Καινούριες τζαζ κυκλοφορίες από την Αμερική, που δείχνουν,
όπως πάντα εξάλλου, την… πληθωρικότητα του πράγματος.
THE CLAYTON-HAMILTON JAZZ ORCHESTRA: The L.A.
Treasures Project [Capri, 2014]
Η ηχητική μαγεία που μπορεί να προσφέρει μία μεγάλη ορχήστρα
είναι κάτι που δεν συζητείται. Όσο και αν τα μικρότερα combos μοιάζει-και-είναι
συναυλιακώς πιο «εύκολα» (είναι άλλο να συγκεντρωθούν, να προβάρουν και να
παίξουν τρία-τέσσερα άτομα και άλλο δεκαεννέα), πάντα μια καλοκουρδισμένη big band, σ’ ένα live, θα κερδίζει αμέσως τις
εντυπώσεις· βασικά λόγω του όγκου της –όσοι έχουν ακούσει «ζωντανά» μια τέτοια
ορχήστρα αντιλαμβάνονται τι γράφω– και βεβαίως της ενορχηστρωτικής καθαρότητας,
που, από μόνης της, είναι μια «επιστήμη». Αυτά τα… απολαυστικά μεγέθη ισχύουν
και για την περίπτωση της Clayton-Hamilton Jazz Orchestra (CHJO) –την «οδηγούν» τα αδέλφια John (κοντραμπάσο με δοξάρι)
και Jeff Clayton
(ξύλινα πνευστά), καθώς και ο γνωστός μας ντράμερ Jeff Hamilton («γνωστός μας»,
επειδή έχω αναφερθεί και σε άλλες δουλειές του στο δισκορυχείον)– η οποία ηχογραφείται, εδώ, «ζωντανά» φυσικά, στο Alvas Showroom του
San Pedro της
California την
15/9/2013. Το swinging,
σταθερό και αξεπέραστο χάρισμα κάθε μεγάλης ορχήστρας, δηλώνει και στην
περίπτωση της CHJO
διαρκώς «παρόν». Και πώς θα μπορούσε να
μην συνέβαινε αυτό, θα μου πείτε, από την στιγμή που η ορχήστρα καλείται να
αποδώσει συνθέσεις των Larry Fotin/
Don George/ Duke Ellington, Sammy Cahn/ Jule Styne, Percy Mayfield, μα ακόμη των Charles Mingus (“Goodbye pork pie hat”) και Eddie Cooley/ Otis Blackwell (“Fever”), όπως και originals των Jeff Hamilton και
John Clayton; Περαιτέρω, το
ρεπερτόριό της είναι μοιρασμένο ανάμεσα στα instrumentals (πέντε) και τα τραγούδια
(οκτώ), με τα τελευταία να τα αποδίδουν δύο θρυλικές μορφές του jazz παρελθόντος, ο 86χρονος Ernie Andrews και
η 62χρονη Barbara Morrison,
ερμηνευτές, αμφότεροι, με τεράστια ιστορία. Το αποτέλεσμα όλων αυτών δεν
χρειάζεται να πω πως είναι συναρπαστικό. Και μόνον το έσχατο track ν’ ακούσει
κάποιος, που έχει τίτλο “Jazz party”
και είναι σύνθεση του John Clayton,
είναι αρκετό για ν’ αντιληφθεί τον στόχο της CHJO, που δεν είναι άλλος από τον χορό και την διασκέδαση μέσω
μιας ανεξάντλητης παραστατικής αφήγησης, ικανής να συνδέει, μονίμως, το παρόν
με την μνήμη.
Επαφή: www.caprirecords.com
ANDREW HADRO: For Us, The
Living [Tone Rogue Records, 2014]
“For Us, The Living”… η κατάληξη(;) ενός ιστορικού λόγου, που εκφώνησε ο Πρόεδρος Abraham Lincoln τον Νοέμβριο του 1863
στο Εθνικό Στρατιωτικό Νεκροταφείο, στο Gettysburg της Pennsylvania
–λίγους μήνες μετά την φερώνυμη μάχη (Battle
of Gettysburg) που έγειρε την έκβαση του Αμερικανικού Εμφυλίου– και … “For Us, The Living” ο τίτλος τού
παρθενικού άλμπουμ του βαρυτονίστα (και φλαουτίστα) Andrew Hadro, ενός μουσικού που καταγράφει το δικό του
προσωπικό παίξιμο, κινούμενος στην μεγάλη βαρυτονική παράδοση (Gerry Mulligan, Hamiet Bluiett, John Surman και τα τοιαύτα). Επέλεξα ν’ ακούσω, αρχικώς,
τις έξι συνθέσεις του Hadro
και στην συνέχεια τις τέσσερις versions (έτσι, χωρίς προφανή λόγο). Εκείνο που διαπιστώνεται από τις πρώτες
είναι πως ο, γεννηθείς στην Πόλη του Μεξικού, σαξοφωνίστας είναι ένας πολύ
ενδιαφέρων συνθέτης, με στόφα μελωδού και με ιδιαίτερο λυρικό παίξιμο τόσο στο
βαρύτονο όσο και στο φλάουτο. Κομμάτια όπως, ας πούμε, το “Forever, all ways” αναδεικνύουν τις
ποιότητες του Hadro,
ο οποίος έχει δουλέψει με την Duke Ellington Orchestra, την Bjorkestra, τους James Moody, Tony Malaby, Chico Hamilton, Junior Mance κ.ά. Tempi όλων των ειδών, αλλά πιο πολύ αργά και μεσαία, ολοκληρωμένες φράσεις,
πλήρης εκμετάλλευση του ρυθμικού τμήματος (Daniel Foose κοντραμπάσο, Matt Wilson ντραμς, κρουστά), ωραίες αναφορές latin αποχρώσεων κυρίως στα παιξίματα της Carmen Staff στο πιάνο. Με την φερώνυμη σύνθεση (“For us, The living”) να κυριαρχεί
όντας στη μέση του άλμπουμ, το υλικό που παρουσιάζει ο Hadro αφορά σε μία σημερινή, σύγχρονη jazz, χωρίς έκδηλα στοιχεία φθηνού εντυπωσιασμού, εμπνευσμένη όμως και
καλοπαιγμένη. Το ίδιο, δε, θα ισχυριζόταν κανείς και για το σετ των διασκευών,
που περιλαμβάνει κομμάτια των Julian Shore, Maria Schneider, Ryan Anselmi και James Davis. Συνθέτες σημερινοί και κυρίως νέοι στην
ηλικία (ok, η Schneider δεν είναι και τόσο νέα πια, όντας στα 54 της
– είναι όμως αποκαλυπτικός ο τρόπος που εμπνέει τον συνθέτη στο εσωτερικό “Sea of tranquility”), με τους οποίους ο Hadro φαίνεται πως διατηρεί μια καλλιτεχνική σχέση, διαμορφώνοντας μαζί τους
(και με άλλους) την jazz
της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα.
Επαφή: www.andrewhadro.com
THE PETE
McGUINNESS JAZZ ORCHESTRA: Strength in Numbers [Summit, 2014]
Δεν πάει πολύς
καιρός (23/11/2013) από τότε που έγραψα πρώτη φορά για τον Pete McGuiness, έναν σύγχρονο bandleader, συνθέτη, ενορχηστρωτή, τρομπονίστα και
τραγουδιστή, με έργο που απλώνεται σε όλα τα προαναφερόμενα πεδία. Μάλιστα, για
το προηγούμενο άλμπουμ του, το “Voice Like a Horn” [Summit,
2013], είχα σημειώσει ανάμεσα σε άλλα πως ο McGuinness… έχει έναν
μοναδικό τρόπο να «σουινγκάρει», εκμεταλλευόμενος την φωνή του, και βασικά τις
εντυπωσιακές δυνατότητές του στο scat, άρα και στον αρμονικό
φωνητικό σχεδιασμό των διασκευών του. Όλα τούτα, άλλα περισσότερο κι άλλα
λιγότερο, εμφανίζονται και στο πιο πρόσφατο CD του που έχει τίτλο “Strength in Numbers”, και το οποίον
εμφανίζει τον καλό μουσικό ως διευθυντή μιας ορχήστρας (πέντε σαξοφωνίστες,
τέσσερις τρομπονίστες, τέσσερις τρομπετίστες, πιάνο, μπάσο, ντραμς) που φέρει τ’
όνομά του. Με λιγότερες versions
και με περισσότερα originals,
ο McGuinness είναι
ολοφάνερο πως… αναφέρεται πρωτίστως στον Bob Brookmeyer (1929-2011), έναν συνθέτη, ενορχηστρωτή και
τρομπονίστα της jazz, που
τον έχει ως «εικόνα» (θα έλεγα και με τις τρεις ιδιότητες του). Και δεν είναι
μόνον το “The send-off” (κομμάτι αφιερωμένο στον
Brookmeyer), είναι
κυρίως το γεγονός πως ο McGuinness
έχοντας μαθητεύσει δίπλα στον διάσημο τρομπονίστα (είχαν συνεργαστεί στο BMI Jazz Composers Workshop την τριετία
1988-1990), επιχειρεί να μεταφέρει τα ενορχηστρωτικά διδάγματα εκείνου στο δικό
του έργο (κυρίως τον τρόπο που χρησιμοποιούσε ο Brookmeyer ποικίλες σειρές σύντομων
φράσεων στις μεγάλης κλίμακας συνθέσεις του, προσφέροντάς τους έναν δυναμικό swing «αέρα»).
Στις πολύ ωραίες στιγμές του άλμπουμ συγκαταλέγεται, επίσης, η απόδοση ενός
γνωστού τραγουδιού του Michel Legrand από την ταινία The Happy Ending
(1969) του Richard Brooks.
Το “What are you doing the rest of your life?”
ευτυχεί από πάσης απόψεως και βεβαίως λόγω των φωνητικών του McGuinness, ο οποίος αποδεικνύει για ακόμη
μία φορά πόσο σπουδαίος τραγουδιστής είναι (το ότι θα μπορούσε να κάνει καριέρα
και μόνο με την φωνή του είναι το πιο σίγουρο απ’ όλα). Τέλος, ειδικής μνείας
χρήζει και η εκτέλεση του κλασικού “Beautiful dreamer” (σύνθεση: Stephen Foster), με τον σοπρανίστα Dave Pietro και τον πιανίστα Mike Holober να κρατούν τα
σολιστικά ηνία, και βεβαίως με την ενορχήστρωση του Pete McGuinness να προσφέρει απροσδόκητα, αλλά σε κάθε περίπτωση
ευφρόσυνα, samba vibes.
Επαφή: www.summitrecords.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου