Το στούντιο μπορεί να είναι ένα ακόμη όργανο για τον μουσικό
(γνωστό από δεκαετίες) και οπωσδήποτε ένας σημαντικός παράγων της ηχητικής αναζήτησης,
όμως υπάρχουν και μουσικές που δεν έχουν ανάγκη (πάντα) τις ποικιλόμορφες
στουντιακές ευκολίες και δυνατότητες. Παρατηρείται δηλαδή, συχνά, το φαινόμενο σχήματα
διαφόρων τύπων και ειδών να ηχογραφούνται είτε «ζωντανά» στα στούντιο (άνευ overdubs), είτε με τις
απολύτως απαραίτητες επεμβάσεις, διαφυλάττοντας έτσι την ζωντάνια και την
ευρηματικότητα της παρουσίας τους στις σκηνές και τα κλαμπ. Για δύο τέτοια σύγχρονα τζαζ
άλμπουμ γράφω στη συνέχεια…
LIBBY YORK: Memoir [Libby York Music, 2014]
Κρυμμένα jazz μυστικά μπορεί να υπάρχουν για εμάς, για όσους τέλος πάντων είναι
απομακρυσμένοι από την πηγή, αλλά εκεί (στην πηγή) τα πράγματα ακολουθούν τον
δικό τους (μικρό, μεγάλο ή μεγαλύτερο) δρόμο. Η Libby York είναι μία jazz φωνή
με παρελθόν που χάνεται στα eighties,
όπως και με προσωπική δισκογραφία που ξεκινά από το 1998, φθάνοντας, με σταθερά
βήματα, έως τις μέρες μας. Μεγαλωμένη στα μαγαζιά και τις σκηνές, η York αποδίδει
το κλασικό ρεπερτόριο της jazz
με τον τρόπο που θα το διοχέτευε στην πράξη, στο πάλκο, άνευ στούντιο-κόλπων
και τεχνικών. Με φωνή που περικλείει όλη εκείνη την μαγεία του «παλαιού»,
συνδυάζοντας την εκφραστικότητα με την χαλαρή επικοινωνία και την ερμηνευτική
συνέπεια, η Libby York
έχει τον τρόπο να μεταμορφώνει (προς το υψηλότερο) ακόμη και κομμάτια πιο
σύγχρονα (όχι μόνον Gershwin και Porter
δηλαδή), όπως το “Walk between raindrops”
από το “The Nightfly”
[Warner, 1983] του Donald Fagen,
την ώρα που είναι «άπαιχτη» σε στάνταρντ όπως το “Give me the simple life” που το γνωρίσαμε από
τις Ella Fitzgerald
και Rosemary Clooney.
Με την Clooney να
αποτελεί μία από τις πιο βασικές αναφορές της, η York δίνει
ερμηνείες που ξεχωρίζουν και στα υπόλοιπα tracks (συνθέσεις των Cy Coleman, Jimmy Van Heusen,
Cole Porter, Frank Loesser κ.ά.),
πιάνοντας κορυφή με το “How long has this been going on?”
του George Gershwin,
ένα blues για… γερές
καρδιές (ερμηνευτών ή ακροατών). H μπάντα συνοδείας –Russell Malone κιθάρες, John DiMartino πιάνο,
Martin
Wind μπάσο, Greg Sergo ντραμς, Warren Vaché κορνέτα, φωνή– μόνον τα καλύτερα
μπορεί να προσφέρει σε μιαν ηχογράφηση που διατηρεί όλα εκείνα τα
χαρακτηριστικά τού από-παλαιά-οικείου, περασμένα μέσα από μια σημερινή κρησάρα.
MICHAEL FEINBERG’S: Humblebrag/
Live at 800 East [Behip, 2014]
Δεν είναι μυστικό λοιπόν, αφού όλο και πιο συχνά
νέοι μουσικοί της jazz προτιμούν
να ηχογραφούνται, με τις μπάντες τους, ζωντανά στις σκηνές ή τα στούντιο. Είναι
η ανάγκη για αυθόρμητη και πρωτογενή επικοινωνία μεταξύ των οργανοπαικτών, μέσω
της οποίας επιζητείται το προφανές και το άμεσο, δίχως τις ποικίλες στουντιακές
διαμεσολαβήσεις. Πιθανώς, αυτός ο «πρωτογονισμός» να εμπεριέχει κι έναν τόνο
«αντίδρασης» προς την κακώς εννοούμενη δισκογραφική (jazz) δράση, που έθρεψε παντού
τραγουδιστικές χίμαιρες (ιδίως τέτοιες) τα τελευταία χρόνια· «κατασκευάσματα»,
άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, της τεχνικής και των παραγωγών που… τα
φάγαμε εν πολλοίς στη μάπα. Εν πάση περιπτώσει ο μπασίστας (ακουστικός και
ηλεκτρικός) Michael Feinberg είναι
ένας μουσικός, που ήδη έχει δώσει τα διαπιστευτήριά του –αν κρίνω από το “With Many Hands” του 2011–, οπότε το παρόν “Humblebrag/ Live at 800 East” μόνον ως μία εξέλιξη στο στυλ
του θα μπορούσε να λογιστεί. Έχοντας δίπλα του έναν από τους top ντράμερ της εποχής, τον Terreon Gully (με τον οποίον συγκροτεί κάτι
σαν το… rhythm section της
χρονιάς) και ακόμη τους Godwin Louis άλτο
σαξόφωνο, Billy Buss
τρομπέτα και Julian Shore πιάνο,
ο Feinberg
καταθέτει στο… ζωντανό στο 800 East (πρόκειται για τα 800 East Studios στην Atlanta της Georgia – εκεί όπου μπήκαν οι
πέντε μουσικοί την 3/10/2013 για την ηχογράφηση του παρόντος) ένα εντελώς
πρωτότυπο CD, το
οποίον σου παίρνει το σκαλπ ήδη από την αρχή, από το πρώτο σχεδόν 6λεπτο
κομμάτι· πρόκειται για το “Tutuola”, που
διακρίνεται για την… street
χιπ-χοπάδικη δυναμική του, σε συνδυασμό, μάλιστα, με μια ροκάδικη αφήγηση στην
διαδρομή (ιδίως προς το τέλος, όταν τα breaks του Gully είναι συνεχή και εκρηκτικά). Με το bass-guitar να δηλώνει παρόν μονίμως
και με τρόπο που να εντυπωσιάζει, και με το πιάνο, το σαξόφωνο και την τρομπέτα
να μοιράζονται εξ ίσου τον μελωδικό/ σολιστικό χρόνο, το “Puncher’s chance” είναι ένα κομμάτι που
διατηρεί (και αυτό) κάτι από την σύγχρονη r&b αφήγηση. Αλλά και στο 6λεπτο “Duckface” ο Feinberg με τους συνεργάτες του
«σκάβουν» συνεχώς σε κλασικές jazz περιοχές (η μελωδική γραμμή των πνευστών έχει έναν
νέο-ορλεανικό αέρα), όπως και στο μεγαλοπρεπές “But the sound” εξάλλου, μια τριμερή σουίτα σε
αργό, γρήγορο και μέσο τέμπο, που προσφέρει χώρο για διάφορες οργανικές
αναζητήσεις. Νομίζω πως το καλύψαμε το θέμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου