Σάββατο 31 Ιουλίου 2021

LARS DANIELSSON LIBERETTO splendid jazz

Το Liberetto δεν ήταν εξ αρχής συγκρότημα – ήταν τίτλος δίσκου, για να γίνει τίτλος συγκροτήματος στην πορεία. Κατ’ αρχάς υπήρχε το άλμπουμ “Liberetto” [ACT, 2011] του Lars Danielsson (με Tigran, Magnus Öström, Arve Henriksen, John Parricelli), για να ακολουθήσουν το “Liberetto II” [ACT, 2014] ξανά με επικεφαλής τον Lars Danielsson (συν Tigran, John Parricelli, Magnus Öström στην ομάδα) και μερικά χρόνια πιο μετά το “Liberetto III” [ACT, 2017] με τον Lars Danielsson πάντα ως leader (και με τους Magnus Öström, Grégory Privat, John Parricelli να τον συνοδεύουν).
Έτσι λοιπόν, και μετά από τρία “Liberetto”, φθάνουμε τώρα σ’ ένα τέταρτο, που αποκαλείται Cloudland [ACT Music + Vision / AN Music, 2021] και το οποίον υπογράφουν οι Lars Danielsson Liberetto, δηλαδή οι Lars Danielsson κοντραμπάσο, τσέλο Grégory Privat πιάνο, John Parricelli κιθάρες και Magnus Öström ντραμς, κρουστά (συν τους guests Arve Henriksen τρομπέτα και Kinan Azmeh κλαρινέτο). Για το “CloudlandCD λοιπόν θα γράψουμε ευθύς αμέσως, ένα άλμπουμ που περιλαμβάνει δώδεκα tracks, όλα συντεθειμένα από τον Lars Danielsson.
Όποιοι και όποιες έχουν υπ’ όψιν τους τα προηγούμενα “Liberetto” τού σουηδού κοντραμπασίστα (ένας μουσικός που είχε γίνει εξώφυλλο και στο Jazz & Τζαζ, στο τεύχος #228, τον Φεβρουάριο του 2012) θα έχει αντιληφθεί την αξία τούτων των μαγικών, με λίγα λόγια, δίσκων. Θαυμάσιες μελωδικές περιγραφές ψυχικών, συναισθηματικών και άλλων καταστάσεων, περαιωμένες από μουσικούς μεγάλης κλάσης, σε άρτιες ηχογραφήσεις-παραγωγές.
Η συνέπεια εκείνων των τριών δίσκων ανιχνεύεται αμέσως, και από το πρώτο άκουσμα, και σε τούτο το καταπληκτικό CD, το “Cloudland”, που ενθουσιάζει με τις υπέροχες προτάσεις του (από πλευράς συνθέσεων, παιξιμάτων κ.λπ.).
Τι έχουμε λοιπόν εδώ; Αληθινά ταξιδευτικά κομμάτια σαν το φερώνυμο “Cloudland”, με τα πνευστά να αποδίδουν μαγικά την grande μελωδία και με τον πιανίστα Privat να οικοδομεί μία το ίδιο «νοσταλγική» συνοδεία. Και όμως στο επόμενο κομμάτι, το “The fifth grade”, εκείνο που κάνει την διαφορά είναι το rhythm section, που ορίζει ένα indian-like pattern, μέσα από τo οποίo ξεπετάγονται, το ένα μετά το άλλο, τα ποικίλα soli και breaks, που δίνουν στο track μιαν εξώκοσμη αύρα.
Από την άλλη κομμάτια σαν το “Nikitas dream” σε... λιγώνουν με τον μελωδικό πλούτο τους (σίγουρα, η σύνθεση αυτή θα μπορούσε να εξελιχθεί σ’ ένα μοναδικό τραγούδι), με το ακόλουθο “Tango magnifique”, να προσφέρει ένα αξιομνημόνευτο σόλο στην κιθάρα από τον John Parricelli.
Οι κιθάρες (και ηλεκτρικές αυτή την φορά) πρωταγωνιστούν και στο ανατολίτικο “Desert of Catanga”, με το πιάνο να κάνει τη διαφορά στο “River of little” (όπως βλέπουμε ο Danielsson μοιράζει με «δίκαιο» τρόπο το παιγνίδι), όπως και στο επόμενο “Yes to you” εξάλλου, το οποίον περιλαμβάνει κι ένα θαυμάσιο μικρής διάρκειας σόλο τού σουηδού κοντραμπασίστα.
Ασυζητητί ένα από τα πιο απολαυστικά κομμάτια τούτου του πρώτης τάξεως CD είναι και το “Villstad”, που διακρίνεται όχι μόνο για την θεσπέσια μελωδία του, μα ακόμη για την ιδιοφυή χρήση των πληκτροφόρων γενικότερα, όπως και για μία παρέμβαση του Danielsson στο τσέλο (ένα ιδιόμορφο τσέλο, που παίζεται με distortion και που ακούγεται σαν ηλεκτρική κιθάρα!).
Τα δύο τελευταία κομμάτια του “Cloudland”, το “Sacred mind” και το “Imagine Joao”, απλώς υπογραμμίζουν την αξία αυτής της εγγραφής, που καλύπτει 100% όλους τους jazz fans, και βεβαίως όλους τους φίλους των splendid και elegant ήχων.

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2021

BARRY ALTSCHUL’S 3DOM FACTOR με Jon Irabagon και Joe Fonda

Ο θρύλος ντράμερ της free jazz Barry Altschul, που πλέον βρίσκεται στα 78 του, εξακολουθεί φυσικά να ηχογραφεί, δίνοντας καταπληκτικούς δίσκους.
Ένα από τα σχήματα, με τα οποία έπαιξε και δημιούργησε όλη την προηγούμενη δεκαετία ο Barry Altschul ήταν και οι 3Dom Factor, με τους οποίους έχει ηχογραφήσει μέχρι σήμερα τέσσερα άλμπουμ (το τέταρτο είναι αυτό, για το οποίο θα γράψουμε τώρα). Το γκρουπ, το σχήμα, το τρίο αυτό αποτελείται από τους Βarry Altschul ντραμς, κύμβαλα, Jon Irabagon τενόρο & σοπρίλο σαξόφωνα, άλτο κλαρίνο και Joe Fonda μπάσο.
Αυτοί οι τρεις μουσικοί βρέθηκαν κατά πρώτον μαζί στο προσωπικό CD τού Barry Altschul “3Dom Factor” [TUM Records, 2013] και από ’κει και πέρα στα άλμπουμ των Barry Altschuls 3Dom FactorTales of the Unforeseen” [TUM Records, 2015] και Live in Kraków” [Not Two, 2017], για τα οποία έχουμε γράψει υμνητικά reviews στο blog (ιδίως για το «live στην Κρακοβία», που το είχαμε χαρακτηρίσει ως ένα από τα καλύτερα άλμπουμ εκείνης της χρονιάς).
Φαίνεται, λοιπόν, πως ο μεγάλος αυτός ντράμερ και περκασιονίστας έχει εναποθέσει πολλά στο εν λόγω σχήμα, έχοντας δίπλα του τους «άσσους» Irabagon και Fonda (δύο μουσικούς, που, επίσης, τους συναντάμε πολύ συχνά σε παρουσιάσεις στο blog), και κάπως έτσι μάς έρχεται από την Πολωνία και τούτη εδώ η τέταρτη απόπειρά τους, που τιτλοφορείται Long Tall Sunshine [Not Two, 2021] – μια δουλειά με παλαιότερο κατά βάση υλικό, συντεθειμένο ολάκερο από τον Altschul.
Πιο συγκεκριμένα ακούγονται με τη σειρά τα tracksLong tall sunshine” (το μοναδικό καινούριο) και από ’κει και πέρα τα “The 3dom factor” (από το φερώνυμο άλμπουμ τού 2013), “Irina” (από το φερώνυμο LP τού 1983, στην Soul Note, με John Surman, Mark Elias και Enrico Rava, με το track να ακούγεται και στο CD του 2013, και στο live στην Κρακοβία, και αλλού), “Be out scool” (πάλι από το CD του 2013) και “Martins stew” (επίσης από το CD του ’13 και το live στην Κρακοβία).
Παρατηρούμε, λοιπόν, πως ο Barry Altschul επανέρχεται σ’ ένα υλικό, που εν πολλοίς το έχει αποδώσει πολλές φορές στα live προφανώς, μα και στην δισκογραφία, μαζί με τους Irabagon και Fonda, κάτι που κατά μίαν έννοια παραξενεύει. Μόνο κατά μίαν έννοια όμως, γιατί επί της ουσίας εδώ βλέπουμε να ξετυλίγεται το πλήρες νόημα τού αυτοσχεδιασμού, χτισμένο στη βάση τού να παίζεις το ίδιο κομμάτι ξανά και ξανά, «βλέποντάς» το από διαφορετικές μεριές, αναδεικνύοντας κρυφές πτυχές του, και γενικότερα τοποθετώντας το, κάθε φορά, πάνω σ’ ένα καινούριο πλαίσιο, που μπορεί να εκκινεί από κάποιο προηγούμενο, πηγαίνοντάς το, όμως, παραπέρα.
Και εδώ, στα κομμάτια που μας είναι γνωστά από το live στην Κρακοβία ας πούμε, υπάρχουν ουκ ολίγες διαφορές και στην ανάπτυξή τους και στα soli και στις επινοήσεις των τριών μουσικών – ιδίως του Irabagon, που είναι για μιαν ακόμη φορά εντυπωσιακός, με τις ιλιγγιώδεις ταχύτητές του, τα εξώκοσμα timbre και τις εν γένει εκτός τόπου και χρόνου πρωτοβουλίες του (π.χ. τα τελευταία δύο λεπτά του 14λεπτου “The 3dom factor” είναι εξωφρενικά, με απίστευτα multiphonics).
Φυσικά, σ’ ένα σχήμα σαν τους 3Dom Factor, που κυλάει «σαν ένα», με μιαν απόλυτη σύμπνοια, είναι αδύνατον να εντοπίσεις «κοιλιές» ή γενικότερες ατασθαλίες. Η εξέλιξη είναι καταιγιστική, οι Altschul και Fonda ανταποκρίνονται ψυχή τε και σώματι στις απαιτήσεις τού live (είναι προφανές πως ό,τι ακούμε εδώ καταγράφει τη στιγμή), με συνεχή γεμίσματα και εναλλαγές, στους τρόπους μετάδοσης της έντασης, δημιουργώντας ένα τελείως ρευστό ρυθμικό πλαίσιο, πάνω στο οποίο ο Irabagon έρχεται να παρέμβει, με έμφαση, σε όλα τα επίπεδα.
Μοναδικής έντασης και δυναμικής ηχογράφηση από τρεις masters των οργάνων τους, με ήδη σημαντική (κοινή) ιστορία.
Επαφή: www.nottwo.com

Πέμπτη 29 Ιουλίου 2021

το θρυλικό τραγούδι του ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ «Το γελαστό παιδί» είχε ακουστεί στην Ελλάδα επί δικτατορίας; – η αναπάντεχη συνεργασία Μίκη Θεοδωράκη και AL BANO, σε δισκογραφία και κινηματογράφο, με αφορμή τα 96α γενέθλια του μεγάλου μας συνθέτη

«Το γελαστό παιδί» είναι ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Ένα θρυλικό, ένα ιστορικό τραγούδι, που πάντα, μέσα στις δεκαετίες, βρίσκει τον τρόπο να γίνεται επίκαιρο, και να ξανατραγουδιέται μαζικά από τον κόσμο.
Με αφορμή τα 96α γενέθλια του μεγάλου μας συνθέτη (ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε, ως γνωστόν, στις 29 Ιουλίου 1925, στην Χίο) είπαμε να ξετυλίξουμε μια ιστορία, που θα μας οδηγήσει σιγά-σιγά προς ένα αναπάντεχο τέλος. Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή...
Για πρώτη φορά «Το γελαστό παιδί» είχε ακουστεί στο θεατρικό έργο του ιρλανδού ποιητή και συγγραφέα Brendan Behan (1923-1964) «Ένας Όμηρος», σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα, έργο που είχε ανεβεί από το Κυκλικό Θέατρο του Λεωνίδα Τριβιζά (Δημοκρίτου και Αλ. Σούτσου) στις 12 Απριλίου 1962.
Το έργο είναι εμπνευσμένο από το επαναστατικό παρελθόν του συγγραφέα, που ως μέλος του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA), είχε ζήσει και νοιώσει από πολύ μικρός την βία του κατακτητή. Με λίγα λόγια η ιστορία...
Ένας βρετανός στρατιώτης αιχμαλωτίζεται από τον Δημοκρατικό Στρατό και κρατιέται σαν όμηρος. Πρόκειται, δε, να τουφεκισθεί, αν οι Βρετανοί εκτελέσουν έναν Ιρλανδό, καταδικασμένο ήδη σε θάνατο λόγω «τρομοκρατίας». Η δράση τοποθετείται σ’ ένα χαμαιτυπείο του Δουβλίνου, σ’ ένα μπορντέλο, που ανήκει σε έναν παλιό επαναστάτη – ένα μέρος που, συν τοις άλλοις, αποτελεί και την φυλακή για τον βρετανό όμηρο.
Ο χώρος και οι άνθρωποι που συχνάζουν εκεί αποτελούν μια μικρογραφία της κοινωνίας, και κάπως έτσι το δράμα αποκτά κι άλλες διαστάσεις ιλαροτραγικές, καθώς ο αγώνας για ανεξαρτησία μπερδεύεται με το ποτό και την κραιπάλη, η ανάγκη για ελευθερία με την φενάκη και την αυταπάτη, όπως και ο έρωτας με την απαξίωσή του, ενόσω η ζωή αναμετριέται με τον θάνατο.
Στην παράσταση έπαιρναν μέρος οι ηθοποιοί Κώστας Μπάκας, Νέλλη Αγγελίδου, Χρήστος Πάρλας, Τασσώ Καββαδία κ.ά., με τα τραγούδια να ακούγονται από την Ντόρα Γιαννακοπούλου, με την συνοδεία της κιθάρας του Δημήτρη Φάμπα.
Την επόμενη χρονιά (1963) «Το γελαστό παιδί» θα ακουγόταν από την Ντόρα Γιαννακοπούλου και στην μουσική παράσταση «Μαγική Πόλις», που είχε ανεβεί στο Θέατρον Παρκ, τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς.
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/gelasto-paidi-eihe-akoystei-thryliko-tragoydi-toy-miki-theodoraki-stin-ellada-epi

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2021

ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ νέο τεύχος αφιερωμένο στον στιχουργό Κώστα Τριπολίτη

