Δεν είναι η πρώτη φορά όπου ο αμερικανός σαξοφωνίστας Anthony Braxton καταπιάνεται
με τα λεγόμενα standards.
Είναι όμως η πρώτη φορά, σε επίπεδο έκδοσης, όπου αυτά ακριβώς τα standards καταλαμβάνουν
όσο χώρο απαιτείται, δίνοντας «ζωή» σε μιαν εξάωρη έκδοση. Στο 6CD “Standards (Brussels) 2006” (2008) της ιταλικής Amirani Records [AMRN014] αναφέρομαι.
Πριν κάποιο καιρό έλαβα από τον Gianni Mimmo, έναν γνωστό στο improv κύκλωμα ιταλό σαξοφωνίστα με ωραίες δουλειές στο jazz-avant πεδίο (έχω γράψει στο παρελθόν), αλλά και ιδιοκτήτη τής Amirani, ένα κουτί με «κλασικές» ηχογραφήσεις του Anthony Braxton. Του υποσχέθηκα ότι θα γράψω γι’ αυτές, μόλις μπορέσω ν’ ακούσω και τα έξι CD του πακέτου, ώστε να έχει, τύποις, νόημα το όποιο κείμενο. Όπως έγραψα και πιο πάνω αναφερόμαστε σε 6 plus ώρες μουσική (για την ακρίβεια 6 ώρες, 1 λεπτό και 36 δεύτερα), γεγονός που μπορεί να αποθαρρύνει, εκ πρώτης, κάθε ακροατή. Τούτο δε διαπίστωσα επισκεπτόμενος και διάφορα σχετικά blogs, στα οποία άλλος έγραφε για το έργο έχοντας ακούσει μόλις τα δύο CD, άλλος τα τρία και ούτω καθ’ εξής... Λογικό κι αυτό. Ένα πρώτο συμπέρασμα, που μου έρχεται με τρόπο αβίαστο και το καταθέτω αμέσως είναι τούτο. Σπανίως ένα τόσο εκτεταμένο και «βαρύ» πακέτο επιβάλλεται μέσα από την «ελαφρότητά» του. Τι εννοώ; Ότι είναι τέτοια η ποιότητα, η αμεσότητα, το hook των αυτοσχεδιασμών του Braxton, αλλά και του κουαρτέτου που τον συνοδεύει, ώστε να νομίζει κάποιος πως έχει να κάνει με μια απλή-εξαπλή συλλογή με ωραία τραγούδια (λέμε τώρα) και όχι μ’ ένα ακόμη «έργο ζωής» μιας σημαντικής παικτικής προσωπικότητας. Ας δώσω λοιπόν από την αρχή κάποια πρώτα στοιχεία..
Πριν κάποιο καιρό έλαβα από τον Gianni Mimmo, έναν γνωστό στο improv κύκλωμα ιταλό σαξοφωνίστα με ωραίες δουλειές στο jazz-avant πεδίο (έχω γράψει στο παρελθόν), αλλά και ιδιοκτήτη τής Amirani, ένα κουτί με «κλασικές» ηχογραφήσεις του Anthony Braxton. Του υποσχέθηκα ότι θα γράψω γι’ αυτές, μόλις μπορέσω ν’ ακούσω και τα έξι CD του πακέτου, ώστε να έχει, τύποις, νόημα το όποιο κείμενο. Όπως έγραψα και πιο πάνω αναφερόμαστε σε 6 plus ώρες μουσική (για την ακρίβεια 6 ώρες, 1 λεπτό και 36 δεύτερα), γεγονός που μπορεί να αποθαρρύνει, εκ πρώτης, κάθε ακροατή. Τούτο δε διαπίστωσα επισκεπτόμενος και διάφορα σχετικά blogs, στα οποία άλλος έγραφε για το έργο έχοντας ακούσει μόλις τα δύο CD, άλλος τα τρία και ούτω καθ’ εξής... Λογικό κι αυτό. Ένα πρώτο συμπέρασμα, που μου έρχεται με τρόπο αβίαστο και το καταθέτω αμέσως είναι τούτο. Σπανίως ένα τόσο εκτεταμένο και «βαρύ» πακέτο επιβάλλεται μέσα από την «ελαφρότητά» του. Τι εννοώ; Ότι είναι τέτοια η ποιότητα, η αμεσότητα, το hook των αυτοσχεδιασμών του Braxton, αλλά και του κουαρτέτου που τον συνοδεύει, ώστε να νομίζει κάποιος πως έχει να κάνει με μια απλή-εξαπλή συλλογή με ωραία τραγούδια (λέμε τώρα) και όχι μ’ ένα ακόμη «έργο ζωής» μιας σημαντικής παικτικής προσωπικότητας. Ας δώσω λοιπόν από την αρχή κάποια πρώτα στοιχεία..
