Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2024

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ το ποδόσφαιρο που αγαπήσαμε / στα τρία κόρνερ, πέναλτυ

«Τώρα οι μάνατζερ έχουν τον κύριο λόγο στο ποδόσφαιρο και τροφοδοτούν τις ομάδες με ποδοσφαιριστές, που είναι κυρίως ξένοι. Τα χρόνια που έπαιξα ποδόσφαιρο ο βασικός κορμός της ομάδας ήταν Έλληνες παίκτες, ταλαντούχοι, που ανέβασαν το επίπεδο του ελληνικού ποδοσφαίρου».
                                                                                [Θωμάς Μαύρος]
 
Έχω γράψει επανειλημμένως, εδώ στο blog, πως είμαι φαν του παλαιού ποδοσφαίρου, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο έχω δημιουργήσει και την ετικέτα «ποδόσφαιρο», στην οποία καταγράφονται 82 ποστ (αυτό είναι το 83ο).
Χοντρικά να πω πως το σύγχρονο ποδόσφαιρο δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου, για λόγους που έχω εξηγήσει στα ποστ (σε γενικές γραμμές το θεωρώ αντιαισθητικό, με πλήρη έλλειψη φαντασίας, μηχανοποιημένο, φτιαγμένο με συνταγές και «κουτάκια», ενώ δεν μπορώ να ταυτιστώ πλέον με ελληνικές ομάδες, άσε τις ξένες, επειδή ψάχνεις να βρεις σ’ αυτές τούς έλληνες παίκτες με το κιάλι, με τις ενδεκάδες να αλλάζουν κάθε εξάμηνο, με τις ομάδες να αντιπροσωπεύουν ξεδιάντροπα εταιρείες και όχι «φανέλες», με τους μάνατζερ να συμπεριφέρονται σαν παντοκράτορες κ.λπ.).
Υπήρξα φίλαθλος, μεγάλωσα (και) στα γήπεδα, αλλά σταμάτησα να πηγαίνω σ’ αυτά από το 2000 μετά. Και τούτο, για έναν επιπλέον λόγο (και αυτό το έχω ξαναγράψει). Επειδή, ως παιδί, θεωρούσα τους ποδοσφαιριστές «ήρωές» μου και ήθελα να τους μοιάσω –αυτοί ήταν οι «ήρωές» μου και όχι οι τραγουδιστές ή τα συγκροτήματα–, όταν θα έφθανε η ώρα για να τους ξεπεράσω σε ηλικία, όταν θα γινόμουν μεγαλύτερος πλέον από τους ποδοσφαιριστές, χοντρικά μετά τα 35 μου, δεν είχα το κίνητρο του «ειδώλου». Από τη στιγμή που θα εξέλειπε αυτό το πολύ σοβαρό θέμα, το ποδόσφαιρο, για μένα, θα ήταν πλέον νεκρό. Και όντως. Ανασταίνεται όμως, κάθε φορά, όταν, για κάποιο λόγο, βγαίνουν μπροστά οι μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια...
Σταματάω, όμως, να μιλάω για μένα, για να μπω στο θέμα μας, που έχει να κάνει με το βιβλίο του γνωστού μουσικογραφιά-δημοσιογράφου Γιάννη Αλεξίου, που τιτλοφορείται «Το Ποδόσφαιρο που Aγαπήσαμε / Στα τρία κόρνερ, πέναλτυ» [Όγδοο, 7/2024].
Εγώ τον Αλεξίου τον ήξερα βασικά από τα κείμενά του για το ροκ και το ελληνικό ροκ, αγνοώντας παντελώς πως είχε ξεκινήσει, πολλά χρόνια πριν, ως αθλητικός ρεπόρτερ και όχι, τέλος πάντων, ως γραφιάς επί μουσικών θεμάτων. Αυτό ήταν μια έκπληξη για μένα, και οπωσδήποτε ευχάριστη, όταν όλη αυτή η ενασχόλησή του με τα «αθλητικά» παίρνει σχήμα, καταλήγοντας σ’ ένα πολυσέλιδο βιβλίο (308 σελίδες), «κομμένο» σε πολλά κεφάλαια (είκοσι εννέα), που περιλαμβάνει κιόλας πολλές φωτογραφίες (έγχρωμες και ασπρόμαυρες). Όχι, δεν είναι λεύκωμα το βιβλίο του Αλεξίου, είναι βιβλίο με κείμενα, που διαβάζεται εύκολα και με ενδιαφέρον.
Ο Αλεξίου, ως πιτσιρικάς ήταν «βάζελος», αλλά γρήγορα, ως Νεοσμυρνιώτης, θα γινόταν «Πανιώνιος», που ήταν μια πολύ θετική εξέλιξη. Ήταν πάντα ωραίο να είσαι με «μικρές» ομάδες, και όχι με τα μεγαθήρια του κέντρου των Αθηνών, του Πειραιώς ή της Θεσσαλονίκης. Επειδή κι εγώ ήμουν με μικρή ομάδα (αν και υποστήριζα και κάποια μεγάλη)... τον νοιώθω. Οι μικρές ομάδες συμβόλιζαν, πάντα, τους ανώνυμους λαϊκούς ανθρώπους, που πάλευαν με νύχια και με δόντια για να επιβιώσουν, παίζοντας τα ρέστα τους πολλές φορές, βάζοντάς τα με θεούς και δαίμονες. Αν τους κανόνες τους έθεταν οι μεγάλοι, οι μικροί ήταν εκεί για να τους παραβιάζουν και ενίοτε για να... κλέβουν την μπουκιά μεσ’ απ’ το στόμα (των μεγάλων). Όπως θα έκανε ο Πανιώνιος, στη δεκαετία του ’70, όταν θα τερμάτιζε δεύτερος στο πρωτάθλημα του 1970-71, όταν θα απέκλειε την Ατλέτικο Μαδρίτης στον πρώτο γύρο του Κυπέλλου UEFA της σεζόν 1971-72, όταν θα κατακτούσε το Κύπελλο Ελλάδος, τον Ιούνιο του ’79, κερδίζοντας την ΑΕΚ στον τελικό με 3-1 (εκεί όπου θα έλαμπε το άστρο του Νίκου Αναστόπουλου) και όταν θα απέκλειε την Τβέντε, στον πρώτο γύρο του Κυπέλλου Κυπελλούχων, τη σεζόν 1979-80.
Για όλα αυτά ή τουλάχιστον για τα περισσότερα γράφει και ο Αλεξίου στο βιβλίο του – και βεβαίως δεν γράφει μόνο γι’ αυτά.
Το βιβλίο βασίζεται στην προσωπική σχέση του συγγραφέα με το ποδόσφαιρο, στηρίζεται στις δικές του μνήμες, οι οποίες βεβαίως μπαίνουν στην πορεία σε μια βάση, ώστε να καταστούν δημοσιεύσιμες. Να επέχουν, δηλαδή, αφού τσεκαριστούν και ρόλο ντοκουμέντου. Σ’ αυτό βοηθούν και οι φωτογραφίες, που έχει επιλέξει ο Αλεξίου, για να διανθίσει το βιβλίο του, αλλά είναι κυρίως τα κείμενα εκείνα που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία.
Ο Αλεξίου είναι λάτρης του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου. Βεβαίως ασχολείται και με το επαγγελματικό πρωτάθλημα, από τη σεζόν 1979-80 και μετά, αλλά κατά βάση παραμένει λάτρης του ερασιτεχνισμού. Αυτό, στο βιβλίο του, είναι ολοφάνερο, βγάζει μάτι δηλαδή, όχι μόνο γιατί οι κύριες δεκαετίες που απασχολούν τον συγγραφέα είναι εκείνες του ’60 και του ’70 (όταν το ποδόσφαιρο, σε κάθε επίπεδό του, ήταν ερασιτεχνικό), αλλά και γιατί ένα σημαντικό κομμάτι της αφήγησής του καταλαμβάνουν οι παρέες των παιδιών που έπαιζαν μπάλα στις γειτονιές της Νέας Σμύρνης και των πέριξ περιοχών (από Ηλιούπολη μέχρι Παλαιό Φάληρο, Καλλιθέα, ένθεν κι ένθεν της Συγγρού και της Αμφιθέας κ.λπ.). Όπως (σημαντικό κομμάτι της αφήγησης) καταλαμβάνουν και τα εντελώς ερασιτεχνικά σωματεία της περιοχής, που δεν θα κατόρθωναν να παίξουν ούτε καν στα «τοπικά» πρωταθλήματα (δες τα κεφάλαια «Αλάνες και η παλιά γειτονιά», «Αμφιθαϊκός και ΠΑΟ Αμφιθέας» κ.λπ.). Αυτό, βεβαίως, προσδίδει στο βιβλίο του Αλεξίου έναν πολύ ειδικό χαρακτήρα, καθώς οι συγκεκριμένες πληροφορίες αφορούν περισσότερο τους ανθρώπους που έζησαν ή ζουν σ’ αυτές τις περιοχές – αν και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως από εκείνες τις αλάνες θα ξεπηδούσαν όλα τα μεγάλα αστέρια του Πανιωνίου, από τον Θωμά Μαύρο, τον Νίκο Αναστόπουλο και τον Δημήτρη Σαραβάκο, μέχρι τον θρυλικό γκολκίπερ Κώστα Βαλλιάνο (για τα περισσότερα απ’ αυτά τα ονόματα ο Αλεξίου έχει γράψει ξεχωριστά κεφάλαια).
Κεφάλαια δικά τους έχουν όμως κι άλλοι ποδοσφαιριστές, όπως οι «νεοσμυρνιώτες» και πρόωρα χαμένοι Δημήτρης Μαυρίκης και Γιάννης Γραββάνης, ο επίσης κυανέρυθρος Νόνι Λίμα, μα και οι Μίμης Δομάζος, Παύλος Βασιλείου και Χουάν Ραμόν Ρότσα.
Φυσικά, στο βιβλίο του Αλεξίου θα διαβάσεις και για τις ομάδες του ΠΟΚ – εδώ, νομίζω, πως ο Ολυμπιακός του Γουλανδρή έχει μια προτεραιότητα, μεγαλύτερη και από τον Παναθηναϊκό του Γουέμπλεϋ και αυτό προσωπικά το εξηγώ από το γεγονός πως ο Αλεξίου, ηλικιακά, θυμάται καλύτερα την υπερομάδα του Λάκη Πετρόπουλου, εκείνης της εποχής, παρά τον ΠΑΟ του Πούσκας. Θα διαβάσεις, όμως, και για τον «Άγιαξ της Ηπείρου» στο βιβλίο, τον φοβερό ΠΑΣ Γιάννινα των πέντε ελληνοποιημένων (Κοντογεωργάκης, Μοντέζ, Αλβαρέζ, Λίσα, Παστερνάκης), την ατρόμητη Παναχαϊκή (των Δαβουρλή, Στραβοπόδη, Μιχαλόπουλου, Ρήγα, Λεβεντάκου), τον Άρη του θριάμβου της Περούτζια (Βάγγης, Κούης, Βένος, Σεμερτζίδης), τον «φονέα των γιγάντων» Φωστήρα (Ρέλλης, Δεϊμέζης, Ρεμούνδος) κι ένα σωρό κι ακόμη.
Από τα υπόλοιπα κεφάλαια προσωπικά θα ξεχώριζα εκείνο που έχει τίτλο «Τα χαρτάκια», που πρακτικά είναι τεράστιο και που θα μπορούσε να αποτελέσει βιβλίο από μόνο του. «Χαρτάκια» ήταν οι έγχρωμες, χαρτονένιες στα σέβεντις, φωτογραφίες των ποδοσφαιριστών, που κλείνονταν μέσα στις συσκευασίες των γκοφρετών (ή τις έβρισκες και μόνες τους; – δεν θυμάμαι και καλά). Τα «χαρτάκια» δεν έδιναν μόνον πληροφορίες (όνομα ποδοσφαιριστή, ομάδα κ.λπ.), αλλά αποτελούσαν κι ένα από τα βασικότερα αγορίστικα (κυρίως) παιγνίδια της εποχής, αφού με αυτά γίνονταν συλλογές, ανταλλαγές κ.λπ. Τα ποδοσφαιρικά χαρτάκια είναι παμπάλαια υπόθεση, σίγουρα από τη δεκαετία του ’50, πριν εξελιχθούν στα γνωστά της εταιρείας Panini, μετά το 1978-80. Αυτά, τα Panini, εγώ δεν τα έπιασα ποτέ στα χέρια μου, γιατί είχα μεγαλώσει, αλλά όλα τα άλλα ελληνικά από τα late sixties έως τα mid seventies τα μάζευα και τα θυμάμαι. Θυμάμαι και τις «φυσαρμόνικες» φυσικά, που άνοιγαν και σχημάτιζαν όλη την ενδεκάδα των ομάδων και άλλα διάφορα. Γράφει για κάποια απ’ αυτά ο Αλεξίου στο βιβλίο του, όπως για εκείνα της 300άρας της ΜΕΛΟ από το 1974 (όχι πάντως και για τα παλαιότερα φοβερά της Καρουζέλ, με τις μεγάλες ακτίνες, που ήταν, με διαφορά, τα ωραιότερα όλων), όπως γράφει και για τις τρισδιάστατες πλαστικές μινιατούρες ποδοσφαιριστών κ.λπ.
Τι άλλο να πω για το βιβλίο του Γιάννη Αλεξίου; Πως έχει τη γνωστή και ωραία επιμέλεια του Όγδοου, με το σαμουά χαρτί και τις γερές εκτυπώσεις (με τις καίριες αποδόσεις των χρωμάτων), σωστού μεγέθους γράμματα κ.λπ. Γενικώς, μια ωραία και χρήσιμη έκδοση, που θα ενδιαφέρει 100% τους φίλους του παλαιού ελληνικού ποδοσφαίρου. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου