Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

RUNE GRAMMOFON δύο καινούρια διαμάντια για το τέλος της χρονιάς

Έχουμε γράψει και παλαιότερα για άλμπουμ της νορβηγικής εταιρείας Rune Grammofon [Recordisc], που πάντα θα πορεύεται από το καλό στο καλύτερο. Εδώ να δείτε!
JONO EL GRANDE: Melody of a Muddled Mason [RCD 2175, 2015]
Η φράση κλισέ «το πιο καλά κρυμμένο μυστικό»… της νέας νορβηγικής prog σκηνής εν προκειμένω, δεν ξέρω αν ισχύει για την περίπτωση τού κυρίου Jon Andreas Håtun ή αλλιώς Jono El Grande. Το λέω, γιατί ο Jono ηχογραφεί εδώ και καιρό (πάνω από 15 χρόνια) και όποιος έχει έστω και μια μικρή επαφή με τον κατάλογο της Rune Grammofon σίγουρα θα τον έχει πάρει χαμπάρι.
Το πιο πρόσφατο άλμπουμ του νορβηγού συνθέτη, κιθαρίστα, οργανίστα και τραγουδιστή έχει τίτλο “Melody of a Muddled Mason” και είναι από ’κείνα που θα εντυπωθούν στη μνήμη σου αμέσως, με την πρώτη κιόλας ακρόαση. Ο Jono δημιουργεί ένα σύγχρονο fusion άλμπουμ (όρος, που χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική έννοιά του και όχι με την… seventies μουσική), ανακατεύοντας με τρόπο δημιουργικό και ευφυή –καθότι απαιτείται εξυπνάδα όταν σκαρώνεις κάτι, που μπορεί να θυμίζει «τα πάντα», αλλά να είναι ταυτοχρόνως και δικό σου– στοιχεία του Rock in Opposition (και βασικά των Henry Cow) με «ζαππισμούς» (από τα ορχηστρικά LP του «θείου» των early seventies), υπαινιγμούς από τον Ήχο του Canterbury (τους Hatfield & The North εννοώ και εν μέρει τους Gong) και βουτιές στο ασθμαίνον prog των Gentle Giant. Όλα αυτά στο blender… και το αποτέλεσμα είναι ένα απολαυστικό mix, ασυζητητί ένα από τα ωριμότερα άλμπουμ που άκουσα μέσα στο 2015. Κομμάτια όπως το φερώνυμο 9λεπτο, όπως και το έσχατο 8λεπτο “Smother eve II” (δεν υπάρχει “I”) ανήκουν στην πρώτη γραμμή του σύγχρονου «δύσκολου» progressive.
Κυκλοφορεί και σε limited βινύλιο.
ELEPHANT9 with REINE FISKE: Silver Mountain [RCD 2174, 2015]
Κάτι περίεργο συμβαίνει με τους Νορβηγούς Elephant9 (Ståle Storløkken πάσης φύσεως πλήκτρα, Nikolai Hængsle Eilertsen μπάσο, ακουστικές κιθάρες, κρουστά, Torstein Lofthus ντραμς, κρουστά). Ενώ ξεκίνησαν σαν ένα κάπως ή εντελώς jazz-trio, στην πορεία απέκτησαν περισσότερα «χαμένα» χαρακτηριστικά! Space-psych-jazz να το πούμε αυτό που παρουσιάζουν πια οι Elephant9 στο “Silver Mountain”, άλμπουμ για το οποίο ζητούν και τη συμβολή του κιθαρίστα Reine Fiske (από τους Σουηδούς Dungen, The Amazing κ.λπ.); Να το πούμε… αν και τι σημασία έχουν οι ταμπέλες –ok, έχουν αυτή που έχουν– όταν η μουσική μιλάει από μόνη της;  
Πέντε μεγάλης διάρκειας tracks περιέχει το “Silver Mountain” (που κυκλοφορεί και σε 150 μόλις διπλά LP), με το μικρότερο απ’ αυτά να ξεπερνά τα 9 λεπτά και με το μεγαλύτερο τα 22! Κι ευτυχώς εδώ που τα λέμε, γιατί τέτοιοι δίσκοι είναι για να μην τελειώνουν.
Δεν έχω να πω περισσότερα… ακούστε και μόνοι σας… 

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ, ΜΕ ΧΑΡΑ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΡΙΕΣ! 

