Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2021

ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ η σπουδαία τραγουδίστρια έφυγε πρόωρα από τη ζωή – με πλήρες όραμα για την «εικόνα» του τραγουδιού, δοκίμασε το καινούριο στην πίστα κι έγραψε ιστορία

Μπορεί τα τελευταία πολλά χρόνια η Χριστιάνα να είχε αποτραβηχτεί από τα φώτα τής δημοσιότητας, όμως αυτό δεν σημαίνει πως ο κόσμος την είχε ξεχάσει. Ίσα-ίσα... Τα τραγούδια της ακούγονταν συχνά-πυκνά στο ραδιόφωνο, με τους fans να ποστάρουν συνέχεια παλαιές και πιο νέες επιτυχίες της, με τις θεάσεις στο YouTube να εμφανίζονται μόνιμα ακμαίες και με τα σχόλια να αποδεικνύουν, απλά, την διαχρονική λατρεία, που έτρεφε για ’κείνην ο κόσμος.
Δεν ήταν, περαιτέρω, λίγες οι φορές όπου κάποιο από τα τραγούδια της θα διασκευαζόταν από νεότερους καλλιτέχνες, ανανεώνοντας το ενδιαφέρον του κοινού γι’ αυτή την μοναδική φωνή, που έφτασε πολύ ψηλά με τελείως αθόρυβο τρόπο. Χωρίς το αναίτιο σπρώξιμο από τα μίντια, τον Τύπο κ.λπ., με μόνο εφόδιο τα καταπληκτικά φωνητικά προσόντα της και βεβαίως την διάθεσή της να προβάρει το καινούριο και να ανανεώνεται.
Το «Μίλα μου» αυτό το τέλειο τραγούδι του Robert Williams, που είπε (σε δεύτερη εκτέλεση) η Χριστιάνα με τον Δάκη το 1977, και που ήταν μεγάλη επιτυχία τότε, καθώς έπαιζε ανελλιπώς σε ραδιόφωνα και τζουκ-μποξ, ξαναήρθε στην επικαιρότητα το 2003-04, όταν το είπαν οι νεότεροι Μάρω Λύτρα και Κώστας Καραφώτης, ενώ και ο Μιθριδάτης το 2013 δεν αμέλησε να ραπάρει πάνω στο «Εσύ που μ’ αγαπάς» (των Κώστα Χαριτοδιπλωμένου-Φίλιππου Γράψα), που είχε πει η Χριστιάνα το 1986.
Αφορμές πάντα υπήρχαν...
Μεγαλωμένη σε καλλιτεχνική οικογένεια, με αδελφή (Βασιλική Λαβίνα) και εξαδέλφη (Ελένη Βιτάλη) σημαντικότατες τραγουδίστριες, η Χριστιάνα ξεκινά δειλά την πορεία της στα πράγματα, νωρίς στην δεκαετία του ’70, όταν ήταν ακόμη κάτω από τα 20! Στην αρχή κάνει σεγόντα σε άλλους τραγουδιστές, πριν αρχίσει να χτίζει σιγά-σιγά ένα λαϊκό / ελαφρολαϊκό ρεπερτόριο (τραγουδώντας βασικά συνθέσεις του Νάκη Πετρίδη).
Το 1973 θα συμμετάσχει στον δίσκο των Γιώργου Κατσαρού-Πυθαγόρα «Ο Δρόμος για τα Κύθηρα» [
Philips], τραγουδώντας μαζί με τον Δημήτρη Μητροπάνο το κλασικό πια «Τα Κύθηρα ποτέ δεν θα τα βρούμε», αλλά ο πολύς κόσμος θα συνειδητοποιήσει την φωνή της για πρώτη φορά, την επόμενη χρονιά, όταν η Χριστιάνα θα πει (μόνη της) το «Έβγα τελάλη μου» (των Νίκου Ιγνατιάδη-Φίλιππου Νικολάου), ένα περίεργο τραγούδι, με φολκλορικές αναφορές (ήταν της μόδας τότε), που ακούστηκε πολύ, πάρα πολύ.
Τότε εμφανίζεται μάλιστα και σ’ έναν δίσκο του Απόστολου Καλδάρα και της Σώτιας Τσώτου, που είχε τίτλο «Σκόρπια Φύλλα» [Philips, 1975], τραγουδώντας ξανά μαζί με τον Δημήτρη Μητροπάνο, χωρίς όμως να επαναλάβουν οι δυο τους την επιτυχία των «Κυθήρων», παρότι ο δίσκος είχε καλά τραγούδια (με ευγενή πολιτικά μηνύματα).
Είναι η εποχή όπου η Χριστιάνα αρχίζει να γίνεται «όνομα». Μπορεί να είναι νωρίς ακόμη για να ξεδιπλώσει το ταλέντο της στην πίστα, στο πάλκο, αλλά η επιτυχία είναι τέτοια, που την φέρνει να συνεργάζεται στα μεγάλα μαγαζιά της εποχής, όπως την Φαντασία, σαν ίση προς ίση με τους Σταμάτη Κόκοτα, Δούκισσα, Μιχάλη Μενιδιάτη, Δάκη κ.ά.
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/hristiana-i-spoydaia-tragoydistria-efyge-proora-apo-ti-zoi

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

RABBI MEERKAT / BELLEROPHONE μία split κασέτα, δύο ελλήνων πειραματιστών

Πρόκειται για μία κασέτα της θεσσαλονικιώτικης Submersion Records, υπό τον τίτλοHuman Potential(2021), την οποίαν μοιράζονται δύο μουσικοί – ο Rabbi Meerkat, που με το κανονικό ονοματεπώνυμό του μας είναι γνωστός ως ντράμερ των progsters Mother Turtle, και ο Bellerophone (Δημήτρης Σαντζιλιώτης), για δουλειές του οποίου έχουμε γράψει κι άλλες φορές στο blog. Η πρώτη πλευρά της κασέτας με τα οκτώ tracks, ανήκει στον Rabbi Meerkat, ενώ η δεύτερη, με το ένα μόλις track, στον Bellerophone. Η κασέτα είναι φυσικά συλλεκτική καθότι είναι τυπωμένη σε 30 μόλις αριθμημένα αντίτυπα, αλλά υπάρχει και το digital για όποιον ενδιαφερθεί και δεν προλάβει.
Τα κομμάτια του Rabbi Meerkat, που όπως είπαμε είναι οκτώ, με διάρκειες μεταξύ δύο και τεσσάρων λεπτών, αποδίδονται βασικά από τον ίδιο, ο οποίος χειρίζεται ντραμς, κρουστά, πλήκτρα, κάνοντας και φωνητικά, ενώ σε μερικά εξ αυτών υπάρχουν και guests σε rhodes, μπάσο και φωνές.
Το βασικό γνώρισμα αυτών των tracks είναι η συνολική στήριξή τους από τα ντραμς και τα κρουστά. Το «κρουστό τμήμα», ας το πούμε έτσι, που είναι βαρύ και έντονο, υψηλού δυναμικού και volume δηλαδή, κυριαρχεί, και πάνω σ’ αυτό προστίθεται ό,τι προστίθεται. Το γενικότερο πλαίσιο είναι εκείνο του πειραματικού progressive, με στοιχεία punk-jazz και world, με την ρυθμομηχανή σε πρώτο πλάνο, και με όλους τους υπόλοιπους ήχους να συμβάλλουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, προς κάτι αισθητικώς τελειωμένο.
Και ευχάριστο, και εποικοδομητικό ως άκουσμα. Κάτι όχι αυτονόητο, οπωσδήποτε.
Η δεύτερη πλευρά της κασέτας, τώρα, έχει καταγραμμένο το 25λεπτο σχεδόν track του BellerophoneZivilisation”. Πρόκειται για κάτι τελείως διαφορετικό (από το άκουσμα της πρώτης πλευράς), καθ’ ολοκληρίαν ηλεκτρονικό (τα όργανα-μηχανήματα, που δημιουργούν τους ήχους είναι το μαγνητόφωνο Uher 4000, τα σύνθια Roland Juno-6 και Roland System-100m, ένα no input mixing board κι ένα Roland RE-201 space echo). Το άκουσμα είναι ενιαίο, αναπτύσσεται αργά και με πολύ συγκεκριμένες αλλαγές και μεταπτώσεις, διαθέτει παρεμβάσεις από φωνές και γενικότερες field recordings, ασυζητητί διαθέτει δομές και στοιχεία επαναληπτικότητας, φυσικά τείνει συχνά προς drone και noise κατευθύνσεις, κρατώντας σε σε μιαν εγρήγορση ως ακροατή, παρότι αντιλαμβάνεσαι από νωρίς την περίπου-εξέλιξή του.
Κλασικό electronic-experimental track, στην ροή των προηγούμενων προτάσεων του Bellerophone.
Επαφή: https://submersionrecords.bandcamp.com/album/human-potential

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΚΚΟΛΗΣ ένα ταλέντο του ελληνικού κινηματογράφου, που προσπάθησε, σε δύσκολες εποχές, να υλοποιήσει προκλητικές ιδέες – η ιστορία ενός εντελώς παραγνωρισμένου και τολμηρού σκηνοθέτη, με συνεχή καταδικαστικά αποτελέσματα

Δεν είναι πρωτοφανές δημιουργοί του ελληνικού κινηματογράφου να θεωρούνται «ξεχασμένοι» ή και «άγνωστοι», με το έργο τους να αγνοείται ευρύτερα, να είναι ανεύρετο, δίχως να έχει αποκατασταθεί ούτε καν ως ιστορικό δεδομένο και τεκμήριο. Και δεν λέμε εδώ, για «καλές» ή για «κακές» ταινίες, αλλά απλώς για ταινίες, που, στην πράξη, είναι εξαφανισμένες από παντού (ασχέτως αν υπάρχουν στα χέρια των δημιουργών τους, σε κάποιες ιδιωτικές συλλογές ή είναι αληθινά χαμένες).
Πίσω από τις ταινίες βρίσκονται, βεβαίως, οι σκηνοθέτες τους (και όσοι άλλοι συνέβαλαν στην υλοποίησή τους), οι οποίοι περιμένουν μάταια, πολλές φορές, να γραφτεί κάτι εποικοδομητικό για ’κείνους και το έργο τους, καθώς αρκετοί απ’ αυτούς φεύγουν από την ζωή, συχνά, χωρίς να το πάρει κανένας χαμπάρι.
Πόσες φορές είχε τιμηθεί και πόσα κείμενα είχαν γραφτεί για τον Κώστα Μανουσάκη για παράδειγμα, πριν εκείνος φύγει από την ζωή, εντελώς αθόρυβα, το 2005; Πού ήταν οι «ύμνοι» για τον «Φόβο» του, που τώρα κατακλύζουν τα μίντια, γραμμένοι είτε από νεότερους συναδέλφους του είτε από σινεφίλ γραφιάδες;
Φυσικά, δεν έχουν όλοι τις ίδιες ευθύνες για την αποκατάσταση ενός ξεχασμένου δημιουργού, σκηνοθέτη εν προκειμένω, καθώς την πρώτη και μεγαλύτερη ευθύνη θα την έχει πάντα, πρώτη, και πάνω απ’ όλους, η επίσημη πολιτεία, που στις διάφορες εκφάνσεις της, μέσα στις δεκαετίες, κυνήγησε άγρια, μέσω των θεσμών της, τους καλλιτέχνες και το έργο τους – καθώς το λογόκρινε, το πετσόκοψε, το έθαψε, το απαγόρευσε, το εξαφάνισε, το έκαψε...
Αυτή είναι η πρώτη, που πρέπει να τους αποκαταστήσει, και να τους ζητήσει εκ των υστέρων «συγγνώμη», για το απύθμενο κακό που τους έκανε. Και σαν δημιουργούς ειδικότερα, μα και σαν ανθρώπους γενικότερα, καθώς το κυνήγι και η περιθωριοποίηση συχνά τους στερούσε ακόμη και την επιβίωση.
Ίσως ο πιο κυνηγημένος και περιθωριοποιημένος σκηνοθέτης στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου να είναι ο Γιάννης Κοκκόλης – ένας δημιουργός με πολύ πρωτότυπες ιδέες, που προσπάθησε να τις υλοποιήσει, βασικά στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, πέφτοντας πάντα πάνω σε «τοίχους».
Τις ταινίες του Γιάννη Κοκκόλη, μία προς μία, θα προσπαθήσουμε από την μεριά μας να αναδείξουμε, μέσω αυτού του κειμένου – ταινίες σπάνιες ή ανύπαρκτες, που κρύβουν, όμως, όπως θα διαπιστώσετε, πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες.
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/cinema/giannis-kokkolis-i-istoria-enos-entelos-paragnorismenoy-kai-tolmiroy-skinotheti

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2021

PRINS OBI το τέταρτο άλμπουμ του λέγεται “The Grasshopper Lies Heavy”

Τέταρτο προσωπικό άλμπουμ για τον Prins Obi (για τα προηγούμενα τρία μπορείτε να δείτε τα σχετικά reviews «χτυπώντας» το όνομα του καλλιτέχνη στο search του blog), το The Grasshopper Lies Heavy (2021) κυκλοφορεί σε δίσκο βινυλίου και σε digital από την Inner Ear. Το άλμπουμ περιέχει δώδεκα τραγούδια (έξι ανά πλευρά), ανήκουν όλα στον Prins Obi (μουσική, στίχοι, ερμηνεία), στον δίσκο σχεδόν όλα τα όργανα παίζονται από τον ίδιο (σύνθια, κιθάρες, ντραμς, κρουστά κ.λπ.), αν και σε ορισμένα tracks υπάρχουν «βοήθειες» από μουσικούς που χειρίζονται ηλεκτρικές κιθάρες, ηλεκτρονικά, μπάσο, τραγουδώντας ή κάνοντας και φωνητικά.
Διαβάζοντας κάτι στο δίκτυο (bandcamp κ.λπ.) περί επιρροών του Prins Obi, σε σχέση με το συγκεκριμένο LP, μπορώ να πω ότι παραξενεύτηκα. Αναφέρονταν ονόματα όπως εκείνα των Todd Rundgren και Stevie Wonder, που μου δημιούργησαν... αναστολές σε σχέση με την επικείμενη ακρόαση. Δηλαδή είπα ένα... ωχ... από μέσα μου, αλλά ok. Τίποτα δεν μπορεί, στην πράξη, να επηρεάσει την ακροαματική διαδικασία. Προσπαθώ και οφείλω να είμαι, όσο πιο πολύ γίνεται, «καθαρός», όταν ακούω κάτι, δίχως να επηρεάζομαι από διάφορα αστάθμητα, που πέφτουν στην αντίληψή μου από ’δω κι από ’κει. Κι αυτό θα κάνω και για την περίπτωση του “The Grasshopper Lies Heavy”.
Γενικώς να πω, λοιπόν, πως το άλμπουμ είναι αρκετά ενδιαφέρον, δηλαδή πολύ καλό, ενώ δεν έχει και τόσο σχέση (έχει ελάχιστη) και ευτυχώς με... Todd Rundgren και Stevie Wonder. Τουλάχιστον εγώ δεν τους «ακούω», πολύ, εδώ. 
Εντάξει, ο Stevie Wonder είναι ο Stevie Wonder, ένας τεράστιος μουσικός, για τον οποίον έχω την γνώμη πως δεν είναι εύκολο, για πολλούς και διαφόρους λόγους, που δεν είναι άμεσα εξηγήσιμοι, να επηρεάσει ουσιαστικά έναν Έλληνα. Για δε τον Todd Rundgren δεν έχω να πω κάτι ιδιαίτερο. Τον έχω συνδέσει, ιδεολογικά, με τον... αποχαρακτηρισμό του rock ως πολιτικο-κοινωνικό συντελεσμένο και αισθητικά μ’ ένα συνονθύλευμα ήχων (ένα μπερδεμένο «λίγο απ’ όλα»), που εκτός κάποιων ελαχίστων εξαιρέσεων (“A Wizard, A True Star”) με αφήνει μάλλον αδιάφορο. Μπορεί να είναι καλός για τους Αμερικάνους, που μεγάλωναν στα σέβεντις, εντάξει, αλλά για μένα είναι βαρετός.
Και για να έλθουμε στον δίσκο του Prins Obi, εδώ υπάρχουν ωραίες, βρετανικού ψυχεδελικού τύπου μπαλάντες (με πλήκτρα και γυναικεία φωνή), όπως η εισαγωγική “Apricot jive” ή και η “Friends”, πιο funky tracks (εδώ «κρύβεται» κάπου ο Todd Rundgren), επίσης στηριγμένα στα πλήκτρα και με ωραία female vocals (“Banana”), κομμάτια που φέρνουν στην μνήμη Tamla, «τοίχους» και Stevie Wonder (“Devils treats”), αλλά υπάρχουν και κομμάτια με το πιάνο μπροστά, που χρωστούν περισσότερα σε Beatles και John Lennon (“The grasshopper lies heavy”, “Lady Kabbalah”), rock tracks (“Hard to pliz”), μπαλάντες (“Mercy”), γρήγορα και με την καλή έννοια εφετζίδικα electro / rock (“Youre the virus”, “Just a shield”), παράξενα τραγούδια με πλήκτρα, σχεδόν instrumental, γρήγορα στην εξέλιξή τους και πάντα pop, έχοντας να προτείνουν απλά και εύχρηστα μηνύματα (wake up, see the sun / try again, try again / look up, see the sun / try again, try again).
Ένα πολύ ευχάριστο pop άλμπουμ ποικιλιών είναι το “The Grasshopper Lies Heavy” του Prins Obi, που αν και ετοιμάστηκε μέσα στις καραντίνες, βγάζει κάτι θετικό και ελπιδοφόρο – και αυτό κρατάμε. Γιατί αυτό μένει...
Επαφή: www.inner-ear.gr

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2021

GORDON GRDINA δύο νέα άλμπουμ του σπουδαίου τζαζ κιθαρίστα και ουτίστα, στο δικό του label Attaboygirl Records

Ένα νέο jazz label έχουμε εδώ να παρουσιάσουμε, το καναδικό Attaboygirl, που «τρέχουν» ο κιθαρίστας-ουτίστας Gordon Grdina και η visual artist Genevieve Monro. Οι δύο πρώτες κυκλοφορίες της εταιρείας αφορούν σε δύο ξεχωριστά CD του καναδού μουσικού (είναι γεννημένος στο Βανκούβερ, το 1977), που μας είχε τόσο εντυπωσιάσει με τα προηγούμενα άλμπουμ του, το “Resist” [Irabbagast Records, 2020] (υπό Gordon Grdina Septet) και το “Gordon Grdinas Nomad Trio” [Skirl Records, 2020].
GORDON GRDINA’S SQUARE PEG: Klotski [Attaboygirl Records, 2021]
Το νέο σχήμα του Gordon Grdina αποκαλείται Square Peg και μέλη του είναι, πέραν του ιδίου, που χειρίζεται πάντα κιθάρες και ούτι, οι Mat Maneri βιόλα, Shahzad Ismaily μπάσο, moog synthesizer και Christian Lillinger ντραμς. Το σχήμα δεν δισκογραφείται για πρώτη φορά, καθώς έχει υπάρξει και το “TheLive at The White RoomSessions” από το 2019, όμως τώρα φαίνεται πως βρίσκεται σε μια πολύ δημιουργική φάση του, παράγοντας μουσική «ζεστή», «δυναμική», με ισχυρό feeling, ακαταπόνητες ιδέες και εντυπωσιακά παιξίματα.
Εξάλλου και οι υπόλοιποι τρεις οργανοπαίκτες, που συνοδεύουν, στους Square Peg, τον Καναδό, κάθε άλλο παρά τυχαίοι είναι. Ο Mat Maneri, με τεράστια δισκογραφία και συμμετοχή σε δεκάδες σχηματισμούς είναι εδώ και χρόνια μία «μορφή» της νεοϋορκέζικης jazz-avant σκηνής, όπως και ο Shahzad Ismaily εξάλλου (με τις πακιστανικές ρίζες), που πριν λίγα χρόνια τον είδαμε να υπογράφει, μαζί με τον Marc Ribot και τους υπόλοιπους Ceramic Dog, ένα από τα σημαντικότερα jazz-avant άλμπουμ της περασμένης δεκαετίας, το “YRU Still Here?” [enja / yellowbird, 2018]. Όμως και ο τέταρτος, και νεότερος μάλλον της παρέας, ο γερμανός ντράμερ Christian Lillinger, έχει τεράστια συνεισφορά στα ανάλογα πράγματα, με δεκάδες συμμετοχές και αξιολογότατα άλμπουμ (προσφάτως, εξάλλου, γράψαμε για το έξοχο “XXXX” στην ACT Music + Vision, που υπέγραφαν από κοινού οι Michael Wollny, Emile Parisien, Tim Lefebvre και Christian Lillinger).
Στο “Klotski” τώρα, όπως αποκαλείται η πιο νέα πρόταση των Gordon Grdinas Square Peg, που περιλαμβάνει οκτώ πρωτότυπα tracks, όλα συνθέσεις του Grdina, τα πλαίσιο παραμένει εκείνο της avant-jazz και της ελεύθερης φόρμας γενικώς, που πριμοδοτεί το πηγαίο και το αυθόρμητο.
Έτσι μέσα από κάποιους χαλαρούς «οδηγούς», που οπωσδήποτε υπάρχουν, ώστε η μουσική να μην γλιστρά προς το abstract, τα μέλη των Square Peg παρουσιάζουν στο “Klotski” τον καλύτερο εαυτό τους, δημιουργώντας ένα περιβάλλον έντονο και στα όριά του εκρηκτικό, εντός του οποίου αποτυπώνονται μελωδικά αυτοσχεδιαστικά πλαίσια, με συνεισφορά και από το ούτι ορισμένες φορές (“Bacchic barge”), καινοτομώντας και σε ηχοχρώματα – πέραν των περιπτώσεων με τις συνολικές-συναρπαστικές ενοργανώσεις τύπου “Sulfur city” (με ούτι, moog και όλα τ’ άλλα μαζί) και των εντυπωσιακών παικτικών ντεμαράζ τύπου “Sore spot”. Άλμπουμ κολοσσός! 
GORDON GRDINA: Pendulum [Attaboygirl Records, 2021]
Το “Pendulum” είναι το τρίτο σόλο άλμπουμ τού Gordon Grdina, καθώς έχουν προηγηθεί το “China Cloud” (2018), για ηλεκτρική κιθάρα και ούτι, και το “Prior Street” (2020) για κλασική κιθάρα και ούτι. Σ’ αυτό το τελευταίο μοτίβο κινείται και το “Pendulum”, στο οποίον ο καναδός μουσικός συνθέτει και αυτοσχεδιάζει, ξανά, για κλασική κιθάρα και ούτι, επιχειρώντας να εξερευνήσει δρόμους μουσικούς, που να φέρνουν σε μια κάποια επικοινωνία την Ανατολή με την Δύση.
Για περισσότερο από είκοσι χρόνια ο Gordon Grdina ασχολείται με το ούτι, σπουδάζοντας το όργανο με δάσκαλο τον Ιρακινό Rahim Alhaj, και εξερευνώντας τα κατατόπια του μέσα από τους δίσκους των Hamza El Din, Simon Shaheen, Anouar Brahem και Munir Bashir. Έχει φθάσει δηλαδή σ’ ένα τέτοιο σημείο, ο Καναδός, ώστε να μπορεί να στηρίξει ακόμη κι ένα σόλο-ούτι άλμπουμ, πόσω μάλλον ένα μεικτό CD, όπως είναι τούτο που μας απασχολεί εδώ.
Από τα επτά κομμάτια τού “Pendulum” πέντε είναι για σόλο κλασική κιθάρα, ενώ δύο είναι για σόλο ούτι. Σε κανένα track, δηλαδή, δεν συνηχούν τα δύο όργανα (με διπλή εγγραφή), ούτε υπάρχει track στο οποίο να ξεκινά το ένα όργανο και να συνεχίζει το άλλο. Η έννοια του σόλο είναι αυστηρή λοιπόν και αφορά και στα δύο όργανα.
Στα κομμάτια με κλασική κιθάρα η επιρροή από την σχετική κλασική φιλολογία είναι ολοφάνερη, ενώ στα κομμάτια με ούτι και ιδίως στο “The chase” είναι ολοφάνερη η αυτοσχεδιαστική προσέγγιση της Ανατολής. Το άλλο track με ούτι, το “Wayward”, αποτελεί επανεκτέλεση σύνθεσης που είχε ακουστεί για πρώτη φορά στο άλμπουμ “Ejdeha” [Songlines Recordings, 2018] των Gordon Grdinas The Marrow, ενώ έχει ερμηνευθεί και από το Gordon Grdina Quartet στο CDCoopers Park” [Songlines Recordings, 2019]. Άρα, σαν σύνθεση, αποτελεί μια σταθερή αξία του ρεπερτορίου του καναδού μουσικού, που έρχεται και επανέρχεται, ούσα πιο κοντά σ’ αυτή την «επικοινωνία» Ανατολής και Δύσης (με τις σχετικές εναρμονίσεις να ακούγονται εντυπωσιακώς).
Γενικώς οι επιρροές του Grdina μπορεί να αναζητηθούν σε πολλά και διαφορετικά αισθητικά πεδία, περάν της δυτικής και ανατολικής «κλασικής», όπως είναι η jazz, η pop των στάνταρντ και της Tin Pan Alley, το flamenco, το folk κ.λπ.
Ένα άλμπουμ απολαυστικό είναι το “Pendulum”, που θα μπορούσε να αφορά στον κατάλογο της ιστορικής Takoma Records.
Επαφή: www.gordongrdinamusic.com