Όλο το 6ωρο είναι ηχογραφημένο ζωντανά, στο διάστημα 23-26
Νοεμβρίου του 2006, στο PP Café
των Βρυξελών. Στον Anthony Braxton συμπαρίστανται τρεις «άγνωστοι» ιταλοί μουσικοί. Ο πιανίστας
Alessandro Giachero,
ο κοντραμπασίστας Antonio Borghini
και ο ντράμερ Cristiano Calcagnile,
το concept ανήκει στον Gianni Mimmo,
ενώ την παραγωγή επιμελήθηκε ο Mimmo και ο ίδιος ο Braxton για λογαριασμό της Amirani Records. Λέει ο Mimmo: «Ο Anthony Braxton μπήκε στα ακούσματά μου το 1975. Τον είχα συναντήσει τότε
στην Πίζα και ακόμη έχω στο αρχείο μου κάποιες κασέτες που είχα γράψει μ’ ένα
μονοφωνικό κασετόφωνο, από ’κείνες τις παραστάσεις. Έχω κρατήσει και κάποιες
φωτογραφίες, αλλά πάνω απ’ όλα ήταν τα ντούο του με τον Roscoe Mitchell,
τον Richard Teitelbaum, τον Muhal Richard Abrams... πρέπει να τον έχω παρακολουθήσει έως σήμερα όχι
λιγότερο από 50 φορές. Όταν ο Braxton παίζει στάνταρντ
είναι για μένα το καλύτερο. Κάτι που ισχύει από τότε που τον πρωτάκουσα στο ‘All the things you are’ σ’ ένα
σόλο κονσέρτο στο Μιλάνο, το 1980. Το στυλ ήταν ‘καθαρό’ και άμεσο: νότες που
διαχέονταν τριγύρω, κάπως σαν το φως όταν πέφτει σ’ ένα γυάλινο άγαλμα,
ξαφνικές επιταχύνσεις και αλλαγές ρυθμών, εκτεταμένες προτάσεις. ‘Κάπως σαν τον
Eric Dolphy’ είπα μέσα
μου. Κάπως σαν ένα τραγούδι από κάποιον που έρχεται από το ‘έξω διάστημα’.
Ακόμη θυμάμαι το τρομερό ‘Donna Lee’ παιγμένο από κοντραμπάσο κλαρινέτο στο LP ‘In the Tradition, Volume 2’
στην SteepleChase, ηχογραφημένο το 1974. Τα
σόλι του ήταν ‘γωνιώδη’, ‘λοξά’, σαν μια εγκάρσια τομή στο σουίνγκ, που σου
παρείχε ένα νέο τρόπο να δράσεις απλά και ‘κλασικά’. Σκεπτόμενος το concept της συγκεκριμένης έκδοσης, προσπάθησα ν’ ανακαλέσω αυτήν
ακριβώς τη ‘λοξότητα’, αυτόν τον πολυ-προοπτικό τρόπο να μετακινείσαι ‘δια
μέσου’ των στάνταρντ. Η λέξη ‘στάνταρντ’ είναι γνωστό πως ανακαλεί σε πολλούς,
και αυτομάτως, δεδομένους τρόπους και σχήματα. Προσωπικά, έχω την αίσθηση πως
υπάρχει μια πολύ στενή σχέση ανάμεσα στη μουσική και σε ορισμένες άλλες τέχνες·
τη γλυπτική και τη ζωγραφική κυρίως. Νοιώθω την παρουσία της· η μουσική μοιάζει
να διατρέχει το χώρο με τον τρόπο που ο αέρας διαπερνά εφαπτόμενος ένα γλυπτό.
Είναι λίγο δύσκολο να το εκφράσω με λόγια...».
Όσοι έχουν παρακολουθήσει, έστω και τόπους-τόπους, τη
δισκογραφία του Anthony Braxton μπορεί να εκπλαγούν με τον τρόπο που εμφανίζεται και παίζει
στα “Standards”. Υπάρχει
δηλαδή μία mainstream/post-bop διάθεση, η οποία μόνον αραιά και που
«σπάει» στις γνωστές (για την περίπτωσή του) avant ακρότητες. Τα στάνταρντ για τον Braxton, συνήθως –σχεδόν
πάντα δηλαδή– δεν λειτουργούν ως αφορμές για την διάρρηξη δημοφιλών κανόνων,
αλλά ως στοιχεία ενός συμπαγούς και αδιαίρετου swinging τρόπου. Σταθερή προσήλωση στις...
