Γνωστός στους παροικούντες την ελληνική rock σκηνή ως βασικό
στέλεχος του συγκροτήματος Διάφανα Κρίνα, ο Θάνος Ανεστόπουλος έδωσε προσφάτως
καινούριο στίγμα με το πρώτο προσωπικό LP/CD του που έχει τίτλο «Ως το Τέλος» [Inner Ear/ Εξώστης, 2012]. Εκείνο
λοιπόν που αναμένει ο καθείς (αν το αναμένει) από έναν πρώην συγκροτηματία είναι να
αποδεικνύει, μέσω του έργου του, την αναγκαιότητα μιας νέας πορείας – και
μάλιστα κατά μόνας. Γιατί, αν και τα γκρουπ μπορεί να οδεύουν, περνώντας ο
καιρός, προς μία παύση εργασιών (η
οποία παύση εργασιών ορισμένες φορές
δεν συμβαίνει με τον καλύτερο τρόπο, όπως στην περίπτωση των Διάφανων Κρίνων)
δεν συνεπάγεται αυτομάτως, τούτο, και το ξεκίνημα μιας προσωπικής πορείας.
Ο Ανεστόπουλος είναι αλήθεια πως είναι ένας αυτοδύναμος
καλλιτέχνης· και όχι μόνο τραγουδοποιός, αλλά βασικά τραγουδοποιός (εκθέτει
κιόλας ως ζωγράφος). Έχει μία δική του αύρα, που πλανιέται πάνω από τις
μουσικές, τα λόγια, τις ερμηνείες, τις μελοποιήσεις. Είναι διακριτό δηλαδή
εκείνο που προτείνει, πόσω μάλλον εδώ, στο «Ως το Τέλος», που επιχειρεί να
στήσει τον δικό του ήχο, το δικό του σκηνικό· ένα πένθιμο σετ
ηλεκτρο-ακουστικών μπαλαντών αισθητικής καταραμένης.
Διάβασα ορισμένα στοιχεία για τον Ανεστόπουλο στο διαδίκτυο.
Υπάρχουν γεγονότα που έχουν στοιχίσει στη ζωή του τραγουδοποιού, που έχουν
δοκιμάσει τις αντοχές του. Τούτο είναι φανερό στο άλμπουμ. Κανείς δεν γράφει
τόσο πνιγμένα άσματα, αν πρώτα δεν
έχει βυθιστεί ο ίδιος. Κι εν πάση περιπτώσει κανείς δεν αποφασίζει να
μελοποιήσει το καρυωτακικό «Γράμμα
ενός αρρώστου» του Νίκου Καββαδία (ένας σαρκαστικός ύμνος για το τέλος) έτσι όπως το πράττει εδώ ο
Ανεστόπουλος, αν δεν έχει βιώσει ένα δικό του τέλος
από πολύ κοντά. (Θα το ξαναπώ, πάντως, με αφορμή και την πρόσφτατη επανέκδοση
σε 2LP
τού «…κι η αγάπη πάλι θα καλεί» των Διάφανων Κρίνων, πως πολύ Καβάφης
και Καρυωτάκης έχουν ενσκήψει εσχάτως στην ελληνική δισκογραφία… χάθηκε ένας
Γιάννης Κοντός, ένας Γιώργος Μαρκόπουλος βρε αδελφέ;). Υπάρχει λοιπόν αυτό το «Poe-τικό», όσο και ποιητικό
γκρι πεισιθανάτιο, που διαμορφώνει την τέχνη του (κάτι φανερό ήδη από το
εξώφυλλο με τη φωτογραφία-διπλοτυπία – ένα πρόσωπο καλυμμένο από δέντρα να
προβάλλει μέσα σ’ ένα αποξενωμένο φυσικό τοπίο), που επεκτείνει το ρεμβώδες των
Διάφανων Κρίνων σε κάτι ακόμη πιο ερμητικό, ακόμη πιο εσωστρεφές και ψυχοφθόρο.
Κλεισμένος μέσα σ’ αυτό το θλιβερό, ελεγειακό περιβάλλον ο Ανεστόπουλος
ελάχιστες φορές σηκώνει το κεφάλι του, για να δει τι συμβαίνει έξω (και όχι
μόνον εντός του). Και τότε, όμως, αποδεικνύεται εύστοχος, οξύς και αποφασιστικός,
όταν γράφει τραγούδια όπως το «Μια σιωπή», ένα από τα ωραιότερα (αν όχι το
ωραιότερο) του άλμπουμ. «Δεν με πειράζουν
οι ανοιχτές πληγές/ δεν με πειράζει το πένθος στην ψυχή μου/ δεν με πειράζουν
οι άσβηστες φωτιές/ όταν σωπαίνω κι όταν σβήνει η φωνή μου». Και πιο κάτω: «Δεν με πειράζουν οι άταφοι νεκροί/ των
σκοτωμένων οι ψυχές που δεν κοιμούνται/ δεν με πειράζει αν δρόμο έχω πιο μακρύ/
σε μια χώρα που όλοι θέλουν να φοβούνται». Για να καταλήξει μετά από έξι
τετράστιχα: «Αυτό που με πειράζει με
θυμώνει/ είναι που κλέβουν αναιδώς τα όνειρά μας/ είναι που δεν βαστούν φωτιά
τα ποιήματά μας/ είναι το πάθος που στερούν απ’ τα παιδιά μας. Και μια σιωπή
που μένει/ και δεν πρέπει πια να ’ναι η δικιά μας».
Βαρύ και μελαγχολικό άλμπουμ το «Ως το Τέλος» στηρίζεται εξ’
ίσου θα έλεγα στον ακουστικό και τον ηλεκτρικό ήχο – με ακουστικά και ηλεκτρικά
μέρη να διαδέχονται το ένα το άλλο, να συνυπάρχουν σχεδόν σε όλα (αν όχι σε
όλα) τα κομμάτια. Τρεις κιθαρίστες σε πρώτο πλάνο (ο Ανεστόπουλος, ο Στάθης
Ιωάννου, ο Μανώλης Αγγελάκης) και σπαρμένοι εδώ κι εκεί μερικοί ακόμη μουσικοί
(ο Γιάννης Δημητριάδης hammond,
ο Γιώργος Τσαλκίδης κοντραμπάσο, ο Μάριος Σαρακινός ντέφι, ο Νίκος Γιούσεφ με
το μουσικό πριόνι του) είναι όλο κι όλο το πλήρωμα τούτου τού… στοιχειωμένου
καραβιού, που ψάχνει εναγωνίως λιμάνι για ν’ αράξει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου