Το πρώτο μέρος με τις εκδόσεις της HUBRO το βρίσκετε στην ανάρτηση της 13/2/2015. Εδώ το δεύτερο,
με εξαιρετικούς, για ακόμη μια φορά, δίσκους (LP/CD) της νορβηγικής εταιρείας, που εισάγονται στην Ελλάδα από την Recordisc…
HUNTSVILLE: Pond [HUBROCD2549, 2015]
Τρίο είναι οι
Huntsville, αποτελούμενοι εκ των Ivar Grydeland κιθάρες, ηλεκτρονικά, Ingar Zach κρουστά και Tonny Kluften μπάσο. Αυτοσχεδιαστικό κατά βάση σχήμα, προτείνει στο “Pond” τέσσερα μεγάλης
διάρκειας tracks. Το
πρώτο 16λεπτο “(ER)”
ξεκινά κάπως «βιομηχανικά», αλλά στην πορεία μέσω της pedal steel κιθάρας
η ηχογράφηση αποκτά κάποια υπόκωφα avant/new age χαρακτηριστικά (θυμίζοντας τα «φυσικά» άλμπουμ του Bruce Kaphan). Ακόμη πιο
προχωρημένο ακούγεται στ’ αυτιά μου το 11λεπτο “(ING)”. Πιο αυτοσχεδιαστικό, πιο
ελεύθερο, πιο ανερμάτιστο, αλλά όχι λιγότερο ενδιαφέρον. Στο 13λεπτο “(AGE)” τελετουργικά ρυθμικά
στοιχεία δίνουν μιαν άλλη, κάπως υπερβατική, διάσταση στη σύνθεση, καθώς τα breaks και οι αρπισμοί των
κιθαρών του Grydeland
γίνονται πιο «απειλητικοί». Τέλος στο 12λεπτο “(OK)” οι κιθαριστικές ακρότητες α λα Henry Kaiser είναι εκείνες που
πρωταγωνιστούν, σ’ ένα track
που έχει τη δύναμη (όπως και όλο το άλμπουμ εξάλλου) να σε παρασύρει στον δικό
του κόσμο.
LABFIELD: Bucket of Songs [HUBROCD2543, 2015]
Το τρίτο άλμπουμ των LabField βρίσκει το γκρουπ με αλλαγμένη σύνθεση. Έτσι, στο βασικό
ντούο των David Stackenäs κιθάρες
και Ingar Zach
κρουστά προστίθεται τώρα ο γνωστός μας ιταλός πειραματιστής Giuseppe Ielasi σε
κιθάρες και ηλεκτρονικά. Το αποτέλεσμα είναι ένα πολύ ενδιαφέρον free-improv LP/CD, με minimal, electronic και ethnic αναφορές.
MOSKUS: Mestertyven [HUBROCD2535, 2014]
Πιανιστικό jazz τρίο από την
Νορβηγία, οι Moskus (Anja Lauvdal
πιάνο, Fredrik Luhr Dietrichson μπάσο, Hans Hulbækmo ντραμς) προσφέρουν ένα δεύτερο CD/LP που θέλει (κι αυτό) να πλασαριστεί εντός των (εκατοντάδων) αναλόγων. Είναι
αλήθεια δηλαδή –και να το ξαναπώ επί τη ευκαιρία– πως τα jazz-piano-τρίο
γνωρίζουν τεράστια άνθηση, «σκάνε» απ’ οποιοδήποτε μικρό ή μεγαλύτερο μέρος του
κόσμου, μοιάζοντας κάπως με… τρίο της κρίσης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε δηλαδή πως
τα σχήματα αυτού του τύπου εμφανίζουν το (συνδυαστικό) προσόν να είναι και
ολοκληρωμένα αισθητικώς, αλλά και να μετακινούνται εύκολα σε χώρους (ή και
χώρες), αναπαράγοντας και αναμεταδίδοντας τις μουσικές τους. Τούτο δε πράττουν
και οι Moskus,
αφού για τις ανάγκες του δεύτερου άλμπουμ τους δεν θα προτιμήσουν κάποιο
στούντιο, αλλά μιαν εκκλησία, την Risør
kirke, ένα ξύλινο οίκημα του 17ου αιώνα στην πόλη Risør (καμμιά διακοσαριά
χιλιόμετρα ΝΔ του Όσλο), γνωστή (ίσως, σε ορισμένους) και από το Risør
Chamber Music Festival.
Οι μουσικές των Moskus είναι οπωσδήποτε… βορειοευρωπαϊκές. Τα πιανιστικά passages, οι μελωδίες δηλαδή
που αναπτύσσει η Anja Lauvdal,
διαθέτουν εν αφθονία το μινιμαλιστικό στοιχείο (αρκούν λίγες νότες σε μέσο ή
αργό τέμπο για να περιγράψουν συναισθήματα και καταστάσεις), το οποίο
επιτείνουν αδρές μπασογραμμές, όπως και μια κρουστή ποικιλία, η οποία ακολουθεί
με πίστη την βασική θεώρηση. Αυτή η εκφραστική παλέτα, που είναι απολύτως
συμβατή με τη φύση και το τοπίο, επιτείνεται και από το… εκκλησιαστικό
στούντιο, το οποίο συμμετέχει επί ίσοις όροις στο τελικό ηχογραφικό αποτέλεσμα.
Εννοώ πως η ακουστική της Risør kirke
είναι τέτοια που «επιτρέπει» στο πιάνο ν’ ακούγεται κάπως «τραχύ» μέσα στην
ούτως ή άλλως nordic
περιβολή του, με το μπάσο και τα κρουστά να αποκτούν ένα… εξώκοσμο «βάθος»,
δίνοντας ώθηση σ’ ένα άκουσμα λεπτών και συγκρατημένων συναισθηματικών
εναλλαγών.
1982: A/B [HUBROCD2532,
2014]
Ένα σχήμα, ένα συγκρότημα από την Νορβηγία που έχει για
όνομά του μια χρονιά, 1982... Δεν ξέρω αν είναι πρωτότυπο (μπορεί ναι, μπορεί
και όχι), εκείνο που ξέρω (και ακούω) είναι πως οι 1982 είναι ένα πολύ
ενδιαφέρον τρίο, που φθάνει στο τέταρτο άλμπουμ του (κυκλοφορεί σε LP και CD) μετά από μια πορεία, η οποία,
χονδρικώς, περιλαμβάνει έργα από το χώρο του… λυρικού αυτοσχεδιασμού.
Στο παρόν “A/B” [Hubro, 2014], που δημιουργείται εξ αρχής με τη λογική του LP, οι
βασικοί συμμετέχοντες Nils Økland βιολιά,
φωνή, Sigbjørn Apeland αρμόνιο, πιάνο και Øyvind Skarbø ντραμς, κρουστά, συνεργάζονται στην πρώτη πλευρά του
δίσκου και στο track “18:16” (τίτλος του track είναι η διάρκειά του) με μιαν
ομάδα πνευστών μουσικών (κλαρινέτο, φλάουτο, μπασούν, τρομπόνι, κόρνο) υπό την
διεύθυνση του Stian Omenås
(γνωστός, ίσως, από τις συνεργασίες του με τον Kenny Wheeler και άλλους διαφόρους). Το αποτέλεσμα έχει
να κάνει με μία κάπως ιδιόμορφη ηχητική κατάσταση, η οποία επιβάλλεται, βασικά,
λόγω του αργού tempo
της. Η ανάπτυξη θυμίζει ηλεκτρονικές συνθέσεις, χωρίς όμως, εδώ, να υπάρχει
έστω και ίχνος από τη σχετική επεξεργασία. Απεναντίας, εκείνο που ακούμε
είναι ένα παράξενα αρθρωμένο συνεχές από διαρκή breaks πνευστών, βιολιού και
αρμονίου (συμβατικών οργάνων δηλαδή), που οικοδομούν εν τέλει μία στοχαστική
ατμόσφαιρα. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος πως ένας «ήχος ECM» είναι διακριτός στο “18:16” και πως η
έντονη αφηγηματικότητα της σύνθεσης έχει τη λογική του soundtrack, όντας ικανή να περιγράψει πρόδηλες
ποιητικές εικόνες. Τα πέντε κομμάτια της δεύτερης πλευράς (με διάρκειες που
κυμαίνονται από δύο έως πέντε λεπτά) δεν είναι εντελώς «άλλης» λογικής. Αν και
αφορούν στο βασικό τρίο (Økland, Apeland, Skarbø), αν
και εμφανίζουν, ενίοτε, μία ρυθμική ακολουθία που δεν αντιβαίνει, απαραιτήτως,
στην δημιουργία μιας «κενής» ατμόσφαιρας, το συνολικό αποτέλεσμα δεν αλλάζει.
Οι 1982 είναι ένα σχήμα nordic jazz, με
έντονα στοιχεία αυτοσχεδιασμού, ενσωματωμένα όμως σ’ ένα ευρύτερο, και κάπως
«ταρκοφσκικό», πλάνο.
STEIN URHEIM: S/T [HUBROCD2529, 2014]
Νορβηγός κιθαρίστας με έδρα το Bergen, ο Stein Urheim χειρίζεται
στο φερώνυμο αυτό LP/CD του όλα τα όργανα (και δεν
εννοώ μόνο τις κιθάρες, αλλά και φλάουτο, φυσαρμόνικα, άταστο μπουζούκι,
μαντολίνο, charango, banjo, αναλογικά σύνθια, εφφέ
κ.λπ.). Παρά ταύτα παίρνει και μια μικρή βοήθεια από τον Jørgen Træen σε
επιπλέον σύνθια και εφφέ. Οι επιρροές του Urheim είναι πολλές και ποικίλες, και αυτό δίνει ιδιαίτερο χρώμα
στο άλμπουμ του. Βασικά, θα έλεγα πως το blues αποτελεί την πιο τρανή αναφορά,
στην παλαιά country blues εκδοχή του, ενώ και τα δυτικο-αφρικανικά hints είναι και σαφή και εμφανή.
Διαθέτει, δηλαδή, κάτι το αρχέτυπο το “Stein Urheim”, αλλά ταυτοχρόνως και κάτι το «προχωρημένο», με τους
αυτοσχεδιασμούς του νορβηγού μουσικού να δίνουν και να παίρνουν.
MØSTER!: Edvard Lygre Møster [HUBROCD2527,
2013]
Σαξοφωνίστας είναι ο Kjetil Møster,
και σκέτο Møster είναι το συγκρότημά του,
που αποτελείται από τους Ståle Storløkken fender rhodes, moog, ηλεκτρονικά, Nikolai Eilertsen μπάσο,
ηλεκτρονικά και Kenneth Kapstad ντραμς (αυτός από τους Motorpsycho). Το 12λεπτο “Plastic Disco” ανοίγει το άλμπουμ και είναι πολύ
καλό, καθότι το γκρουπ αυτοσχεδιάζει πάνω σ’ ένα σχεδόν σταθερό beat (κάπου, νομίζω, πως
περνούν ακόμη και από το… “El bimbo”
των Bimbo Jet),
δίνοντας στη σύνθεσή τους έναν cosmic χαρακτήρα (με jazz progressive κλείσιμο). Αλλά και το επόμενο “Ransom bird” είναι εξαιρετικό, με
δυνατές prog-rock και
jazz-rock αναφορές, φέρνοντας στο νου ακόμη
και συγκροτήματα της Vertigo
(των early 70s) με σαξόφωνα. Το “Composition task #1” είναι ένα αργό κάπως
σαν άσκηση track για βαρύτονο σαξόφωνο, ενώ το έσχατο 16λεπτο “The boat” αποτελεί ένα…
ημι-πειραματικό jazz-rock, με φοβερό drive και
εντυπωσιακά παιξίματα.
CAKEWALK: Transfixed [HUBROCD2526, 2013]
Είχα γράψει για τους Cakewalk σε παλαιότερη ανάρτηση (18/1/2013) με αφορμή το τότε
άλμπουμ τους: «Οι εκπλήξεις της
νορβηγικής σκηνής τελειωμό δεν έχουν. Και πώς να έχουν δηλαδή όταν εν έτει 2012
κυκλοφορούν άλμπουμ όπως το “Wired” [CD2514] των Cakewalk; Με τι έχουμε να
κάνουμε λοιπόν εδώ; Απλώς, με ένα electro-kraut κατασκεύασμα, αχαλίνωτου heavy psych πάθους, πλημμυρισμένου στα σύνθια,
τα εφέ και τις κιθάρες». Τα ίδια και καλύτερα ισχύουν και για το προπέρσινο
“Transfixed”. Ακούστε
μόνο το “Ghosts” και
ψάξτε μόνοι σας όλες τις υπόλοιπες λεπτομέρειες…
Θυμάμαι ότι είχα δει τους Huntsville στο Μικρό Μουσικό Θέατρο, το 2007 νομίζω, μαζί με το Νίκο Βελιώτη... Αξιόλογοι.
ΑπάντησηΔιαγραφή