αναγνωρίσιμες μελωδίες, κι από ’κει και πέρα εμπλουτισμός με αυτοσχεδιασμούς,
οι οποίοι δεν μοιάζουν, ούτε γίνονται ποτέ αυτοσκοπός· εκπηγάζουν λες από την
ίδια την ανάγκη του μουσικού να μην απογοητεύσει το ηλικιακώς «ανοιχτό»
ακροατήριό του. Μουσικόφιλοι που συνδέθηκαν στενά μαζί του στις άγριες improv μέρες
των seventies ή των eighties,
αλλά και νεότεροι που περιπλανώνται τώρα στους groovy λαβυρίνθους.
Ακούστε π.χ. πώς αντιμετωπίζει το “Virgo” του Wayne Shorter,
από το “Night Dreamer”
[Blue Note, 1964], διαμορφώνοντας
ένα νέο πλαίσιο ακρόασης αυτής της ξεχωριστής μπαλάντας, «υπερτονίζοντας» απλώς
τα soulful
χαρακτηριστικά της. Ή, πάλι, πώς αντιλαμβάνεται το “Wave” του Jobim, από το φερώνυμο ύπατο lounge LP στην A&M το1967· αναφερόμαστε σε μία ελαφρά classic bossa, την οποία ο Braxton μετατρέπει
σε muzak για το...
ασανσέρ του 13ου πατώματος. Στο 4ο, πάλι, CD μένει άναυδος κανείς από τη φαντασία του παίκτη, τον τρόπο
δηλαδή που επεκτείνει στο 10λεπτο ένα πασίγνωστο άσμα του Cole Porter, το “All of you” (Ella Fitzgerald, Anita O’Day, Tony Bennett, Billie Holiday,
Julio Iglesias, πάμπολλοι jazzmen ως
instro-standard...). Στο 5ο CD τα
πράγματα «δυσκολεύουν» κάπως, χωρίς ποτέ να απεμπολούν τη λαϊκότητά τους.
Κορυφαία στιγμή, εδώ, η εκδοχή του “Ezz-thetics”
του George Russell –αναφέρεται ως “Exx-thetics”
στα credits– από το
φερώνυμο LP τού George Russell Sextet
(με τον Eric Dolphy στο σχήμα) στη Riverside, το 1961. Το πολυτονικό background, που εδώ υφαίνουν
επιστημονικώς οι Ιταλοί, είναι η βάση πάνω στην οποία θα στηριχθεί ο Braxton για μερικά από τα πιο
out σόλι του πακέτου.
Ωραία, οπωσδήποτε, η πιανιστική ολοκλήρωση του Giachero, όταν όμως «μπαίνει» το
σαξόφωνο (μετά τα 5:20 – όλο το track
διαρκεί 12:49 λεπτά) η κατάσταση βαίνει... εκτός ελέγχου. Στο 6ο CD πια –άγνωστο
αν το track list
ακολουθεί την αλληλουχία των κομματιών στο live– το highlight είναι το “Strike up the band”
των Gershwins. Κι αυτό
γιατί ο Braxton
αναπολεί με σθένος τις σφοδρές improv
μέρες του παρελθόντος, δοκιμάζοντας σ’ ένα free πεδίο, με άξιο συμπαραστάτη τον Alessandro Giachero.
Και αν η ιστορία του Anthony Braxton είναι γνωστή (γενικώς) στους
φίλους τής «προχωρημένης» jazz,
σίγουρα δεν είναι γνωστή η δουλειά που έχουν παρουσιάσει οι υπόλοιποι τρεις
μουσικοί. Ο πιανίστας Alessandro Giachero υπήρξε μέλος του William
Parker’s Italian Quartet. Ο μπασίστας Antonio Borghini είναι μέλος της κολεκτίβας Bassesfere, ενώ έχει βρεθεί στη σκηνή με τους David Murray, Butch Morris, Ab
Baars και την κιθαρίστα Mary Halvorson. Τέλος, ο
ντράμερ Cristiano
Calcagnile υπήρξε
(είναι) και αυτός μέλος της Bassesfere, ενώ έχει παίξει με τους Damo Suzuki, Daniele D’Agaro, Rova Saxophone Quartet και Tristan Honsinger.
Το “Standards
(Brussels) 2006” είναι ένα εξαιρετικό box-album. Δεν επιβάλλεται μόνο δια του
όγκου, ή της ωραίας σχεδίασής του, όσο, κυρίως, λόγω του ανεπανάληπτου
παιξίματος του Braxton.
Αδύνατον να εντοπίσεις κάπου αλλού, έτσι μαζικώς, την ιδιοφυία αυτού του
παίκτη.
Επαφή: www.amiranirecords.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου