Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

DANIELLE LODER μια γοητευτική παρουσία στο ελληνικό σινεμά και τη διαφήμιση, στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 – ήταν μοντέλο και ηθοποιός στις ταινίες «Αναζήτησις...» και «Μην ερωτεύεσαι το Σάββατο...»

Κάποια πρόσωπα από τις ελληνικές ταινίες χαράζουν μέσα σου, ασχέτως αν είναι γνωστά ή άγνωστα. Αν πρόκειται για γνωστά οι... χαρακιές, συνήθως, καλύπτονται από άλλα τινά, με αποτέλεσμα κάπου να ξεχνάς για τι ακριβώς αξίζει να θυμάσαι τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ π.χ., ενώ αν πρόκειται για άγνωστα (πρόσωπα) τότε τα πράγματα είναι πιο συγκεκριμένα και σαφή. Πάντα θα θυμάσαι, όταν αξίζει να το κάνεις, ένα «δεύτερο» πρόσωπο, που πέρασε από κάποια ταινία, καταγράφοντας, για ορισμένους λόγους, ισχυρή παρουσία – πόσο μάλλον όταν η φιλμογραφία του είναι μηδαμινή.
Την Danielle Loder, που την αναφέρουν ως Γαλλίδα στο διαδίκτυο, θα την θυμάμαι πάντα από την παρουσία της στην ταινία «Αναζήτησις...» (1972) του Ερρίκου Ανδρέου, που είχε για πρωταγωνιστές την Έλενα Ναθαναήλ, τον Άγγελο Αντωνόπουλο και τη μουσική του Γιάννη Σπανού. Εκεί η Loder υποδυόταν την Ίριδα, μια φίλη της Τζένης (Ναθαναήλ), που βρίσκεται στη Μύκονο, και η οποία (Ίρις) γνωρίζει επίσης τον εφοπλιστή Βεργή (Αντωνόπουλος). Η Ίρις θα μεσολαβούσε, ώστε να συναντηθούν και πάλι η Τζένη με τον Βεργή, προκειμένου να διαλευκανθεί η δολοφονία του κολ-γκερλ και να ζήσουν εκείνοι καλά κι εμείς καλύτερα. Γνωστή, πλέον, η ιστορία, αφού τα έχουμε πει αναλυτικά κι εδώ... https://www.lifo.gr/culture/cinema/anazitisis-i-cult-tainia-toy-errikoy-andreoy-apo-1972-me-tin-exohi-moysiki-toy.
Η Loder μπορεί να μην εμφανίζεται για πολλή ώρα στην ταινία, όμως για εκείνο το λίγο διάστημα που τη βλέπουμε, και την ακούμε φυσικά, με τα χαριτωμένα «σπαστά» ελληνικά της, η «Αναζήτησις...» ανεβαίνει ακόμη πιο πολύ, επειδή η Γαλλίδα προσδίδει στην ταινία έξτρα φινέτσα, στυλ και ομορφιά. Υπάρχουν, εξάλλου, και οι ακαταμάχητοι διάλογοι των δύο φιλενάδων, σαν και τούτον:
Ίρις: Μα οι εφημερίδες δεν γράφουνε για τίποτα απ’ αυτά που λες...
Τζένη: Ευτυχώς.
Ίρις: Είσαι σίγουρη ότι είναι αυτή εδώ; (σ.σ. εννοεί την δολοφονημένη, η φωτογραφία της οποίας έχει δημοσιευθεί στις εφημερίδες)
Τζένη: Όπως με βλέπεις και σε βλέπω. Της είπα ότι είμαι γραμματεύς του Βεργή, ότι δεν θα μπορέσει να τη δεχτεί και της έδωσα τα χρήματα.
Ίρις: Σου είπε και τ’ όνομά της;
Τζένη: Εγώ τη ρώτησα...
Ίρις: Ύστερα πήγες στην καμπάνα του;
Τζένη: Ναι. Χαίρετε, του λέω, Τζένη... Την άλλη μέρα ξαναπήγα.
Ίρις: Την ίδια ώρα πάλι;
Τζένη: Στις 4 ακριβώς, χτύπησα το κουδούνι...
Ίρις: Καταπληκτικό, εγώ δεν ξέρω αν θα πήγαινα. Εσύ γιατί πήγες;
Τζένη: Έμπνευση της στιγμής. Τίποτα περισσότερο.
Ίρις: Και... πώς ήταν;
Τζένη:
Πάρα πολύ έμπειρος... (σ.σ. ατάκα που σκοτώνει)
Εκείνη την εποχή, το 1972 εννοώ, η
Danielle Loder θα έκανε ένα comeback στη δημόσια σφαίρα, και μέσα από την «Αναζήτησις...», αλλά κυρίως, ως μοντέλο, σε διαφημίσεις. Ήμουν, δε, σίγουρος πως την είχε πάρει το μάτι μου σε διάφορα περιοδικά της εποχής, τα οποία αποφάσισα να τα ξεφυλλίσω και πάλι για να βρω τις σχετικές φωτογραφίες. Γρήγορα θα εντόπιζα την Loder σε διαφημίσεις βιβλιαρίων τραπέζης (φορώντας ρούχα του Γιάννη Τσεκλένη), σε διαφημίσεις τσιγάρων (Άσσος-Παπαστράτος), γάλακτος (Régilait), απορρυπαντικών για πλυντήρια (Nobel 70) κ.λπ. Μάλιστα είμαι σίγουρος πως αν έψαχνα ακόμη πιο βαθιά και πιο προσεκτικά θα εντόπιζα κι άλλες. Το λέω, γιατί το να ψάχνεις επί τούτου, για να εντοπίσεις κάτι συγκεκριμένο, δεν είναι και το πιο ευχάριστο πράγμα στον κόσμο – είναι απαιτητικό και χρονοβόρο.
Γράφω για “comeback” πιο πάνω, επειδή η Danielle Loder είχε χαθεί για μια δεκαετία από τα πράγματα, καθότι θα έθετε σε προτεραιότητα το γάμο της και την οικογένειά της. Θα πάμε λοιπόν άλλα δέκα χρόνια πιο πίσω από το 1972, για να την συναντήσουμε ως ηθοποιό βασικά, στην ωραία ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Μην ερωτεύεσαι το Σάββατο...». Η ταινία είχε γυριστεί στο τέλος του 1961 με αρχή του ’62, για να βγει στις αίθουσες, κατά πάσα πιθανότητα, στις 19 Μαρτίου του 1962 (ημέρα Δευτέρα).
Την ταινία αυτή όταν την είχα πρωτοδεί, πριν από δεκαετίες, την είχα πάρει με «κακό μάτι» (ήταν άλλες οι προτεραιότητές μου στην οθόνη εκείνη την εποχή), αλλά όταν την ξαναείδα πριν από μερικά χρόνια, και ξανά πριν από λίγες μέρες (με αφορμή το παρόν κείμενο) θα άλλαζα τελείως γνώμη. Πρόκειται για μία θαυμάσια κομεντί, με αστυνομική χροιά, που κερδίζει από την έξοχη σκηνοθεσία του Γεωργιάδη – ο άνθρωπος που θα γύριζε λίγο αργότερα τα «Κόκκινα Φανάρια» και «Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο», αμφότερα στην τελική πεντάδα των Oscar, του Best Foreign Language Film–, και ακόμη από τις ωραίες μουσικές και τα τραγούδια του Κώστα Καπνίση, μα και από τις ερμηνείες όλων των πρωταγωνιστών της, οι οποίοι θα έπαιζαν με τρομερό κέφι, με το κεντρικό ζευγάρι (Δημήτρης Παπαμιχαήλ-Danielle Loder) να γοητεύει σφόδρα από την αρχή μέχρι το τέλος.
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/cinema/ntaniel-lonter-mia-goiteytiki-paroysia-sto-elliniko-sinema-kai-ti-diafimisi-stis

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2024

THE KRIS DAVIS TRIO ένα tribute σε πιανίστριες-συνθέτριες-αυτοσχεδιάστριες της jazz

Η καναδή πιανίστρια και συνθέτρια Kris Davis, όπως έχουμε ξαναγράψει, δεν μας είναι γνωστή μόνον ως η πιο βασική υπεύθυνη πίσω από τη σημαντική Pyroclastic Records, την οποία ίδρυσε το 2016, αλλά και ως μία από τις πιο αναγνωρισμένες τζαζίστριες την τελευταία εικοσαετία. Συχνά-πυκνά αναφέρουμε στο blog το όνομά της, ενώ υπάρχουν reviews και για πιο προσωπικές δουλειές της, όπως για το άλμπουμ Blood Moon [Intakt, 2020], που συνυπέγραφε με την σαξοφωνίστρια Ingrid Laubrock, μα και για το “Live at The Village Vanguard” [Pyroclastic Records, 2023], μαζί με το συγκρότημά της Diatom Ribbons. Το πιο νέο CD τής Davis αποκαλείται Run the Gauntlet [Pyroclastic Records, 2024] και σ’ αυτό συνεργάζεται με τον κοντραμπασίστα Robert Hurst και τον ντράμερ Johnathan Blake – με την ίδια, εκτός από πιάνο, να χειρίζεται και προετοιμασμένο πιάνο.
Το άλμπουμ περιλαμβάνει δέκα πρωτότυπες συνθέσεις της Davis και μία του Blake, και παρ’ όλο που δεν του φαίνεται στην πράξη πρόκειται για ένα tribute CD. Όταν γράφουμε «δεν του φαίνεται» εννοούμε πως η Davis δεν διασκευάζει «ξένες» συνθέσεις, τιμώντας δι’ αυτού του τρόπου, αλλά συνθέτει επηρεασμένη από τους μουσικούς που θέλει να τιμήσει. Υπάρχει λοιπόν αυτό το concept, που αφορά έξι γυναικεία ονόματα του τζαζ πιάνου, τις πιανίστριες-συνθέτριες-αυτοσχεδιάστριες Angelica Sanchez, Marilyn Crispell, Renee Rosnes, Carla Bley, Geri Allen και Sylvie Courvoisier και που σε κάθε περίπτωση βγαίνει πάνω απ’ οτιδήποτε άλλο στο Run the Gauntlet”.
Στο booklet της έκδοσης η Kris Davis εξηγεί τα «τι» και «πώς», σε σχέση με την κάθε μία από τις συναδέλφισσές της, πώς τις γνώρισε μέσω των μουσικών τους, πώς τις συνάντησε (πλήν των Bley και Allen όλες τις υπόλοιπες τις ήξερε/ξέρει και προσωπικά) και κυρίως τι τους «χρωστά» στις μουσικές επιρροές της και στον τρόπο που συνθέτει.
Όλα αυτά παρουσιάζονται, προφανώς, μέσα από τα κομμάτια του CD – παρότι κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο, κάθε φορά, να το ελέγχεις. Το λέμε, γιατί οι συνθέσεις της Davis είναι δικές της 100%, υπό την έννοια πως οι όποιες αναφορές της είναι απολύτως αφομοιωμένες, με τη μουσική να ρέει και αβίαστα, μα και «σφιχτά», σαν να παρακολουθείς μια ζωντανή παράσταση, που περνάει από διάφορα στάδια, πριν οδεύσει προς ένα εντυπωσιακό φινάλε. Το λέμε, επειδή τα δύο τελευταία tracks του CD, το “Dream state” και το “Subtones” είναι εντελώς συναρπαστικά, υπογραμμίζοντας με τον καλύτερο τρόπο το είδος της δουλειάς, που μας παρουσιάζει η συνθέτρια στο Run the Gauntlet”.
Φυσικά και η εισαγωγή είναι περίφημη, με το 14λεπτο (και μεγαλύτερο σε διάρκεια track του CD) “Run the gauntlet” να αποτελεί μία ευφυή σύμπτυξη διαφόρων τεχνικών και μοτίβων, με το ρυθμικό τμήμα να οργιάζει και με την Davis να δημιουργεί συνεχώς νέα (πιανιστικά) περιβάλλοντα, ανακατεύοντας το νεορομαντικό feeling με τις προχωρημένες προσεγγίσεις (μινιμαλιστικού τύπου κάποιες φορές), μαζί με free-improv και θορυβώδη clusters, παίζοντας με τις ταχύτητες και δημιουργώντας εκρηκτικά περιβάλλοντα, όταν στο “Softly, as you wake”, με τα παιξίματα από το μέσα μέρος του πιάνου και την αλλόκοτη συνοδεία από το μπάσο με δοξάρι και τα συνεχή breaks από τα κρουστά, σου δίνεται η ευκαιρία να συνειδητοποιήσεις την ελευθερία κινήσεων αυτού του έξοχου piano-trio.
Τέλος πάντων... μέσα από τέτοιες διαδικασίες, που βασίζονται στην διαρκή έκπληξη και την ανατροπή, κυλάει το Run the Gauntlet”, κρατώντας σε ακινητοποιημένο καθ’ όλα τα 60+ λεπτά, που διαρκεί.
Επαφή: www.krisdavis.net, www.pyroclasticrecords.com

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 598

13/9/2024
Ο Τσίπρας δεν το χειρίστηκε καλά το θέμα. Μετά τις απανωτές ήττες από το Μητσοτάκ έπρεπε να αυτοεξοριστεί. Να πάει στην Κούβα ξέρω γω ή στη Βενεζεουέλα και μετά να γυρίσει πίσω, μετά βαΐων και κλάδων, με το τζετ του Μαδούρο, κάπως σαν τον Καραμαλή το ’74, για να σαρώσει, σώζοντας την αριστερά και τη χώρα, υπογράφοντας κανα-δυο μνημόνια. Γιατί κατά κει πάει το πράμα...

13/9/2024
>>Γιορτάζουμε τον δρόμο που άνοιξε πρώτος ο Παύλος<<
>>συνέχισαν να μεταλαμπαδεύουν το έργο του<<
>>γνώση του έργου του<<

Ρε αφήστε τα αυτά με «το έργο του»... Μερικά καλά τραγούδια έφτιαξε ο άνθρωπος, δεν ήταν ούτε ο Leonard Bernstein, ούτε ο Τ.S. Eliot…
Εν τω μεταξύ έχω και έτοιμο πράμα, για κάποιον που βιάζεται, αλλά γράφω κιόλας, κατά παραγγελία, μεταπτυχιακό με θέμα τον Παύλο Σιδηρόπουλο το «έργο του», τη συμβολή του στο ελληνικό ροκ και γενικότερα στον ελληνικό πολιτισμό, ή και στον παγκόσμιο (ό,τι γουστάρετε). Τιμή συζητήσιμη, αναλόγως των απαιτήσεων. Π.χ. αν θέλετε να ρίξω ανάμεσα 5-6 Μποντριγιάρ και 2-3 Φουκώ η τιμή θα είναι διαφορετική. Δέχομαι και μαύρα…

12/9/2024
Παράξενο ξεσηκωτικό κομμάτι από το 1965, απ’ αυτή τη δυνατή μπάντα των Αιγυπτιωτών (Άρης Καραντάνης, Μάρκος Αλεξίου κ.ά.), που είχε την ιταλο-αιγύπτια τραγουδίστρια Alba μπροστά. Και σέικ, και οριενταλισμοί, και τζαζιές από τον Καραντάνη, που πολλά χρόνια αργότερα θα βρισκόταν στο τζαζ σχήμα του Μίμη Πλέσσα...
https://www.youtube.com/watch?v=ozaLwLwwB8o

12/9/2024
Ελπίζω οι καθηγητές και οι καθηγήτριες εκεί πέρα στην Αγριά, σε κανα διάλειμμα, σε κανα κενό, να μιλήσουν στα παιδιά για τον Βαγγέλη και να προτείνουν και κομμάτια του, συνθέσεις του, εξηγώντας και τα βασικά –απ’ αυτά, εννοώ, που οφείλει να γνωρίζει κάθε Έλληνας (τουλάχιστον)–, ώστε να έχει κι ένα νόημα τέλος πάντων η ταμπέλα.