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2021

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 414

23/11/2021
>>Πέθανε ο διεθνούς φήμης τενόρος Παύλος Ράπτης<< διαβάσαμε σήμερα στις ειδήσεις.
Σε πρώτη φάση το όνομα δεν μου έλεγε τίποτα, αλλά προχωρώντας παρακάτω στις νεκρολογίες διαπίστωσα πως τον Παύλο Ράπτη τον ήξερα, έχοντας μάλιστα κι ένα δίσκο του, που τον είχα βρει στο Μοναστηράκι πριν από 20 και βάλε χρόνια. Προφανώς είχα αγοράσει το LP λόγω του ελληνικού ονόματος.
Ως Paulos Raptis, ο Παύλος Ράπτης έκανε τεράστια καριέρα στην Πολωνία, καθώς ήταν πολλοί εκείνοι που τον θεωρούσαν διάδοχο του Jan Kiepura («γεια σου Ρούκουνα, Κεπούρα!», που έλεγε και ο Μάρκος στον Ρούκουνα στο «Μαύρα μάτια, μάτια φρύδια»), ενώ ήταν γνωστός και στην Ελλάδα, καθώς εμφανιζόταν από χρόνια σε παραγωγές της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Ο Ράπτης είχε γεννηθεί το 1936, κάπου στην Καστοριά, για να βρεθεί στην Πολωνία, παιδί, τον καιρό των διώξεων των κομμουνιστών μετά το τέλος του Εμφυλίου. Εκεί, στην νέα πατρίδα του, σπούδασε στα καλύτερα σχολεία, για να αναδειχθεί στα πρώτα χρόνια του ’60 σε top όνομα.
Σταδιακά, μάλιστα, η φήμη του ξεπέρασε τα πολωνικά σύνορα, τραγουδώντας από Ελλάδα μέχρι Σιγκαπούρη, και από Αυστραλία μέχρι Αμερική – και αυτά πριν από την πτώση του «υπαρκτού», όπως διαβάζω στο οπισθόφυλλο του δίσκου του, που προέρχεται από το 1987. Φυσικά, ο Ράπτης είχε ξεκινήσει να ηχογραφεί από τις αρχές του ’60.
Ευλύγιστος και άνετος στο ρεπερτόριο, που επέλεγε να αποδώσει, ο Ράπτης τραγούδησε από πολύ νωρίς «τα πάντα», και φυσικά και ποπ. Μάλιστα στο συγκεκριμένο LP πολλά ποπ τραγούδια του είναι γραμμένα από δύο άλλους Έλληνες(!), τους J. Sideris – N. Chadzinikolau.
[Αυτό είναι το εξώφυλλο του LP – τραγούδι ακούστε στα σχόλια]

22/11/2021
Ό,τι έχω διαβάσει (διηγήματα και ποιήματα) από Τριαντάφυλλο Πίττα είναι όλα ένα κι ένα. Πολύ μεγάλος και, όπως συνήθως και συχνά συμβαίνει, υποτιμημένος.
Στο βιβλίο του «Τα Τέρατα θα Έρθουν» που είχε κυκλοφορήσει το 1969 στις εκδόσεις Ιωλκός, και ξανά στον Αιγόκερω το 1981 υπάρχει το εισαγωγικό διήγημα με τον ίδιο τίτλο, στο οποίο ο Πίττας καταπιάνεται με την εφηβική σεξουαλικότητα (αγαπημένο θέμα του), σε συνθήκες ανδροκρατούμενων δομών (εδώ ένα κάτι σαν ορφανοτροφείο αρρένων), παρομοιάζοντας το πέος σε στύση με «τέρας».
Τα αγόρια που γίνονται άντρες και που επικαθορίζονται από τα «τέρατα» που φέρουν επάνω τους, επιτίθενται με βία απέναντι στη γυναίκα ή στον διαφορετικό, πριν καταλήξουν να ξεκληρίσουν τον κόσμο, ως πρωταίτιοι της πυρηνικής καταστροφής.
Ψυχαναλυτικό στο έπακρο, το «τα τέρατα θα έρθουν», που άλλοτε φέρνει στη μνήμη Ζενέ και άλλοτε Ιονέσκο, είναι ένα διαμάντι της λογοτεχνίας μας, που εξακολουθεί να παραμένει στα αζήτητα.

22/11/2021
Θα περιμένω το πρώτο ελληνικό epic, power metal συγκρότημα που θα μελοποιήσει αυτούς τους στίχους. Από Εξκάλιμπερ και πέρα...

ΗΡΩΙΚΗ ΦΥΓΗ

Ξοπίσω μου δαιμονικό φυσομανούσε, του Άδη,
πύρινο ανασασμό
κι έτρεχα, σ’ άφεγγες νυχτιές, μες στο βαθύ σκοτάδι,
μ’ έν’ άγριο καλπασμό.

Και τον μαντύα τον ταπεινό ξεδίπλωνα του επαίτη
σ’ ηρωική φυγή
κι έσερνα ατίθασα λυτή της κόμης μου τη χαίτη
και σάρωνα τη γη.

Του ανέμου το καμτσίκωμα που αφάνιζε τα δάση
με λύγαε, καλαμιά
και στέγνωνε στα χείλια μου, τη φούχτα μου, άδειο τάσι
στην άνυδρη ερημιά.

Κι απ’ την αρμύρα θέριευε της φλογισμένης άμμου
της δίψας το ουρλιαχτό,
μα έφευγα, ενώ, σε σύσπαση φριχτή, κυλιόταν χάμου
τ’ ανήμπορο ερπετό.

Η γη κάτω απ’ τη φτέρνα μου προδοτικά βογγούσε
καφτή ως λαβωματιά,
μα βέλος ξέφευγα γοργό και πίσω μου αστοχούσε
η εχθρική σαϊτιά.

Με παραμόνευε γαμψά το νύχι στα σκοτάδια
του πειναλέου βραχνά
κι ως γλύτωνα, οι φοβέρες του, μαύρων όρνιων κοπάδια
πίσω έκραζαν βραγχνά.

Κι η νύχτα τρύπια, τάνυζε φτερούγα νυχτερίδας,
τον έναστρο ουρανό
και την οργή του κεραυνού σε νέφη καταιγίδας
σπαθί έκρυβε γυμνό.

Στο πέρασμά μου σφύριζε της έχθρητας το φίδι
μες στα ξερά κλαδιά,
μα της φυγής μου η αστραπή περνούσε όπως λεπίδι,
της νύχτας τη καρδιά.

Και του θριάμβου μου η κραυγή βόλι καφτό τρυπούσε
τα σπλάγχνα της σιγής
κι αντίλαλους η φόρμιγγα του στήθους μου ξυπνούσε,
στις εσχατιές της γης.


['Ηβη Κούγια (Μελισσάνθη), από τη συλλογή "Προφητείες", του 1931]

22/11/2021
Αυτό το είχαμε γράψει πέρυσι, σαν χθες...

21/11/2021
Η Athens Voice κάνει αφιέρωμα στην σοσιαλδημοκρατία λέει... κι έχει καλέσει για να γράψουν όλους εκείνους που κατέστρεψαν την χώρα, από το 1996 και μετά, από θέσης ευθύνης (Κώστας Σημίτης, Ευάγγελος Βενιζέλος, Τάσος Γιαννίτσης, Γιώργος Φλωρίδης, Νίκος Χριστοδουλάκης, Αλέκος Παπαδόπουλος – όλο το αποκρουστικό σημιτικό ΠΑΣΟΚ δηλαδή), μαζί με διάφορους άλλους όνομα και μη χωριό... με τους οποίους γελάς, μόνο, μ’ αυτά που γράφουν.
Πάρτε εδώ τι έλεγε ο Δημήτρης Τσοβόλας, το 1992, τον οποίον φυσικά δεν πρόκειται να τον καλέσουν για να πει την άποψή του (τα κεφαλαία δικά μου).
«Είναι γεγονός ότι το χρέος του Δημόσιου Τομέα αυξήθηκε κατά την περίοδο 1982-1988. Η αύξηση όμως αυτή δεν οφείλεται σε καταναλωτικά ελλείμματα, όπως αναληθώς υποστηρίζει η κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά εξ ολοκλήρου στις ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ.
Όχι μόνο δεν υπήρξαν καταναλωτικά ελλείμματα την περίοδο 1981-1988, αλλά υπήρξαν πρωτογενή πλεονάσματα, αφού με εξαίρεση το 1981 (επί ΝΔ) και το 1985, τα έσοδα επαρκούσαν να καλύψουν και μέρος των δαπανών εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, που οφειλόταν στο ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ.
Εάν σ’ αυτό συνυπολογιστεί και το γεγονός της αλλαγής πολιτικής δανεισμού του Δημοσίου, που επέβαλλε η ανάγκη προσαρμογής της Ελλάδας στα κοινοτικά δεδομένα και που σύμφωνα με την οποία το Δημόσιο άρχισε να δανείζεται με τους όρους δανεισμού των ιδιωτών, γίνεται εύκολα κατανοητό ότι ο καταναλωτισμός, για τον οποίον κατηγορείται ο Δημόσιος Τομέας, αποτελεί μύθο και προπαγανδιστικό εφεύρημα της ΝΔ.
Το ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ, επί των ημερών μας, ενισχύθηκε σημαντικά, ώστε να υπερκαλύψει την ατολμία των ιδιωτών επενδυτών, οι οποίοι από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 είχαν σχεδόν σταματήσει να επενδύουν. Έτσι, ο λόγος Ακαθάριστες Επενδύσεις Παγίου Κεφαλαίου προς ΑΕΠ σταθεροποιήθηκε στην αρχή της οκταετίας του ΠΑΣΟΚ, για να βελτιωθεί θεαματικά προς το τέλος της. Αναστράφηκε έτσι η τάση αποεπένδυσης, που χαρακτήριζε την ελληνική οικονομία μέχρι το 1981.
Ταυτόχρονα το ΑΕΠ παρουσίασε μικρή, αλλά σταθερή αύξηση τα πρώτα χρόνια της οκταετίας, για να αυξηθεί με ρυθμό 4,4% και 3,8% σε σταθερές τιμές το 1988 και το 1989, έναντι μηδενικής αύξησης το 1981.
Είναι γνωστό ότι ο μόνος υγιής και αποτελεσματικός τρόπος για να εξυπηρετηθεί το δημόσιο χρέος, χωρίς προβλήματα, είναι η αύξηση του ΑΕΠ. Η στασιμότητα του ΑΕΠ, που παρατηρείται σήμερα (σ.σ. το 1992, επί κυβέρνησης Μητσοτάκη) είναι ένας από τους κύριους λόγους που το δημόσιο χρέος αυξάνεται ταχύτατα και δημιουργεί μεγάλα προβλήματα στην δημοσιονομική διαχείριση».

Δημήτρης Τσοβόλας «Οι Δρόμοι της Ευθύνης» [Κάκτος, 1994]
[κουβέντα δεν πρόκειται να πιάσω, δεν έχω χρόνο]

20/11/2021
Καίτη Θεοχάρη 1967. Γιατί έτσι, γιατί υπάρχει λόγος...

20/11/2021
Και όμως οι Fleetwood Mac, δηλαδή ο Peter Green στο περίφημο "Oh well - pt.1" πρέπει να είχε αντιγράψει τον Σταύρο Ξαρχάκο. Καθόλου δύσκολο να ήξερε το άλμπουμ του...
https://www.youtube.com/watch?v=ZibXLWfxsvQ

19/11/2021
Βροχή στα δειλινά, ελπίδα πουθενά
τη φτώχεια μου φτωχότερη τη βλέπω
Παράθυρα κλειστά, τα όνειρα σβηστά
κι εγώ ξερό κλαρί στη μέση στέκω
[Κώστας Κινδύνης]
https://www.youtube.com/watch?v=67eD0FZDgkA

19/11/2021
Επειδή έγινε κάποιος ντόρος σε σχέση την βράβευση της Ελένης Καραΐνδρου με “Lifetime Achievement Award” από τα World Soundtrack Awards, του Κινηματογραφικού Φέστιβαλ της Γάνδης.
Κατ’ αρχάς να πούμε πως το συγκεκριμένο φεστιβάλ βραβεύει από το 2001 και έχει βραβεύσει (για κινηματογραφική μουσική πάντα) δεκάδες συνθέτες, για ποικίλους λόγους και αιτίες.
Μάλιστα έχει βραβεύσει ξανά και 3-4 Έλληνες. Τον Μίκη Θεοδωράκη το 2007 πάλι με “Lifetime Achievement Award” (σαν αυτό που δώσανε, τώρα, στην Καραΐνδρου), το 2006 κάποιον Alexis Koustoulidis (“SABAM Award For the Most Original Composition by a Young International Composer”), το 2005 τον Vangelis (“Public Choice Award”), ενώ κάμποσες φορές έχει βραβευθεί και ο Alexandre Desplat (αν θεωρήσουμε πως είναι κι αυτός «μισός» Έλληνας, αφού η μάνα του είναι Ελληνίδα).
Να πούμε επίσης πως η Ε. Καραΐνδρου δεν πήρε κάποιο από τα τρία βασικά βραβεία του θεσμού (“Film Composer of the Year”, “Television Composer of the Year”, “Best Original Song Written Directly for a Film”), αλλά κάποιο από εκείνα που στην Ελλάδα τα λέμε... της συνολικής προσφοράς. Κάποιο απ’ αυτά τέλος πάντων που οι Βέλγοι, μέσα σε 20 χρόνια, δεν πρόκαμαν να δώσουν (έστω και ένα... μισό) στον Ennio Morricone.
Μμμμμ... φοβερός θεσμός... τι να σου πω... Παμ' παρακάτω...

19/11/2021
Θυμάμαι ένα παλιό σύνθημα στο ποδόσφαιρο - δεν ξέρω αν το λένε ακόμη οι... πλατύποδες. «Γ@μιέται ο Βόλος και η Αυστρία»...

19/11/2021
Δεν πιστεύω να υπάρχει κανένας εδώ μέσα -μεταξύ των φίλων και γνωστών τέλος πάντων-, που να περιμένει από τον Πλεύρη να τον προστατέψει από οτιδήποτε...

DANAI NIELSEN το άλμπουμ της ελληνοδανής τραγουδοποιού “Who Are They”

Νέα και νεαρή ελληνοδανή τραγουδοποιός, η Danai Nielsen μετά από διάφορες ψηφιακές ως επί το πλείστον κυκλοφορίες έχει τώρα το πρώτο άλμπουμ της σε φυσική μορφή (LP, CD, μα και digital), που αποκαλείται Who Are They [United We Fly, 2021]. Στο άλμπουμ αυτό η Danai Nielsen γράφει μουσικές, στίχους και τραγουδάει, ενώ είναι υπεύθυνη για τα όργανα που ακούγονται, όπως και για την συνολική παραγωγή (μαζί με τον Κώστα Ζάμπο). Το “Who Are They” περιέχει έντεκα τραγούδια της – δέκα με αγγλικούς στίχους και ένα με αγγλικούς-ελληνικούς.
Για να πoύμε την αλήθεια το πρώτο κομμάτι της Danai Nielsen που ακούσαμε με προσοχή και μας άρεσε πολύ –γιατί είχαμε ακούσει και ορισμένα ακόμη δικά της, παλαιότερα, αλλά στα βιαστικά– ήταν το «Θυμήσου», από το πρόσφατο CD των Μέντα «Τελεφερίκ». Μάλιστα το κομμάτι της Nielsen ήταν το ωραιότερο του δίσκου, στον οποίον συμμετείχαν πολλά «μεγάλα» ονόματα, κάτι που, οπωσδήποτε, μας έκανε να την ψάξουμε περισσότερο. Και κάπως έτσι, πάνω σ’ αυτό το ψάξιμο, έρχεται το πρώτο «φυσικό» άλμπουμ της στα χέρια μας, για να τοποθετήσει την «γνωριμία» μας σ’ ένα άλλο επίπεδο.
Είναι αλήθεια πως ένα τραγούδι μπορεί να σε εντυπωσιάζει για χίλιους-δυο λόγους, αναγκάζοντάς σε να γράψεις τα καλύτερα γι’ αυτό, όμως, στην πράξη, δεν μπορείς να βγάλεις γενικότερα συμπεράσματα για έναν καλλιτέχνη από ένα μόνο κομμάτι του. Χρειάζεσαι κι άλλο υλικό, σίγουρα ένα long-play, ώστε να έχεις την πλήρη και την μεγάλη εικόνα μπροστά σου. Και αυτό το υλικό το δίνει τώρα η Danai Nielsen – ένα υλικό αρκετά καλό, που αφήνει συνάμα «υποσχέσεις» για κάτι ακόμη πιο σημαντικό στο άμεσο μέλλον.
Τα τραγούδια της Danai Nielsen είναι pop – ή και electro-pop μπορείς, άνετα, να τα πεις. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να διαθέτουν αξιομνημόνευτες μελωδίες, ώστε να μπορεί να σου «καρφώνονται» με την πρώτη στο μυαλό – τουλάχιστον κάποια εξ αυτών. Συμβαίνει (με κάποια εξ αυτών).
Τα τραγούδια ολοκληρώνονται μέσα σε τρία-τέσσερα λεπτά, κατά μέσο όρο, δίχως να εκβιάζουν καταστάσεις. Είναι απλά, αλλά με ουσία ενοργανωμένα, με σωστό προγραμματισμό εννοούμε, κινούμενα σε μέσο τέμπο γενικώς, με καλά φωνητικά από την Danai Nielsen και επίσης με ενδιαφέροντα λόγια, άλλοτε πιο ποιητικά, άλλοτε πιο καθημερινά, που αφορούν κυρίως στις σχέσεις (ερωτικές, αγάπης) και στα παρεπόμενά τους.
Κάποια τραγούδια, εκεί προς την μέση του άλμπουμ, όπως το “Turn back time”, το “Hide away” και το “Documentation” μας άρεσαν ιδιαιτέρως, χωρίς να υστερεί κανένα από τα υπόλοιπα πάντως.
Θα λέγαμε μάλιστα πως και αυτά τα τρία tracks που ονοματίσαμε δύσκολα τα ξεχωρίζεις, γιατί το “Who Are They” αναπτύσσεται δίχως ιδιαίτερα και ηχηρά σκαμπανεβάσματα, δίχως να «κρύβει» κάπου το μεγάλο hit.
Είναι φανερό πως η Danai Nielsen δεν έκανε ένα άλμπουμ για να εντυπωσιάσει σ’ ένα πρώτο (ραδιοφωνικό να πούμε) επίπεδο, αλλά για να το ακούσεις και να σκεφτείς πάνω σ’ αυτό. Σαν ντεμπούτο, μάλιστα, δεν θα το χαρακτηρίζαμε εντυπωσιακό, αλλά ως κάτι με... κρυμμένη δύναμη.
Το μισό αγγλόφωνο- μισό ελληνόφωνο τραγούδι της “Who are they” ίσως να μας προετοιμάζει για κάτι αληθινά εντυπωσιακό στο επόμενο διάστημα – και ο νοών νοείτω.
Επαφή: www.unitedwefly.com

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2021

SLIGHT LAYERS, PREDICTIONS «ψυχεδελικό» blues-jam από την Ουγγαρία τυπωμένο σε ελληνική εταιρεία

Η Twisted Flowers είναι μια νέα ελληνική εταιρεία, που σχετίζεται με το γνωστό δισκάδικο και site Vinyl Kiosk. Η πρώτη κυκλοφορία της, αν και δεύτερη από πλευράς κωδικών, είναι ένα παράξενο άλμπουμ –καθότι έτσι θα πρέπει να χαρακτηρίζουμε πλέον στις μέρες τέτοιες δουλειές, προτάσεις, δίσκους, πείτε το όπως θέλετε, που ρίχνουν άγκυρα πολύ πίσω στο χρόνο και με τον συγκεκριμένο τρόπο–, το οποίον απλώνεται σε δύο βινύλια (2LP).
Ηχογραφημένο κάπου στην Ουγγαρία το Diviner Blues Sessions (2021) των Slight Layers, Predictions είναι εκείνο που μαρτυρά ο τίτλος του, ένα blues session, ένα blues jam για την ακρίβεια, που αναπτύσσεται με τον τρόπο των late sixties-early seventies.
Η μπάντα, που έχει την έδρα της στο χωριό Páty, κάπου κοντά στην Βουδαπέστη και που αποτελείται από τους Máté Varga ντραμς, Dávid Nagy κιθάρες και Bence Ambrus μπάσο, σχετίζεται και με άλλα συγκροτήματα, όπως τους Lemurian Folk Songs και τους River Flow Reverse (το δικό τους 2LP, θα κυκλοφορήσει οσονούπω από την Twisted Flowers), πράγμα που σημαίνει πως εκεί, στα περίχωρα της Βουδαπέστης, έχει δημιουργηθεί ένας πυρήνας ανθρώπων, που του αρέσει να πειραματίζεται με αυτές τις «ξεχασμένες» και «φευγάτες» μουσικές – και δεν αναφερόμαστε μόνον στο λεγόμενο «ψυχεδελικό blues», μα και στο ανάλογο folk, rock κ.λπ.
Το “Diviner Blues Sessions” ανοίγει με το σχεδόν 24λεπτο “Subconscious takes”, που καταλαμβάνει όλη την Side A – ίσως είναι περιττό να πούμε πως στο 2LP κάθε πλευρά είναι και track, αλλά ας το πούμε.
Οι ούγγροι μουσικοί είναι πολύ καλοί και παίζουν το blues, μ’ έναν τρόπο αρκετά space και «φευγάτο», θυμίζοντας γερμανικά συγκροτήματα των early seventies, παρότι η βάση αυτών των ήχων δεν μπορεί παρά να αναζητηθεί στις ιστορικές τριπλέτες των Cream και Jimi Hendrix Experience, και ακόμη στους Canned Heat, στους Groundhogs κ.λπ. Μέσα σ’ ένα 24λεπτο λοιπόν blues jam έχεις όλα τα περιθώρια να αυτοσχεδιάσεις σε τελείως νωχελικά (αργά) tempi, «ξεφεύγοντας», όμως, σταδιακώς και προς πιο γρήγορες και σκληροπυρηνικές κατευθύνσεις, χωρίς ιδιαίτερα κόλπα (wah-wah υπάρχει φυσικά) και στουντιακά τερτίπια (ό,τι ακούς είναι γραμμένο σε πρώτο χρόνο), εμμένοντας αποφασιστικά στην ουσία του πράγματος, στην ουσία του jam δηλαδή, που είναι η επικοινωνία της στιγμής (σίγουρα ο αυτοσχεδιασμός έχει θέση εδώ), μέσα από τα αλλεπάλληλα ρυθμικά μοτίβα και τα συνακόλουθα κιθαριστικά ντεμαράζ.
Στο περίπου 19λεπτο “Montpellier blues” οι Slight Layers, Predictions –κινούμενοι σ’ ένα μέσο τέμπο, που κτίζει σταθερά και χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις, για πάνω από δέκα λεπτά, το ρυθμικό τμήμα τους, δηλ. ο Bence Ambrus μπάσο και ο Máté Varga ντραμς– αφήνουν πολλά περιθώρια ελευθερίας στον κιθαρίστα Dávid Nagy να αυτοσχεδιάσει, συνομιλώντας με τον εαυτό του, και δοκιμάζοντας τις εμπνεύσεις του, μετά το δωδέκατο λεπτό, όταν το κομμάτι «αγριεύει», φέρνοντας στην μνήμη μας τα psych-jams των Νορβηγών Tangle Edge. Εξαιρετικό track!
Το “Detective porn” διαρκεί 18:30 λεπτά και καταλαμβάνει την Side C, του 2LPDiviner Blues Sessions”. Σαν κομμάτι είναι διαφορετικό από τα προηγούμενα δύο, καθώς ξεκινά σε γρήγορο τέμπο, με την κιθάρα να παίζει τόσο ρυθμικά, σε funk κατεύθυνση, όσο και lead, σε περισσότερο «Jimi-κο» ύφος, μετά το πέμπτο λεπτό υπάρχει μια «χαλάρωση», με το κομμάτι να μετατρέπεται ξανά σε space blues, με μακρύ-συνεχές σόλο, ανεβάζοντας σταδιακά στροφές και με ακαταπόνητο σόλο με wah-wah ή χωρίς, όντας πιο κοντά, τώρα, στο ηλεκτρικό blues, μα και με συνεχείς αυξομειώσεις στην ένταση, κλείνοντας μ’ ένα είδος «ταξιμιού» (ας το πούμε έτσι) με κάποιες eastern αναφορές.
Την Side D ανοίγει το “Vital verifications”, που διαρκεί δεκατρία λεπτά, αλλά δεν την κλείνει αυτό, αφού υπάρχει και bonus track, το “Funk jam”, που διαρκεί λίγο λιγότερο από δέκα (λεπτά). Σε πιο κλασικές psych-blues κατευθύνσεις το πρώτο διεκδικεί τον τίτλο του πιο bluesy track του άλμπουμ, με το δεύτερο να μην διαφοροποιείται και τόσο, καθώς το ξεκίνημά του είναι blues, σε μέσο προς αργό τέμπο, μ’ ένα ψυχεδελικού τύπου κιθαριστικό break προς την μέση να του δίνει άλλον «αέρα».
Γκρουπ... άλλης εποχής οι Ούγγροι Slight Layers, Predictions σπάνε τώρα το καύκαλο με τούτη την ελληνική κυκλοφορία τους.
Επαφή: www.vinylkiosk.com, https://psychedelicsourcerecords.bandcamp.com/album/diviner-blues-sessions

