Η χρονιά μπορεί να μην έχει φθάσει ακόμη ούτε στη μέση της, όμως
το
“Ghost Tones/ Portraits of George Russell/ Solo duo ensemble” [a-side
records, 2015] του 80χρονου
Ran Blake
σημαντικότατου πιανίστα, συνθέτη και δασκάλου της σύγχρονης
jazz («εικόνα» τού περίφημου
New England Conservatory, ή
NEC για συντομία, στη
Βοστόνη, για περισσότερο από 40 χρόνια) βάζει σοβαρή υποψηφιότητα, για ένα από
τα «καλύτερα» του 2015. Δεν είναι αυτό το σημαντικότερο, και ας το προτάσσω απ’
ό,τι άλλο. Το σημαντικό είναι αυτό καθαυτό το
CD, οι μουσικές που περιέχει, το
concept, που με τόση
πληρότητα και ευλάβεια υλοποιείται. Ένας φόρος τιμής, κατά βάση, στον θρύλο
συνθέτη, τζαζ πρωτοπόρο, θεωρητικό και δάσκαλο της
jazz στο
NEC George Russell (1923-2009), μια
εξέχουσα καλλιτεχνική μορφή με έργο τρανό, απείραχτο από το χρόνο.
Blake και Russell
δεν υπήρξαν απλώς φίλοι και συνταξιδιώτες στο NEC, αλλά και κάτι περισσότερο. Αυτό το περισσότερο
διηγείται με το δικό του τρόπο ο Ran Blake στο ένθετο του CD. Αναφέρονται πολλά. Θα μεταφράσω
εκείνα που θα μας δώσουν να καταλάβουμε περί τίνος ακριβώς πρόκειται… Γράφει ο Blake:
«Όταν το 1957
κυκλοφόρησε το άλμπουμ του George Russell “The Jazz Workshop” στην RCA-Victor, το άκουσα τόσo πολλές φορές με
αποτέλεσμα να λιώσω κάμποσες κόπιες, αγοράζοντάς το ξανά και ξανά από τα
δισκάδικα. Υπήρχαν τόσα φοβερά κομμάτια σ’ εκείνον το δίσκο: το “Ezz-Thetic”, που περιέχει ένα σόλο του Bill Evans, το οποίο
λίγο αργότερα θα αναπτυσσόταν στην ιστορική εγγραφή τού “Love for sale” από τον Miles Davis (σ.σ. 26/5/1958), τη στοιχειωτική
αναδρομή στην αμερικανική nostalgia μέσω του “The ballad of Hix Blewitt”, εκεί
που ο Hal McKusick τα δίνει όλα στο φλάουτο, αλλά κι εκείνο το αργό groove στο “Jack’s blues”. Αργότερα μου άρεσε
πολύ κι ένα άλλο άλμπουμ του, το “Vertical Form VI” (σ.σ. ηχογράφηση
του 1977, κυκλοφόρησε το 1981), ένα μεγάλο ταξίδι του George στην
ηλεκτρονική μουσική. Ήταν όμως το “The Jazz Workshop”, που
μ’ έκανε φαν του από τόσο παλιά.
Το 1959 το LP εκείνο ήταν εκτός κυκλοφορίας. Αυτό με είχε αναστατώσει
τρομερά, επειδή ήταν (και είναι ακόμη) ένας από τους αγαπημένους μου δίσκους.
Ένοιωθα λοιπόν πως αν παρενέβαινα, με μιαν αναφορά μου γεμάτη από υπογραφές
διαφόρων, θα συγκινούσα τους υπεύθυνους της RCA-Victor για μιαν επανακυκλοφορία. Έκανα άνω κάτω τη Νέα Υόρκη
προσπαθώντας να προσελκύσω μουσικούς, ιδιοκτήτες κλαμπ, φίλους της τζαζ,
διασκεδαστές, σεκιουριτάδες των μαγαζιών, τη σπιτονοικοκυρά μου, ακόμη και
αξιωματούχους του ΟΗΕ για μιαν υπογραφή. Κάθε πρόσωπο που θα υπέγραφε, θα συμφωνούσε
επίσης ότι θ’ αγόραζε και μια κόπια από την επανέκδοση, καθώς επιθυμούσα η
αγάπη μου για τη μουσική του Russell να μοιραζόταν με κάθε
τρόπο.
Παρά πολλοί σημαντικοί
άνθρωποι και μουσικοί είχαν υπογράψει. Ανάμεσά τους και οι: Jaki Byard, Ornette Coleman, Chris Connor, Bill Dixon, Eric Dolphy, Harry “Sweets” Edison, Nesuhi Ertegun, Gil Evans, Jimmy Giuffre, Charles Mingus, J.J. Johnson, Kathleen Annie Pannonica Rothschild, Thelonious Monk και πολλοί-πολλοί άλλοι. Όταν
ετοίμασα κι έστειλα την αναφορά με τις υπογραφές, ο θρυλικός τζαζ παραγωγός της
Columbia και της RCA-Victor Goerge Avakian μού απάντησε προσωπικώς, λέγοντάς μου πως είχε
εντυπωσιαστεί από τον αριθμό και από το “βάρος” τους, και πως θα
προωθούσε το αίτημά μου προς τα ανώτερα κλιμάκια. Δυστυχώς το LP δεν επανεκδόθηκε παρά… 40 χρόνια αργότερα, το 1987, όταν
κυκλοφόρησε σε CD (σ.σ.
σίγουρα υπήρξε μία τουλάχιστον επανέκδοση νωρίς στα sixties, το discogs γράφει για 1962).
Πενήντα χρόνια
αργότερα, νοιώθω πως δεν υπάρχει καλύτερη αφορμή από αυτήν εδώ. Να δημοσιεύσω,
εννοώ, τις υπογραφές εκείνες, σαν εσωτερικό art cover τού νέου CD εις μνήμην του George, του συναδέλφου,
μέντορα και αγαπημένου φίλου μου».
Αυτά γράφει ο Ran Blake στο ένθετο, αλλά εξ ίσου σημαντικές, ή και ακόμη
σημαντικότερες, είναι οι συνθέσεις που αποδίδει ο ίδιος και οι συνεργάτες του
στο “Ghost Tones”.
Μάλιστα δεν ξέρω αν υπάρχει άλλο άλμπουμ του σημαντικού αυτού πιανίστα που να
ηχεί τόσο jazz, τόσο
λαϊκό, τόσο σύγχρονο και τόσο ηλεκτρονικά αβαντγκαρντίστικο ταυτοχρόνως. Και
όμως, όλα αυτά και άλλα τόσα συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτό το δισκάκι, που
αποτελεί πρόκληση (με τη σωστή έννοια) για οποιονδήποτε μουσικό μπαίνει στο χώρο και
μας… απασχολεί. Αν ένας άνθρωπος προσφέρει ένα τέτοιο άλμπουμ στα 80 του, τότε
τι θα πρέπει να κάνουν οι 40ρηδες ή οι 20ρηδες; Είναι ένα ερώτημα…
Δέκα επτά συνθέσεις είναι ηχογραφημένες στο “Ghost Tones”. Άλλες στάνταρντ (δύο
φορές το “Autumn in New York”
του Vernon Duke,
το “Manhattan” των Rodgers & Hart, το “You are my sunshine” του Jimmie Davis), άλλες του ιδίου του Blake και
των συνεργατών του (έξι τον αριθμό) και άλλες (επτά) του George Russell. Ας ξεκινήσουμε από
τις τελευταίες, για τις οποίες μάς έχει ήδη προϊδεάσει ο Blake στο κείμενό του. Το “Jack’s blues”, για παράδειγμα, που ενορχηστρώνεται
εδώ για πιάνο, τρομπέτα, τρομπόνι, ηλεκτρική κιθάρα και τύμπανα είναι μια
απίστευτα ευρηματική σύνθεση, ένα blues παντελώς ακατάτακτο, ένα «σχολείο» της σύγχρονης τζαζ. Το
ίδιο θα έλεγα και για το “Stratusphunk”,
το οποίον ο Blake το είχε ηχογραφήσει πρώτη φορά για το άλμπουμ του “Plays Solo Piano” στην ESP-Disk, το 1965. Για σόλο πιάνο είναι ηχογραφημένο κι εδώ –
ιλιγγιώδεις διαδοχές/εναλλαγές συγχορδιών, που ξεκινούν από τα 12 μέτρα για να
σε… στήσουν στα 11 (όπως είχα γράψει και παλαιότερα). Τόλμη χρειάζεται για ν’
αποδοθεί και το “Vertical Form VI”.
Δύο ηλεκτρικά πιάνα, ένα Casio
του Blake, ένα Fender Rhodes του
Eric Lane, όπως κι ένα ακόμη keyboard από
τον ίδιο παίκτη, και ακόμη τρομπόνι και τύμπανα συνθέτουν το οργανικό
οπλοστάσιο, που έρχεται να αποδώσει αυτό το ανέπαφο από το χρόνο καλειδοσκοπικό
κομμάτι. Κορυφαία σύνθεση του CD αποτελεί και η “Biography” των Ran Blake/Luke Moldof, περασμένη όλη μέσα
από το πιάνο και τα ηλεκτρονικά (χειρίζεται ο Moldof). Ένας συνδυασμός πρωτοπορίας και
νεορομαντισμού, που φανερώνει πόσο δημιουργικά ακατάτακτος παραμένει ο Blake ακόμη και στα 80 του.
Τέλος, από τις versions
ας σημειώσουμε εκείνη του κλασικού ύμνου τής americana “You are my sunshine”,
που έκανε τα τελευταία χρόνια μια… τρίτη καριέρα λόγω “O Brother, Where Art Thou?”. Pedal steel κιθάρα,
βιολί και πιάνο δεν είναι ένας συνδυασμός που τον συναντάμε κάθε μέρα, στις
ηχογραφήσεις του Ran Blake.
Κυρίως, όμως, δεν συναντάμε κάθε μέρα τον τρόπο άρθρωσης αυτού του θρυλικού
τραγουδιού – κυρίως τη μέθοδο που «κομματιάζει» τη μελωδία ο Βlake, σπάζοντάς την στα αρχέτυπά της,
δίχως να διαλύει την αρμονία της.
Τι άλλο να πει κανείς γι’ αυτόν τον πάντα στις επάλξεις μουσικό και τον γεμάτο «εκπλήξεις» νέο του δίσκο;