O Μετρονόμος, το καλό περιοδικό για το «έντεχνο τραγούδι», συνεχίζει την έντυπη πορεία του.
Το νέο τεύχος, το 77-78 (Απρίλιος-Ιούνιος 2021), διαθέτει ογδόντα σελίδες, έχει άψογη σελιδοποίηση, ωραίο χαρτί, δυνατά τυπώματα και ράχη, είναι πάντα ασπρόμαυρο και κοστίζει 6 ευρώ.
Σ’ αυτό το τεύχος κυριαρχεί το αφιέρωμα στον σημαντικό στιχουργό Κώστα Τριπολίτη, το οποίον επιμελούνται οι Μάκης Γκαρτζόπουλος και Θανάσης Συλιβός. Η έκταση του αφιερώματος είναι μεγάλη και καταλαμβάνει τις πενήντα, χοντρικά, από τις ογδόντα σελίδες του τεύχους.
Για το ποιος είναι ο Κώστας Τριπολίτης και το τι ακριβώς σημαίνει το όνομά του για το θέμα «ελληνικό τραγούδι» δεν χρειάζεται να πούμε κάτι, τώρα, εμείς, αφού άλλα μάλλον τα ξέρετε, αλλά μάλλον τα φαντάζεστε και άλλα, που ούτε τα ξέρετε, ούτε τα φαντάζεστε, είναι εύκολο να τα βρείτε στο παρόν τεύχος, να τα διαβάσετε και να τα αξιολογήσετε.
Μια μεγάλη σε έκταση συνέντευξη, αναλύσεις πάνω σε συγκεκριμένες όψεις της στιχουργικής του, προσωπικές μαρτυρίες θιασωτών των λόγων του, μεγεθύνσεις στην δισκογραφία του – και ακόμη έξι διηγήματά του, μια αναδημοσίευση από την γνωστή στους παλαιότερους στήλη του στο περιοδικό «Μουσική» (1983), την Altera Pars, κείμενα από δικά του ραδιοφωνικά προγράμματα κ.λπ.
Και όλα αυτά με μια σειρά και μια συνέπεια, ώστε να καλυφθεί με τον πρέποντα τρόπο ένα σημαντικό τμήμα της παρουσίας του Κ. Τριπολίτη στο ελληνικό τραγούδι – από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 έως τα πιο πρόσφατα χρόνια.
Στο αφιέρωμα γράφουν οι Σπύρος Αραβανής, Ειρήνη Ψαρρού, Αλέξης Λιόλης, κ.ά.
Μία αγαπημένη στιχουργική επιλογή από το λόγο του Κώστα Τριπολίτη, χωρίς κανένα περαιτέρω σχόλιο:
Τώρα πια η καλημέρα λέγεται γκουντ ντέι
Κι αν ρωτάς όλοι εδώ πέρα, είμαστε οκέι
Αν ρωτάς τι τρέχει, γκαρσόνια ο τόπος έχει
Αν ρωτάς πώς πάει, ο κόσμος δεν μιλάει
Αν ρωτάς για μένα, νεύρα τεντωμένα

(Από το τραγούδι «Αν ρωτάς τι τρέχει», που περιλαμβάνεται στο άλμπουμ τού Γιώργου Χατζηνάσιου «Πίσω απ’ τη βιτρίνα», που είχε τυπωθεί στην Lyra, το 1981. Τραγουδούσε ο Γιάννης Κούτρας)
Από κει και πέρα, πέραν του αφιερώματος εννοούμε του Μετρονόμου στον Κώστα Τριπολίτη, υπάρχει και όλη η υπόλοιπη ύλη του περιοδικού. Με τη σειρά:
Ένα δικό μου κείμενο για την συνεργασία Αντώνη Καλογιάννη-Ζωρζ Μουστακί, ένα κείμενο για τον Τάκη Μουσαφίρη (Γιώτα Συκκά), μια συνέντευξη του Λευτέρη Μυτιληναίου στον Δημήτρη Βάκη, άλλη συνέντευξη του συνθέτη Βαγγέλη Κατσούλη, οι «σελίδες ημερολογίου» του Θανάση Θ. Νιάρχου κ.ά.
Στηρίζουμε ασμένως.
Επαφή: www.metronomos.gr

Τρίτη 27 Ιουλίου 2021

ΓΙΩΡΓΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ το καμπαρέ των ζώων

Το παιδικό τραγούδι είναι ένα πολύ ιδιαίτερο είδος τραγουδιού. Όπως είναι και ο παιδικός κινηματογράφος, το παιδικό θέατρο κ.λπ. Το τραγούδι, όμως, ως ακρόαμα ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα, που εν πολλοίς είναι θεάματα (με ενσωματωμένα ακροάματα). Συνήθως τα θεάματα, στην εξέλιξη και την ανάπτυξή τους, λαμβάνουν υπ’ όψιν και τους μεγάλους, που πάντα συνοδεύουν τα παιδιά σε τοιούτες εξορμήσεις (ο μεγάλος δεν θα πρέπει να βαρεθεί π.χ. σ’ ένα παιδικό θέαμα – πρέπει να κερδηθεί κι αυτός), ενώ με το παιδικό τραγούδι, με το δισκογραφημένο παιδικό τραγούδι, δεν συμβαίνει απαραιτήτως το ίδιο. Δεν αποτελεί προϋπόθεση (η σύγχρονη διασκέδαση και ψυχαγωγία τού μεγάλου).
Μπορεί το παιδί, εννοούμε, να ακούσει ένα παιδικό άλμπουμ, δίχως την παρουσία τού μεγάλου δίπλα του. Το ότι το παιδικό τραγούδι απευθύνεται, λοιπόν, σε παιδιά, χωρίς απαραιτήτως τους συνοδούς τους, τού δίνει αμέσως άλλες ιδιότητες. Πρακτικώς, γεμίζει με μεγαλύτερη ευθύνη τον συνθέτη. Μεγαλύτερη εκείνης του σκηνοθέτη, τέλος πάντων. Αν ο σκηνοθέτης δεν κρίνεται μόνον από μικρούς, μα και από μεγάλους (προσβλέποντας στην επιείκειά τους), ο συνθέτης κρίνεται βασικά από τα παιδιά, από τους μικρούς – οι οποίοι, λόγω αμόλυντου ενστίκτου, είναι οι πιο δίκαιοι, οι πιο τολμηροί και οι πιο αυστηροί κριτές.
Τι γνώμη μπορεί να είχαν τα παιδιά για την δισκογραφημένη «Λιλιπούπολη», φερ’ ειπείν; Φαντάζομαι καλή ή και πολύ καλή – αν και δεν έχω υπ’ όψιν μου σχετικές κρίσεις.
Το ίδιο αναρωτιέμαι δε και για το πολύ όμορφο και πρόσφατο «Το Καμπαρέ των Ζώων» [Μάρτης / Παιδικό βιβλίο, 2021] των Γιώργη Χριστοδούλου (μουσικές) και Αριστείδη Μάραντου (λόγια), με τις συμμετοχές (σε τραγούδι κ.λπ.) των Γιώργη Χριστοδούλου, Σαβίνας Γιαννάτου, Αργύρη Μπακιρτζή, Ελένης Τσαλιγοπούλου, Μαριώς, Δημήτρη Μυστακίδη, Βασίλη Νικολαΐδη, Manouchedrome και Διογένη Δασκάλου.
Θέλω να πω με όλα τούτα πως η δική μου κριτική απέναντι σ’ αυτό το όμορφο, το ξαναγράφω, εξωτερικά και εσωτερικά CD-book, θα είναι κομματάκι «άκυρη», καθότι δεν γίνεται να είμαι εγώ, ως μεγάλος να πούμε, ο πιο κατάλληλος να γράψει για «Το Καμπαρέ των Ζώων».
Κατ’ αρχάς να σημειώσουμε πως πρόκειται για μιαν ωραία σχεδιαστικώς έκδοση, που προσφέρει στο booklet της όλους τους στίχους των τραγουδιών, μαζί με τα ωραία χρωματιστά σχέδια του Ντίνου Ξύγκα.
Ένα παλιό... καμπαρέ για ζώα ανακαινίζεται και ανοίγει ξανά, με νέους... πελάτες. Και κάπως έτσι γνωρίζουμε τους νεότερους πρωταγωνιστές του... τους δεινόσαυρους, την τσίχλα, την πεταλούδα, τον παπαγάλο, τον σκαντζόχοιρο, το δελφίνι, τον ρινόκερο, την χελώνα κ.λπ.
Οι στίχοι του Α. Μάραντου είναι προσεγμένοι, ομοιοκατάληκτοι φυσικά, παιγνιδιάρικοι, εύθυμοι μα και διδακτικοί συνάμα. Ευχάριστοι για τους μεγάλους σίγουρα και ας υποθέσουμε το ίδιο και για τους μικρούς.
Οι μουσικές του Γ. Χριστοδούλου είναι και αυτές ευφάνταστες, υπό την έννοια ότι «το καμπαρέ των ζώων» δεν μπορεί παρά να έχει και παιδευτικό, μουσικό, χαρακτήρα. Αξίζει να έλθουν, δηλαδή, τα παιδιά σε επαφή με διάφορα είδη, ηχοχρώματα κ.λπ. Στην ηχογράφηση υπάρχει πιάνο, ακορντεόν, κοντραμπάσο, τύμπανα, κιθάρες, φλάουτο, κρουστά και βεβαίως φωνές, πολύ γνωστές φωνές – κάτι που δεν θα πρέπει να ενδιαφέρει ιδιαιτέρως, ή και καθόλου, τους μικρούς ακροατές.
Βεβαίως το ότι εγνωσμένης αξίας τραγουδιστές επιχειρούν σ’ ένα τέτοιο ρεπερτόριο σημαίνει κάτι γι’ αυτούς, πρωτίστως. Το ότι μπορούν να φέρουν τη φωνή τους, και τις ερμηνείες τους, κοντά, πλησίον ή και εντελώς «επάνω», σ’ εκείνο που αναμένουν να ακούσουν οι πιτσιρίκες και οι πιτσιρικάδες.
Προσωπικώς, για μένα, τον... μεγάλο, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του άλμπουμ είναι οι μουσικές του Γιώργη Χριστοδούλου και μετά απ’ αυτές οι ενορχηστρώσεις, επί των οποίων φρονώ πως Γ. Χριστοδούλου θα πρέπει να είχε, σε κάποιο σημείο, τις αποφασιστικές προτάσεις του.
Από συνθετικής πλευράς, λοιπόν, ο Γ. Χριστοδούλου έχει κατορθώσει να χωρέσει στο «καμπαρέ των ζώων» ρυθμούς και μελωδίες, που μπορεί να ξεκινούν από την jazz, το swing, το ιταλικό παραδοσιακό τραγούδι ή το french chanson και να καταλήγουν στα βαλσάκια, στο ελαφρό τραγούδι (το δικό μας ή το ευρύτερο) ή ακόμη και στο λαϊκό. Αυτή η ηχητική περιπλάνηση είναι πολύ γόνιμη, οπωσδήποτε παιδευτική για τους μικρούς, και κυρίως αθόρυβη και καλαίσθητη. Δεν εκβιάζονται δηλαδή οι καταστάσεις.
Το γεγονός, τώρα, ότι εδώ υπάρχουν τραγούδια, που θα ενδιαφέρουν σίγουρα τους μεγάλους (όπως είναι τα «Η πεταλούδα», «Τα νυχτοπούλια», «Το πάντα» κ.λπ.) τούτο δεν σημαίνει κάτι βαθύτερο για την αξία τού «Καμπαρέ των Ζώων» – αξία, που θα αποτιμηθεί, πρωτίστως, από το καθ’ ύλην αρμόδιο κοινό.
Επαφή: www.martis.gr

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2021

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 387

25/7/2021
Πέθανε ο Otelo de Carvalho στα 85 του, ένας από τους ιδρυτές τού MFA (Movimento das Forcas Armadas ή επί το ελληνικότερον Κίνημα των Ενόπλων Δυνάμεων) και πρωτεργάτης της πορτογαλικής δημοκρατίας...
https://diskoryxeion.blogspot.com/2011/04/obrigado-otelo.html

24/7/2021
Δεν φθάνει που είναι αγράμματος έχει το θράσος να μιλάει και για την Επιστήμη...
από ΜΠΕΡΤΡΑΝΤ ΡΑΣΣΕΛ το σκανάρισμα...

23/7/2021
ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ...
>>Επιβάτης... στην εξουσία αυτού του κράτους
που τα κάγκελά του χτίζει υπογράφοντας θανάτους
Επιβάτης... στην υστερία αυτού του τόπου
που τα κόκαλα τσακίζει και τα όνειρα του ανθρώπου<<

[Κώστας Τριπολίτης]

23/7/2021
Η Κολούμπια είχε τον Κόκοτα και η Μίνος τον Καλατζή (ο Καλατζής «μάσαγε» και από το κοινό του Κόκοτα). Η Μίνος όμως είχε τον Τόλη και η Κολούμπια τον Λάκη Αλεξάνδρου... και κάπως έτσι τα πράγματα ισορροπούσαν.
Ο Τόλης άνοιξε δρόμους και για άλλους τραγουδιστές του στυλ του, και ο Λάκης ήταν ένας από τους καλύτερους. Εξάλλου όπως και ο Τόλης έγραφε κι εκείνος, συχνά, μόνος του τα τραγούδια του, εν αντιθέσει με τους Κόκοτα-Καλατζή...
(την εισαγωγή, αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα, πριν σκάσει το μπουζούκι, τα σαμπλάρεις, τα λουπάρεις και φτιάχνεις σήμερα τα δικά σου)
https://www.youtube.com/watch?v=H1NhY2lP0-0

23/7/2021
Πριν από τέσσερις μέρες έφυγε από τη ζωή η ηθοποιός Γκέλλυ Μαυροπούλου.
Ο κόσμος ήξερε την καλή ηθοποιό από την παρουσία της στις παλιές ελληνικές ταινίες, οπωσδήποτε κάποιοι την ήξεραν και από το θέατρο, αλλά η Μαυροπούλου (όπως γράφτηκε εξάλλου κατά κόρον – δεν το λέμε εμείς πρώτη φορά εννοείται) έγινε πασίγνωστη μέσα από το σίριαλ του Νίκου Φώσκολου «Άγνωστος Πόλεμος» (1971-1974) και τον ρόλο τής Χριστίνας Ψάχου.
Η Ψάχου ήταν αδελφή του συνταγματάρχη Διαγόρα Βαρτάνη (Άγγελος Αντωνόπουλος) και σύζυγος του λοχαγού Έκτορα Ψάχου (Κώστας Καραγιώργης). Από κει και πέρα, όμως, παίζει μπάλα μόνος του ο Φώσκολος!
Βρισκόμαστε στον Πόλεμο φυσικά, με τους Ιταλούς να βουτάνε το παιδί τής Ψάχου από τον πρώτο γάμο της μ’ έναν Ιταλό, απειλώντας να το σκοτώσουν, αν η Ψάχου δεν συνεργαζόταν μαζί τους, κατασκοπεύοντας τον αδελφό της και τον άντρα της. Παρότι, και όπως αποκαλύπτεται εγκαίρως, όλο αυτό ήταν σχέδιο τής αντικατασκοπίας που είχε εκπονήσει ο Βαρτάνης, η Ψάχου συλλαμβάνεται ως κατάσκοπος του εχθρού (υπέκυψε, δηλαδή, για να σώσει το παιδί της) και περνά από στρατοδικείο, από το οποίο καταδικάζεται σε θάνατο!
Ο λαός που παρακολουθεί τα απίστευτα συμβάντα, από τις τηλεοράσεις του στο κανάλι της ΥΕΝΕΔ, είναι στα κάγκελα. Συμμετέχει στο δράμα τής Ψάχου, την θεωρεί αθώα, και θύμα συγκυριών και πλεκτανών. Όπως είχε πει και ο Φιλοποίμην Φίνος εκείνη την εποχή... ο κόσμος έστελνε γράμματα στο σταθμό και απειλούσε πως θα γινόταν πορεία με μαύρες σημαίες, αν η Χριστίνα Ψάχου οδηγείτο τελικά στο εκτελεστικό απόσπασμα!
Μπροστά στη διαφαινόμενη «διασάλευση της τάξεως» ο Φώσκολος, μέγας μάστορας των σεναριακών ανατροπών και απιθανοτήτων (για τις οποίες κάποτε θα πρέπει να γραφτεί βιβλίο – δεν κάνω πλάκα) σκηνοθετεί μιαν... εικονική εκτέλεση της Χριστίνας Ψάχου!
Εν τω μεταξύ ο Βαρτάνης και ο Ψάχος είναι σίγουροι πως η Χριστίνα έχει εκτελεστεί, αλλά τελικά εκείνη παρουσιάζεται μπροστά τους σαν να μην τρέχει τίποτα(!), αφού το δικαστήριο είχε αλλάξει, τελευταία στιγμή, την ετυμηγορία του, από εκτέλεση σε δεκαετή αναστολή, σώζοντας μαζί με την Ψάχου και την τηλεοπτική παρτίδα!
Στη μνήμη της Γκέλλυς Μαυροπούλου λοιπόν...

