περιοδικό! Επίσης κάπου αλλού γράφεται ότι «(ο Γκίνσμπεργκ) ήταν φίλος με τον Ken Kesey των Merry Prankster, ένα γκρουπ, στο οποίο ήταν μέλος ο Neal Cassady και μέλη των Grateful Dead». Παρουσιάζονται δηλαδή οι Merry Pranksters (όχι Prankster) λες και ήταν κάποιο μουσικό συγκρότημα, και όχι ένα κοινόβιο που είχε ως βασικό του στόχο την προώθηση των ψυχεδελικών ουσιών. Κάπου αλλού αναφέρεται πως ο Gregory Corso «…βρέθηκε στο Παρίσι, στη Ρώμη, στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες. Το 1958 επέστρεψε στη Νέα Υόρκη…», όταν από τις επιστολές τού Corso γνωρίζουμε πως επισκέφθηκε την Ελλάδα (Αθήνα) τον Σεπτέμβριο του 1959. Άρα αποκλείεται να ήρθε στην Ελλάδα και να «επέστρεψε» στη Νέα Υόρκη το 1958.
Το βιβλίο ξεκινά μ’ ένα κείμενο του Χάρη και του Πάνου,
γραμμένο τον Δεκέμβριο του 2011, το οποίο βρίθει ανακριβειών. Ενώ αναφέρονται
στο… σωτήριον έτος 1971, γράφουν πως «ούτε
ένα μουσικό περιοδικό της προκοπής δεν υπήρχε εκτός από τους Μοντέρνους
Ρυθμούς» (εννοώντας τους Μ.Ρ. που κυκλοφορούσαν από την 1/4/1964 έως τις
αρχές του ’68, όπως αναφέρουν σε μια σημείωση). Η πλάκα είναι ότι Μοντέρνοι Ρυθμοί ξαναϋπήρχαν (για
τελευταία φορά) στις αρχές του 1972 (ως Μοντέρνοι Ρυθμοί/13-19), αλλά αυτό είναι
σίγουρο πως το αγνοούσαν οι Αδελφοί Κατσιμίχα (το αποδεικνύει η σημείωση). Και
βεβαίως το 1971-72 υπήρχαν κι άλλα μουσικά περιοδικά κι εφημερίδες όπως το Σώου, το... σκέτο 13-19 και κυρίως η Μουσική
Γενιά (που ήταν της προκοπής).
Παρακάτω λένε πως «ψαχνόμασταν με τους
Αμερικάνους, γιατί αυτοί ήξεραν από πρώτο χέρι αν έβγαλαν καινούριο δίσκο οι Doors», όταν δίσκοι των Doors κυκλοφορούσαν τουλάχιστον από το
1970 σε ελληνικές εκτυπώσεις και μπορούσε κάποιος να τους βρει πιο εύκολα (δίχως να
καταφεύγει σώνει και καλά στους… Αμερικάνους). Φερ’ ειπείν το 45άρι “Roadhouse blues/ Back door man” [Elektra 33.001], τα LP “L.A.Woman” [Elektra EL-404] και “Full Circle” [Elektra EL-408], που είχαν τυπωθεί
από τη Lyra το 1971-72 και δεν ξέρω ποια άλλα ακόμη. Αναφέρονται,
περαιτέρω, στο κείμενό τους στο Τζαζ Κλαμπ του Μπαράκου (που είναι στέκι της
Μεταπολίτευσης και άρα άσχετο με το θέμα), γράφουν πως το Panderma
του Λεωνίδα Χρηστάκη ήταν περιοδικό του ’71 (ενώ το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε
στο τέλος του ’72), πληροφορώντας μας
πως πρωτοκυκλοφόρησε τη δεκαετία του ’50 (μάλλον το συγχέουν με τον Κούρο, που όντως πρωτοκυκλοφόρησε την
Άνοιξη του 1959 και ξανά μετά τον Απρίλη του ’71), λέγοντάς μας –και αυτό έχει
βάση– πως από το Panderma (ή μήπως και από τον Κούρο;) γνώρισαν την beat αμερικανική
ποίηση, αφού στα περιοδικά του Χρηστάκη εμφανίζονταν ποιήματα των Ginsberg, Corso, Ferlinghetti… Τέλος πάντων. Είναι παρά
πολλά απ’ αυτά που γράφουν οι Κατσιμιχαίοι για τα οποία έχω άλλη, διαφορετική
γνώμη κι εν πάση περιπτώσει μετά από τόσα χρόνια δεν περίμενα να ξαναδιαβάσω σε
κείμενο κουβέντες του στυλ «σίγουρα το
ροκ ήταν πάντα λίγο επικίνδυνο».
