«Ο ποιητής Γιώργης
Σαραντής γεννήθηκε στην Αθήνα στις 24/12/1920. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε
σαν οικονομικός σύμβουλος επιχειρήσεων. Πήρε μέρος στην Αντίσταση και
εξορίστηκε δύο φορές. Συνεργάστηκε σε περιοδικά νέων στην περίοδο της
γερμανικής κατοχής και κυκλοφόρησε τις παρακάτω ποιητικές συλλογές: Ήλιοι στο
γέρμα (1948), Λαύριο (1950), Πολιτεία χωρίς όνομα (1954), Οι δρόμοι που
αγαπήσαμε (1958), Ποιήματα εκλογή Α (1963), Ποιος ήτανε ο Αλέξανδρος (1971),
Ποιήματα εκλογή Β (1972). Μετάφρασε ποιήματα των Μαγιακόβσκυ, Έλιοτ, Ελυάρ,
Χιμένεθ, Χικμέτ, Νερούδα, Μπρεχτ κ.ά. Από τη μεταφραστική του εργασία
κυκλοφόρησαν σε βιβλία η ‘Έρημη χώρα’ του Έλιοτ σε δύο εκδόσεις 1958 και 1964,
‘Το φλάουτο των σπονδύλων’ του Μαγιακόβσκυ (1957) και ο ‘Σεπτέμβρης’ του Μίλεφ
(1974). Ασχολήθηκε με την κριτική και δοκιμιογραφία από τις στήλες περιοδικών
και εφημερίδων. Εξέδωσε το 1972 το θεατρικό έργο ‘Το εμβατήριο του Ρακόσκυ’ και
έχει έτοιμα για έκδοση 4 θεατρικά έργα. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά,
γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, πολωνικά, ρουμανικά κ.λπ. Είναι αντιπρόεδρος της
Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών».
Το βιογραφικό του ποιητή Γιώργη Σαραντή, που μόλις
διαβάσατε, παρατίθεται στο βιβλίο Αντιστασιακή
Ποίηση (1967-1974) [Μπουκουμάνης, Αθήναι 1975] – να προσθέσω, μόνον, πως ο
Σαραντής πέθανε τρία χρόνια αργότερα (την 20/2/1978 κατά την Βικιπαίδεια). Από το συγκεκριμένο
βιβλίο, λοιπόν, επιλέγω/αντιγράφω το παρακάτω ποίημά του…
ΗΤΑΝ ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1967
Καρδιά μου γέρικο σκυλί δεμένο στην απόφαση
κυνηγημένο αγρίμι μου σ’ όλα τα δάση
Είμαι μια πόρτα που θα την παραβιάσουν
από στιγμή σε στιγμή
μια βρύση που έμεινε ανοιχτή στο σπίτι του κρεμασμένου
τ’ όραμα που προδόθηκε
το αίμα που ατιμάστηκε
το πρόσωπο που το φάγανε οι ομίχλες
Από πού ν’ αρχίσω και που να τελειώσω
«Μπήκαν ληστές στον ύπνο μου»
και καίνε τα όνειρά μου
Η ξενιτιά με θέριεψε η πατρίδα με μικραίνει
ό,τι κι αν πω είναι σιωπή
Άνοιγε μια πόρτα κι έβγαινε νεκρός
άνοιγε ένα παράθυρο κι έφευγε ο δολοφόνος
με πυροβολούσαν στον ύπνο μου
και ξύπναγα ματωμένος
Χρειάστηκε μια ολόκληρη αθωότητα
για να κυλήσω την πέτρα του μνημείου
που την είπαν πέτρα σκανδάλου
άρπαξα το σώμα του νεκρού και χάθηκα στη νύχτα
Κι ένα κοπάδι ξετρελαμένα πουλιά
φτεροκοπούσαν αλύπητα στο στήθος των προδομένων
– Ξένοι στην αγωνία μας
ξένοι στη μοναξιά μας
ξένοι στην ίδια μας ζωή
και στην πατρίδα ξένοι –
Αργότερα διαδώσανε πως ο νεκρός αναστήθηκε
κανείς δεν τους πίστεψε
η δυσωδία ήταν αφόρητη
Ένιωθα σαν εφευρέτης μιας φοβερής μηχανής
μια περιπέτεια με την ψυχή μας ξεκίνησε
και τίποτα πια δε μπορεί να τη σταματήσει
ήταν οι βρώμικες μέρες του 1967
κι η άλλη μέρα περίμενε
ένα θηρίο ελπίδας
Και αυτό το κείμενο επί τη ευκαιρία, που διαβάζεται, ούτως ή άλλως, συνεχώς και με σταθερούς ρυθμούς…
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://diskoryxeion.blogspot.gr/2012/04/blog-post_22.html
Ευχαριστω για την αναρτηση του βιογραφικου του πατερα μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν το ήξερα.
ΔιαγραφήΚι εγώ ευχαριστώ.
Η πρώτη -εκδοθείσα το 1939- ποιητική συλλογή τού Γιώργη Σαραντή τιτλοφορείτο ''Διάχυτες Αιστήσεις''.Το σύνολον δε, τής ποιητικής του δημιουργίας συνεκεντρώθη αρχικώς απ' τον ίδιο στην Εκλογή Α'{1963} και στην Εκλογή Β'{1972}. Μεταθανατίως όμως, χάρη στην σύζυγό του Ηλέκτρα συνελέγησαν σ' έναν τόμο τα Άπαντά του{1984}, εκδοθέντα υπό τού οίκου εκδόσεων '' το ελληνικό βιβλίο'' τού Γ.Πολιτάρχη, στην οδόν Γερανίου 7, εν Αθήναις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣκόπιμο θα ήταν το εκ νέου τύπωμα ἀπασῶν τῶν ποιητικῶν καταθέσεων τοῦ υπό τῆς κρικογραφικής εξουσιαστικής μαφίας παραγνωρισθέντος μεταπολεμικοῦ ἀριστερόφρονος καί κείμενου ενάντια στο δεσπόζον ιδεολογικό ρεῦμα ποιητοῦ. Τό προειρηθέν ανθολογικόν τομίδιον πού μεταπολιτευτικῶς κυκλοφορήθηκε είναι ευκολώτατα εὐρισκόμενον καί κοινότατον.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιαβάζοντας πάντως την παρατιθέμενη επιλεγμένη κριτικογραφία στο λήμμα «Γιώργης Σαραντής» του Α. Ζήρα στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Πατάκης 2007), κάθε άλλο παρά μου προκαλείται η εντύπωση περί «παραγνωρισθέντος ποιητού» από την «κριτικογραφική εξουσιαστική μαφία»…
ΑπάντησηΔιαγραφήΚ. Βλησίδης