22/7/2021
Έφυγε από τη ζωή η Μάγια Λυμπεροπούλου, στα 81 της, μεγάλη ηθοποιός – θεατρική βασικά και ελάχιστα κινηματογραφική.
Έχω στη μνήμη μου ακόμη τις καταπληκτικές παραστάσεις της στο ΔΗΠΕΘΕ της Πάτρας, στα τέλη των 80s και στις αρχές των 90s, είτε σε σκηνοθεσίες δικές της είτε πρωταγωνιστώντας η ίδια (θυμάμαι την «Μαρκησία ντε Σαντ» του Γιούκιο Μισίμα, την «Ελένη» του Γιάννη Ρίτσου, τον «Κλόουν» της Μαρίας Λαϊνά και άλλα διάφορα).
Η φωτό που βλέπετε (την σκανάρισα τώρα) είναι πολύ παλιά, γύρω στο 1970, και μάλλον προέρχεται από την ιστορική παράσταση του Θεάτρου Τέχνης «Νεκροταφείο Αυτοκινήτων» του Φερνάντο Αραμπάλ, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν (και μουσική Γιώργου Ρωμανού), στην οποίαν η Μάγια Λυμπεροπούλου πρωταγωνιστούσε. (Δεν έχω αυτή τη στιγμή το χρόνο για να το επιβεβαιώσω...).

22/7/2021
Κάμποσα τραγούδια του Τόλη είχαν τραγουδηθεί και στα τούρκικα. Αυτό πάντως το βουτήξανε απρεπώς. Εννοώ πως στο δισκάκι δεν αναγράφεται το όνομα τού συνθέτη Λυκούργου Μαρκέα. Δηλαδή και να αναγραφόταν σιγά μην του έδιναν τίποτα του ανθρώπου...
Η πλάκα είναι πως στο discogs το έχουν για τραγούδι του 1970, αλλά ο Τόλης το είπε το 1972 και η Τουρκάλα μάλλον το 1973 ή και το '74...
https://www.youtube.com/watch?v=t59H6j_K7xo

21/7/2021
Υπάρχει θέμα...

ART BLAKEY AND THE JAZZ MESSENGERS η τέχνη της jazz

Πρόκειται για την πιο καινούρια CD-reissue του άλμπουμ “The Art of Jazz” [IN+OUT Records / ΑΝ Music, 2019], που είχε κυκλοφορήσει κατά πρώτον σε διπλό βινύλιο και απλό CD το 1995 και που σχετίζεται με μιαν εμφάνιση των περίφημων Art Blakey and The Jazz Messengers, στο Λεβερκούζεν της ακόμη τότε Δυτικής Γερμανίας, την 9η Οκτωβρίου 1989 (Leverkusen Jazz Festival).
Εκείνο το live, σε παραγωγή τού Mike Hennessey, τιμούσε βασικά τα 70στά γενέθλια τού γίγαντα Art Blakey (είχε γεννηθεί το 1919 στο Pittsburgh), ο οποίος, δυστυχώς, θα έφευγε από την ζωή περίπου ένα χρόνο αργότερα (16 Οκτωβρίου 1990).
Για να εορταστούν λοιπόν εκείνα τα γενέθλια είχαν καταφθάσει στην γερμανική πόλη σημαντικότατοι jazzmen. Πέρα λοιπόν από την βασική μπάντα, δηλαδή τους Art Blakey ντραμς, Donald Harrison άλτο σαξόφωνο, Jovan Jackson τενόρο σαξόφωνο, Brian Lynch τρομπέτα, Frank Lacy τρομπόνι, Essiet Okon Essiet μπάσο και Geoff Keezer πιάνο, στο stage θα ανέβαιναν και οι Wayne Shorter τενόρο σαξόφωνο, Benny Golson τενόρο σαξόφωνο, Jackie McLean άλτο σαξόφωνο, Freddie Hubbard τρομπέτα, Terence Blanchard τρομπέτα, Curtis Fuller τρομπόνι, Walter Davis Jr. πιάνο, Buster Williams μπάσο, Roy Haynes ντραμς και Michele Hendricks φωνή!!
Αντιλαμβάνεστε λοιπόν για τι ακριβώς staff συζητάμε εδώ, αλλά και για τι stuff απλώθηκε σ’ εκείνο το live – το οποίον θα επανακυκλοφορούσε το 2019, λόγω της 100ετίας, προφανώς, από την γέννηση του Art Blakey.
Όπως έχει ειπωθεί και γραφτεί πολλές φορές, σε σχέση με τους Art Blakey and The Jazz Messengers, στα χρόνια τής πολύ μεγάλης δόξας τους, ας πούμε χοντρικώς την δεκαετία 1955-1965, το γκρουπ αυτό επείχε ρόλο... πανεπιστημιακής σχολής – όχι πως μετά δεν εξακολουθούσε το ίδιο να συμβαίνει.
Όταν τα μουσικά σχολεία, κολλέγια κ.λπ. δεν είχαν αρχίσει ακόμη να παίρνουν στις πλάτες τους αυτό που αποκαλούμε «τζαζ εκπαίδευση» υπήρχαν οι Jazz Messengers, τούτο το προγεφύρωμα της jazz με την τεράστια και πολυδιάστατη προσφορά, από το οποίο θα περνούσαν δεκάδες μουσικοί (γύρω στους 70 καταγράφηκαν ως κανονικά μέλη του γκρουπ – και αφήνουμε κατά μέρος τις συνεργασίες, τις «συμμετοχές» και τους guests, όλον αυτόν τον «κόσμο», μέσα από τον οποίον θα ξεπετάγονταν οι νεότεροι  jazz heroes).
Ήταν, λοιπόν, η αυθόρμητη συμμετοχή τόσων και τόσων guests, στο live στο Λεβερκούζεν, σε μιαν εκδήλωση σεβασμού σε κάθε περίπτωση, και τιμής βεβαίως προς τον Art Blakey και την μπάντα του (την ζωντανή ιστορία της μπάντας του εν προκειμένω), επί των διδαγμάτων των οποίων «πάτησε» ένα μεγάλο κομμάτι τής εξέλιξης τής μαύρης μουσικής.
Με ρεπερτόριο που απλωνόταν από τα ιερά και τα όσια του hard bop (το “Moanin’” του Bobby Timmons, το “Along came Betty” του Benny Golson, το “Lester left town” του Wayne Shorter…), μέχρι τα νέα, για τότε, συνθέματα (το “Two of a kind”του Terence Blanchard ή το γραμμένο για την περίπτωση “Mr Blakey” του Horace Silver, με την ερμηνεία της Michele Hendricks), το “The Art of Jazz” δεν είναι τίποτα λιγότερο από εκείνο που μαρτυρά ο τίτλος του.
Ένα manual γύρω από την τέχνη της jazz, χωρίς ημερομηνία λήξεως.

Κυριακή 25 Ιουλίου 2021

η ταινία “Marketa Lazarová”, από το 1967, έχει ψηφιστεί ως η κορυφαία του τσέχικου κινηματογράφου – δίπλα στα έξοχα εικαστικά πλάνα του σκηνοθέτη της František Vlácil στέκεται η συγκλονιστική μουσική του συνθέτη Zdeněk Liška

(…)
Αν κα η πρώτη κυκλοφορία του σάουντρακ συνέβη στην Τσεχία το 1996 (από τις εταιρείες Zóna και Bonton), με την μουσική να αποκόπτεται κατ’ ευθείαν από το φιλμ (μαζί με τον υπόλοιπο ήχο, τα εφφέ, τους διαλόγους κ.λπ.), ήταν μόλις το 2018, όταν η μουσική του Zdeněk Liška παρουσιάστηκε ολόκληρη (λέμε για ένα έργο που αναπτύσσεται σε 316 σελίδες παρτιτουρών!), ερμηνευμένη από ένα σύνθετο σχήμα φωνών και οργάνων, αποτελούμενο εκ των Kateřina Kněžíková σοπράνο, Josef Moravec τενόρος, Jana Štěpánková, Josef Somr & Anna Kratochvílová spoken word, την χορωδία Martinů Voices υπό τον Lukáš Vasilek, συν το οργανικό συγκρότημα Baborák Ensemble (πιάνο, τσελέστα, hammond όργανο, κρουστά, τρομπέτες, μπάσο τρομπόνι, ευφώνιο, τούμπα) υπό τον Radek Baborák.  
Η έκδοση, που αφορούσε σε δύο
CD (43:48 και 44:33 λεπτά οι διάρκειες), μπορεί να προέρχεται από το 2018, αλλά η ηχογράφηση, που ήταν «ζωντανή», συνέβη στο Forum Karlín, της Πράγας, την 9η Οκτωβρίου 2015, με το τελικό τύπωμα να το αναλαμβάνει η εταιρεία Animal Music (στην Ελλάδα από την RecordiscMusic Corner, Πανεπιστημίου 56, Αθήνα, τηλ. 210-3304000, www.musiccornerstore.gr) του Petr Ostrouchov, ενός τσέχου κιθαρίστα, τραγουδιστή και συνθέτη σάουντρακ.
Ας δώσουμε τώρα κάποιες επιπρόσθετες πληροφορίες για την ταινία του František Vlácil και βεβαίως για την μουσική του Zdeněk Liška.
(…)
 
Το όλον εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/cinema/h-tainia-marketa-lazarova-apo-1967-ehei-psifistei-os-i-koryfaia-toy-tsehikoy

Σάββατο 24 Ιουλίου 2021

DELASITO PROJECT ένα καινούριο ελληνικό τζαζ γκρουπ, ιδιαίτερης αισθητικής

Ένα καινούριο ελληνικό τζαζ συγκρότημα έχουμε εδώ, που αποκαλείται Delasito Project. Μέλη του γκρουπ είναι οι Χρήστος Σιτοκωνσταντίνου βιμπράφωνο, συνθέσεις, Ανδρέας Παπαγιαννακόπουλος ηλεκτρική κιθάρα, Παναγιώτης Χαραλαμπόπουλος μπάσο και Θάνος Χατζηαναγνώστου ντραμς, με τον Ζήση Γεωργαλιό να παίζει κανονάκι σ’ ένα κομμάτι. Το γκρουπ αυτό ηχογράφησε και κυκλοφόρησε πέρυσι ένα digipak CD οκτώ συνθέσεων, το Filodia / A Music Journey to Jazzality [Private Pressing, διανομή Β-Other Side Records], που περιλαμβάνει και 12σέλιδο booklet, με πολύ ωραίο artwork, φιλοτεχνημένο από την Γιώτα Ζουμπούλη.
Το βασικό όργανο, το όργανο που κάνει την διαφορά, τέλος πάντων, εδώ, είναι το βιμπράφωνο. Ένα όργανο άλλοτε groovy και άλλοτε με haunted ήχο, που ταιριάζει το ίδιο καλά και στην «βαρύτητα», μα και στην «ελαφρότητα» (όπως έχει καταδείξει και η δισκογραφία). Πιο πολύ, όμως, είναι της «βαρύτητας» ο βασικός και μόνος συνθέτης των Delasito Project, ο Χρήστος Σιτοκωνσταντίνου – χωρίς τούτο να σημαίνει πως δεν υπάρχει και η bossa nova, η αποθέωση της «ελαφρότητας», στις συνθέσεις του (“Subway”). Όμως το κυρίως μενού είναι διαφορετικό...
Στο πρώτο track, το “Jamiant steps”, παρατηρούμε μια minimal εισαγωγή, επαναληπτική, δηλαδή κάπως αβαντ-γκαρντίστικη, αν και γρήγορα το αρχικό μοτίβο αλλάζει, καθότι η μεγάλη διάρκεια (9:21) προσφέρεται για διάφορες παρεμβάσεις, με τα breaks (γεμίσματα) από το μπάσο και τα ντραμς να είναι συνεχή, δημιουργώντας μια μόνιμη κίνηση. Παρά, λοιπόν, την μακριά της διαδρομή, εδώ έχουμε μια σύνθεση που κυλάει πολύ καλά (και με εκπλήξεις στην πορεία, σολιστικές και άλλες).
Το επόμενο track, το “Naida” είναι ακόμη πιο μεγάλο, καθώς ξεπερνά τα δέκα λεπτά, και αρκούντως haunted, με το βιμπράφωνο στο στοιχείο του δηλαδή, υποβοηθούμενο σφόδρα από το κανονάκι. Το κομμάτι, γενικώς, θα το χαρακτηρίζαμε progressive rock ή progressive fusion, φέρνοντας στη μνήμη μας περισσότερο ροκ παρά τζαζ συγκροτήματα.
Στο περίπου 7λεπτο “Salvae” έχουμε μιαν ωραία μελωδία «βγαλμένη» εξ ολοκλήρου πάνω στο βιμπράφωνο, ενώ στο πιο μεγάλο σε διάρκεια track τού CD (“Made in Chapan”) και πάλι η μελωδία σε κερδίζει στην αρχή, αλλά πολύ γρήγορα το κομμάτι αποκτά μιαν άλλη δυναμική, καθώς γίνεται περισσότερο funky, με κοφτερή κιθάρα, για να «χαμηλώσει» πάλι, δίνοντας σταδιακώς στο βιμπράφωνο την ικανότητα να αναπτυχθεί (και όλα αυτά σε συνδυασμό μ’ ένα εκτεταμένο σόλο στα ντραμς – σόλο στο οποίο οφείλεται προφανώς και η μεγάλη διάρκεια του κομματιού).
Από τα πιο ιδιαίτερα, και ωραιότερα, κομμάτια τού “Filodia” είναι οπωσδήποτε το “Sleeptalking”, ένα ακόμη progressive rock track, πολύ αισθαντικό, που θα μπορούσε να εντυπωσιάσει και στα seventies.
Το “Kukika” που ακολουθεί, προτελευταίο κομμάτι του CD, κινείται στο αυτό στυλ, συνδυάζοντας δηλαδή ροκ και τζαζ ιδιότητες, πάντα μ’ έναν απλό αλλά ουσιώδη τρόπο – χωρίς αναμασήματα και προφανείς αναφορές, μα με ψάξιμο σε όλα τα επίπεδα.
Το κλείσιμο με το φερώνυμο solo vibes Filodia” απλώς επιβεβαιώνει την ιδιαίτερη αισθητική αυτού του γκρουπ – ένα γκρουπ, που, με κάποια μεγαλύτερη προσοχή σε ορισμένα ζητήματα, τα οποία θα μπορούσε να τα προλάβει και να τα διευθετήσει μια υποψιασμένη παραγωγή, θα κατάφερνε να προτείνει ένα άλμπουμ για το βάθρο.
Να ευχηθούμε λοιπόν να μη χαθούν οι Delasito Project, παραμένοντας σταθεροί και εμβαθύνοντας στην προβληματική τους.
Επαφή: https://delasitoproject.bandcamp.com/album/filodia

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021

MARIUS NESET, DAVID HELBOCK, JAZZRAUSCH BIGBAND, “FAHRT INS BLAUE III” νέα άλμπουμ από την ACT Music + Vision, μέρος I

MARIUS NESET: A New Dawn [ACT Music + Vision, 2021]
Ο νορβηγός σαξοφωνίστας (τενόρο) Marius Neset είναι, πλέον, ένα από τα μεγάλα ονόματα τής σύγχρονης euro-jazz. Έχοντας παρακολουθήσει την πορεία του από παλιά κι έχοντάς τον δει, περαιτέρω, ζωντανά και στα μέρη μας, το πρώτο που οφείλουμε να πούμε είναι πως ο Neset έδειχνε από την αρχή, ένα καλώς εννοούμενο θράσος, το οποίον μετασχημάτιζε σε πολλά, ποικίλα και σίγουρα ενδιαφέροντα άλμπουμ (για να μείνουμε σε αυτά). Και δεν λέμε μόνο για τα προσωπικά του, όπως το “Viaduct” με την London Sinfonietta [ACT, 2019], το “Circle of Chimes” [ACT, 2017] ή το “Lion” [ACT, 2014] με την Trondheim Jazz Orchestra, μα ακόμη και τις συνεργασίες του, δηλαδή τις παρουσίες του σε δίσκους άλλων (Cæcilie Norby, Morten Schantz, Esbjörn Svensson Trio, Studio Tan κ.ά.). Δοκίμαζε και εξακολουθεί να δοκιμάζει πράγματα ο Marius Neset, ο οποίος νέος ακόμη, στα 36 του, έχει τον τρόπο να προτείνει κάθε φορά και κάτι διαφορετικό, πλουτίζοντας το βιογραφικό του με ξεχωριστές επιλογές.
Μια τέτοια επιλογή είναι και το νέο άλμπουμ του “A New Dawn” (Ένα Νέο Ξημέρωμα), το οποίον είναι σόλο. Ένα σόλο για τενόρο σαξόφωνο!
Ηχογραφημένο τον Ιανουάριο του 2021 στο OSLO:Fuzz, το “A New Dawn” περιλαμβάνει μόνο συνθέσεις του Neset, τις οποίες αποδίδει ο ίδιος φυσικά, και μάλιστα σε χρόνο πρώτο. Δίχως overdubs, επεξεργασίες και εφφέ. Μόνον τενόρο σαξόφωνο, στην καθαρότερη εκδοχή του.
Όπως σημειώνει και ο ίδιος ο Marius Neset στις liner notes του triple folded digipak:
«Πάντα ονειρευόμουν να κάνω ένα σόλο άλμπουμ, ένα άλμπουμ όπου να είμαι εντελώς μόνος, παίζοντας τενόρο σαξόφωνο, χωρίς overdubs ή εφφέ, καθαρό και ειλικρινές – όσο εφικτό, τέλος πάντων, θα μπορούσε να είναι κάτι τέτοιο. Είναι μια καταπληκτική πρόκληση, μα επίσης και λίγο τρομακτική: δεν μπορώ να χαλαρώσω βασιζόμενος στο ρυθμικό τμήμα ή σε κάποιον άλλον οργανοπαίκτη, καθώς είμαι απολύτως υπεύθυνος, εγώ ο ίδιος, για κάθε μικρή λεπτομέρεια στη μουσική. Έχω επιλέξει έναν συνδυασμό σκοπών, από αυτούς που έχω συνθέσει τα τελευταία χρόνια. Μερικοί από αυτούς γράφτηκαν για σόλο σαξόφωνο, άλλοι για μικρό συγκρότημα, κάποιοι δε και για συμφωνική ορχήστρα. Κοινό, όμως, σε όλα αυτά τα κομμάτια είναι το γεγονός πως συνετέθησαν αρχικά από εμένα, παίζοντας μόνο το τενόρο μου. Με άλλα λόγια, όλα ξεκίνησαν ως σόλο κομμάτια σαξόφωνου».
Ακούγοντας το “A New Dawn” το πρώτο που διαπιστώνεις είναι την αυτάρκεια και την αυτοδυναμία τού τενορίστα Neset. Πρόκειται για ένα άκουσμα πλήρες, ένα άκουσμα από το οποίον δεν νοιώθεις να λείπει κάτι. Μάλιστα όσο κυλάει το άλμπουμ, κυλάει και ο χρόνος υπέρ του. Το “A New Dawn” δείχνει επίσης τις πολλές και ποικίλες επιρροές τού συνθέτη Neset, οι οποίες εντάσσονται σ’ ένα χώρο που οριοθετούν κυρίως η «κλασική μουσική» και η jazz. Μπορεί να υπάρχουν και άλλες επιμέρους αναφορές, αλλά αυτές είναι οι δύο πολύ βασικές.
Φυσικά υπάρχει έντονη αφηγηματικότητα στις συνθέσεις τoύ Marius Neset. Σίγουρα εμφιλοχωρεί και κάποιος αυτοσχεδιασμός, πάνω στα βασικά μελωδικά μοτίβο, αλλά δεν πρέπει, αυτός, να είναι πολύς και ισχυρός. Φαίνεται, δηλαδή, πως το “A New Dawn” αφορά, πρωτίστως, σε συνθέσεις, πίσω από τις οποίες υπάρχουν κάποιες ιστορίες ή κάποιες συγκεκριμένες εικόνες – οπότε και οι τίτλοι, ορισμένες φορές, δεν μπορεί παρά να είναι προγραμματικοί (φερ’ ειπείν “Taste of spring”, “A day in the sparrows life”, “Morning mist” κ.λπ.).
Σε γενικές γραμμές έχουμε να κάνουμε μ’ ένα ευφάνταστο άκουσμα – με τον Neset να εμφανίζεται ως απολύτως κυρίαρχος των αισθητικών επιλογών του.
DAVID HELBOCK: The New Cool [ACT Music + Vision, 2021]
Ο Αυστριακός David Helbock (γενν. 1984) είναι ένας εξαιρετικός μουσικός, πιανίστας και συνθέτης, με άλμπουμ ένα-κι-ένα. Το λέμε, κρίνοντας και από αυτά (τα άλμπουμ) για τα οποία έχουμε ήδη γράψει κάποια λόγια, όπως τα “Playing John Williams / Piano Works XIV” [ACT, 2019] και “Tour d´Horizon” [ACT, 2018], μα και γενικότερα – αν ψάξεις και δεις την δισκογραφία, με τα διάφορα σχήματά του.
Στο πιο νέο άλμπουμ του, που αποκαλείται “The New Cool”, ο David Helbock εντυπωσιάζει για μιαν ακόμη φορά.
Σε σχήμα τρίο με τους Sebastian Studnitzky σε τρομπέτα και Arne Jansen σε κιθάρες, ο Helbock ξαναστήνει ένα έξοχο jazz, περί την jazz, και πέρα από την jazz σκηνικό, μέσα από το οποίο φέγγουν οι θεσπέσιες μελωδίες (δικές του και άλλων) και ο ρομαντικός λυρισμός. Το ότι ο Helbock διασκευάζει Frédéric Chopin, ας πούμε, ίσως δείχνει κάτι, αλλά εκείνο που δείχνει τα πάντα είναι οι δικές του συνθέσεις και γενικότερα οι πρωτότυπες στιγμές στο CD του (οι έξι στις δώδεκα – από τα έξι πρωτότυπα τα τέσσερα είναι δικά του). Φυσικά και οι versions σε Benny Golson, Cyndi Lauper & Rob Hyman, Jack Bruce, Matt Dennis (το στάνταρντ “Angel eyes”), Peter Madsen και Chopin είναι ενδεικτικές των αναφορών τού πιανίστα και γενικότερου επιτετραμμένου στο “The New Cool” –ανοιχτών οριζόντων ο Helbock, με τους συνεργάτες του, δεν παραλείπουν να τοποθετηθούν απέναντι σε τελείως διαφορετικά κομμάτια–, όμως το να έχεις να προτείνεις έξι πρωτότυπα εφάμιλλης αξίας, με τα διαχρονικά και καταξιωμένα tracks, δεν είναι μικρό πράγμα.