12/9/2024
Georges Moustaki - Voyage
https://www.youtube.com/watch?v=hk7sOSAETBg

11/9/2024
Δεν νομίζω πως έχει γραφτεί πιο μεστό και πιο διεξοδικό κείμενο για τα τραγικά πολιτικά γεγονότα της Χιλής, το 1973, σε σχέση με το πώς επέδρασαν στην ελληνική πραγματικότητα της εποχής (σε κοινωνία, πολιτική, Τέχνες, γράμματα κ.λπ.).
[11η Σεπτεμβρίου 1973]
https://www.lifo.gr/san-simera/48-hronia-apo-praxikopima-toy-pinoset-kai-tin-anatropi-tis-kybernisis-aliente-sti-hili

11/9/2024
[σεξιστικό ποστ]
Καλή σχολική χρονιά στις καθηγήτριες. Να ποτίσουν με λίγο νεράκι αυτές τις άνυδρες τάξεις...

10/9/2024
Πριν από 40+ χρόνια ο Ντίνος Δηματάτης είχε βγάλει ένα βιβλίο, που το ονόμαζε «Οι Άγνωστοι του Ροκ». Ωραίο θα ήταν να έβγαζε κάποιος σήμερα και το «Οι Άγνωστοι του Ελληνικού Ροκ», υπό την προϋπόθεση όμως πως ο πιο γνωστός, από τους αγνώστους, θα ήταν ο... Κuriakos.
[χριστιανός ψυχεδελο-φολκ-ρόκερ – ακούστε τον στο Hear me Lord]
https://www.youtube.com/watch?v=plVJ21m91FQ

10/9/2024
Προφανώς είναι προτιμότερο να συζητάμε κάθε μέρα για τον Λευτέρη Παπαδόπουλο ας πούμε, παρά να καταναλώνουμε σαβουρο-ειδήσεις του στυλ «Αυτός είναι ο πιο παχύς ουρακοτάγκος στον κόσμο -Είχε μανία με τα γλυκά, έκανε αυστηρή δίαιτα». Ρε ουστ...
Λοιπόν ο Λ.Π. είχε γράψει λόγια στο δίσκο του Χρήστου Λεοντή «Ανάσταση Ονείρων» το 1966, στα τραγούδια «Έχει ο Θεός», «Είναι σκληρός ο ουρανός», «Πάρε τα μάτια μου», «Χαμοζωή» κτλ. Αυτά τα συγκεκριμένα τραγούδια του Λεοντή είναι ό,τι μπορείς να θεωρήσεις ως τραγούδια των κατατρεγμένων αριστερών της εποχής – και είναι αλήθεια πως ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είχε κάνει εκεί πολύ καλή δουλειά.
Τα λόγια είχαν αναφορές στη φτώχεια, στην εξαθλίωση, στη δύσκολη ζωή των λαϊκών συνοικιών –στις οποίες είχαν καταφύγει κυρίως οι κυνηγημένοι του Εμφυλίου, που προσπαθούσαν να ορθοποδήσουν όπως-όπως μέσα στο βίαιο κράτος της δεξιάς–, αλλά ταυτοχρόνως και στην ελπίδα πως αυτά ακριβώς τα βάσανα θα τελείωναν κάποια στιγμή και πως κάτι νέο και καλύτερο θα προέκυπτε στην πορεία.
Τέτοιου τύπου τραγούδια άρχισε να γράφονται με μεγαλύτερη άνεση επί Ενώσεως Κέντρου (όπως εκείνο το περίφημο του Γιάννη Μαρκόπουλου «Ποιος δρόμος», με Καζαντζίδη, Κούρκουλο και Μαρινέλλα, από τους «Αδίστακτους»), όμως ακόμη και τότε η λογοκρισία ήταν εκεί, δηλώνοντας παρούσα και επεμβαίνοντας... όπου απαιτείτο.
Για παράδειγμα στη «Χαμοζωή» η στροφή «Σφύριζαν πλοία, φεύγαν μετανάστες / στην παραλία οι απεργοσπάστες / λάσπη στο χαρμάνι, για χαμοζωή» είχε μετατραπεί σε «Σφύριζαν πλοία, μετανάστες φεύγαν / κάπνα στο λιμάνι, πίκρα ως το πρωί / στην παραλία οι μανάδες κλαίγαν / για το φτωχομάνι, τη χαμοζωή» (όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του Λευτέρη Παπαδόπουλου «Τα Τραγούδια μου», στον Κάκτο, το 1982).
Τέτοιου τραγούδια δεν έγραφαν τότε ούτε οι λαϊκοί (που ήταν κάπως πιο... μπρούτοι στις προσεγγίσεις τους), ούτε οι περισσότεροι από τους «έντεχνους» (ίσως γιατί δεν είχαν αυτού του είδους τα βιώματα). Και είναι αυτά ακριβώς τα κομμάτια που, προσωπικώς, τα ξεχωρίζω ως κάτι το πολύ ιδιαίτερο, μέσα στο σώμα του «τραγουδιού με νόημα» εκεί στη μέση του ’60 – και πάντως πριν από τη χούντα.
Είσαι το κλάμα της Καισαριανής
είμαι μιας μάνας δάκρυ απ’ το Χαϊδάρι
Χρόνια που δε μας χάιδεψε κανείς
χρόνια που πάμε κόντρα στο Βαρδάρη...


10/9/2024
>>Εκεί λοιπόν πίσω από τον πάγκο του περιπτέρου 226 ζήσαμε το βραδάκι του Σαββάτου την παρουσίαση του βιβλίου μας «Ραντεβού στο Κύτταρο», ένα θαυμαστό χρονικό του ελληνικού Rock και γίναμε μάρτυρες μιας μαγικής ομιλίας του συγγραφέα του Φώντα Τρούσα που ανάγκασε πέρα από όσους ήρθαν να την παρακολουθήσουν και τους περαστικούς να σταθούν για να την ακούσουν.<<
[ο Χρήστος Ασημακόπουλος από το ogdoo. gr]
https://www.ogdoo.gr/politismos/vivlio/ekthesi-vivliou-sto-pedion-tou-areos-ena-parathyro-se-atheatous-magikoys-kosmous

10/9/2024
«άρπαζες την πέτρα δίχως να σκεφτείς / τίναζες το χέρι κάτω η τζαμαρία»
(οι μεταπολεμικές «μαφίες» των γειτονιών)
«έβαζες σημάδι γλόμπους και πουλιά / και του κυρ Αλέκου τη χοντρή κυρία»
(bullying, ενοχοποίηση και κακοποιητική συμπεριφορά έναντι των ευτραφών, καταστροφή δημόσιας περιουσίας, επιθετικότητα σε «αθώα πλάσματα»)
Είναι σίγουρο πως τον έχει μελετήσει καλά η ΠτΔ τον Λ.Π.; Μου κάνει εντύπωση αυτή η συνύπαρξη. Εκτός κι αν έμοιαζε με τη... Μαρία του τραγουδιού στα νειάτα της η ΠτΔ (και γέλαγε με όλα αυτά) και σε τούτη τη βάση, μη θέλοντας να καταδικάσει τη νεότητά της, αδιαφορεί για τη σημερινή πολιτική του ορθού.
Ανεξήγητα πράγματα συμβαίνουν στη γειτονιά μας...

9/9/2024
Μητσοτακικοί και φιλελέδες πανεπιστημιακοί θέλουν να εμφανίσουν τη χούντα ως κάτι έξω από τη συλλογική ακροδεξιά του ’50, όπως ήταν οι κυβερνήσεις Παπάγου και Καραμανλή ας πούμε (η πρώτη επταετία Καραμανλή ήταν χειρότερη από τη χούντα), ως μια έκφανση του 0,17%, που είχαν λάβει οι Χίτες στις εκλογές του ’46, παρουσιάζοντας τους «γιεγιέδες» ως «νεολαιίστικο κίνημα»(!!), υποστηρίζοντας πως οι χουντικοί, τέλος πάντων, «επαναστάτησαν»(!!) εναντίον των γιεγιέδων, φαλκιδεύοντας την Ελλάδα της χειραφέτησης!! Όλα αυτά είναι για πολλά γέλια...
Είναι γνωστό πως οι γιεγιέδες ήταν ακροδεξιοί βασικά, τα είχαν καλά με το καθεστώς, πολλοί, πιο μετά, έγιναν «άλκιμοι» και πολλά χρόνια αργότερα, πολλούς απ’ αυτούς θα τους βλέπαμε εδώ μέσα και αλλαχού, επί μνημονίων τώρα λέω, να μετατρέπονται σε «χρυσαυγίτες» και να φωνάζουν όπου στέκονταν και βρίσκονταν «πού ’σαι ρε Παπαδόπουλε;», α και να βάζουν… Deep Purple και Doors στα προεκλογικά κιόσκια τους.
Ορισμένα από αυτά τα ζητήματα τα έθιξα στην κουβέντα το Σάββατο, στο Φεστιβάλ του Βιβλίου, γιατί ετέθησαν και τέτοιες ερωτήσεις, που απαντήθηκαν με παρρησία και ρεαλισμό, και όχι φτύνοντας στην Ιστορία.
[καθώς διαβάζω ένα πρόσφατο σχετικό βιβλίο]

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

JOHAN TOBIAS BERGSTRØM νορβηγός κιθαρίστας σε gypsy jazz διαδρομές

O Johan Tobias Bergstrøm είναι ένας νορβηγός κιθαρίστας, που βασικά κινείται σε gypsy jazz διαδρομές, επηρεασμένος από τον Django Reinhardt και τα ανάλογα. Αυτό το ενδιαφέρον του, ο Bergstrøm, το έχει δείξει με το συγκρότημα Τouché Monet (του οποίου είναι μέλος), αλλά τώρα έχει τον τρόπο να πάει ακόμη παραπέρα τις εν λόγω αναφορές, μέσω του πρώτου προσωπικού άλμπουμ του, που αποκαλείται Nova [Losen Records, 2024]. 
Σαυτό το CD, που είναι ηχογραφημένο τον Ιανουάριο του 2024 στο Urban Sound Studios του Όσλο, συμμετέχουν, πέρα από τον ίδιο τον Bergstrøm στην ακουστική κιθάρα, και οι Jørgen Krøger Mathisen βιολί, Håkon Huldt-Nystrøm κοντραμπάσο και Thomas Antonio Debelian κρουστά.
Το 2020 ο Bergstrøm θα έπαιζε σε μια συναυλία, για τις βασιλικές οικογένειες της Νορβηγίας και την Ιορδανίας, στο Αμμάν, ανακαλύπτοντας εκεί την αραβική μουσική, με αποτέλεσμα, όταν θα επέστρεφε στην πατρίδα του, να αρχίσει να ασχολείται πιο σοβαρά με το θέμα (σπουδάζοντας βεβαίως). Έτσι, στο “Nova”, δεν υπάρχουν μόνον οι manouche επιρροές, μα και αραβικές μαζί με afro αναφορές, ενταγμένες όλες μέσα σ’ ένα ενιαίο πλαίσιο.
Το υποστηρίζει ωραία αυτό το πλαίσιο ο Bergstrøm κατορθώνοντας με τις πρωτότυπες συνθέσεις του, και βεβαίως με την αρωγή των πολύ καλών μουσικών που τον συνοδεύουν, να δημιουργήσει ένα άλμπουμ, που ρέει με άνεση (είναι εξάλλου βινυλιακής διάρκειας), αφήνοντας μια πολύ ωραία επίγευση.
Κι... έγινε η σπίθα πυρκαγιά, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί για την περίπτωση τού νορβηγού κιθαρίστα και συνθέτη. Και είναι έτσι.
Επαφή: www.losenrecords.no

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

JAVON JACKSON ο Javon και η Nikki πάνε σινεμά

Ο Javon Jackson είναι ένας σαξοφωνίστας (τενορίστας) της jazz με σημαντική πορεία στη σκηνή ήδη από τα χρόνια του ’90. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα ο Jackson έχει συνεργαστεί με διαφόρους, αλλά τον τελευταίο καιρό εκείνοι που ξεχωρίζουν είναι οι δίσκοι του με την Nikki Giovanni (γενν. 1943) μια θρυλική φιγούρα του αφροαμερικανικού κινήματος, ποιήτρια συγγραφέα, εκπαιδευτικό και ακτιβίστρια, γνωστή και από την δισκογραφία, από τις αρχές των seventies ήδη, που εξακολουθεί να υπερασπίζει ανθρώπινα δικαιώματα, μειονότητες και άλλα τινά. Μια πρώτη συνεργασία ανάμεσα στους Jackson και Giovanni καταγράφηκε στο άλμπουμ “The Gospel According To Nikki Giovanni” [Solid Jackson Records, 2021] (υπάρχει review στο blog), ενώ τώρα ένα δεύτερο CD, το “Javon & Nikki Go To the Movies” [Solid Jackson Records, 2024] έρχεται να στεριώσει αυτή την ιδιαίτερη επαφή.
Σ’ αυτό το άλμπουμ ο Jackson και η Giovanni (που απαγγέλλει τρία ποιήματά της) δεν είναι μόνοι τους, καθώς δίπλα τους παρατάσσονται η τραγουδίστρια Nicole Zuraitis, ο πιανίστας Jeremy Manasia και το rhythm section των David Williams μπάσο-McClenty Hunter ντραμς. Όλοι αυτοί συνεργάζονται για την απόδοση ενός υλικού, που στο μεγαλύτερο μέρος του συνδέεται με τον κινηματογράφο (έτσι αιτιολογείται και ο τίτλος του δίσκου).
Βασικά, με στάνταρντ του great American songbook έχουμε να κάνουμε εδώ – τραγούδια, τέλος πάντων, που ακούστηκαν σε κινηματογραφικές ταινίες και που διασκευάζονται όχι απαραιτήτως μ’ έναν... στάνταρντ τρόπο. Το λέω, γιατί το “Speak low” (Kurt Weill / Ogden Nash), που μπορεί να προέρχεται από μιούζικαλ του Broadway, από το 1943 και που θα γινόταν ευρύτερα γνωστό μέσω της ταινίας “One Touch of Venus” (1948) των William A. Seiter & Gregory La Cava, με τον Robert Walker και την Ava Gardner, μετατρέπεται, εδώ, σε μια ωραία bossa nova.
Τέτοιου τύπου εκπλήξεις, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο, συναντάς και σε άλλα κομμάτια του CD, ανάμεσα στα οποία φέγγουν τα “How about you?” (Burton Lane & Ralph Freed) από την ταινία των Busby Berkeley & Vincente Minnelli “Babes on Broadway” (1941), “I belong to you” (Alex North & Jack Brooks) από την ταινία “The Racers” (1955) του Henry Hathaway, “The nearness of you” (Hoagy Carmichael & Ned Washington) από μια ταινία της Paramount, την “Romance in the Rough”, που δεν θα γυριζόταν ποτέ τελικά και “The folks who live on the hill” (Jerome Kern & Oscar Hammerstein) από την ταινία “High, Wide and Handsome” (1937) του Rouben Mamoulian. Τώρα, σε κάποια απ’ αυτά τα κομμάτια, όπως το “Speak low”, το “Love is a many splendored thing”, μα και το “Have you heard”, που είναι ένα πρωτότυπο funky track, ακούς την Giovanni να απαγγέλλει, ενώ σε κάποια άλλα είναι η Zuraitis εκείνη, που θα αναλάβει να τα ερμηνεύσει.
Και βεβαίως υπάρχουν και instros tracks στο “Javon & Nikki Go To the Movies”, όπως το θαυμάσιο “Valse hot” του Sonny Rollins ή το καταπληκτικό (θλιμμένο) bluesTheme for Nikki”, που είναι σύνθεση του Javon Jackson (αφιερωμένη, προφανώς, στην Nikki Giovanni).
Ένας απλός, φαινομενικά, αλλά πολύ επεξεργασμένος και εν τέλει απολαυστικός τζαζ δίσκος.
Επαφή: www.javonjackson.com

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2024

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 597

9/9/2024
Αυτό που συνέβη το Σάββατο, στην παρουσίαση του «Ραντεβού στο Κύτταρο» [Όγδοο, 2024], όπως μου είπαν άνθρωποι που ξέρουν απ’ αυτά, δεν ήταν κάτι συνηθισμένο, καθότι οι εκδηλώσεις αυτές, μέσα στο φεστιβάλ βιβλίου, μαζεύουν λίγο κόσμο. Όσοι έρχονται θέλουν να περιπλανηθούν στο χώρο, να κάνουν τις αγορές τους, να βολτάρουν. Δεν είναι προτεραιότητά τους να στρωθούν στις καρέκλες ή ακόμη περισσότερο να σταθούν όρθιοι για να ακούν κάποιους να μιλάνε. Λοιπόν στην παρουσίασή μας ήταν 120 με 150 άτομα – καθισμένοι καμιά 40ριά με 50 και όλοι οι υπόλοιποι όρθιοι.
Δεν παρουσιάσαμε κάποιο μπεστ-σέλερ μυθιστόρημα, αλλά ένα μουσικό βιβλίο, που ως φαίνεται άγγιξε και αγγίζει πολλούς. Το ότι η κουβέντα αντί για μία ώρα κράτησε δύο, και θα μπορούσε να βαστήξει και τρεις ή και παραπάνω είναι αποδεικτικό το ότι ο κόσμος ενδιαφέρεται για τη μουσική, για το ελληνικό ροκ, και κυρίως για το πώς πορεύτηκε αυτό μέσα στις δεκαετίες, παράλληλα με τα κοινωνικο-πολιτικά συμβάντα (χούντα, μεταπολίτευση, «αλλαγή» κ.λπ.).
Και οι εισηγήσεις των τεσσάρων μας (του Χάρη Συμβουλίδη, του Άρη Καραμπεάζη, του Δημήτρη Βασιλειάδη και η δική μου) ήταν αξιόλογες φυσικά, αλλά και η διάθεση του κόσμου να ρωτήσει, να πληροφορηθεί και να μάθει για τα πράγματα του ελληνικού ροκ από το ’60 μέχρι τις μέρες μας (ξεπερνώντας ακόμη και τα όρια που πραγματεύεται το βιβλίο) ήταν συγκινητική.
Ειπώθηκαν πράγματα που δεν τα ακούς κάθε μέρα, και που, κυρίως, δεν τα διαβάζεις σε βιβλία, και αυτό, όπως και να το κάνουμε μας φορτώνει με κάποιες υποχρεώσεις (με την καλή έννοια το λέω) για το μέλλον. Τι άλλο να πω;
Ποτέ δεν πίστευα ότι όσα γράφω, γενικότερα μέσα στα χρόνια, αφορούν... τρεις και τον κούκο, ξέρω ότι ο κόσμος διψάει για σωστή και εμπεριστατωμένη πληροφόρηση, γι’ αυτά που γουστάρει και που αγαπάει, που να ξεφεύγει όμως (η πληροφόρηση) από τα τετριμμένα, που να έχει αναγωγές παντού, ει δυνατόν σε κάθε χώρο του επιστητού, και αυτό το έχω αντιληφθεί από δεκαετίες πριν. Και πάνω εκεί «σκάβω» και θα συνεχίσω να «σκάβω».

8/8/2024
Ευχαριστώ για άλλη μια φορά τον Χάρη Συμβουλίδη, τον Άρη Καραμπεάζη και τον Δημήτρη Βασιλειάδη για όσα είπαν για το «Ραντεβού στο Κύτταρο» [Όγδοο, 2024] και για μένα, απόψε, στο Φεστιβάλ Βιβλίου, στο Πεδίο του Άρεως. Τους είμαι, από καρδιάς, υπόχρεος. Ευχαριστώ και τον Βαγγέλη Κορωνάκη από το Όγδοο, εννοείται, για την προετοιμασία της εκδήλωσης και την γενικότερη υποστήριξη. Ακόμη ευχαριστώ όλους τους φίλους και τις φίλες, που παραβρέθηκαν στην εκδήλωση, και που με τις ερωτήσεις τους θα έστρεφαν την κουβέντα σε απρόβλεπτες κατευθύνσεις. Το feedback που έχω είναι πως ο κόσμος ευχαριστήθηκε, και πως δεν ήταν ένα τυπικό event παρουσίασης βιβλίου αυτό που συνέβη απόψε στη Γιορτή. Χαρά και υγεία σε όλους.

7/8/2024
Όταν άρχισα ν’ ακούω ροκ, μετά τα 14-15 μου, ντρεπόμουνα να πω πως στα δώδεκά μου σκιρτούσα μ’ αυτή την διασκευάρα στα παιδικά πάρτυ. Ειδικά στο σημείο, μετά το 2 λεπτό, που σταματάει το τραγούδι και αρχίζει το ινστρο μέρος, σηκώνεσαι και τα σπας ακόμη κι αν έχεις δραματική δισκοπάθεια.
Είναι απίστευτο βέβαια πως ένα κατά βάση φωνητικό συγκρότημα, με τον... Μπελαρίκε απλά να χορεύει (ούτε λα λα λα δεν έβγαζε), που δεν έπαιζε όργανα, που δεν μπορούσε να συνθέσει ούτε ένα μουσικό μετράκι, θα έκανε τέτοια πορεία, και θα άφηνε τέτοιο στίγμα.
Δεν ξέρω αν ήταν πολύ μεγάλοι οι Boney M, είναι όμως πολύ μεγάλο αυτό που βλέπεις και ακούς.
Για σκληρούς dopeheads…
https://www.youtube.com/watch?v=hutlaauYa2c

6/8/2024
Και αφού γιορτάζει το βιβλίο, αυτές τις μέρες, ας ξαναθυμηθούμε κάτι από έναν θρύλο των εκδόσεων (Κείμενα) και της τυπογραφίας, τον Φίλιππο Βλάχο...
«Η χούντα μπορεί να ξεκίνησε με την περίφημη λίστα των απαγορευμένων, αλλά ελάχιστα βιβλία απαγόρεψε μετά. Και όχι μόνο αυτό, αλλά θέλοντας να δείξει μιαν επίφαση δημοκρατικότητας άφηνε να βγαίνουν τα πάντα: Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Στάλιν, Μάο, Τρότσκυ, “Πού έκανε το λάθος ο Μαρξ” και δε συμμαζεύεται. Απαγόρευε μόνο ό,τι την ενοχλούσε. Απαγόρεψε το βιβλίο του Ανδρέα Παπανδρέου. Τους ενοχλούσαν τα βιβλία, που έθιγαν άμεσα το καθεστώς. Από τα δικά μας βιβλία μόνο τα ποιήματα του Άρη Αλεξάνδρου αποσύρθηκαν και είναι χαρακτηριστική η κουβέντα του Μάλλιου, όταν με κάλεσε στην Ασφάλεια.
– Αναφέρονται οι λέξεις ΕΑΜ-ΕΠΟΝ-ΕΛΑΣ. Να αποσυρθεί αμέσως.
– Μα εδώ βλέπω δεκάδες μαρξιστικά βιβλία (και δείχνω μια βιβλιοθήκη με όλα τα βιβλία που είχαν κυκλοφορήσει μέχρι τότε). Μια ποιητική συλλογή σας πείραξε;
– Τέτοια βγάζε όσα θέλεις.
Και μου έδειχνε βέβαια εκείνες τις κακορίζικες τρισάθλιες εκδόσεις “Νέοι Στόχοι”. Από τον αντίπαλο μαθαίνεις πολλά.(...)».

[περιοδικό «Ιχνευτής», 1985]

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2024

MIKE POUGOUNAS δύο βιβλία για το ροκ (και το πανκ και άλλα τινά)

Ο Mike Pougounas ή Μιχάλης Πούγουνας είναι γνωστός μουσικός του ευρύτερου rock, καθώς ο κόσμος τον ξέρει μέσα από τους δίσκους και τα live των συγκροτημάτων του Flowers of Romance, Nexus και New Zero God. Άλλοι μπορεί να τον ξέρουν (και) από τις ραδιοφωνικές εκπομπές του, ενώ τα τελευταία χρόνια ο Πούγουνας εμφανίζεται και ως συγγραφέας – αρχικά βιβλίων με υπόθεση, όπως είναι τα «Το Κλειδί της Εύας» (2020), για το οποίο υπάρχει αναφορά στο blog και «Μαύρο Χιόνι» (2021) και εν συνεχεία... ροκ βιβλίων. Γι’ αυτά τα τελευταία θα γράψουμε τώρα μερικά λόγια.
Κατ’ αρχάς να πούμε πως η ροκ βιβλιογραφία στην Ελλάδα, από έλληνες συγγραφείς (ας μείνουμε σ’ αυτούς), με θέματα που να αφορούν την κλασική εποχή του rock, είναι σίγουρα περιορισμένη, και κάθε έκδοση που μπορεί να συμβαίνει μέσα στο πέρασμα του χρόνου είναι, όπως και να το κάνουμε, καλοδεχούμενη. Ιδίως αν συζητάμε για εποχές σαν τη σημερινή, όπου το rock απασχολεί ελάχιστα τις νεότερες ηλικίες. Είμαι της γνώμης πως το rock (ας μείνουμε σ’ αυτό) σε επίπεδο πληροφόρησης δεν μαθαίνεται από το χάος του διαδικτύου, και πως πάντα ένα καλό βιβλίο θα μπορεί να χαράξει διαδρομές και να δώσει κατευθύνσεις και αφορμές σε κάθε παιδί, που θέλει ενδεχομένως να μάθει κάτι από τα «τι» και «πώς» της πιο σημαντικής νεανικής έκφρασης τα τελευταία εβδομήντα χρόνια. Εύχομαι, λοιπόν, να υπάρξουν νέοι και νέες αναγνώστες και αναγνώστριες, που θα ενδιαφερθούν για τα βιβλία του Πούγουνα – πέρα από εμάς τους μεγαλύτερους, που, όπως και να το κάνουμε, η σχέση μας με το rock είναι πιο οριοθετημένη και συγκεκριμένη.
MIKE POUGOUNAS: Rock ’n’ Roll Rules Ok?
[Εκδόσεις στο Περιθώριο, 2/2023]
Το πρώτο βιβλίο έχει τίτλο “RocknRoll Rules Ok?”, διαθέτει 120 σελίδες, και περιλαμβάνει κείμενα και ασπρόμαυρες φωτογραφίες – έχει δε εξώφυλλο τον Johnny Ramone, από μια εμφάνισή του στο Ρόδον το 1994.
Ίσως το εξώφυλλο να προδιαθέτει για ένα «πάνκικο» βιβλίο, αλλά στην πράξη η θεματολογία του Πούγουνα υπερβαίνει το punk, φθάνοντας έως και τις απαρχές του rocknroll, ή μάλλον ξεκινώντας από ’κει. Έτσι, το πρώτο κείμενο του βιβλίου του έχει να κάνει με τον Elvis Presley.
Τα κείμενα είναι γενικώς σύντομα, παρέχουν πληροφορίες, ενώ έχουν κι έναν προσωπικό τόνο. Προφανώς είναι και καλογραμμένα, κάτι που θα βοηθήσει τον νεότερο αναγνώστη να προσανατολιστεί σύντομα στο αντικείμενο, παίρνοντας τα σωστά ερεθίσματα.
Τα πρόσωπα και τα γκρουπ, τα οποία έχει διαλέξει ο Πούγουνας, για να σχολιάσει σ’ αυτό τον μικρό τόμο, μοιάζει να είναι τυχαία, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν είναι όλα σημαντικά. Θέλω να πω πως αντί γι’ αυτά –για τα απείρως περισσότερα τουλάχιστον– θα μπορούσε να ήταν δεκάδες άλλα στις θέσεις τους και το βιβλίο να έχει το ίδιο ακριβώς νόημα.
Η γκάμα είναι ευρεία πάντως. Καταρχάς υπάρχει η τριάδα Vince Taylor-Arthur Brown-Alice Cooper. Τραγουδοποιοί-τραγουδιστές, που στήριξαν πολλά στη σκηνική παρουσία τους υιοθετώντας άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο ένα είδος θεατρικότητας στις εμφανίσεις τους –με εξεζητημένα ντυσίματα, μακιγιάζ κ.λπ.– επηρεάζοντας στην πορεία πάμπολλους. (Το κεφάλαιο για τον Taylor δεν αποκαλείται τυχαίως «Ο πραγματικός Ziggy Stardust»).
Μετά υπάρχουν κάποια πρόσωπα-γκρουπ του παλαιού βρετανικού rock, όπως οι Steve Marriott, King Crimson, Robert Wyatt και Wilko Johnson, τελείως διαφορετικά μεταξύ τους, που οπωσδήποτε κάτι ξεχωριστό θα παρουσίαζαν εκείνη την εποχή (τα εντοπίζει αυτά, σε γενικές γραμμές, ο Πούγουνας), πριν γίνουν δύο στάσεις στη Γερμανία, με τους Eloy και τον μηχανικό ήχου-παραγωγό Conny Plank (μια «πίσω» βάση του krautrock), για να καταλήξουμε στην Αμερική, με Νέα Υόρκη, Johnny Thunders, Dee Dee Ramone, πριν επιστρέψουμε στη Βρετανία με Ruts, Don Letts, Steve Jones, Poison Girls κ.λπ.
Κλείνει έτσι ένας κύκλος για τον Πούγουνα, που έχει και τις εκπλήξεις του εν τω μεταξύ – και μια τέτοια έχει να κάνει με το κεφάλαιο «Το μονοπάτι των hippies» (με αναφορά και στο magic bus Αθήνας-Λονδίνου).
MIKE POUGOUNAS: Rock ’n’ Roll Rules Ok?, Vol. II
[Εκδόσεις στο Περιθώριο, 5/2024]
Το δεύτερο βιβλίο του Μιχάλη Πούγουνα έχει τίτλο “RocknRoll Rules Ok?, Vol. II”, έχει τον Lemmy στο εξώφυλλο (από συναυλία των Motörhead στο Ρόδον, το 1990), έχει και πάλι 120 σελίδες – αλλά είναι ωραιότερο από το πρώτο, γιατί έχει και καλύτερο χαρτί, και άρα καλύτερη εκτύπωση και περισσότερες και καλύτερες φωτογραφίες και λιγότερα κεφάλαια (μόλις επτά), πράγμα που σημαίνει πως για κάθε θέμα του (ο συγγραφέας) καταθέτει περισσότερες λεπτομέρειες και πληροφορίες.
Βασικός κορμός εδώ είναι το λεγόμενο UK ή british underground, καθώς από τα επτά κεφάλαια του βιβλίου τα τρία έχουν να κάνουν με τους Lemmy, Hawkwind και Mick Farren.
Ο Lemmy συνδεόταν ως γνωστόν με τους Hawkwind (ήταν μέλος τους εννοούμε από το 1971 έως το 1975), οπότε αυτά τα δύο κεφάλαια αλληλοσυμπληρώνονται, φθάνοντας σ’ ένα βάθος. Όπως και η ιστορία με τον Mick Farren έχει κοινά σημεία με τους Hawkwind, και κυρίως επεκτείνει το αφήγημα προς το πολιτικό underground (ξεπερνώντας το μουσικό), καθώς οι επαφές του Farren με σημαίνονται πρόσωπα της αντικουλτούρας, που ζούσαν είτε στη Βρετανία είτε στην Αμερική, δίνει στο συνολικότερο αφήγημα τις πρέπουσες διαστάσεις.
Το βιβλίο συμπληρώνεται μ’ ένα κείμενο για τον οραματιστή παραγωγό Joe Meek (1929-1967), επίσης τον DJ, παραγωγό, μάνατζερ συγκροτημάτων κ.λπ. Guy Stevens (1943-1981), που θα κατόρθωνε να συνδέσει το όνομά του, στη Μεγάλη Βρετανία, με τις εταιρείες Sue και Island και ακόμη με τους Procol Harum, τους Mighty Baby, τους Mott the Hoople, αλλά και με τους Clash (ήταν ο παραγωγός του άλμπουμ τους “London Calling”), με τον Πούγουνα να ολοκληρώνει γράφοντας για τους Damned, όπως και για το δίκτυο δίσκων Cartel («όλοι» έχουμε δίσκους που να γράφουν στα back covers π.χ. “Distributed by NINE MILE and THE CARTEL”), μιας συνεργατικής κίνησης δισκο-διανομών, που συνέστησαν οι εταιρείες Rough Trade, Red Rhino, Backs, Fast Product, Nine Mile, Probe, Revolver και Native, σπάζοντας το πολυεθνικό μονοπώλιο.
Η δική μου γνώμη είναι πως είναι ενδιαφέρον από μόνο του όλα αυτά να τα διαβάζεις σ’ ένα βιβλίο.
Επαφή: www.facebook.com/EkdoseisStoPerithorio

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2024

η ΤΖΕΝΗ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ και η «γιε-γιε» πληροφόρηση στο μέσο της δεκαετίας του ’60 – η καταξιωμένη ποιήτρια και μεταφράστρια στο νεανικό ξεκίνημά της, στην ποπ-ροκ δημοσιογραφία

Ο θάνατος της Τζένης Μαστοράκη στις 30 Ιουλίου έπεσε σαν κεραυνός στα πέριξ. Σημαντική ολιγογράφος ποιήτρια και διακεκριμένη μεταφράστρια, πολλών και τελείως διαφορετικών μεταξύ τους βιβλίων, η Τζένη Μαστοράκη, μικρή αδελφή του Νίκου Μαστοράκη (του δημοσιογράφου, προμότερ της ελληνικής ποπ του ’60, νταϊρέκτορα, τηλε-ραδιο-παραγωγού κ.λπ.), υπήρξε, όταν ήταν μαθήτρια ακόμη, κάτι σαν «σύμβολο» για το νεανικό πληθυσμό της δεκαετίας του ’60, που ασχολιόταν με την ποπ μουσική και τα μοντέρνα ελληνικά συγκροτήματα.
Επειδή παρακολουθώ από παλαιά την πορεία της, και επειδή αυτά τα θέματα τα είχα συζητήσει εκ του σύνεγγυς και μαζί της, θα πω πως, για πολλά χρόνια, για δεκαετίες, ένα μεγάλο μέρος του κόσμου που την γνώριζε από τα ποιητικά βιβλία και τις μεταφράσεις της δεν ήξερε ή δεν είχε συνειδητοποιήσει πως η Μαστοράκη των «Διοδίων», του «Σογιού» και του «Φύλακα της Σίκαλης» (του βιβλίου του J.D. Salinger, για τη μετάφραση του οποίου θα μνημονεύεται έκτοτε από τους πάντες) ήταν η Μαστοράκη των «Μοντέρνων Ρυθμών» και της «γιε-γιε» δημοσιογραφίας, στο μέσο των σίξτις.
Είτε γιατί η ίδια δεν μιλούσε για το νεανικό παρελθόν της (από τη στιγμή που δεν τη ρωτούσε και κανένας δηλαδή), είτε γιατί ο κόσμος της ποίησης και της λογοτεχνίας, από τη μια μεριά, και της μουσικής και των συγκροτημάτων του ’60, από την άλλη, δεν βρισκόταν στην απαιτούμενη όσμωση και επικοινωνία, το συμπέρασμα είναι ένα. Η σίξτις δουλειά της Μαστοράκη (κατά βάση το χόμπι της) θα παρέμενε για χρόνια κάτι άγνωστο και κάτι ξεκομμένο, για τους περισσότερους που όμνυαν στην άλλη περσόνα της (την ποιητική και μεταφραστική).
Όταν το 2014 θα έγραφα για πρώτη φορά, στο μπλογκ μου «Δισκορυχείον», για τα πεπραγμένα της Μαστοράκη στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, δεν ήξερα αν η ίδια θα διάβαζε τα σχετικά, και το κυριότερο... δεν ήξερα πώς θα αντιδρούσε (αν τύχαινε να τα διαβάσει). Όταν ανασκαλεύεις από μόνος σου το παρελθόν των ανθρώπων (χωρίς να επικοινωνείς μαζί τους, για να «εγκρίνουν» όσα θα γράψεις) δεν είσαι ποτέ σίγουρος για το πώς θα το πάρουν. Αν κι εγώ, προσωπικά, ασχολούμαι πάντα με τις έντυπες πηγές, αδιαφορώντας σχεδόν εντελώς (όχι παντελώς) για τη λεγόμενη «προφορική ιστορία» (που εμπεριέχει συνήθως ξεθωριασμένες αναμνήσεις, ενίοτε κουτσομπολιά κ.λπ.), πάντα ενέχει ο κίνδυνος να επαναφέρεις στο φως κάτι, για το οποίο ο άλλος να μην νοιώθει οκέι.
Δεν είναι σκοπός μου να φέρω σε δύσκολη θέση κάποιον. Ο στόχος μου είναι και παραμένει καθαρά ερευνητικός, ό,τι κάνω εντάσσεται κάπου ευρύτερα, και ό,τι γίνεται γίνεται προς χάριν της αλήθειας και της ιστορίας. Έτσι, και παρά το γεγονός πως όταν γράφω γράφω «σφιχτά», χωρίς συναισθηματισμούς και εγκαρδιότητες, η Τζένη Μαστοράκη, ως άνετη, χαλαρή και ακομπλεξάριστη κυρία, όπως ήταν, θα εκτιμούσε όσα έγραφα για ’κείνη (εν τη αγνοία της), για το «γιεγιέδικο» παρελθόν της εννοώ, το πρώτο «άγνωστο» βιβλίο της «Μπητλς και Σία», τα ποπ-ροκ τραγούδια που υπέγραφε τότε ως στιχουργός (που, όμως, θα άλλαζαν credits στην πορεία) κ.λπ. απαντώντας μου, σε όλα αυτά, μ’ ένα σχόλιο/η-μέηλ της:
«
Αγαπητέ Φώντα Τρούσα, έρχομαι να προσθέσω μερικά στοιχεία που θα είναι χρήσιμα για τους αναγνώστες του μπλογκ. Πριν από τις “16χρονες κουβέντες” των “Μοντέρνων Ρυθμών”, υπήρχαν και 15χρονες και 14χρονες στη “Δισκοθήκη”, μια εφημεριδούλα που έβγαζε ο αδερφός μου. Κάπου πρέπει να έχω το μοναδικό φύλλο που σώθηκε. Θα το βρω και θα σου το χαρίσω. Στη “Διάπλαση των Παίδων” έστειλα ποιηματάκια τρεις-τέσσερις φορές, από τα δεκατέσσερά μου (το 1963), μέχρι και τα δεκαεφτά περίπου. Με ονοματεπώνυμο, κι από κάτω ετών-τόσο. Είχα όμως και ψευδώνυμο για τις “Μικρές Αγγελίες”, που τώρα πια χρειάζονται ολόκληρη υποσημείωση (τι ήταν, τι λέγαμε, πώς τις πληρώναμε λέξη-λέξη σε ασφράγιστα γραμματόσημα). Άλλη ιστορία αυτό. Το “Μπητλς και Σία” ήταν “δώρο” του Νίκου, με κομμάτια μαζεμένα από τα περιοδικά. Με τα στιχουργικά δεν ασχολήθηκα. Όχι πως θα με χάλαγε καθόλου, τότε, αλλά δεν έτυχε κι ούτε ξέρω αν θα τα κατάφερνα, και να τύχαινε. Υποθέτω με βεβαιότητα (από τους δίσκους, που τους αγνοούσα) πως κάτι δεν θέλησε να υπογράψει ο Νίκος, κι έβαλε το δικό μου όνομα. Δεν ήταν, εννοείται, υποχρεωτικό να με ρωτήσει. Κάποια στιγμή θα τον ρωτήσω εγώ. Για το “Χόμπυ”, δεν είμαι σίγουρη – αλλά, για να το λες, κάτι θα ξέρεις. Έχω στα χέρια μου όλες κι όλες τρεις σελίδες, κομμένες από την “Αθηναία” και από το “Πρώτο”. Οι μεταφράσεις που αναφέρεις είναι ακριβώς ό,τι κυκλοφορούσε στη μεταπολίτευση –και όχι μόνο από τα δύο βασικά μου “αφεντικά”, τις εκδόσεις Μπουκουμάνη και τον Εξάντα. Πολιτικά βιβλία κατά κόρον, κάπως λιγότερα ψυχολογικά, ακόμη λιγότερα παιδικά και επιστημονική φαντασία. Και το κριτήριο του εκδότη, σε εποχές περιορισμένης γλωσσομάθειας, δεν ήταν η ειδική (π.χ. μαρξιστική) παιδεία του μεταφραστή, αλλά η ξένη γλώσσα: τα αγγλικά και τα γερμανικά κυρίως, μερικές φορές και τα ιταλικά. Στο διάστημα 1974-1980 περίπου –όσο νόμιζα δηλαδή πως θα μπορούσα να ζήσω από τη μετάφραση– έκανα πολλά τέτοια βιβλία. Ποτέ δεν μου ζητήθηκε εκτενές εργοβιογραφικό, για να τα βάλω μέσα. Αυτά είχα να σου πω (και σε παρακάλεσα να σου τα πω με μέηλ, γιατί με στένευε πολύ το τετραγωνάκι των “σχολίων” στο μπλογκ σου). Τα υπόλοιπα τα είπες εσύ. Σ’ ευχαριστώ για τη φιλοξενία. Τζένη Μαστοράκη»
.
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/i-tzeni-mastoraki-kai-i-gie-gie-pliroforisi-sta-mesa-tis-dekaetias-toy-60

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

MAJKEN CHRISTIANSEN the great danish songbook

Κατά το... the great American songbook υπάρχει και great Danish songbook και ό,τι άλλο θέλεις. Δεν κατάλαβα... Γιατί θα πρέπει να εκχωρήσουμε μόνο στους Αμερικανούς το δικαίωμα να υπερηφανεύονται για τα παλαιά, δοκιμασμένα τραγούδια τους και όχι (και) σε κάθε λαό της οικουμένης;
Σίγουρα, λοιπόν, υπάρχουν σπουδαία δανικά τραγούδια από το παρελθόν έως και από το πολύ παρελθόν (λέμε για 90 χρόνια πριν), τα οποία έρχεται, τώρα, να τα διασκευάσει η Majken Christiansen, με το συγκρότημά της, το οποίο αποτελούν οι Magne Arnesen πιάνο, Andreas Dreier κοντραμπάσο και Torstein Ellingsen ντραμς, κρουστά (με την συνεισφορά και του Lars Frank στο τενόρο σαξόφωνο σε τέσσερα tracks).
Όπως γράφει και ο Andreas Dreier, στις liner notes του gatefold, το “The Great Danish Songbook” [Losen Records, 2024]... «αυτό το νοσταλγικό άλμπουμ μας μεταφέρει πίσω στο χρόνο, στην Κοπεγχάγη της δεκαετίας του ’30, σε μια εποχή στην οποία κυριαρχούσε η ζωντανή τζαζ μουσική, δηλαδή το swing, μια εξίσου ψυχαγωγική και χορευτική μουσική». Για να συνεχίσει ο Dreier:
«Μαζί με τις πρώτες δανικές ταινίες μεγάλου μήκους θα δημιουργούνταν και πολλά τραγούδια, όπως το “Jeg har elsket dig så lenge jeg kan mindes”, ενώ και τα επιθεωρησιακά έργα θα προσέφεραν αξιοπρόσεκτα κομμάτια όπως το “Man binder os på mund og hånd”, μέσω του οποίου θα γινόταν διάσημη η τραγουδίστρια Liva Weel. Όλα αυτά τα τραγούδια γρήγορα θα θεωρούνταν δανέζικη λαϊκή μουσική, αποτελώντας ένα σημαντικό μέρος του λαϊκού θησαυρού των τραγουδιών της χώρας. Οι μελωδίες, βεβαίως, ήταν συχνά επηρεασμένες από την αμερικανική τζαζ, εκφράζοντας όμως τη δανική ψυχή, όπως συνέβη με τη μουσική ταινία “Forelsket i København”, ενώ ένα άλλο κλασικό τραγούδι είναι το “Dansevise”, ένα ωραίο τζαζ βαλς, που θα κέρδιζε τον διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision το 1963. Κοινό χαρακτηριστικό; Οι πολλές σπουδαίες τραγουδίστριες...».
Μια ακόμη τραγουδίστρια λοιπόν, η Majken Christiansen, που γεννήθηκε περίπου εκείνη την εποχή (1967), θα είναι αυτή, που θα (ξανα)δώσει μια νέα πνοή σε αυτό το άγνωστο προς εμάς, και σε πολλούς άλλους, υλικό, που είναι οπωσδήποτε αρκετά ενδιαφέρον ή και σπουδαίο, καθώς τραγούδια σαν τα “Jeg har elsket dig så længe jeg kan minds” και “Man binder os på mund og hand” δεν γίνεται να μην εντυπωσιάσουν τους φίλους της jazz και της λαϊκής μουσικής όπου γης.
Επαφή: www.losenrecords.no