Όσοι μεγαλώναμε στη δεκαετία του ’80, και μεγαλώνουμε και
σήμερα ακούγοντας rock, αποκλείεται να μην έχουμε περάσει μερικές ή και πολλές
ώρες συντροφιά με τον Paul Roland, τον άγγλο τραγουδοποιό της ποιητικής… φρίκης
και του τρόμου. Βοήθησαν σ’ αυτό τα ελληνικά βινύλια που «έκοβε» τότε το
Δικαίωμα Διάβασης, η DiDi Music –και αναφέρομαι στα “Confessions of an Opium Eater”
(1988), “Duel” (1989), “Masque” (1990) και “Roaring Boys” (1991)– και βεβαίως
οι ουκ ολίγες ζωντανές εμφανίσεις του στη χώρα μας.
Προσωπικά, είχα δει τον
Paul Roland ακόμη και σε φεστιβάλ της ΚΝΕ - δεν θυμάμαι πότε ακριβώς. Ένας καλλιτέχνης, που σε κάθε περίπτωση λατρεύτηκε από
τον (σχετικό) κόσμο και τον Τύπο, στο δεύτερο μισό, βασικά, της δεκαετίας του
’80, αποτελώντας συχνά κύριο θέμα στα μουσικά περιοδικά της εποχής. Ας μεταφέρω
λοιπόν ένα απόσπασμα συνέντευξής του στο περιοδικό Ήχος & Hi-Fi (τεύχος 181, 4/1988) και στον παλιό συνεργάτη (στο
Jazz & Τζαζ) Αντώνη
Φράγκο επειδή έχει νόημα πριν πάμε παρακάτω. Έλεγε ο Paul Roland:
«Ο τρόμος για μένα,
τουλάχιστον το είδος του τρόμου με το οποίο ασχολούμαι, δεν είναι παρά
παραμύθια για ενήλικες(…). Όλος αυτός ο ρομαντισμός που καλύπτει την αποσύνθεση
με ενθουσιάζει σαν ιδέα. Ο τρόμος δεν είναι βγαλμένα μάτια, κομμένα κεφάλια,
αίμα και χυμένα σπλάχνα. Είναι η ‘ρομαντικοποιημένη’ φρίκη, είναι η ομίχλη του
Λονδίνου, είναι η ατμόσφαιρα. Στα τραγούδια μου βάζω πολλούς να δολοφονούνται ή
να πεθαίνουν. Είναι κάτι σαν μαύρη κωμωδία, κάτι καθαρά αγγλικό, πολύ καθαρό,
χωρίς αίματα και τέτοια. Κάποτε η Hammer Films έβγαζε τέτοια θρίλερ και σήμερα
(σ.σ. το 1988) αυτά που βγαίνουν δεν έχουν πολύ αίμα. Είναι πιο πολύ
σουρεαλιστικά, όπως το ‘Eraserhead’, που πλησίαζε αρκετά τις πρώτες ταινίες
τρόμου της Universal, τον Φρανκεστάιν κ.λπ. Ταινίες δηλαδή που βασίζονταν στην
ατμόσφαιρα.(…) Αν έβλεπα έναν πραγματικό θάνατο θα πάθαινα πλάκα. Είναι
ψυχολογικό. Αντιμετωπίζεις αυτές τις καταστάσεις εκ του ασφαλούς, δεν σε
αφορούν άμεσα. Αυτό είναι οι ταινίες τρόμου. Μια πρόβα για τον θάνατο, όπως
λένε.(…) Ο χώρος παίζει επίσης μεγάλο ρόλο στον τρόμο, όπως και η περίοδος.
Εμένα προσωπικά με συναρπάζει η Βικτωριανή εποχή και η εποχή του Εδουάρδου,
εποχές με φοβερή παραγωγή παραμυθιών, ιδιαίτερα στην κεντρική Ευρώπη. Με ενθουσιάζουν
τόποι όπως το Βερολίνο, έχω γράψει μάλιστα κι ένα τραγούδι σχετικά. Η πλάκα
είναι ότι όταν αργότερα πήγα στο Βερολίνο το βρήκα απογοητευτικό. Σκέφτομαι
μερικές φορές ότι αν είχα πάει σε μέρη που υποτίθεται ότι διαδραματίζονται
κάποια τραγούδια μου, δεν θα είχα γράψει ποτέ αυτά τα τραγούδια. Το ρομαντικό
μου όραμα θα είχε γίνει κομμάτια».