Περνώντας στις μεταφράσεις θα ήθελα να σταθώ σε κάτι που μ’
ενόχλησε. Οι Κατσιμιχαίοι γράφουν πως η συγκεκριμένη δουλειά είναι αφιερωμένη
σε παλαιότερους μεταφραστές (Σπύρος Μεϊμάρης, Άρης Μπερλής, Δημήτρης
Πουλικάκος, Γιάννης Λειβαδάς κ.ά.) καθότι όπως τονίζουν «οι μεταφραστικές τους εργασίες, τα εισαγωγικά σημειώματα, τα κείμενα
και τα δοκίμιά τους (σ.σ. των παλαιοτέρων), ήταν για μας πολύτιμες πηγές πληροφόρησης, σιωπηλή παρέα, έμπνευση
και ενθάρρυνση, έτσι ώστε να φέρουμε σε πέρας τη δική μας προσπάθεια για
μετάφραση-απόδοση των κειμένων που διαλέξαμε, για να χτίσουμε αυτό το σύνθετο
πόνημα, λόγου και μουσικής». Ρίχνοντας μια ματιά λοιπόν στα ένδεκα
μεταφρασμένα ποιήματα (υπάρχει κι ένα δωδέκατο track, αλλά δεν είναι ποίημα, αφού σ’
αυτό ακούγονται αποσπάσματα από τα “The Place of Dead Roads” και “Naked Lunch”
του William Burroughs)
διαπιστώνω πως τα έξι προέρχονται από το βιβλίο Ποιητές του Κόσμου/ Ανθολογία Μπιτ Ποίησης [εκδ. Ροές, Αθήνα 2003] σε
μετάφραση Γιάννη Λειβαδά, δύο αφορούν στο «Ουρλιαχτό», που και αυτό έχει
μεταφραστεί από τον Λειβαδά στην ωραία δίγλωσση έκδοση Άλλεν Γκίνσμπεργκ Ουρλιαχτό [εκδ. Άκρον, Καλαμάτα, 2001] και η οποία
ξαναβγήκε, αναθεωρημένη, στον Ηριδανό
το 2007, τα υπόλοιπα δύο είναι και αυτά ποιήματα του Ginsberg μεταφρασμένα επίσης από τον
Λειβαδά (υπάρχουν στο δίκτυο), ενώ το έσχατο είναι ένα ποίημα του Charles Bukowski, ο οποίος δεν είχε
κάποια στενή σχέση με τους beats·
για πολλούς δεν λογίζεται ως beat writer
(ο ίδιος, επίσης, δεν το επιζητούσε) και προσωπικώς δεν θα τον ανέφερα καν σε
μία beat έκδοση. Κι ενώ
λοιπόν δεν αναφέρονται οι συγκεκριμένες ελληνικές εκδόσεις με τις μεταφράσεις
του Λειβαδά (ασχέτως αν τον ευχαριστούν ειδικώς οι Κατσιμιχαίοι), που θα ήταν
κάτι χρήσιμο σε τελευταία ανάλυση, αναφέρονται οι αμερικανικές(!), λες και οι
Κατσιμιχαίοι είχαν κατά νου μόνο τα αγγλόφωνα κείμενα και όχι τα (μεταφρασμένα)
τής γλώσσας μας!! Έτσι, κι επειδή δεν υπάρχουν μελοποιήσεις ποιημάτων, αλλά,
απλώς, απαγγελίες πάνω σε μουσικές, είναι παντελώς αδικαιολόγητη και η
οποιαδήποτε «αλλαγή», από τη στιγμή που οι υπάρχουσες μεταφράσεις είναι
δεδομένες (και αξιόπιστες).
Κοιτώντας λοιπόν το ποίημα τού Harold Norse «Αποκάλυψη
από ηλεκτροεγκεφαλογράφημα» στη μετάφραση του Λειβαδά (στον τόμο των εκδόσεων Ροές) διαβάζω: «Η ομπρέλα που άνοιξε έγινε μια μεγάλη μαύρη/ κουνουπιέρα που
μπορούσε να χωρέσει χίλιους ανθρώπους/ η χειρολαβή τράβηξε την προσοχή μου/
φτιαγμένη από κίτρινο σκαλιστό ελαφαντόδοντο/ μεγαλύτερη από ανθρώπινο κεφάλι
και πλατύτερη». Οι Κατσιμιχαίοι γράφουν το εξής: «Η ομπρέλα που άνοιξε/ έγινε μια μεγάλη μαύρη τέντα/ που θα μπορούσε να χωρέσει/ και χίλιους ανθρώπους/ Η
χειρολαβή, φτιαγμένη από κίτρινο σκαλιστό ελαφαντόδοντο/ μεγαλύτερη από
ανθρώπινο κεφάλι/ και πιο πλατιά/
τράβηξε την προσοχή μου». Το «πλατύτερη» που γίνεται «πιο πλατιά» και η
«κουνουπιέρα», που μετατρέπεται (άραγε πώς;) σε «τέντα» δεν συνιστούν
μετάφραση. Δεν έχω υπ’ όψιν μου το πρωτότυπο, για να ξέρω αν πρόκειται για
«κουνουπιέρα» ή για «τέντα» (από αίσθηση εμπιστεύομαι περισσότερο τον Λειβαδά),
αλλά αν είναι έτσι τότε η αλλαγή της λέξης είναι παντελώς ακατανόητη. Θα
μπορούσα να αιτιολογήσω την αλλαγή μόνο αν είχαμε πραγματική μελοποίηση (και ουχί
απαγγελία) και η νέα λέξη (η «τέντα») βοηθούσε ενδεχομένως σε κάποια ρίμα (ή
στο ρυθμό του τραγουδιού). Όταν όμως υπάρχει απαγγελία, τότε δανείζεσαι μία
έγκυρη μετάφραση και απαγγέλεις. Δεν κάθεσαι να προσποιηθείς ότι μεταφράζεις.
Ακόμη ένα παράδειγμα. Στο «Τραγούδι» του Allen Ginsberg ο Λειβαδάς
μεταφράζει: «Το βάρος του κόσμου/ είναι η
αγάπη./ Κάτω απ’ το φορτίο της μοναξιάς,/ κάτω από το φορτίο/ της δυσαρέσκειας/
το βάρος,/ το βάρος που κουβαλάμε/ είναι η αγάπη». Οι Κατσιμιχαίοι λένε: «Το βάρος του κόσμου είναι αγάπη./ Κάτω απ’
το άχθος της μοναξιάς/ κάτω απ’ το άχθος του ανεκπλήρωτου./ Το βάρος που
φέρουμε/ Είναι αγάπη». Για να δούμε τι γράφει και ο Ginsberg: “The weight of the world/ is love./ Under the burden/ of solitude,/
under the burden/ of dissatisfaction/ the weight,/ the weight we carry/ is
love”. Δεν
χρειάζεται να πω πως η μετάφραση του Λειβαδά είναι ακριβής (και η ακριβέστερη
των δύο). Το «άχθος» είναι λόγια λέξη και δεν «κολλάει» με την ποίηση του Ginsberg, το “dissatisfaction” είναι σωστά
μεταφρασμένο ως δυσαρέσκεια και όχι
ως ανεκπλήρωτο (άσχετο) και το βάρος
το κουβαλάμε (για να γίνεται πιο…
κουραστικό) δεν το φέρουμε.
Συμπέρασμα; Όταν γνωρίζεις τη μετάφραση του συγκεκριμένου ποιήματος (όπως,
λογικώς, τη γνώριζαν και οι Κατσιμιχαίοι) δεν πας να το μεταφράσεις από την
αρχή (είναι ματαιόδοξο). Χρησιμοποιείς την ήδη υπάρχουσα (μετάφραση) και
τελειώνει η ιστορία. Να μη συνεχίσω…
Πάμε όμως και στα της μουσικής. Υπάρχουν ορισμένοι –ανάμεσα
σ’ αυτούς και ο Λειβαδάς– που ισχυρίζονται ότι η beat ποίηση (από
μουσικής πλευράς) είναι προνομιακός χώρος της jazz. Έχω διαφωνήσει με αυτό και εν
συντομία έχω καταγράψει κάποιες απόψεις στην ανάρτηση η jazz, οι beat poets, το rock (http://is.gd/4avewd), τον προηγούμενο Μάρτιο. Οι
Κατσιμιχαίοι επίσης δεν συμμερίζονται τη συγκεκριμένη άποψη· γι’ αυτό κι η
μουσική τους στο “Beat Poetry”
έχει άμεση σχέση με το rock.
Εξάλλου και οι ίδιοι ανακάλυψαν τον Ginsberg, ας πούμε, όχι από τον Thelonious Monk και τον Sonny Rollins, αλλά από τον Bob Dylan, τον Tom Waits και τους Beatles. Έτσι λοιπόν οι
μουσικές τους είναι ή rock
(και blues – μην το
ξεχνάμε το blues), ή
εμφανίζουν μέσα από τη γενικότερη «ροκότητά» τους και κάποιες επεκτάσεις προς
τους ήχους της φύσης (έτσι όπως
εκείνοι αποκτούν οντότητα μέσω των ινδικών φλάουτων, των ζουρνάδων, της
ιρλανδέζικης φλογέρας…). Υπάρχουν τρία θέματα στο “Beat Poetry” που ξεχωρίζουν. Το track υπ’ αριθμόν 4, που
επιγράφεται «Μολώχ» και που αποτελείται από κάποιους στίχους από το μέρος II του
«Ουρλιαχτού» του Allen Ginsberg.
Εδώ, η μουσική δεν είναι τόσο rock,
έχει προγραμματισμό, και θυμίζει κάπως το ethnic-trance
της δεκαετίας του ’90. Ο Θύμιος Παπαδόπουλος χειρίζεται κλαρίνο και πιάνο, ενώ
ο Πάνος Κατσιμίχας απαγγέλει. Το δεύτερο track είναι το υπ’ αριθμόν 9 «Καρδιά στο
κλουβί» του Charles Bukowski.
Ένα σκληρό, κυνικό ποίημα, το οποίο ο Πάνος Κατσιμίχας και οι φίλοι του
Βαγγέλης Ζήσης και Κώστας Παπαδούκας (αμφότεροι «καραβάνες» του ελληνικού ροκ,
με συμμετοχές στα συγκροτήματα των 70s Νώε, Sunset κ.ά.) το μεταχειρίζονται με ωραίο
τρόπο. Το τρίτο είναι το απόσπασμα από το Ι μέρος του «Ουρλιαχτού». «Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου…»
κ.λπ. Ο Γιάννης Σπάθας παίζει τα blues στην κιθάρα του όπως ο ίδιος ξέρει
καλύτερα απ’ όλους και ο Πάνος Κατσιμίχας μ’ ένα νωχελικό, τρεμάμενο τρόπο,
απαγγέλει γι’ αυτούς «που τρελαθήκανε
στις φυλακές, με τη γοητεία της πραγματικότητας στις καρδιές, που τραγουδούσαν
γλυκά μπλουζ στο Αλκατράζ».
Η έκδοση περιλαμβάνει ακόμη κείμενο για την beat generation και τους βασικούς εκπροσώπους της και (άχρηστα) βιογραφικά των Ginsberg, Burroughs, Kerouac, Corso, Bukowski, McClure, Micheline και Norse (τα περισσότερα εκ των οποίων – δεν κάθισα να τα δω ένα-ένα – αποτελούν μεταφράσεις από την Wikipedia). Υπάρχουν όμως κι εδώ λάθη (όπως και παραλήψεις και ασάφειες) όχι μόνο σε ονόματα (“Thelonius” αντί του σωστού “Thelonious”, “Ma Raineyt” αντί του σωστού “Ma Rainey”) και σε χρονολογίες (το «Ουρλιαχτό» το τραγούδησε η Χαρά Αργυροπούλου το 1982 και όχι το ’83), αλλά και σε γενικότερα θέματα. Οι Κατσιμιχαίοι γράφουν πως τον «χαρακτηρισμό ‘beat generation’ χρησιμοποίησε πρώτος ο Κέρουακ, το 1948, σε μια συζήτησή του με τον συγγραφέα Τζων Κλέλον Χολμς, ο οποίος μάλιστα εξέδωσε το 1952 μια νουβέλα για την ‘beat generation’ με τίτλο ‘Go’ (1952), μαζί με ένα μανιφέστο στο περιοδικό The New York Times: ‘This is the beat generation’». Για μένα έπρεπε να γίνει σαφές το πότε ακριβώς… τυπώθηκε η λέξη beat (αν υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον σ’ αυτό δηλαδή) και όχι ποιος την είπε πρώτος σε ποιον. Όπως έχει γραφεί άπειρες φορές ο John Clellon Holmes φαίνεται πως ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε γραπτώς τη λέξη στο Go. Εκεί υπάρχει η εξής φράση: «Ο καθένας που ξέρω είναι κάπως φευγάτος, λίγο μπητ… φαντάζομαι, θα το ’λεγες, μια επανάσταση στην ψυχή» (περιοδικό Προσωπείο, τεύχος 10, 1993). Οι Κατσιμιχαίοι δεν το γράφουν ξεκάθαρα, μετατρέποντας επίσης την πασίγνωστη εφημερίδα New York Times σε περιοδικό! Επίσης κάπου αλλού γράφεται ότι «(ο Γκίνσμπεργκ) ήταν φίλος με τον Ken Kesey των Merry Prankster, ένα γκρουπ, στο οποίο ήταν μέλος ο Neal Cassady και μέλη των Grateful Dead». Παρουσιάζονται δηλαδή οι Merry Pranksters (όχι Prankster) λες και ήταν κάποιο μουσικό συγκρότημα, και όχι ένα κοινόβιο που είχε ως βασικό του στόχο την προώθηση των ψυχεδελικών ουσιών. Κάπου αλλού αναφέρεται πως ο Gregory Corso «…βρέθηκε στο Παρίσι, στη Ρώμη, στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες. Το 1958 επέστρεψε στη Νέα Υόρκη…», όταν από τις επιστολές τού Corso γνωρίζουμε πως επισκέφθηκε την Ελλάδα (Αθήνα) τον Σεπτέμβριο του 1959. Άρα αποκλείεται να ήρθε στην Ελλάδα και να «επέστρεψε» στη Νέα Υόρκη το 1958.
Όταν κάποιος γράφει στην Ελλάδα για τους beat poets έχω τη γνώμη πως πρέπει
να αναφέρεται και στην ελληνική τους περιπέτεια. Τα υπόλοιπα (κοινά) τα
βρίσκουμε κι αλλού. Στο βιβλίο των Κατσιμιχαίων υπάρχει μία ωραία φωτογραφία
του Corso στην Ακρόπολη (κρατάει μάλιστα, υπό μάλης, το λογοτεχνικό
περιοδικό της εποχής Αθηναϊκά Γράμματα),
που βρίσκεται στο δίκτυο, στη σχετική σελίδα τού allposters.com με τη
λεζάντα “Beatnik writer Gregory Corso walking at Acropolis”
(item#: 849487) –να,
δείτε την εδώ http://is.gd/JovXKt– και η
οποία μένει (από τους Κατσιμιχαίους) ασχολίαστη. Είναι κι αυτό ένα φάουλ.
Δεν ξερω τι λετε κ.Τρουσα αλλα η μελοποιηση του ουρλιαχτου είναι πολυ ωραια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είστε σίγουρος/η πως ξέρω τι λέω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάντως στην απαγγελία φεύγουν μερικές καταλήξεις…
Χωρίς να γνωρίζω ούτε εγώ το πρωτότυπο του Norse, υποψιάστηκα ότι ο όρος που μεταφράζεται ως "κουνουπιέρα" είναι canopy (και όχι βέβαια mosquito net, που θα καθιστούσε εντελώς παράλογη την "τέντα"). Αναζήτησα το αγγλικό και είδα ότι είναι, όντως, canopy. Ο φίλος Γιάννης Λειβαδάς ανατρέχει στην ετυμολογία της λέξης (πράγματι προέρχεται από το κωνωπείον), αλλά canopy σημαίνει και προστατευτικός θόλος, υπόστεγο, κουβούκλιο, καλύπτρα, προστατευτικό φύλλωμα δέντρου (κομοστέγη)... και, ναι, σημαίνει επίσης τέντα σκίασης. Οπότε έχουν το δικαίωμα να το κάνουν, και είναι πρωτότυπη επιλογή τους, η οποία προσφέρεται προς κρίση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΒέβαια, το ότι, στο επίπεδο των επιλογών τουλάχιστον, σαφώς έχουν στηριχθεί στις μεταφράσεις Λειβαδά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ' όσο αναγνωρίζουν (και, φοβάμαι, λειτουργώντας εις βάρος των εκδόσεων που υπογράφουν ονόματα λιγότερο ηχηρά από τους ίδιους), είναι σαφέστατο. Και στο συγκεκριμένο ποίημα βλέπω ότι διατηρούν ορισμένες μεταφραστικές επιλογές του Λειβαδά που αποκλίνουν από το πρωτότυπο, άρα η εργασία τους είναι σαφώς ετεροκαθοριζόμενη. Από την άλλη, αυτό δείχνει και ότι κάθε μετάφραση ποίησης συνιστά διάλογο με το πρωτότυπο, και όχι επί λέξει μεταφορά, οπότε οι ιδιοσυγκρασιακές αστοχίες ή οι αμφιλεγόμενες επιλογές δεν λείπουν και από τις έγκυρες μεταφράσεις. Εξ ου και προσωπικά δεν θα κόλλαγα τόσο στο "άχθος"--σαφώς το φορτίο είναι ορθότερο, αλλά ως εκδοχή ρυθμικά πλησιέστερη προς το πρωτότυπο θα το συζητούσα. Άλλο είναι το πρόβλημα: ότι για μισό δράμι άποψης χαντακώνονται δουλειές πιο σεμνές, πιο συστηματικές, πιο συγκροτημένες και λιγότερο προβεβλημένες. Και σε τέτοιους καιρούς, βέβαια.
Κι επίσης, μολονότι συμφωνώ ότι δεν είναι κακό ούτε ιεροσυλία να συσχετίζουμε την beat ποίηση με το ροκ, πρέπει να διευκρινίσουμε για ποιο ροκ μιλάμε. Σίγουρα όχι το (καλοπαιγμένο κατά τ' άλλα) λευκό μπλουζ-ροκ του Σπάθα.
Για τον τίτλο Beat Poetry, νομίζω ότι ήταν αναπόφευκτος, αν και έπρεπε να έβαζαν κάτι σαν "Μετάφραση-μουσική επένδυση" πάνω από τα ονόματά τους. Ακόμη καλύτερα, όμως, θα ήταν αν έβγαινε σκέτο το CD και δεν ανταγωνιζόταν τις άλλες δουλειές αναλόγου προσανατολισμού χωρίς τίτλους-κράχτες.
Ν. Σταμπάκης
Γιατί, τι έχει το λευκό blues-rock του Σπάθα;
ΑπάντησηΔιαγραφήTo 1982 οι Ούγγροι Hobo Blues Band είχαν βάλει μουσική με τον δικό τους κάπως freak τρόπο στο “Father death blues” (“Halál apa blues”) του Allen Ginsberg στο LP τους “Oly Sokáig Voltunk Lenn...” [Pepita SLPX 17694]. Λίγα χρόνια αργότερα (1987) το συγκρότημα συνεργάστηκε με τον ίδιον τον Allen Ginsberg (μπήκαν μαζί στο στούντιο!) ηχογραφώντας το LP “Üvöltés” [KREM/ Hungaroton SLPM 37048]. “Üvöltés” στην ουγγρική σημαίνει «Ουρλιαχτό», με την μελοποίηση του ποιήματος του Ginsberg να καταλαμβάνει όλη τη δεύτερη πλευρά. Κι εδώ δεν πρόκειται για μελοποίηση, αλλά για απαγγελία με minimal και σε χαμηλό επίπεδο έντασης μουσική συνοδεία. Στην πρώτη πλευρά του δίσκου ο Ginsberg τραγουδά το δικό του “Gospel noble truths”, οι Ούγγροι μελοποιούν το μεταφρασμένο στην γλώσσα τους “Guru blues” (πολύ καλό και παράξενα ψυχεδελικό), με τον ίδιον τον Ginsberg να κλείνει την πρώτη πλευρά απαγγέλλοντας το “Sickness blues” και παίζοντας ινδικό αρμόνιο.
Τι θέλω να πω; Κατ’ αρχάς πως ο Ginsberg δεν είχε πρόβλημα να συνεργαστεί μ’ ένα λευκό blues συγκρότημα, έστω και τόπους-τόπους κάπως διαφορετικό (σαν τους Hobo Blues Band). Δεύτερον, όσο και αν υπάρχουν επιφυλάξεις, προσωπικώς δεν είμαι σίγουρος πως δεν θα γούσταρε, σώνει και καλά, το λευκό blues-rock του Σπάθα.
Είναι αλήθεια ότι ήμουν λίγο γενικός στο χαρακτηρισμό. Το "κάπως freak" όμως κάνει όλη τη διαφορά. Λευκό μπλουζ-ροκ μπορεί κανείς να πει ότι είναι το Blonde on Blonde ή ο Captain Beefheart, λευκό μπλουζ-ροκ είναι και το Still Got the Blues. Αυτό εδώ, ως ατμόσφαιρα, μου έφερε προς το τελευταίο (ίσως φταίει και το εξώφυλλο...), και μου φάνηκε ατυχές ως επιλογή για επένδυση του συγκεκριμένου κειμένου, αλλά και ευνοϊκό για κλισέ αναγνώσεις/ακροάσεις. Φυσικά και δεν το κρίνω μουσικά, ως αυτόνομο έργο. Και προφανώς δεν ξέρω τι μπορεί να γούσταρε ν' ακούσει ο Ginsberg, αλλά οι συνήθεις επιλογές του σε επίπεδο συνεργασιών με ανθρώπους του ροκ γενικά σε άλλες κατευθύνσεις κινούνταν. Πάντως η παρέμβασή μου υπήρξε κατά βάση διευκρινιστική ως προς τη μετάφραση--για το μουσικό τμήμα θα χαρώ να διαβάσω περαιτέρω κρίσεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝ.Σ.
Είναι ενδιαφέροντα όσα λέτε (και συμφωνώ σε πολλά).
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι βεβαίως όλα τα λευκά blues δεν είναι ίδια, ασχέτως αν εμένα μου αρέσει και το “Still got the blues”. Ήταν, βλέπετε, το δεύτερο blues που άκουσα σε dance club μετά το “Roadhouse blues”…
Η σχολαστικότητα σκοτώνει την ποίηση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜάλλον συγχέετε την ποίηση με την κριτική ενός δίσκου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ προσωπικά ξεκίνησα να ακούω μπλουζ όταν βγήκε ο δίσκος του Robert Cray - Don't be afraid of the dark, αυτό όμως δε σημαίνει ό,τι αυτός ο θεωρούμενος ως Β' Κατηγορίας δίσκος, όπως ίσως πιστεύουν πολλοί ψαγμένοι ακροατές των μπλουζ, δεν έδωσε σε μένα το ερέθισμα για να ανακαλύψω τους γίγαντες του μαύρου ή λευκού μπλουζ όπως είναι οι Junior Wells, John Lee Hooker, Otis Rush, Magic Sam, Peter Green και πολλούς άλλους. Άρα πιστεύω ό,τι θα πρέπει να είμαστε πιο ανοιχτόμυαλοι και να αντιμετωπίζουμε διαφορετικά και όχι αφ'υψηλού και περιπτώσεις όπως του Gary Moore.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚακά τα ψέμματα. Πολλοί από εμάς μάθαμε τα blues μέσα από τους λευκούς. Προσωπικώς, πρώτα άκουσα Mayall, Clapton και Canned Heat εκεί στις αρχές του ’80 και μετά όλα τ’ άλλα. Και φυσικά και ο Gary Moore και ο Robert Cray (που δεν είναι λευκός) συμβάδισαν με τις αναζωογονητικές (και εμπορικές) πλευρές τού blues στα χρόνια του ’80 και του ’90 – κάτι που δεν είναι κακό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχω θετική γνώμη, γενικώς, για τους αδελφούς Κατσιμίχα και τους ξεχωρίζω, μαζί με ορισμένους άλλους, αναφορικώς με την ανανέωση του ελληνικού τραγουδιού μετά το 1980. Θυμάμαι ακόμη την προσμονή, το ενδιαφέρον, την αγωνία του ακροατή αν θέλετε καθώς αγόραζα τα «Ζεστά Ποτά» την Άνοιξη του ’85…
Μια απλή διευκρίνιση, επειδή εγώ έκανα τη σύγκριση: δεν έκρινα αφ' υψηλού τον Gary Moore, απλώς εξέφρασα τις αμφιβολίες μου για το κατά πόσον ένα συναφές ύφος είναι κατάλληλη επένδυση για beat ποίηση, και μάλιστα για ένα τόσο εμβληματικό της κείμενο. Βέβαια, να μην υπάρχουν στεγανά, αλλά επειδή το θέμα της αρχικής ανάρτησης ήταν ειδικά η απόρριψη της αποκλειστικής σχέσης beat και τζαζ, ως σκηνών/δραστηριοτήτων, χάριν της διερεύνησης της (υπαρκτής) σχέσης έργων/δράσεων όπως του Ginsberg με το ροκ, νομίζω ότι το συγκεκριμένο ύφος δεν είναι αποδεικτικό ως προς αυτήν τη σχέση, αποτελεί απλώς έναν σεβαστό συνειρμό των δημιουργών, βάσει και των βιωμάτων τους. Άλλο αυτό και άλλο μια πειστική απάντηση στο επιχείρημα του Γιάννη Λειβαδά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό εκεί και μετά, βέβαια, ο καθένας μπορεί να επενδύσει το καθετί με καθετί άλλο που του αρέσει, εφ' όσον του κάνει γκελ. Κατά τα άλλα, κι εγώ έμαθα τα μπλουζ από λευκούς (τις πρώτες ηχογραφήσεις των Stones και Animals, στη δική μου περίπτωση), επειδή εκείνοι είχαν μεγαλύτερη πρόσβαση στα media και την αγορά, αλλά αυτό είναι επίσης ένα άλλο θέμα που ίσως χρήζει χωριστής συζήτησης.
Ν.Σ.
Όταν έγραψα πως οι Κατσιμιχαίοι δεν συμμερίζονται τη συγκεκριμένη άποψη –την ισοδυναμία που υφίσταται για ορισμένους (πολλούς ή λίγους δεν έχει σημασία) ανάμεσα στην jazz και την beat ποίηση– και πως γι’ αυτό η μουσική τους στο “Beat Poetry” έχει άμεση σχέση με το rock δεν το έγραψα για να δείξω πως επιχειρηματολογούν έναντι του Λειβαδά. Έπραξαν κάτι βάσει των βιωμάτων τους (όπως λέτε κι εσείς), κι αυτό για ’μένα έχει μιαν αξία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξάλλου, η σχέση του Ginsberg με το rock είναι αυταπόδεικτη ήδη από τα sixties (τι παραπάνω να προσθέσει κάποιος σήμερα;), όταν ο ίδιος δια της παρουσίας του και των παρεμβάσεών του σφράγιζε κάθε μικρό ή μεγαλύτερο γεγονός της αντικουλτούρας (ισχυρή συνιστώσα της οποίας ήταν και το rock).
Σύμφωνοι, αλλά εξ όσων θυμάμαι το παλιότερο κείμενό σας, στο οποίο παραπέμψατε, επεσήμαινε πολύ ορθά ακριβώς αυτό: την άμεση, δημιουργική σχέση του Ginsberg με την counter-culture του '60 και μετά--και ερχόταν έτσι σε έναν διάλογο με την άποψη του Γιάννη Λειβαδά. Ως συνέχεια αυτού (και πάλι σε σχέση με τον Λειβαδά), αναφέρετε εδώ τον Dylan και τους λοιπούς. Γιατί και ο Λειβαδάς δεν έκρινε το προσωπικό μουσικό γούστο του κάθε αναγνώστη, αλλά τον πολιτισμικό συσχετισμό των beat με το ροκ--ο οποίος, όμως, πράγματι υπήρξε, με απτά τεκμήρια, και πέραν των '60s, αφορώντας ωστόσο κατά βάση την ουτοπική, μαζική αλλά και counter-cultural πτυχή του ροκ. Άρα, σε αυτό το πλαίσιο αυστηρά, είναι άλλο να μιλάμε π.χ. για Fugs (ή και για Beatles ακόμη, αν κρίνουμε από τον αποκαλυπτικό τόνο με τον οποίον έγραφε γι' αυτούς ο Ginsberg) και άλλο για "ροκ ακούσματα" γενικώς, και δεν είναι διόλου θέμα σνομπισμού. Η αίσθηση που απεκόμισα από το συγκεκριμένο track, θαυμαστά εκτελεσμένο βέβαια (και με την επιφύλαξη ότι είναι το μόνο που έχω ακούσει), ήταν ένα είδος ατμοσφαιρικού μπλουζ-ροκ ήχου, πολύ μακριά από counter-culture. Κατά τα άλλα, συμφωνώ απολύτως--περί ορέξεως (και βιώματος)... Αλλά αυτό δεν περιορίζεται βέβαια στο ροκ. Θα διαβάσω με ενδιαφέρον κρίσεις για την υπόλοιπη μουσική επένδυση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝ.Σ.
Τοποθετείτε το θέμα σ’ ένα αισθητικό πεδίο και λίγο-πολύ διαφωνώ. Το ροκ της αντικουλτούρας –να το πω έτσι χοντρά– δεν έχει για μένα κάποια συγκεκριμένα εξωτερικά χαρακτηριστικά. Αν είναι κάπως «παράξενο», «περίεργο», freaky ας πούμε είναι πιο κοντά στο νόημα της counter-culture, ενώ εάν είναι μελωδικό, περισσότερο «συμβατικό» ως άκουσμα είναι, ξέρω εγώ, για μαζική κατανάλωση. Θα μπλέξουμε, φρονώ, ψάχνοντας να βρούμε αν τα τραγούδια των Rolling Stones (που τόσο τα γούσταρε ο Ginsberg) είναι «παράξενα» ή «συμβατικά». Η ουσία κρύβεται στο «μήνυμα», σε μια γενικότερη προοδευτική-ανατρεπτική κατάσταση την οποίαν μπορεί να αναδείξει, να προκαλέσει ή να σιγοντάρει ένα rock τραγούδι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι για να επανέλθουμε στα των Κατσιμιχαίων, εγώ έγραψα για «τρία θέματα στο “Beat Poetry” που ξεχωρίζουν» (μεταξύ των υπολοίπων εννοείται). Δεν εξέφρασα προσωπική επιθυμία, για το πώς θα ήθελα, ας πούμε, να μελοποιηθούν ή να συνοδευτούν τα ποιήματα. Θα έλεγα δε πως το γεγονός το ότι κάποιος επενδύει βιωματικώ τω τρόπω σ’ ένα πρώτο επίπεδο με καλύπτει.
Πιστεύω ό,τι τα δίπολα εμπορικό-αντιεμπορικό, παράξενο-συμβατικό και πολλά άλλα παρόμοια σίγουρα χάνουν την αξία και σημασία τους όταν αναφερόμαστε στη μουσική και γενικότερα σε όλες τις μορφές τέχνης. Αυτό το οποίο κατά τη γνώμη μου έχει σημασία είναι η διαχρονικότητα που μπορεί να αποκτήσει ένα καλλιτέχνημα ή ένας καλλιτέχνης στο πέρασμα του χρόνου και η αποδοχή του από σοβαρούς μελετητές ή απλώς αποδέκτες κάποιου καλλιτεχνικού έργου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜα ούτε εγώ είπα ότι ήταν προσωπική σας επιθυμία, ούτε κι ότι πρέπει σώνει και καλά κάτι να είναι ανοίκειο και αντιμελωδικό. Κι εγώ ο ίδιος, εξ άλλου, ανέφερα τους Beatles, αλλά οι Stones είναι επίσης θαυμάσιο παράδειγμα. Την εποχή που υπήρξαν οργανικό μέρος της counter culture (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μ' αρέσουν και σήμερα ακόμη), π.χ. το Gimme Shelter ή το Street Fighting Man, ακόμη και το Satisfaction, πώς ακούγονταν και τι αντίκτυπο είχαν, ως μορφή ΚΑΙ περιεχόμενο; (Το ότι βασίζονται σε στοιχειώδεις λαϊκές φόρμες δεν είναι το θέμα μου, και για τους Fugs και τον Dylan το ίδιο ισχύει, οι οποίοι εξ άλλου ανάγονται στη folk, όχι πάντα freaky.) Η counter culture είναι ανεξάρτητη φόρμας; Δηλαδή π.χ. αν οι Jefferson Airplane αντί για το Volunteers έβγαζαν (τότε), ξέρω 'γώ, το... Νothing's Gonna Stop Us Now θα μπορούσε να ήταν το ίδιο, να σιγοντάρει ίδιες καταστάσεις; Η αλλαγή της ίδιας της κοινωνικής θέσης του ροκ (και κάθε ιδιώματος) δεν επηρεάζει τη φόρμα του; Ιστορικά, σε ποιες περιόδους το ροκ πλαισίωσε ανατρεπτικές καταστάσεις, και ήταν μήπως αδιάφορο κάτω από ποιες μορφές τις πλαισίωσε; Δεν νομίζω ότι είναι καθαρά αισθητικό το θέμα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤέλος πάντων, εγώ κατά βάση παρενέβην για μια μεταφραστική διευκρίνιση, ως μεταφραστής ο ίδιος, και εκεί εξαντλείται η άμεση αρμοδιότητά μου. Ως ερασιτέχνης ακροατής, εξήγησα τι με ξένισε, και δεν νομίζω ότι είμαι μόνος σ' αυτό. Από εκεί και μετά, καθώς είπα θα χαρώ να δω και άλλες απόψεις.
Ν.Σ.
Για τα μεταφραστικά δεν έχω να πω κάτι περισσότερο, αν και θα μπορούσα… Εννοώ θα μπορούσα να αναφέρω κι άλλα παραδείγματα, αλλά δεν έχει νόημα (για μένα).
ΑπάντησηΔιαγραφήΦυσικά, η ηχητική κάλυψη της counter culture υπήρξε ανεξάρτητη της φόρμας. Έχοντας ως οδηγό τον Ginsberg παρατηρούμε πως ο ίδιος ήταν fan της country, των blues, του folk, του rock n’ roll, της jazz, του rock… Οι συνεργασίες του από τον Bob Dylan, τον David Amram και τον Don Cherry, έως τους U2, τους Clash, τον Philip Glass, τους Sonic Youth, τον Arthur Russell, τον Paul McCartney και διαφόρους άλλους μέσα στα χρόνια αυτό αποδεικνύει (όλα αυτά τα ονόματα –top εμπορικά ή καθόλου εμπορικά– δεν μπαίνουν στο ίδιο αισθητικό τσουβάλι). Οι φόρμες θέτουν τα λιγότερα εμπόδια στο τι θες να πεις ή να υποδηλώσεις και το παράδειγμα με τους Starship το θεωρώ ατυχές. Δηλαδή όταν οι Johnny Hates Jazz, που πολλοί τους έχουν για πέταμα, τραγούδησαν το “I don’t want to be a hero” και οι ABBA το “Soldiers” στους Starship θα κολλήσουμε;
Επαναλαμβάνω ότι ο καθένας βάζει ό,τι μουσική επένδυση θέλει, από οποιοδήποτε ιδίωμα, κάτι απολύτως νόμιμο, αν πείθει. Αν όμως μιλάμε για την πραγματική σχέση μεταξύ "σκηνών", προσπαθούμε να διερευνήσουμε/προεκτείνουμε, και να συνομιλήσουμε με, τις μορφές του ροκ που όντως απασχόλησαν π.χ. τον Ginsberg. Και αυτές ανάγονταν βέβαια στις λαϊκές φόρμες που αναφέρετε, όπως με όλους όσοι, στη γενιά του και την επόμενη, ακολούθησαν το μίτο που τους είχαν προσφέρει άνθρωποι όπως ο Harry Smith, εντάσσοντάς τον στην ανησυχία μιας εποχής και εμπλουτίζοντάς την δι' αυτού. Και, εννοείται, πειραματιζόμενοι με διάφορα. Εξ ου και τότε το ροκ λειτούργησε όντως ως τμήμα αντικουλτούρας. Με τον Ginsberg, αυτό συνεχίζεται στις περαιτέρω συνεργασίες του, ανεξαρτήτως εμπορικότητας--δηλ. το ότι ηχογράφησε π.χ. με τον McCartney δεν σημαίνει ότι έβγαλαν το νέο Ebony and Ivory (ούτε κι ο McCartney είχε υπάρξει άσχετος με την αντικουλτούρα, παρ' όσους συμβιβασμούς μπορεί ίσως κανείς να του καταλογίσει). Άλλο πράγμα έβγαλαν, που συνδύαζε κοινωνική κριτική, ποιητικό/μουσικό παίγνιο αλλά και κεντρική αναφορά σε λαϊκό μουσικό ιδίωμα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό δεν σημαίνει ότι όλα μπαίνουν στο ίδιο αισθητικό τσουβάλι. Όμως, και δεν νομίζω ότι είναι πρωτοφανής η άποψή μου, θεωρώ απίθανο να ηχογραφούσε ο Ginsberg, συνειδητά, ένα κομμάτι σε ύφος π.χ. AOR. Αν το έχει κάνει και μου υποδειχθεί αυτό, πάω πάσο (όχι ότι δεν το έκαναν άλλοι, επαγγελματίες μουσικοί που προσπαθούσαν να επιπλεύσουν σε ένα κλίμα που είχε αλλάξει, αλλά δεν έγκειται εκεί ο πυρήνας του έργου τους). Το ίδιο, πιστεύω, ισχύει με την guitar bravado του λευκού μπλουζ ροκ, αλλά το ξαναλέω, ίσως αδικώ το έργο από ένα κομμάτι.
Κι επίσης, λυπάμαι, αλλά αδυνατώ να δεχθώ τους Johnny Hates Jazz ως δυνητικούς φορείς αντικουλτούρας επειδή είπαν ένα αντιπολεμικό τραγούδι. (Όπως και δεν έγιναν άλλωστε.) Η προφανής θεματολογία από μόνη της καθιστά ένα τραγούδι ανατρεπτικό, ή υπόκρουση ανατροπής; Με την τζαζ, τότε, τι γίνεται, για να επιστρέψουμε σ' αυτήν;
Ν.Σ.
Δεν διαφωνώ με πολλά απ’ αυτά που λέτε – και προσπαθώ περαιτέρω να βρω κοινά σημεία. Μη νομίζετε (δεν λέω ότι το νομίζετε) πως μου αρέσει η κόντρα για την κόντρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕκείνο που τόνισα είναι η ποικιλία των ήχων και των ακουσμάτων που συγκρότησαν τον ήχο της αντικουλτούρας στα sixties (από rock n’ roll και pop τραγούδια έως folk και country κομμάτια, συνθλίβοντας επί της ουσίας τις αισθητικές ετικέτες). Ουσιαστικά εκεί (στα late sixties και τα early seventies) τελειώνει και ο ρόλος της – η προσπάθεια δηλαδή της αντικουλτούρας να μετατοπίσει τις κοινωνικές δράσεις προς πιο αποτελεσματικές (και προς όφελος της κοινωνίας) καταστάσεις.
Είναι η προσωπική, υποθετική μου γνώμη αυτή και δεν θέλω να πείσω κανέναν για την ορθότητά της. Αν υπήρχε ένα τέτοιο ευρύ κίνημα στα eighties (στο οποίο η μουσική θα έπαιζε σημαντικό ρόλο) δεν είμαι σίγουρος πως δεν θα ενσωμάτωνε ενδεχομένως και κάποια τύπου AOR κομμάτια, τους ABBA ή και τους Johnny Hates Jazz. Ή άλλα ανάλογα τραγούδια, απ’ όπου κι αν προέρχονταν (γιατί τα τραγούδια μάς ενδιαφέρουν πρωτίστως, ως φορείς μηνυμάτων, και όχι το πώς είναι επενδυμένα). Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Και γι’ αυτό δεν ευθύνεται αποκλειστικώς η τροπή που είχε πάρει η pop, ούτε και η εμπορευματοποίησή της.
Ακριβώς αυτό λέω, που υποστηρίζετε στη δεύτερη παράγραφο. Για τα υπόλοιπα έχω κάποιες αμφιβολίες όμως. Νομίζω ότι οι μετέπειτα φόρμες δεν ήταν άμοιρες της κατάστασης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάντα υπάρχει το μουσικό οπλοστάσιο έτοιμο να συμβάλλει, να ενδυναμώσει κάθε κίνηση, κάθε διάθεση, που θα τοποθετεί τα πράγματα λίγο παρακάτω. Απλώς, η μουσική, η Τέχνη γενικότερα αν θέλετε, δεν μπορεί από μόνη της να κάνει πολλά. Δεν μπορεί να προκαλέσει τη σπίθα. Υπάρχουν καταστάσεις που πάντα θα την ξεπερνούν.
ΑπάντησηΔιαγραφή