Περισσότερες ευκαιρίες σε όλους μας, και να απαλλαγούμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από τους ψεύτες πολιτικούς (και τους αυλοκόλακές τους), όπου κι αν βρίσκονται, που έχουν διαλύσει την καθημερινότητά μας.

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

για το “Sudden” των LUDMILA

Οι Ludmila είναι ένα ελληνικό συγκρότημα, που υπάρχει εδώ και κάμποσα χρόνια – παρότι τώρα σκάνε μύτη… μαζικά στη δισκογραφία. Και αναφέρομαι στο βινύλιό τους (300 αντίτυπα) που κυκλοφόρησε προσφάτως από την Labyrinth of Thoughts, και που περιλαμβάνει το πιο νέο άλμπουμ τους Sudden, αλλά και το “Hjärt-och” σε extra CD, που περιέχει εγγραφές τους από το 2008. Έχουμε λοιπόν μια όσο το δυνατόν πιο πλήρη ηχητική εικόνα ενός γκρουπ, που φτάνει στα δικά μου τουλάχιστον αυτιά (ο ήχος) από πενταετίας…
Ποιοι αποτελούν σήμερα τους Ludmila; Η Φλώρα Ιωαννίδη φωνή (από τους Make Believe), ο Σπύρος Καμιναράς κιθάρες, φωνή, ο Νίκος Πασχαλίδης κιθάρες, ο Παντελής Κούρταλης μπάσο και ο Γιώργος Αποστόλου ντραμς (κι αυτός με θητεία στους Make Believe). Το συγκρότημα, όπως όλοι αντιλαμβανόμαστε, είναι κιθαριστικό – αν και αυτό από μόνο του δεν λέει κάτι. Τι είναι αυτό που… δεν λέει απλώς κάτι, αλλά πάρα πολλά; Το υλικό των Ludmila, ήτοι τα τέσσερα tracks της πρώτης πλευράς του “Sudden” και τα δύο της δεύτερης.
Ο ήχος των Ludmila θα μπορούσε να σχετίζεται με το stoner – αν και τα φωνητικά της Ιωαννίδη… δεν ακολουθούν το γενικότερο και ειδικότερο βάρος. Και είναι αυτό το γεγονός που δημιουργεί μια κάποια αντίστιξη, ας το πούμε έτσι, στο ηχητικό προφίλ του γκρουπ. Βαρύς ήχος, συνεχή και ατελείωτα riffs και από την άλλη φωνητικά, που θυμίζουν τα ψυχεδελικά ή και τα progressive (καλύτερα) σχήματα των αρχών του ’70.
Το “Day by day” που ανοίγει το άλμπουμ ξεκινά ήπια, για να ανεβάσει στροφές στην πορεία και με τη φωνή να ρέει αβίαστα. Η Ιωαννίδη τραγουδά με σιγουριά, διαπερνώντας τις ογκώδεις κιθάρες και το εξ ίσου βαρύτατο rhythm section. Το σόλο με τα πεντάλια στο τέλος προσθέτει μια space χροιά στη σύνθεση, που σε κρατάει «ψηλά» με τις… μετατοπίσεις της. Το “Oughta know” έχει μέσο προς γρήγορο τέμπο, θυελλώδεις κιθαρισμούς και, λόγω φωνητικών και πάλι, μια stoner ψυχεδελική διάσταση. Δυνατό τραγούδι! Τρίτο κομμάτι στη σειρά το 6λεπτο “Cover me”. Λίγοι στίχοι, που τραγουδιούνται σε χαμηλούς τόνους στην αρχή και που επαναλαμβάνονται στην πορεία, μέσα από συνεχή πυκνώματα και αραιώματα της κιθαριστικής αφήγησης. Η πλευρά θα κλείσει με το 4λεπτο “Shortcomings”. Διπλά (αντρικά-γυναικεία) φωνητικά, σ’ ένα τραγούδι που περιγράφει ψυχικές διαθέσεις, έχοντας έναν κάπως τελετουργικό χαρακτήρα.
Η δεύτερη πλευρά ανοίγει μ’ ένα μεγάλης διάρκειας track, το “Piece of mind”, που αποτελείται από δύο μέρη και διαρκεί κοντά στα 14 λεπτά. Το κομμάτι ξεκινάει ήπια, για ν’ ανεβάσει στροφές σιγά-σιγά. Η φωνή, πάντα με γερά πατήματα κινείται προς μια progressive κατεύθυνση και κατά βάση καθορίζει το κομμάτι, οι κιθάρες σταδιακώς φθάνουν μέχρι το κόκκινο (ωραία... στριγγλίζοντας) , ενώ και το ρυθμικό τμήμα είναι εκείνο που απαιτείται σ’ ένα κομμάτι τόσο μεγάλης διάρκειας. Η γνώμη μου για το “Piece of mind”; Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα κομμάτια που άκουσα από ελληνικό συγκρότημα μέσα στο ’15. Είναι progressive; Είναι, μ’ ένα σημερινό τρόπο. Πώς θα έπαιζαν οι Clear Blue Sky σήμερα; Ή, μάλλον, πώς παίζουν; Κάπως έτσι. «Κάπως» λέω… Το LP των Ludmila θα κλείσει με το “Tree”, ένα εξ ίσου βαρύ track (ενδεχομένως ακόμη περισσότερο prog), που κινείται στο ίδιο μοτίβο με το “Piece of mind” και με την Φλώρα Ιωαννίδη να τραγουδάει αγέρωχα, «αδιαφορώντας» για τον πανικό που αναπτύσσεται υπό τη φωνή της.
Ένα πέταγμα ακόμη πιο ψηλά είναι η δεύτερη πλευρά, ανεβάζοντας συνολικώς το “Sudden”.
Όπως γράψαμε και στην αρχή η έκδοση της Labyrinth of Thoughts περιλαμβάνει σε extra CD και το άλμπουμ “Hjärt-och”, που ηχογραφήθηκε το 2008. Αν και είναι επτά χρόνια παλαιότερο από το “Sudden” θα μπορούσα να ισχυριστώ πως αποτελεί έναν προπομπό του. Συνθετικώς δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές. Οι διαφορές έχουν να κάνουν με τις ενοργανώσεις (σήμερα υπάρχει και δεύτερη κιθάρα), ενώ και η παραγωγή είναι (τώρα) πιο «σκοτεινή». Κάποια τραγούδια έχουν αυτό το shoegazing στυλ, ενώ άλλα είναι πιο «βαριά» – αν και, γενικώς, θα έλεγα πως αμφότερα τα στυλ συνυπάρχουν στα κομμάτια. Εντάξει, εγώ προσωπικώς γουστάρω ασυζητητί τον ήχο του “Sudden”, αλλά και το “Hjärt – och” δεν μας χαλάει (ιδίως αν έχουμε να κάνουμε με τραγούδια σαν και το “Safe & sorry”).

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Χάθηκε ο LEMMY, ο μάστερ του «μεταλλικού» σύμπαντος - Όταν οι Motörhead έπαιξαν για πρώτη φορά στην Αθήνα, τον Μάρτιο του 1988

Ο Lemmy αγαπούσε την Ελλάδα, αλλά και οι έλληνες ροκάδες και μεταλλάδες έπιναν και θα πίνουν πάντα νερό στ’ όνομά του. Ο Lemmy υμνήθηκε απ’ όλους και υμνείτο υπό μονίμου βάσεως – κι αυτό είναι κάτι σπάνιο, για όσους ζουν πολλά χρόνια. Γιατί, να μην το ξεχνάμε αυτό, ο Ian Kilmister πάτησε τα 70, πριν μας χαιρετήσει…
Θυμάμαι στη δεκαετία του ’80, κυρίως, το πώς αντιμετώπιζαν οι έλληνες κριτικοί τους Motörhead. Ακόμη και οι πιο δύστροποι απ’ αυτούς, που θα έθαβαν ακόμη και τον… αριστουργηματικό δίσκο της μάνας τους ή της κόρης τους, είχαν πάντοτε να γράψουν διθυράμβους για τον Lemmy. Αναγνώριζαν σ’ αυτόν και στα τραγούδια του το πιο πούρο, αγνό και καθαρό rock n’ roll, που θα μπορούσε να (μας) δονεί μέχρι το άπειρο. Και είναι αλήθεια πως καμμία rock n’ roll μπάντα του κόσμου (ούτε καν οι Rolling Stones) δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεπεράσει τα vibes των Motörhead στη σκηνή. Όποιος τους είχε δει, έστω και μια φορά live, το ξέρει…
Αυτό σχετίζεται με το... πιο μετά. Ρόδον '90...
Το 1988, τον Μάρτιο, οι Motörhead με τον Lemmy επισκέπτονται την Αθήνα. Δίνουν στο Σπόρτινγκ τρεις συναυλίες, η πρώτη εκ των οποίων (εκείνη που έτυχε να δω κι εγώ) ήταν το κάτι άλλο. Δεν έχει ξανακουστεί τέτοιος ήχος στη χώρα μέχρι τότε. Πώς δεν είχε γκρεμιστεί το Σπόρτινγκ μόνο ο θεός το ήξερε… Αφάνταστο και… αφόρητο μπουμπουνητό, που οδηγούσε τους χιλιάδες θεατές της σάλας στο παραλήρημα και την έκσταση…  

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

ΑΝΤΡΕΪ ΒΟΖΝΕΣΕΝΣΚΙ οι Jefferson Airplane και η ψυχεδέλεια, το LSD και ο Allen Ginsberg, το ροκ στην πρώην Σοβιετία και οι μεταφράσεις της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ

Ίσως δεν υπάρχει άλλη περίπτωση τόσο αναγνωρισμένου ποιητή, όπως ήταν/είναι ο Ρώσος Αντρέι Βοζνεσένσκι ή και Βοζνισιένσκι (1933-2010), αλλά την ίδιαν ώρα και τόσο σποραδικά μεταφρασμένου στη χώρα μας. Με τον Βοζνεσένσκι ασχολήθηκε, βασικά, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ στο μνημειώδες τομίδιο τής σειράς «Σύγχρονη Ποίηση» των εκδόσεων τσέπης του Μπουκουμάνη, που τυπώθηκε τον Ιούνιο του ’74 (επί δικτατορίας ακόμη), και αυτό το τομίδιο παραμένει, 40+ χρόνια μετά, η συνολικότερη μεταφραστική απόπειρα πάνω στο συγκεκριμένο έργο.
Το βιβλίο ανοίγει μ’ έναν πρόλογο του βρετανού ποιητή W.H. Auden (1907-1973), του διασημότερου μεταφραστή τού Βοζνεσένσκι στη Δύση, που σχετίζεται με τις δυσκολίες της (μεταφραστικής) προσπάθειας. Γράφει ο Auden:
«Για τον Βοζνισιένσκι ξέρω ότι τον θαυμάζουν πολλοί συμπατριώτες του κι αφού διάβασα κατά λέξη μεταφράσεις των ποιημάτων του, μελέτησα μετρικά πρότυπα κι άκουσα από μαγνητοφωνήσεις τον ίδιο τον ποιητή να διαβάζει τα ποιήματά του, πείστηκα ότι οι θαυμαστές του έχουν δίκιο.
Σαν συνάδελφος εντυπωσιάστηκα πρώτα και κύρια από την τεχνική του. Να ένας ποιητής που τουλάχιστον γνωρίζει ότι πριν απ’ οτιδήποτε άλλο ένα ποίημα είναι ένα προφορικό τεχνούργημα που πρέπει να είναι τόσο γερά κατασκευασμένο όσο ένα τραπέζι ή ένα ποδήλατο. Οτιδήποτε μπορεί να επιτύχει κανείς στη ρωσική γλώσσα με το ρυθμό, τη ρίμα, τη συνήχηση και τις αντιθέσεις, το γνωρίζει με απόλυτη σαφήνεια. Τεχνάσματα όπως η εισαγωγή μιας ιδιωματικής λέξης για τη μύτη στη μέση του πιο συμβατικού λόγου, μπορεί κανείς λίγο-πολύ να τα αναπαράγει σε μια άλλη γλώσσα, αλλά ο ποικιλόμορφος τρόπος που χρησιμοποιεί τα διάφορα μέτρα, είναι ικανός να φέρει σε απελπισία οποιονδήποτε μεταφραστή».
Αμερικανικός δίσκος της Monitor από το 1963/64, με τους Γεβγκένι Γεφτουσένκο και Αντρέι Βοζνεσένσκι να απαγγέλουν ποιήματά τους. Λίγα χρόνια αργότερα, στο ίδιο label κυκλοφόρησε και το ψυχεδελικό άλμπουμ των Freeborne Peak Impressions”… Έτσι το λέω…
Ο Auden λέει και κάτι άλλο σημαντικό για τον τρόπο που λειτουργούσε (στην εποχή του ακόμη) η ποίηση στη Ρωσία…
«Οι κοινωνικές και οι ιστορικές μνήμες, εμάς των Άγγλων ή των Αμερικάνων, είναι διαφορετικές από των Ρώσων. Για να αναφέρω μια μόνο διαφορά οι ποιητές στις δικές μας χώρες δεν θεωρήθηκαν ποτέ αρκετά σημαντικοί, κοινωνικοί παράγοντες για να τους προσέξει το κράτος, να τους ενθαρρύνει ή να τους αποθαρρύνει, να τους χρηματοδοτήσει ή να τους λογοκρίνει. Αντίθετα, στη Ρωσία, κάτω από οποιοδήποτε πολιτικό σύστημα, πάντα τους έπαιρναν στα σοβαρά. Μόνο, όμως, μέσα από τις δικές μας εμπειρίες μπορούμε να διαβάσουμε τον Βοζνισιένσκι και να κερδίσουμε κάτι. Αν επιχειρήσουμε να τον διαβάσουμε σαν να είμαστε οι Ρώσοι αναγνώστες του, είναι βέβαιο ότι πολλά θα παρερμηνεύσουμε».

MK-O αιθέρας

Το τέταρτο άλμπουμ των MK-O, που, όπως διαβάζω στο εσωτερικό τού gatefold, κυκλοφόρησε με την ΑΥΓΗ της 28/2/2015, έχει κάτι που το διαφοροποιεί από τα προηγούμενα τρία. Έχει ελληνικό τίτλο – και αυτό κάτι σημαίνει (το διαπίστωσα με την πρώτη ακρόαση). Σημαίνει πως έχει ελληνικό χρώμα και ακόμη δύο τραγούδια (συν τα δώδεκα ορχηστρικά), τα οποία αποδίδονται στη γλώσσα μας. Αυτά για αρχή, πριν πούμε τα περισσότερα…
Οι MK-O, δηλαδή η Μαρίνα Καναβάκη και ο Oannes (Σωκράτης Παπαχατζής), την τελευταία δεκαετία χοντρικά παρουσιάζουν και προτείνουν τη δική τους electronica (όπως αποκαλούσαμε αυτό το στυλ πριν κάποια χρόνια), το δικό τους, αν θέλετε, electro-rock, που έχει βάση σε όλες τις δεκαετίες τής… λαϊκώς εφηρμοσμένης ηλεκτρονικής (από τα seventies και μετά εννοώ). Στον «Αιθέρα» [Κόκκινη Καρφίτσα, 2015] τα ηχητικά τοπία που αναπτύσσουν οι MK-O συνεχίζει να καθορίζονται τόσο από την εξωτερική, ας την πούμε περιβαλλοντική, διάστασή τους, όσο και από την… παραμέσα, εκείνη που έχει να κάνει με το είναι, τις απόψεις και τις ιδέες μας – με το πώς εξελίσσεται, μέσα απ’ όλα τούτα, η καθημερινότητά μας. Έχουμε να κάνουμε λοιπόν μ’ ένα electro που διατηρεί επαφή όχι μόνο με την αισθητική, αλλά και με την κοινωνία – κάτι που διαφαίνεται απ’ ορισμένους τίτλους, που δρουν προγραμματικά («Ο ζόφος στην οθόνη»), αλλά και… αμέσως και σαφώς, αν αναφερόμαστε στη μελοποίηση του ποιήματος «Αχ, αυτοί» του Ηλία Πετρόπουλου («Αχ, αυτοί [εμείς] οι μετριοπαθείς επαναστάτες/ Αχ, αυτοί [εμείς] που φοράνε κουστούμι τρουά-πιες/ Αχ, αυτοί [εμείς] που γαμάνε με τα λεφτά τους»).
Επί του… περιβλήματος τώρα, θα λέγαμε πως οι αναφορές στην jazz και το blues, που είχαν πρώτο ρόλο στο προηγούμενο CD των ΜΚ-Ο, το “Blues for the White Nigger” [Puzzlemusik, 2011], υπάρχουν και στον «Αιθέρα», όπως υπάρχουν, το ξαναλέω, και πιο ελληνικές αναφορές – στο «Αρμόζει» π.χ., ένα τραγούδι που τοποθετείται στο τέλος της διαδρομής σμυρνέικο-ρεμπέτικο-λαϊκό. Επίσης καταγράφονται κομμάτια χαμηλών τόνων (ας τα πούμε περιβαλλοντικά, ατμοσφαιρικά) και άλλα περισσότερο «μπιτάτα», που ανεβάζουν στροφές και διαθέσεις («Ξύπνημα»), παρότι το συνολικότερο άκουσμα θα το χαρακτήριζα περισσότερο ενδοσκοπικό παρά εξωστρεφές.
Σε κάθε περίπτωση ο «Αιθέρας» είναι ένα κάπως «βαρύ» electro άλμπουμ, που αποκαλύπτεται σταδιακά στον ακροατή – σ’ εκείνον τον ακροατή, που θα θελήσει ν’ ακούσει όντας σε φάση… χαλαρής εγρήγορσης.
Επαφή: www.mk-o.com