Η παρουσία τού Paul Roland στη δισκογραφία και τα live ενδυναμώθηκε
και πάλι τα τελευταία χρόνια, αφού ο βρετανός τραγουδοποιός είναι ξανά στη γύρα
κάνοντας γνωστές τις νέες του δουλειές. Μάλιστα ένα από τα πιο πρόσφατα άλμπουμ
του, το “Bates Μotel”, τυπώθηκε σε βινύλιο μόνο στην Ελλάδα – στο label 69 WATT της
Anazitisi Records το 2013.
Paul Roland λοιπόν… και τα τέρατα της οθόνης, μαζί με όλο το
υπόλοιπο βικτωριανό αμπαλάζ του τρανού ρομαντικού, ξανά στο δρόμο. Έτσι, και
παρότι ο καιρός πέρασε, ο φίλος μας δεν λέει ν’ αλλάξει. Μπορεί από μουσικής
πλευράς να πειραματίστηκε έντονα με τις ακουστικές folk φόρμες, φθάνοντας έως
το barock (φέρνοντας στο νου, μερικές φορές, έναν άλλο ρομαντικό συμπατριώτη
του, τον Donovan), όμως το rock, το gothic, ο ηλεκτρισμός δεν έπαυσε ποτέ να τον
συγκινεί και να τον νοιάζει. Και ναι, το “Bates Motel” είναι ένα καθαρό rock
άλμπουμ (για τα δεδομένα του Roland), ανεξάρτητα των όποιων acoustic parts. Και
βεβαίως, για ακόμη μια φορά, από την πινακοθήκη του δεν μπορεί ν’ απουσιάζουν
οι αγαπημένες αναφορές του στις ταινίες τρόμου... τα teenage zombies, το μοτέλ
του Norman Bates (αν και αυτό που βλέπουμε στο εξώφυλλο του άλμπουμ είναι το
σπίτι της μαμάς…), το Νησί του Διαβόλου (προφανώς δεν εννοεί τη… Μύκονο του
Νίκου Μαστοράκη), ή οι κόρες του Fu Manchu. Κι εκεί επάνω ο Paul Roland αρχίζει
σιγά-σιγά να υφαίνει μια σειρά ασυνήθιστων τραγουδιών, που βρίθουν παγωμένων
μινόρε μελωδιών (στα καλύτερα απ’ αυτά), βεβαίως των έρρινων κλασικών φωνητικών
του και φυσικά της απαραίτητης coolness, που σε οδηγεί κατ’ ευθείαν σε «άλλους
κόσμους». Ένα τέτοιο ασυνήθιστο τραγούδι (ένα…) από την πρώτη πλευρά του LP
είναι και το “The wailing well” (επηρεασμένο από μία ιστορία φαντασμάτων του
M.R. James), το οποίο αναπτύσσεται μ’ έναν «παγωμένο» τρόπο, μέσω μιας
ελικοειδούς ανατολίτικης μελωδίας. Καταπληκτικό… αφού μου θύμισε τους Moffs και
τον Tom Kazas! Ποιος μπορεί, όμως, ν’ αντισταθεί στο γκαραζοψυχεδελικό “Tortured
by the daughter of Fu Manchu”, στην… προσευχή “Promised land” ή και στο
φερώνυμο με τον τίτλο του άλμπουμ “Bates Motel”, έναν gothic σπαρακτικό ύμνο
ακραίας δυστοπικής αφήγησης, που σε καθηλώνει από την πρώτη στροφή;
“I was rolling west on Route 66/ just outside of Fairville, no more than a couple of clicks/ when the sky turned blacker than a biblical plague/ and the night descended like the Axeman’s blade”.
Ο Paul Roland τρεισήμισι δεκαετίες μετά την εμφάνισή του στη
δισκογραφία έχει/βρίσκει τη δύναμη να μαγεύει το κοινό του, όπως τον παλιό καλό
καιρό, παρουσιάζοντας μια σειρά τραγουδιών, κάποια από τα οποία τα
επεξεργαζόταν ήδη από τα τέλη του ’80. Μάλιστα, με βάση αυτά τα τραγούδια προετοιμαζόταν
και μιαν (ανέλπιστη) συνεργασία με τη Nico, τον Sterling Morrison και τη
Maureen Tucker, η οποία τελικώς δεν ευοδώθηκε για τεχνικούς και ανωτέρας βίας
λόγους. Έτσι, τα κομμάτια εκείνα ανασύρθηκαν, βελτιώθηκαν και ολοκληρώθηκαν,
και μαζί με κάποια άλλα που προέκυψαν στην πορεία συναποτέλεσαν το υλικό του
“Bates Motel”.
Μέσα στο 2014 ο Paul Roland κυκλοφόρησε δύο ακόμη άλμπουμ,
δείχνοντας πως είναι για τα καλά εδώ – και είναι ευτύχημα αυτό! Το πρώτο έχει
τίτλο “Hexen” [IT. Palace of Worms] και περιλαμβάνει καινούρια τραγούδια, ενώ
το δεύτερο λέγεται “Professor Moriarty’s Jukebox” [GER. Sireena Records] και αποτελεί
κατά βάση συλλογή με outtakes, radio sessions, εναλλακτικές edits και άλλες διάφορες
σπανιότητες (δεν είναι δηλαδή ένα τυπικό compilation).
Τo “Hexen” είναι ένα ακόμη σπουδαίο LP/CD, που τιμά, οπωσδήποτε
τη μακριά στο χρόνο δισκογραφία του Paul Roland. Η ιδέα, βασικά, ήταν να
γραφτεί μουσική για τη θρυλική, βουβή ημι-ντοκυμαντερίστικη ταινία “Häxan” του Benjamin
Christensen από το 1922, που θέμα είχε τη… μαγεία διαμέσου των αιώνων. Δεν ήταν
ο Paul Roland ο μόνος, που θα επιχειρούσε κάτι τέτοιο. Στην ίδια ταινία έβαλαν
εκ των υστέρων μουσική ο Σκανδιναυός Matti Bye, πιο παλιά (1997) οι Art Zoyd και
ακόμη παλαιότερα ο γάλλος περκασιονίστας Daniel Humair. Το score του Roland ήταν
έτοιμο να κυκλοφορήσει σε DVD, μαζί φυσικά με την ταινία, όμως κάτι τέτοιο δεν
κατέστη δυνατό για κάποιους, μη προφανείς, λόγους δικαιωμάτων. Το αποτέλεσμα
ήταν ο Roland να παρουσιάσει τελικά ένα άλμπουμ (με τη συνυπογραφή και του Ralf
Jesek των γερμανών neo-folk In My Rosary), το “Hexen”, με κάποιες από τις
μουσικές συνοδείας, συν καινούρια τραγούδια επηρεασμένα από την υπόθεση της
ταινίας.
Μπορεί να μη συνέβη εκείνο που αρχικά επιθυμούσε, όμως, και
σε κάθε περίπτωση, το άλμπουμ ήταν αντάξιο της φήμης του Βρετανού. Ένα αμάλγαμα
ψυχεδελικού και goth rock, με γρηγοριανές και folk επιδράσεις, που πάντα θα
μαγεύει.