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2021

CLAYHANDS, SLEEPMAKESWAVES, PIRATE, SOLKYRI, MALO MORAY & HIS INFLATABLE KNEE τέσσερα progressive και post-rock γκρουπ από την Αυστραλία κι ένα από την Γερμανία

CLAYHANDS: Is This Yes? [Bird’s Robe Records, 2021]
Αυστραλοί από το Σίδνεϋ είναι οι Clayhands, μία instrumental μπάντα την οποίαν αποτελούν οι Heather Darvey ντραμς, κρουστά, κόνγκα, steel tongue drum, glockenspiel, Matthew Brazel κιθάρες, κρουστά, σύνθια, Ricky Thom κιθάρες, καλίμπα, κρουστά και Ronan Geraghty πιάνο, πλήκτρα, ντραμς μπάσο, σύνθια, glockenspiel, κρουστά, φωνητικά.
Το “Is This Yes” είναι το πρώτο άλμπουμ τους, που κυκλοφορεί τώρα σε CD (αργότερα θα τυπωθεί και σε βινύλιο) και που περιέχει έξι συνθέσεις τους (ομαδικά γραμμένες), που διαρκούν από επτά έως και δεκαπέντε λεπτά.
Δηλαδή μικρό κομμάτι δεν υπάρχει εδώ, κάτι που γενικώς ευνοεί τους Clayhands προκειμένου να βρουν τον χώρο ώστε να παρουσιάσουν το δικό τους σύγχρονο progressive, που διαθέτει πολλά στοιχεία από Yes (“Is this Yes”? – όπως λέει και ο τίτλος του δίσκου τους), King Crimson, έχοντας να επιδείξει κι άλλες επιρροές, από κινηματογραφικούς συνθέτες ας πούμε ή γκρουπ, που ασχολήθηκα με το σάουντρακ (σαν τους Goblin ή τον Hans Zimmer).
Το άκουσμα είναι κατ’ αρχάς... άνετο και ευχάριστο. Οι συνθέσεις κυλάνε καλά, έχουν να επιδείξουν ροή και ποικιλία, οι μελωδίες είναι «ανοιχτές» και απλώνονται με μια μεγαλοπρέπεια, την οποίαν υποβοηθούν τα keyboards πρωτίστως και δευτερευόντως οι κιθάρες. Η μαεστρία των Clayhands φαίνεται δε στο 15λεπτο “Playgrounds”, εκεί όπου καταφέρνουν να συντηρούν το ακροαματικό ενδιαφέρον με τις συνεχείς μελωδικές παραλλαγές τους, τα απρόσκοπτα «γεμίσματα», τις «αλλαγές» μέσω από το «σπάσιμο» του τέμπο, τις συντονισμένες επαναφορές και βεβαίως την περισσή δεξιοτεχνία, η οποία διακρίνει τα μέλη τούτου του πολύ καλού και υποψιασμένου συγκροτήματος.
Επαφή: www.birdsrobe.com
SLEEPMAKESWAVES: Live at the Metro [Bird’s Robe Records, 2021]
Οι sleepmakeswaves (έτσι τους αρέσει να γράφονται – όλα τα γράμματα με μικρά και οι λέξεις κολλημένες) είναι ένα instrumental ροκ γκρουπ από το Σίδνεϋ, που έχει την ιστορία του. Μάλιστα, για δύο παλαιότερα άλμπουμ του, το “These Are Not Your Dreams” [Birds Robe Records, 2020] και το “Made of Breath Only” [Pelagic Records, 2017], έχουμε γράψει παλαιότερα στο δισκορυχείον.
Ο πιο πρόσφατος δίσκος των sleepmakeswaves, που κυκλοφορεί σε 2LP και CD, έχει τίτλο “Live at the Metro” και είναι ζωντανά ηχογραφημένος στο Metro Theatre του Σίδνεϋ, στις 13 Ιουνίου 2015 – στο τέλος της τότε παγκόσμιας περιοδείας τους. Μάλιστα σ’ εκείνο το tour οι leepmakeswaves είχαν περάσει και από την Ελλάδα, καθώς είχαν εμφανισθεί στην Μαύρη Τρύπα της Θεσσαλονίκης στις 5 Απριλίου 2015 και στο AN Club της Αθήνας, στις 6 Απριλίου.
Τα μέλη του γκρουπ σ’ εκείνη την περιοδεία και σ’ αυτή την ηχογράφηση ήταν: Alex Wilson μπάσο, πλήκτρα, ηλεκτρονικά, Jonathan 'Kid' Khor κιθάρες, Otto Wicks-Green κιθάρες και Tim Adderley ντραμς, με την συνολική line-up να περιλαμβάνει τους τεχνικούς ήχους, τον φωτιστή, τον άνθρωπο που ασχολείτο με τις κρατήσεις και τον μάνατζέρ τους. Ένα επαγγελματικό, λοιπόν, γκρουπ, που είχε και έχει όλα τα φόντα και τα προσόντα να διαπρέψει στις σκηνές και βεβαίως στην δισκογραφία.
Το λέμε, γιατί και τα δύο προηγούμενα άλμπουμ τους, για τα οποία έχουμε γράψει κείμενα, είναι αρκετά καλά (μπορείτε να δείτε εύκολα τις παλαιές reviews μέσω του “search”), ενώ και αυτό, το live στο Metro Theatre, «στέκεται» αρκετά καλά, δείχνοντας, κατά πρώτον, πως ο ήχος των sleepmakeswaves δεν διαφοροποιείται από stage σε στούντιο.
Μακρόσυρτες συνθέσεις, με τις κιθάρες μπροστά, με μπλεγμένες και εξελισσόμενες μελωδίες, στο κλασικό post-rock ύφος, με λίγα στοιχεία σύγχρονου progressive ή alternative rock (έτσι όπως το ακούσαμε στα nineties) και με χαρακτηριστική άνεση στην διαμόρφωση ενός τεταμένου κιθαριστικού περιβάλλοντος, περφεξιονιστικής κατεύθυνσης, οι sleepmakeswaves φθάνουν στην πατρίδα τους, την Αυστραλία, και στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, το Σίδνεϋ, στο τέλος της παγκόσμιας περιοδείας τους, έχοντας ένα στόχο μόνο. Να παίξουν μπροστά στο κοινό τους και να αποθεωθούν. Με συνθέσεις σαν την “Emergent”, για παράδειγμα, δεν θα ήταν δύσκολο να συμβεί αυτό.
Επαφή: www.birdsrobe.com
PIRATE: Pirate [Bird’s Robe Records, 2008/2021]
Οι Pirate προέρχονται και αυτοί από το Σίδνεϋ, με το “Pirate” να αποτελεί ένα μίνι άλμπουμ τους από το 2008 (ήταν το δεύτερό τους). Τώρα αυτό το άλμπουμ επανακυκλοφορεί σε CD και σε digital, με αφορμή τα 10χρονα της Birds Robe Records (για τα οποία έχουμε γράψει κι άλλες φορές στο blog).
Οι Pirate αποτελούνται εκ των Shan Abey κιθάρες, Ben Norvill μπάσο, Tim Adderley ντραμς και Joel Woolf σαξόφωνα, φωνή – με το σαξόφωνο να κάνει την διαφορά στον ήχο τους, ένα σαξόφωνο που κινείται κυρίως προς progressive rock κατευθύνσεις.
Τα πέντε κομμάτια του “Pirate”, που διαρκούν από τέσσερα έως επτά λεπτά, είναι σίγουρα κιθαριστικά (καθώς τα πλήκτρα απουσιάζουν από τις ενοργανώσεις) και χαρακτηρίζονται από το ομαδικό παίξιμο των μουσικών, χωρίς ιδιαίτερες σολιστικές καταδείξεις, με το σαξόφωνο να κρατάει επίσης μεγάλο χρόνο στις αναπτύξεις των μελωδιών, των αυτοσχεδιασμών και των ρυθμικών σχημάτων, προσθέτοντας στον ήχο των Pirate seventies vibes (ακόμη και King Crimson εποχής “Earthbound” μπορείς εδώ να ανακαλέσεις).
Το αποτέλεσμα είναι σίγουρα πολύ καλό και κατά τόπους ευφάνταστο, με tracks σαν τα “Felon on the roof”, “Batmans last dance” και “b minor” να συναρπάζουν με την εκρηκτικότητά τους, συνδυάζοντας περφεξιονιστικές λογικές και αυθεντικό δόσιμο.
Επαφή: www.birdsrobe.com
SOLKYRI: No House [Bird’s Robe Records, 2011/2021]
Για τους Solkyri από το Σίδνεϋ (Adam Mostek, Andrew Pearsall, Nicholas Hall) έχουμε ξαναγράψει. Ήταν πέρυσι, όταν αναφερθήκαμε στο άλμπουμ τους “Mount Pleasant” [Birds Robe Records / dunk!records], παραθέτοντας καλά λόγια γι’ αυτό το instrumental αυστραλέζικο συγκρότημα, που κινείται σε post-rock κατευθύνσεις, έχοντας μπροστά τις κιθάρες σε διάφορες περιπτύξεις, κτίζοντας συμπαγή και απροσπέλαστα επικά μα και λυρικά (όταν θέλει) αναχώματα.
Τώρα δεν έχουμε κάποιο πιο καινούριο άλμπουμ τους, με την παρθενική κυκλοφορία τους, από το 2011, που είχε τίτλο “No House” και που τώρα ξαναμοιράζεται σε LP, CD και digital.
Το “No House” είναι ένα άλμπουμ έξι κομματιών, ορχηστρικών φυσικά, που αποδίδονται από τα βασικά όργανα, με προσθήκες, όμως, ανά περίπτωση σε φλάουτο, τρομπέτα, τσέλο και τούμπα.
Υπάρχει λοιπόν η διάθεση να περιγραφούν ποικίλες συναισθηματικές καταστάσεις, με τα πρόσθετα όργανα να αναλαμβάνουν το σχετικό «βάρος», χωρίς τούτο να σημαίνει πως οι κιθάρες (το νούμερο 1 όργανο στον δίσκο), δεν είναι εκείνες που θα κάνουν –και κάνουν– την πολύ μεγάλη διαφορά. Αυτό το διαπιστώνεις σε κομμάτια όπως είναι το μεγάλο σε διάρκεια “Strangers”, που πλησιάζει τα έντεκα λεπτά, και που διαθέτει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του νέου κιθαριστικού progressive, και κυρίως εκείνου που εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο τρόπο τις μινόρε μελωδίες, μέσα από λυρικά, μα και από δυναμικά ξεσπάσματα.
Υπάρχει λοιπόν το κλασικό post rock των 00s εδώ, αλλά υπάρχουν και άλλα στοιχεία από πειραματικά έως hard και prog, που δίνουν στους Solkyri μια ξεχωριστή ταυτότητα.
Επαφή: www.birdsrobe.com
MALO MORAY & HIS INFLATABLE KNEE: Improvisations from the Solar System (And Other Solo Pieces) [Private Pressing, 2021]
Ο Malo Moray και οι His Inflatable Knee είναι βασικά ο Malo Moray (Martin Riebel είναι το αληθινό όνομά του), ένας πειραματικός καλλιτέχνης με έδρα την Λειψία και με διάφορες κυκλοφορίες τον τελευταίο καιρό, κάποιες εκ των οποίων διατίθενται και σε φυσικές μορφές. Μία τέτοια είναι και το “Improvisations from the Solar System (And Other Solo Pieces)”, που κυκλοφορεί τώρα σε LP, CD και digital.
Οι μουσικές του Malo Moray είναι πολύ ενδιαφέρουσες, φέρνοντας στη μνήμη τις πιο πειραματικές διαστάσεις του krautrock. O ίδιος είναι βασικά μπασίστας, αλλά χειρίζεται κι άλλα όργανα, όπως σύνθια, shhiu (δεν ξέρουμε τι ακριβώς είναι αυτό), «παίζοντας» με live electronics, tapes, λούπες και φωνές.
Το αποτέλεσμα το καταγράφει σε επτά tracks (από 3λεπτα έως και 11λεπτα), τα οποία φανερώνουν επιρροές από διάφορα αισθητικά πεδία, που μπορεί να εκκινούν από την avant-garde και την ambient, φθάνοντας μέχρι το ιδιότυπο meditation ανακατωμένο με στοιχεία world music. Στις πιο «χαμηλές» διαδρομές του ο ήχος του Malo Moray μπορεί να ανακαλεί κάτι από Stephan Micus ή και Deuter, αν και ουκ ολίγες φορές οι αναφορές σε Brian Eno και άλλους «έντεχνους» ηλεκτρονιστές δείχνει να κυριαρχούν.
Τα επτά από τα οκτώ κομμάτια είναι δικές του συνθέσεις, όπως είναι αναμενόμενο, αλλά υπάρχει και κάτι «ξένο», που αφορά σ’ ένα από τα τελευταία, μεταθανάτια κομμάτια του Leonard Cohen, από το άλμπουμ του “Thanks for the Dance”(2019), που έχει μουσική όμως του γιού του Adam Cohen – λέμε για το “Listen to the hummingbird”, που είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα της σειράς.
Γενικώς, θα γράφαμε για ένα πολύ ενδιαφέρον άκουσμα, που μπορεί να ενδιαφέρει εξίσου ακροατές προσανατολισμένους στους ήχους του ’70 και σημερινούς fans των πειραματικών αποδράσεων.
Επαφή: www.malo.cool