Οι επόμενες τζαζ επανεκδόσεις (σε «πακέτα» των 2 CD από
την Universal Music Classics
& Jazz) έχουν στην…
πλάτη τους 50 χρόνια (και λίγο περισσότερο). Το μεγάλο προσόν τους; Ακούγονται
με την χαρακτηριστικότερη των ανέσεων… όταν δεν είναι εντελώς απολαυστικές.
Το σχήμα πιάνο-μπάσο-ντραμς δεν ήταν hip το 1962, αφού ακόμη
ανακάλυπτε το λεξιλόγιό του. Παρά ταύτα, πιανίστες όπως ο Bobby Timmons (γνωστός από τον σημαντικό
ρόλο που διαδραμάτιζε στους Art Blakey’s Jazz Messengers, και από συνθέσεις
όπως το περίφημο “Moanin’”)
δοκίμαζαν στη συνταγή, προσφέροντας ωραία άλμπουμ. Δύο τέτοια είναι τα “Sweet and Soulful Sounds” [Riverside, 1962] και “Born to be Blue” [Riverside, 1962]. Στο πρώτο δίπλα στον Timmons παρατάσσονται οι
Sam Jones μπάσο, Roy McCurdy ντραμς και
στο δεύτερο οι
Ron Carter μπάσο, Connie Kay ντραμς. Παρότι στα μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια
υπάρχει χώρος για να φανούν και οι μπασίστες, είναι ο πιανίστας βασικά που
παίρνει επάνω του το παιγνίδι. Ανισομερώς κατανεμημένα άλμπουμ και γι’ αυτό, οπωσδήποτε,
προϊόντα της εποχής τους.
Ο κιθαρίστας Charlie Byrd υπήρξε, ως γνωστόν, ένας από τους στυλοβάτες της bossa-nova εκεί στα early 60s. Τα άλμπουμ του “Latin Impressions” [Riverside, 1962] και
“Bossa Nova Pelos
Passaros” [Riverside, 1962] τούτο ακριβώς μαρτυρούν. Με συνοδεία δεύτερης κιθάρας, μπάσου
και ντραμς στο πρώτο CD,
ο Byrd προτείνει ένα
έργο που, προσωπικώς, και τόπους-τόπους, μού θύμισε την «Εκδρομή» του Νίκου
Μαμαγκάκη. Όποιος ακούσει το “Canción di Argentina” π.χ. θα με καταλάβει.
Υπέροχη ατμόσφαιρα γενικώς και ανεπανάληπτες versions (“Manhã de Carnaval”).
Περισσότερο εμπλουτισμένο το “Bossa Nova Pelos Passaros” (τρομπόνι, άλτο,
φλάουτο, strings…) αφήνει έναν έντονο μελοδραματικό αέρα, ο οποίος τονίζεται
φυσικά και από τις άφταστες μελωδίες των João Gilberto, Antonio Carlos Jobim,
Carlos Lyra, Baden Powell, αλλά και του ιδίου του Charlie Byrd.
Και αν μιλάμε για soulful ύφος, στυλ, χρώμα… ό,τι να ’ναι, τι
πιο soulful από τα άλμπουμ εκείνης της εποχής του Gene Ammons; Στο “The Soulful Moods” [Moodsville, 1962] ο master
του τενόρο σαξοφώνου παίζει, βασικά, στάνταρντ (συνθέσεις των Hoagy Carmichael,
Victor Young, Cole Porter κ.ά.) διασκευάζοντάς τα με άνεση, με άπλα,
στηριγμένος στα αργά tempi των George Duvivier μπάσο και Ed Shaughnessy ντραμς.
Αλλά και στο “Nice an’ Cool” [Moodsville, 1961] ο Ammons είναι ο… νηφάλιος
εκείνος παίκτης, με τα βαθιά φυσήματα, το soulful-ερωτικό feeling και την εν
γένει… μεταμεσονύχτια ατμόσφαιρα. Στα ελληνικά μπαρ κάτι τέτοια κομμάτια –σαν
κι αυτά που υπάρχουν στο “Nice An’ Cool” εννοώ– τα ρίχνουν οι DJs, όταν
πρόκειται να κλείσουν (τα μπαρ) για να διώξουν τον κόσμο. Ο κόσμος, όμως, ξέρει.
Γυρίζει σπίτι του, χώνει τον Gene Ammons στο player και συνεχίζει…
Να και ο Clark Terry
με την τρομπέτα του, με δύο LP στην ίδιαν εταιρεία, την ίδιαν εποχή. Στο ίδιο
soulful στυλ («αγέρωχα μελιστάλαχτο» θα ήταν μια σωστή μετάφραση του όρου και
όχι… ψυχωμένο), ο Terry του “Everything’s Mellow” [Moodsville, 1961] δεν
διαφέρει, όσον αφορά στο κλίμα, από τον συνοδοιπόρο του Gene Ammons. After-midnight
jazz, πλαισιωμένη άψογα από πιάνο, μπάσο και ντραμς. Σε άλλους τόνους κινείται το “Plays the
Jazz Version of ‘All American’” [Moodsville, 1962]. Όπως μαρτυρά και ο
τίτλος πρόκειται για την jazz εκδοχή τού musical All American (μουσική Charles
Strouse, στίχοι Lee Adams), που είχε ανεβεί στο Broadway το 1962. Άλλο πράγμα.
Εξωστρεφές και… πλουσιοπάροχο (ελέω Oliver Nelson).
Ο Dizzy Gillespie στα sixties, αν και δεν βρισκόταν πια στην
πρώτη γραμμή της τζαζ πρωτοπορίας, δεν έπαυσε να δίνει αξιόλογα άλμπουμ – και
σίγουρα το “New Wave!”
[Philips, 1963] είναι
ένα από τα καλύτερά του. Mε ποικίλα bossa tracks (συνθέσεις των A.C. Jobim,
Luiz Bonfá), το κλασικό “Taboo” της Margarita Lecuona, το παραδοσιακό “Careless
love”, συν κάποια ακόμη κατορθώνει με άνεση να πιάσει (δεν θα μπορούσε να
συμβεί κι αλλιώς δηλαδή) τον παλμό της εποχής. Με τα κύματα της γαλλικής
Ριβιέρας να σκάνε στην παραλία και με τις σχετικές παιδικές φωνές να
απολαμβάνουν το πλατσούρισμα, το “Dizzy on the French Riviera” [Philips, 1962]
είναι ένα ακόμη κλασικό sixties lounge άλμπουμ. Dizzy μεν, αλλά και Leo Wright
και Charlie Ventura και άλλοι πολλοί και διάφοροι, όμως άνευ των συνθέσεων του
Jobim (“No more blues”, “Desafinado”) και του Lalo Schifrin (“Long, long
summer”, “Pau de Arara”) το πράγμα θα ήταν μισό...
http://livadaspoetry.blogspot.fr/2014/04/round-about-jazz-2014.html
ΑπάντησηΔιαγραφή