Το πρώτο πρωτότυπο, το “Pandemic of ignorance” (Helbock), είναι ένα καταπληκτικό track, με το πιάνο να «ζωγραφίζει», την τρομπέτα να κρατάει το ρυθμό και με τα κιθαριστικά αρπίσματα να δημιουργούν μιαν υπερβατική κατάσταση – και καθώς αναπτύσσεται, με μαγικό τρόπο το track, τα τρία αυτά όργανα έρχονται και επανέρχονται, αλλάζοντας και συμπληρώνοντας ρόλους. Ένα ακόμη αριστούργημα είναι το “Truth” (Helbock), άλλη μία τζαζ και ροκ μπαλάντα, με υπέροχη τραγουδιστική μελωδία και έξοχη συμπόρευση ανάμεσα στα τρία όργανα, τα οποία μεταφέρουν... άλλα τις τζαζ και άλλα τις ροκ επιδράσεις. Το “Hymn for Sophie Scholl” (Helbock) είναι ένα αργό, μινόρε, υποβλητικό track, μια προσευχή κατ’ ουσίαν, με έξοχα πιανιστικά breaks, που ανακαλούν στη μνήμη Lennie Tristano. Καταπληκτικό προχωρημένο rock το “Solidarity rock” (Helbock) δείχνει, και αυτό, τόσο την αξία του Αυστριακού ως συνθέτη, όσο και την υψηλή δοτικότητα τού συγκεκριμένου τρίο (πιάνο, τρομπέτα, κιθάρα υπενθυμίζουμε), που, για ακόμη μία φορά συναρπάζει.
Ίσως αρκεί μόνο ν’ ακούσει κάποιος τους Helbock / Studnitzky / Jansen στην διασκευή τους στο “I feel free” των Cream, για να αντιληφθεί για τι ακριβώς επιπέδου μουσικούς, εδώ, συζητάμε.
JAZZRAUSCH BIGBAND: Téchne / τέχνη [ACT Music + Vision, 2021]
Big Band, που έχει αποδείξει ότι θέλει να κάνει και να δώσει κάτι διαφορετικό, η Jazzrausch Bigband έχει νέο άλμπουμ το οποίον αποκαλεί «Τέχνη» (Téchne). Μετά τα “Dancing Wittgenstein” [ACT, 2018/19], “Still! Still! Still!” [ACT, 2019] και “Beethovens Breakdown” [ACT, 2020], που είχαν εντυπωσιάσει με την τόλμη και την δύναμή τους (υπάρχουν τα σχετικά reviews στο δισκορυχείον), η γερμανική ορχήστρα έρχεται και αυτήν την φορά να δώσει κάτι πρωτότυπο, σαν άποψη και σαν ήχο, πράγμα το οποίον και καταφέρνει. Θα λέγαμε, δε, πως για μιαν ορχήστρα αυτού του μεγέθους (είκοσι δύο μουσικοί πήραν μέρος στην ηχογράφηση – εκτός των guests) ένα άλμπουμ σαν το «Τέχνη» είναι, πράγματι, εκτός σειράς και πέραν των αναμενόμενων και των καθιερωμένων.
Βασικά, αυτό που ακούς στο «Τέχνη» είναι σύγχρονη, χορευτική jazz, και άρα εκείνο που διαβάζεις στην αρχή των liner notes, πως η “Jazzrausch Bigband is making jazz sexy again”, είναι μέσα στο πνεύμα τής εγγραφής.
Βασικά, την ρυθμική δουλειά, που αγγίζει συχνά ή έστω ενίοτε τα όρια του techno, αναλαμβάνουν εδώ ο μπασίστας & syntns-player Georg Stirnweiss, η τουμπίστρια Jutta Keess, o ντράμερ Marco Dufner, ο περκασιονίστας Samuel Wootton και ο χειριστής ηλεκτρονικών Leonard Kuhn. Από ’κει και πέρα, πάνω σ’ αυτές τις πολύ γερές ρυθμικές βάσεις που αναπτύσσει η μπάντα, εναποθέτονται νέα ρυθμικά μοτίβα από τα υπόλοιπα sections (αναλόγως των απαιτήσεων των εκάστοτε κομματιών), με τους guests (Jelena Kuljić, Nesrine, Viktoria Tolstoy, Wolfgang Haffner, David Helbocks Random/Control, Kalle Kalima, Nils Landgren & Jakob Manz) να προσθέτουν κι άλλες διαστάσεις «στέλνοντας» ακόμη περισσότερο τα κομμάτια.
Αυτό αποδεικνύεται από tracks σαν το “Hurricane ride” για παράδειγμα (μια σύνθεση του Leonard Kuhn), με την Viktoria Tolstoy να φανερώνει για μιαν ακόμη φορά πόσο σπουδαία τραγουδίστρια είναι, και με τους Kalle Kalima κιθάρα και Wolfgang Haffner ντραμς να γεμίζουν με έξοχα soli και παιξίματα.
Δεν υπάρχει μέτριο ή αδιάφορο track στην «Τέχνη» τής Jazzrausch Bigband, με την ηχογράφηση (Harry Klein, Mόναχο 7/8/9/2020), την παραγωγή (Roman Sladek, Siggi Loch), την μείξη (Roman Sladek, Umberto Echo) και το mastering (Klaus Scheuermann) να δημιουργούν νέα δεδομένα για ανάλογα projects.
VARIOUS ARTISTS: Fahrt ins Blaue III / dreamin’ in the spirit of jazz [ACT Music + Vision, 2021]
Υπάρχει η σειρά τής ACT Music + VisionMagic Moments”, που έχει φτάσει στο νούμερο 13 (2020), αλλά υπάρχει και η σειρά “Fahrt ins Blaue”, η οποία τώρα συμπληρώνει το τρίτο νούμερό της.
Είναι προφανές πως μέσα απ’ αυτές τις σειρές η καλή γερμανική εταιρεία βρίσκει τον τρόπο να συστήσει, σε μια πιο μαζική βάση, τον κατάλογό της –που αποτελείται από εξαιρετικά, σε γενικές γραμμές, άλμπουμ–, κάτι το οποίον και καταφέρνει. Εννοούμε πως οι συλλογές είναι πολύ καλές, με ωραίο και συνετό track list, το οποίον αναλαμβάνουν επαγγελματίες (Marco Ostrowski).
Στην σειρά Fahrt ins Blaue” κυριαρχεί η jazz φυσικά – και από jazz άλλο τίποτα στον κατάλογο τής ACT. Οπότε σ’ αυτήν την περίπτωση εκείνο που αναζητιέται, και κρίνεται κατά περίπτωση, είναι η διαμόρφωση τού track list και άρα η διαμόρφωση του ειδικότερου κλίματος.
Λοιπόν, το τωρινό “Fahrt ins Blaue III” (το πρώτο από το 2016 και το δεύτερο από το 2018) έχει κλίμα χαλαρό, αλλά όχι «νοσταλγικό», λυρικό αλλά όχι γλυκερό, σίγουρα jazz και περί την jazz, δίχως να επενδύει, όμως, σε «περίεργα» και σε «ακρότητες», προσφέροντας, σε κάθε περίπτωση, μια μοναδική ροή ηχητικής... κομψότητας, αισθητικής σύνεσης και ομορφιάς.
Οι επιλογές από κομμάτια των Ε.S.T., Youn Sun Nah, Nils Landgren, Paolo Fresu, Viktoria Tolstoy, Michael Wollny & Vincent Peirani, Ulf Wakenius, Jan Lundgren κ.ά. είναι πολύ καλές και με γνώση επιλεγμένες, με αποτέλεσμα το “Fahrt ins Blaue III”, σαν άλμπουμ, να στέκεται πολύ ψηλά, δίνοντας ένα πλήρες προφίλ μιας συγκεκριμένης διάστασης τού καταλόγου τής γερμανικής εταιρείας.
Ένα «τέλειο» CD, λοιπόν, που μπορεί να παίξει άψογα τον ρόλο του.

H ACT Music + Vision εισάγεται από την AN Music