Διάβασα χθες στην
ηλεκτρονική LiFO το κείμενο «Ian Nagoski: Ο άνθρωπος που ‘ανέστησε’ τον
μουσικό θησαυρό της ξενιτιάς του περασμένου αιώνα» (συντάκτις: Άλκηστη
Γεωργίου). Επί της ουσίας πρόκειται για μια συνέντευξη του αμερικανού ερευνητή Ian
Nagoski (Canary Records), που «ειδικεύεται» σε επανεκδόσεις ηχογραφήσεων των
μεταναστών στην Αμερική από τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα
(χονδρικώς, να πούμε, πριν εκατό χρόνια). Ο Nagoski έχει έλθει στην Ελλάδα, όπως
διάβασα, και θα δώσει σήμερα-απόψε (στην Αθήνα) και την Τρίτη στη Θεσσαλονίκη
σχετική διάλεξη, για τα θέματα που τον απασχολούν. Δεν χρειάζεται να πω πως η
συνέντευξη θα μπορούσε να έχει ένα ενδιαφέρον, αν την έπαιρνε κάποιος που
γνώριζε πέντε πράγματα για το αντικείμενο και όχι, βεβαίως, μία άσχετη
συντάκτις.
Είναι απορίας άξιον πώς την έχουν δει ορισμένοι (δεν αναφέρομαι
στην Γεωργίου, αλλά σε… προϋπάρχοντες) και θέλουν, κάθε φορά που συμβαίνει κάτι
ανά τον κόσμο με ελληνικό (μουσικό) ενδιαφέρον, να το παρουσιάζουν λες και πρόκειται
για την ανακάλυψη της φωτιάς και του τροχού μαζί. Τι θέλουν να παραστήσουν, δεν
μπορώ να καταλάβω. Το έχω ξαναγράψει και παλαιότερα αυτό. Υπάρχει μια
εθελοδουλία σ’ αυτές τις κινήσεις. Γλείφουν ορισμένοι τους ξένους, αγνοώντας
τι έχουμε κάνει εμείς οι Έλληνες πρώτα-πρώτα. «Άψαχτοι» δημοσιογράφοι, που
δεν έχουν ουδεμία γνώση των θεμάτων με τα οποία καταπιάνονται, κάθονται και
ακούν σαν κωθώνια. Αν, μάλιστα, ο «άλλος» είναι αλλοδαπός, τότε… όλοι μετατρέπονται
σε αυτιά, ακούγοντάς τον και με τις πατούσες.
Ωραία, βγήκε βινύλιο της… Marika Papagika στην Αμερική το 2010 (πρόκειται για
το “The Further The Flame,
The Worse it Burns me/ Greek folk music in New York 1919-1928” της Canary Records), είναι λόγος αυτός
να γράφεται για τον Nagoski πως… ‘ανέστησε’ τον
μουσικό θησαυρό της ξενιτιάς του περασμένου αιώνα;
Να έγραφε κανείς το ανάλογο για τους μακαρίτες Τάσο Σχορέλη και Τάσο Φαληρέα, που έβγαλαν το 1976 (και όχι
το… 2076) το LP «Τα Πρώτα Ρεμπέτικα/ Ιστορικές ηχογραφήσεις 1900-1913» [CBS 53753] που περιελάμβανε 7
τραγούδια με την Μαρίκα Παπαγκίκα, να πω, “ok”, αλλά να γράφεται για κάποιον που έκανε το ίδιο 34 χρόνια αργότερα
(ενώ έχουν μεσολαβήσει καμμιά εικοσαριά άλλοι) πάει πολύ. Σιγά μην περιμένουμε
τους Αμερικανούς να μας μιλήσουν για τα ρεμπέτικα της Αμερικής! Ουδεμία μομφή
για τον σεμνό Nagoski –αντιλαμβάνεστε
πώς το λέω– ο οποίος σ’ ένα σημείο της συνέντευξής του λέει: «Είμαι κι εγώ ακόμα αρχάριος, και συνεπώς
ίσως και ανόητος μερικές φορές! Υπάρχουν πολλά ακόμα να μάθω, και πολλά ακόμα
να αγαπήσω!». Παρά ταύτα κάποιες φορές, ακόμη και ο «αρχάριος» Nagoski, δεν αποφεύγει τις
υπερβολές, όταν λέει πως: «Η Μαρίκα
Παπαγκίκα ήταν μία τόσο υπέροχη και ολοκληρωμένη καλλιτέχνης που η σκέψη ότι
ίσως παρέμενε άγνωστη στις μέρες μας μου φαινόταν σκληρή και άδικη.(…) Από τη
στιγμή που η δουλειά της μπήκε στην ζωή μου μού φαινόταν αδιανόητο το πώς ζούσα
σε ένα κόσμο που την αγνοούσε». Εντάξει, φίλε μου, εντάξει… να κάνουμε
λοιπόν… πέτρα την καρδιά μας και να αποδεχθούμε πως μπορεί να υπάρχει ο κόσμος, γύρω
μας, να κινείται και να πορεύεται… εν πνεύματι Κυρίου, δίχως, σώνει και καλά, να γνωρίζει
την Παπαγκίκα, τον Barbecue Bob
ή τον Séamus Ennis.
Κι ούτε, φυσικά, η
Μαρίκα Παπαγκίκα «παρέμενε άγνωστη» πριν εκδώσει ο Nagoski –και μπράβο του– το ωραίο LP της· καθότι θα πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε κι
αυτό. Τι σημαίνει «άγνωστη»; Η Μαρίκα Παπαγκίκα είναι πασίγνωστη στους
ανθρώπους που ακούν ρεμπέτικα στην Ελλάδα και αρκούντως γνωστή σε όλους τους
υπόλοιπους έλληνες μουσικόφιλους. (Υπάρχουν, πέραν της έκδοσης του ’76, τα πέντε LP «Το ρεμπέτικο τραγούδι/ παραδοσιακά τραγούδια ηχογραφημένα στις
ΗΠΑ τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα» στην CBS, που κυκλοφόρησαν το 1977 και το 1984, υπάρχει «Το Ελληνικό Λαϊκό
τραγούδι στην Αμερική/ Αυθεντικές Ηχογραφήσεις Ρεμπέτικων και Σμυρναίικων
τραγουδιών από 1917 έως 1938» των Αδελφών Φαληρέα, από το 1984 και δεκάδες άλλα
μεταγενέστερα LP και CD, που περιέχουν εγγραφές
της). Γενικώς οι Φαληρέηδες έριξαν πολύ «αμερικάνικο» υλικό στην ρεμπετοαγορά
εκμεταλλευόμενοι την συλλογή του Ελληνοαμερικανού Jim Palis (ή Pallis). Προτείνω δε στην Άλκηστη
Γεωργίου (αν ενδιαφέρεται πραγματικά για το θέμα – και δεν έχει φύγει ήδη από ’κει, για
να πάει σ’ άλλα) να βρει και να διαβάσει την συνέντευξη του Jim Palis στο
περιοδικό Ντέφι (#12, 11/1986),
προκειμένου να δει τι σημαίνει συνέντευξη με συλλέκτη ρεμπετοδίσκων.
Είναι και το άλλο, όμως.
Τι μας νοιάζει εμάς, αν γνωρίζουν ή δεν γνωρίζουν την Παπαγκίκα οι Αμερικανοί ή οι Κογκολέζοι; Δεν
νομίζω, εξάλλου, και εις αντιστοιχίαν δηλαδή, να αγωνιούν οι αμερικανοί
μουσικόφιλοι για το αν η Victoria Spivey π.χ. είναι γνωστή ή άγνωστη ανά την
Βαλκανική. Αυτήν την… μανία, την οποίαν έχουν και κάποιοι έλληνες ρεμπετολόγοι
που θέλουν να μετατρέψουν το ρεμπέτικο σε… blues, βάζοντάς το στα χείλη όλου του κόσμου, δεν
την καταλαβαίνω. Τα blues έγιναν παγκόσμια
τραγούδια, γιατί, πρώτον, τα επέβαλε ως τέτοια η νικήτρια του Πολέμου Αμερική
(μέσα από την Φωνή της Αμερικής) στα χρόνια του ’50 και του ’60, γιατί,
δεύτερον, ήταν αγγλόφωνα και, τρίτον, γιατί αποτελούσαν την πιο ισχυρή βάση του
rock n’ roll και του rock στην πορεία (πόσοι θα
ήξεραν, νομίζετε, τον Slim Harpo σε κάθε γωνιά του κόσμου, αν οι Rolling Stones δεν τραγουδούσαν το δικό του “I’m a King Bee”;). Παρά ταύτα ακόμη και στην
Αμέρικα δεν περίμεναν οι ενδιαφερόμενοι ν’ ακούσουν τραγούδια της Παπαγκίκα από
τον Nagoski, αφού πέραν των διαφόρων CD-συλλογών (Rounder κ.λπ.) που περιέχουν τραγούδια της, υπάρχει και το άλμπουμ “Marika Papagika: Popular and Rebetic Music in New York, 1918-1929” [Alma Criolla Records ACCD 802] από το 1994, που εντοπίζεται ακόμη.
Κατανοώ, λοιπόν,
την αγάπη του Nagoski, για την Παπαγκίκα ή τα ρεμπέτικα, όμως το γεγονός
πως ο ίδιος δεν μιλά την ελληνική γλώσσα είναι ένα πρόβλημα. Και για να μην
δοθεί άλλο νόημα σ’ αυτό που γράφω, προσθέτω και τούτο. Το αν υπάρχουν σοβαροί
μελετητές του rock, του
blues ή του folk στην
Ιταλία ή την Γαλλία (όπως και υπάρχουν) τούτο συμβαίνει γιατί οι άνθρωποι αυτοί
γνωρίζουν την αγγλική έχοντας άμεση πρόσβαση, όχι μόνο στους στίχους των
τραγουδιών, αλλά και στην αγγλική βιβλιογραφία (φυσικά δεν αρκεί να ξέρεις,
απλώς, τη γλώσσα, πρέπει να είσαι σε θέση να κατανοήσεις και τα διάφορα
κοινωνικά δεδομένα, καθότι αυτές οι μουσικές, ως λαϊκές, δεν προσεγγίζονται
μόνον αισθητικώς). Δυστυχώς, για τον Nagoski η αγγλική βιβλιογραφία του ρεμπέτικου είναι πενιχρή έως
ώρας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να μπει στο μεδούλι αυτής της ιστορίας (θα το
έκανε αν είχε τη δυνατότητα να ανατρέξει στην ελληνική βιβλιογραφία), δείχνοντάς μας, συγχρόνως, πόσο βαθειά θα μπορούσε να φθάσει ως μελετητής.
Περαιτέρω δεν
καταλαβαίνω και τούτο. Τώρα που βγήκε το LP της Παπαγκίκα στην Αμερική έγινε εκείνη, με
μιας, γνωστή; Πόσα αντίτυπα «έκοψε» ο Nagoski, πόσα πούλησε και κυρίως
πόσα πούλησε σε μη Έλληνες; Προσωπικώς δεν ξέρω τα νούμερα, αλλά έτσι όπως
κινείται η βινυλιακή δισκογραφία θα μιλάμε στην καλύτερη των περιπτώσεων για
κάποιες ελάχιστες χιλιάδες (μήπως λέω και πολλά, και πρέπει να μιλήσω, απλώς,
για κάποιες… εκατοντάδες;). Ας αφήσουμε, λοιπόν, τα μεγάλα λόγια και ας κάνουμε
το κέφι μας, δίχως να τρέφουμε χίμαιρες και αυταπάτες, και κυρίως χωρίς να
δημιουργούμε εντυπώσεις. Ο δημοσιογράφος εν ολίγοις, που στέκεται απέναντι σε
τέτοιου τύπου κουβέντες, οφείλει να διαλύει τις εντυπώσεις που προκύπτουν,
κατεβάζοντας την κουβέντα σε ρεαλιστικά επίπεδα, βοηθώντας το αναγνωστικό κοινό
του να έχει μία «σωστή» εικόνα των καταστάσεων. Ό,τι δεν πράττει με τις
ερωτήσεις και τις τοποθετήσεις της η Γεωργίου δηλαδή.
Ο Nagoski
ξέρει –και το λέει– πως δεν είναι ο πρώτος που ασχολείται μ’ αυτά τα πράγματα
στην Αμερική (και γενικότερα στο εξωτερικό), από την στιγμή που υπάρχουν ο Martin Schwartz, ο Dick Spottswood και κυρίως ο Charles Howard (τους οποίους
και αναφέρει). Μάλιστα, ο Schwartz πρέπει να είναι ο πρώτος που υποστήριξε δίσκο με παλαιά ελληνικά
τραγούδια στην Αμερική (στο επίπεδο του researching) και αναφέρομαι στο LP “Greek Oriental/ Smyrnaic-Rebetic Songs and Dances/ The Golden Years: 1927-1937” [Folklyric/ Arhoolie 9033], που τυπώθηκε στις αρχές
της δεκαετίας του ’80 (μάλλον το 1982). Το άλμπουμ εκείνο κυκλοφορούσε μάλιστα,
ευρέως, και στην Ελλάδα στα χρόνια του ’80 (ακόμη και σε επαρχιακά δισκάδικα). Το
εύρισκες, δε, στην ίδια ντάνα με τα ρεμπέτικα LP των Αδελφών Φαληρέα (δεν ξέρω δηλαδή
μήπως είχε τυπωθεί στη ζούλα από έλληνες… μερακλήδες). Δεν το είχα αγοράσει,
αλλά, θυμάμαι πως το είχα προτείνει σε φίλο μου, που πήγαινε στο εξωτερικό να
σπουδάσει κι ήθελε να πάρει μαζί του λίγους δίσκους με ρεμπέτικα. Ιστορική,
επίσης, θα πρέπει να λογαριάζουμε, πλέον, και την πρώτη σχετική CD-έκδοση της αμερικανικής Rounder από
το 1992 – και αναφέρομαι στο “Rembetica/
Historic Urban Folk Songs from Greece”,
που είχαν επιμεληθεί οι Charles Howard και Dick Spottswood
(ο Spottswood είναι μεγάλη μορφή της αμερικανικής μουσικολογίας και τον
έχω αναφέρει ξανά στο blog
εν σχέσει με το τραγούδι “How dry I am”).
Δεν ξέρω πώς έκανε την συνέντευξη με τον Ian Nagoski η
Γεωργίου (πρόσωπο με πρόσωπο, τηλεφωνικώς, ή με ερωτήσεις μέσω mail;), όπως και να την έκανε
όμως ελέγχεται σφόδρα, γιατί δεν είπε του Nagoski (ή γιατί δεν το σημείωσε για
τους αναγνώστες της), πως ο Άγγλος Charles Howard, ο οποίος βρίσκεται πίσω από κάθε
(σχεδόν) «ρεμπέτικη έκδοση» που τυπώνεται στο εξωτερικό, είναι (και) κάτοικος
Κηφισιάς. Να μην βάλω θαυμαστικό, επειδή πριν τρία χρόνια περίπου ο Howard είχε
παρουσιαστεί εκτενώς από την LiFO στην στήλη Οι Αθηναίοι (#233 26/1/2011), μιλώντας για τα ρεμπέτικα και γι’ άλλα διάφορα
(εδώ να βάλω θαυμαστικό). Αλλά, γιατί να το θυμάται αυτό η Γεωργίου; Έχει καμμία
σχέση με το αντικείμενο; Εδώ, μετέτρεψε σε… άντρα την Gail Holst («η δουλειά του Gail Holst-Warhaft» γράφει) αγνοώντας, προφανώς, όχι
μόνον την αυστραλέζα ερευνήτρια και πανεπιστημιακό μα ακόμη και το ιστορικό
βιβλίο της Δρόμος για το Ρεμπέτικο [εκδόσεις Denise
Harvey & Co] που
έχει τυπωθεί τουλάχιστον έξι φορές μέχρι σήμερα στην Ελλάδα (η πρώτη αγγλική το
1975, η πρώτη ελληνική το 1977). Κατά τα λοιπά η συνέντευξη με τους ρεμπετολόγους
την μάρανε… Έστω και τους Αμερικάνους…
Πεs τα δασκαλε
ΑπάντησηΔιαγραφή