(το κείμενο δημοσιεύτηκε στο fanzine the frouctor, #2, 3/2014)
Την ίδια εποχή (τελη -80, αρχές -90) τον είδα σε φεστιβάλ του ''Ρήγα'' στη Θεσσαλονίκη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠριν απο ενα χρόνο τον ξαναείδα στην ''ζωντανή μαύρη τρύπα'', στα Λαδάδικα, όπου έπαιζε με τον γιο του (πιτσιρικάς) και την γυναίκα του, και απο οτι θυμάμαι είπε πως είναι μόνιμος κάτοικος Βερολίνου
συγχαρητηρια για το αρθρο και για την αναφορα στους ΘΑΥΜΑΣΙΟΥΣ Moffs του Kazas
ΑπάντησηΔιαγραφήμια παρατηρηση: ειχα μεινει στο Grimm του 2011 και ψαχνοντας το Bates Motel ειδα οτι το sublabel της Anazitisi στο discogs αναφερεται ως 69 Watt και οχι Watt 69
Έχει δίκιο το discogs, 69 WATT είναι το σωστό label. Έτσι το έχω γράψει κι εγώ σε άλλες αναρτήσεις (για τους Flash Fever ή τους Grey Mouse). Τώρα, εδώ, φαίνεται πως μπερδεύτηκα με το… VAT 69. Διορθώθηκε ήδη. Ευχαριστώ.
ΔιαγραφήΧαχα...Από το Vat69 (καθότι φανατικοί) προέκυψε και το 69WATT.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝίκος Καρ.
Καλώς ή κακώς έχω ανεβάσει κάποια Links απο τον κύριο στο Blog μου για ελεύθερο Download
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΑΚΩΣ ΚΑΙ ΚΑΚΙΣΤΑ!
Διαγραφήνα τα καεβάσεις και να σύρουν την κορμάρα τους όσοι επιθυμούν να πάνε να αγοράσουν!
Κατά τη γνώμη μου κυρίως καλό κάνει το downloading στους καλλιτέχνες. Αν δεν υπήρχε αυτό και το youtube, ούτε Paul Roland θα ξέραμε ούτε πολλά άλλα. Θα τα ανταλλάζανε οι συλλέκτες μεταξύ τους και το χρήμα θα πήγαινε στον αέρα. Ενώ έτσι ξεστραβωνόμαστε κι εμείς και αν μας αρέσει κάτι όλο και θα αγοράσουμε κανένα δίσκο για να το στηρίξουμε. Γιατί όπως και να το κάνουμε άλλο πράγμα το mp3 και άλλο ο δίσκος η το cd. Καίγεται ας πούμε ο σκληρός και πάνε όλα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι επίσης μειώνεται και ο κίνδυνος να τα στάξεις χοντρά για κάτι σπάνιο που δεν αξίζει αφού θα το έχεις ακούσει πρώτα. θα έχεις πάρει μια ιδέα.
Ένα ακόμα είναι ότι μπορείς να δοκιμάσεις άλλα είδη μουσικής πέρα από τα αγαπημένα σου που σε άλλη περίπτωση θα σε περιόριζε το πορτοφόλι σου. Δύσκολα θα αγόραζα τζαζ δίσκους ενώ τώρα που άκουσα πέντε πράγματα ωρίμασε το πράγμα μέσα μου.
Μπορεί να τα παραλέω αλλά στην περίπτωσή μου αν δεν υπήρχε το internet δεν θα είχα τόσους δίσκους. Με έκανε να αγαπήσω πιο πολύ την μουσική και το ψάξιμο γύρω από αυτήν. Μου έδωσε την δυνατότητα να ακούσω μογγολικά και στον Μογγόλο την δυνατότητα να ακούσει ελληνικά.
Και υποθέτω οτι και στους ίδιους τους μουσικούς δίνει τη δυνατότητα να διευρύνουν τους μουσικούς τους ορίζοντες και να γίνονται καλύτεροι.
Τι να πω είναι μεγάλο θέμα που χωράει πολύ συζήτηση και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται επιπόλαια.
Αλέξανδρος
τι επιπόλαια; μια πρακτική που έχει κατακυριεύσει την νεολαία και μετράνε τα giga της μουσικής που έχουν (και δεν ακούνε) σαν τα π€η τους ! ΟΧΙ! διαφωνώ κάθετα! αν θες ν΄ακούσεις, άκου το δέιγμα και μετά ΑΓΟΡΑΣΕ!
ΑπάντησηΔιαγραφή