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

HERMES RECORDS εγγραφές από το Ιράν

Πριν λίγο καιρό έφθασε στα χέρια μου μια ακόμη σειρά ιρανικών CD (αυθεντικών ιρανικών εννοώ) με σύγχρονες avant ή και folk μουσικές, παραγωγές της εταιρείας Hermes Records. Τα CD εισάγονται στην Ελλάδα από την Recordisc και είναι εξαιρετικής… εξωτερικής ποιότητας. Ο Ramin Sadighi, ιδρυτής της εταιρείας, έχει ως πρότυπό του την ECM, έτσι οι παραγωγές του μοιάζουν με τις αντίστοιχες του γερμανικού label. Από μουσικής πλευράς; Το ίδιο ή και… περισσότερο ενδιαφέρουσες!
QUARTET DIMINISHED: Station One [Hermes HER-077, 2015]
Το κουαρτέτο Diminished αποτελείται από τους Ehsan Sadigh ηλεκτρική κιθάρα, Peter Soleimanipour τενόρο, σοπράνο, μπάσο κλαρίνο, Mazyar Younesi πιάνο, φωνή, Rouzbeh Fadavi ντραμς και ηχείόπως ίσως δεν φαντάζεστε! Εννοώ πως έχουμε να κάνουμε μ’ ένα… progressive κατά βάση σχήμα, ένα σχήμα που ανακατεύει jazz/improv, folk, rock και avant μ’ έναν αναπάντεχο –γιατί όχι;– τρόπο. Συγκροτημένοι σε σώμα στις αρχές του 2013, οι Quartet Diminished είναι ολοφάνερο πως είναι μια μπάντα «διαβασμένη». Γνωρίζουν τα τερτίπια και τις διαμορφώσεις ποικίλων δυτικών ηχοχρωμάτων, και πάνω σ’ αυτό το πλαίσιο, που εμπεριέχει και αυτοσχεδιασμό, προσθέτουν διάφορα δικά τους παραδοσιακά μοτίβα, δημιουργώντας μακρόπνοες όσο και «προχωρημένες» καταστάσεις. Γιατί ειδικώς στα μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια, το σχεδόν 13λεπτο “Station one” και το 11λεπτο “Speechless rhythm”, οι Ιρανοί «ξεφεύγουν». Με την κιθάρα να δημιουργεί συχνά ένα διαρκές, αλλά ευμετάβλητο ηλεκτρικό υπόστρωμα, με το πιάνο να εμφανίζεται πολλάκις ως ρυθμικό όργανο, με τα πνευστά να κάνουν την περισσότερη μελωδική δουλειά και με τα κρουστά να «γεμίζουν» αναλόγως με τις ανάγκες, οι συνθέσεις των Quartet Diminished απογειώνονται μ’ έναν τρόπο που μπορεί να φέρνει στο νου πολύ συγκεκριμένα και ειδικά δυτικά projects – όπως τους Ελβετούς Nik Bärtschs Ronin για παράδειγμα (που ηχογραφούν για την ECM). Απολαυστικά ηλεκτρικά τα “Turned out to be”, “Tehran” και “Yelemsi” δείχνουν και αυτά πως οι ιρανοί μουσικοί δεν είναι απλώς «μάστορες» (κάτι αναμενόμενο, καθότι η μουσική στο Ιράν αποτελεί πολύ μεγάλη αξία), αλλά και κύριοι πλήθους αλλότριων ηχοχρωμάτων με τα οποία συνδιαλέγονται από θέση ισχύος.
AMIR POURKHALAJI: Eyes Shut [Hermes HER-075, 2015]
Σόλο πιάνο άλμπουμ είναι το “Eyes Shut” του Amir Pourkhalaji. Θα μπορούσε να το χαρακτηρίσουμε και σαν… iranian romance, αν υποτεθεί –κι έτσι πρέπει να ’ναι– πως ο Keith Jarrett αποτελεί μιαν ισχυρή επιρροή για τον πιανίστα. Γράψαμε για επιρροή όμως, και μόνο… και το λέω επειδή το “Eyes Shut” έχει προσωπικό χρώμα, που το κάνει αμέσως ξεχωριστό. Ο Pourkhalaji συνθέτει και αυτοσχεδιάζει δημιουργώντας, έχοντας κάποιο πλάνο, κάποιο σχέδιο. Οι νότες του «πέφτουν» αργά, με σπάνια clusters, και εκτελούνται, ενίοτε, εκμεταλλευόμενες το χώρο – το στούντιο. Υπάρχει θέλω να πω μιαν αντήχηση κι ένα βάθος στην ηχογράφηση, που παρέχει κάτι μυστικό και απόκοσμο στο άκουσμα και που ανακαλεί στη μνήμη μου, σε κάποια τουλάχιστον tracks, το πιάνο του Claudio Simonetti στους Goblin. Μπορείτε να φαίνεται ανήκουστο, αλλά δεν είναι.
AMIR MAHYAR TAFRESHIPOUR: Pendar [Hermes HER-074, 2013]
Ο Amir Mahyar Tafreshipour (γεννημένος στην Τεχεράνη το 1974), είναι ένας αναγνωρισμένος σύγχρονος ιρανός συνθέτης, το έργο του οποίου έχει παρουσιαστεί ακόμη και στο Λονδίνο (π.χ. η όπερά του “The Doll behind the Curtain”, που ανέβηκε στο Tete a Tete Opera Festival τον Αύγουστο του 2015). Στο παρόν άλμπουμ, που τιτλοφορείται “Pendar”, ένα σχήμα, αποτελούμενο από μουσικούς που παίζουν βιολί, πιάνο, κοντραμπάσο, τσέλο, φλάουτο, όμποε και άρπα, ερμηνεύει μια σειρά συνθέσεων του Tafreshipour, που αφορούν σε έξι διαφορετικά έργα. Στο πρώτο που αποκαλείται «Ελεγεία για Άρπα, Βιολί και Τσέλο» διακρίνονται περσικά μουσικά στοιχεία (στη διάρθρωση της ελικοειδούς μελωδίας), που σε συνδυασμό με τις υψηλές αρμονικές στο βιολί και το τσέλο δημιουργούν μια κάπως δραματική ατμόσφαιρα. Στο “Pendar for flute” προάγεται ένα χαλαρό και γαλήνιο παίξιμο-πνεύμα, με το φλάουτο να ακολουθεί ήπιες γραμμές, με μικρές εξάρσεις. Το “Images of Childhood for Piano” αποτελείται από 12 μικρής διάρκειας συνθέσεις (ελάχιστες εκ των οποίων ξεπερνούν το ένα λεπτό). Ο Tafreshipour επηρεασμένος από τις “Kinderszenen” (1838) του Robert Schumann επιχειρεί στο δικό του χώρο, με ανάλογες διαθέσεις. Στο σχεδόν 6λεπτο “Pendar for Double Bass” ο κοντραμπασίστας Dave Brown (που έχει classical και pop πορεία) ερμηνεύει σόλο, παίζοντας περισσότερο με δοξάρι και παράγοντας ολοκληρωμένα μελωδικά ηχοχρώματα. Το “Pendar for Oboe” δεν διαφέρει κατ’ ουσίαν από το προηγούμενο track. Ο John Anderson του Royal College of Music, μελωδεί ακαταπαύστως, ανεβοκατεβαίνοντας τη σκάλα του οργάνου (και ενίοτε... βασανίζοντάς το). Το έσχατο “Dialogue for Violin & Piano” είναι το πιο μεγάλο στο χρόνο track του CD, αφού αγγίζει τα εννέα λεπτά. Βασικά, πρόκειται για μια συρραφή μικρότερων συνθέσεων που επιχειρούν να συγκεράσουν περσικά και δυτικά στοιχεία, μέσω μιας άλλοτε νευρώδους και άλλοτε πιο ήπιας διαμόρφωσης.
SHAHRAM GHOLAMI, PEJMAN HADADI, RAJEEB CHAKRABORTI: One Day [Hermes HER-072, 2012]
Πιο παραδοσιακό άκουσμα φαίνεται πως έχουμε εδώ (φαίνεται λέω), καθώς ένα trio, οι Shahram Gholami barbat (ας το πούμε και περσικό ούτι), Pejman Hadadi κρουστά και Rajeeb Chakraborti sarod αυτοσχεδιάζουν «χαμένοι» στο χρόνο. Τρία tracks, ένα 21 λεπτά, ένα 18 κι ένα 12, δύο έγχορδα κι ένα κρουστό και βεβαίως μακριές «συνομιλίες» που διεξάγονται σε χαμηλούς τόνους και που αναπτύσσονται μ’ έναν υπνωτικό τρόπο. Οι δεξιοτεχνίες των παικτών είναι προφανείς, όπως είναι προφανής και η περιστροφή, ξανά και ξανά, αλλά ποτέ με τον ίδιο τρόπο, γύρω από ένα νοητό μελωδικό κέντρο, που δημιουργεί αυτήν την αίσθηση τού άναρχου και του αέναου.