Μερικά στοιχεία από το bandcamp: «Ο Θανάσης
Dzingovic γεννήθηκε το 1976 στην Θεσσαλονίκη. Έχει σπουδάσει ηλεκτρική κιθάρα
στο σύγχρονο ωδείο Θεσσαλονίκης.
Το 2007 συγκροτεί τους Σούπερ Στέρεο. Είναι επίσης μέλος των Tuflon με τους οποίους κυκλοφόρησαν την
άνοιξη του 2021 την πρώτη τους δισκογραφική δουλειά».
Κάποιοι μπορεί να ξέρουν τον Θανάση Dzingovic όντως από τους Soύπερ Sτέρεο (για το άλμπουμ «3» των οποίων, από το 2018, έχουμε γράψει πολύ καλά λόγια στο blog), αλλά οι πολλοί τον ξέρουν, σίγουρα, από την παρουσία του στους B-Movies του Παύλου Παυλίδη, π.χ. στα άλμπουμ «Ιστορίες που Ίσως Έχουν Συμβεί» [Inner Ear, 2013] και «Αυτό το Πλοίο που Όλο Φτάνει» [Inner Ear, 2014], όπως και από την επί σκηνής συνεργασία του με τον Γιάννη Χαρούλη. Τώρα ο Θανάσης Dzingovic έχει έτοιμο το πρώτο προσωπικό LP του, που αποκαλείται “Dzingovic” και που είναι τυπωμένο, σε 300 αντίτυπα, από την πατρινή εταιρεία Veego Records.
Το “Dzingovic” (2021) κινείται ολάκερο πάνω σε μια γραμμή, χοντρικά σ’ ένα mid-tempo, επί του οποίου τοποθετείται ένα σπηκάρισμα-ημιτραγούδισμα και βεβαίως οι κιθάρες (και τα υπόλοιπα όργανα).
Τα τραγούδια, θέλουμε να πούμε, δεν εμφανίζουν κάποια διαφοροποίηση, κάποια ουσιώδη ποικιλία μεταξύ τους, καθώς, και όπως εξελίσσεται το ακρόαμα, νοιώθεις να σε περιζώνει συνεχώς το «ίδιο» κομμάτι. Αυτή είναι μια πρώτη διαπίστωση, που έχει να κάνει με το χαμηλότονο έως και υποτονικό άκουσμα – κάτι που έχει την εξήγησή του, βεβαίως, και που σχετίζεται με κάποιες ιδιαίτερες προσωπικές στιγμές τού τραγουδοποιού, μα και με γενικότερες.
Στις γενικότερες συγκαταλέγονται, φυσικά, τα λοκντάουν, που όσο και να λέμε πως δεν μας επηρεάζουν (όσοι τα λένε, τέλος πάντων, αυτά), στην πράξη και επηρεάζουν, και καθορίζουν, και δοκιμάζουν (όρια, αντοχές, σχέσεις, συνήθειες κ.λπ.). Όσον αφορά, δε, στο «ειδικότερον», τα λέει ο ίδιος ο Θ. Dzingovic στο οπισθόφυλλο του LP, πως… «σε μια δύσκολη χρονική περίοδο, η δημιουργία αυτού του δίσκου ήταν το καταφύγιό μου». Αν κρίνουμε δε από το γεγονός πως το άλμπουμ είναι αφιερωμένο από τον τραγουδοποιό στον πατέρα του, που πέθανε μέσα στο 2021 (όπως διαβάζουμε πάντα από το back cover), έχουμε και μιαν εικόνα αυτής της ειδικότερης «δυσκολίας» στην συγκεκριμένη συγκυρία.
Σε όλη αυτή την βεβαρημένη ψυχικά/ ψυχολογικά εποχή η ωρίμανση και η έκδοση ενός δίσκου είναι βεβαίως ένα θετικό γεγονός, για τον ίδιο τον τραγουδοποιό πρώτα-πρώτα, που βρίσκει την δύναμη και τον τρόπο να διοχετεύσει με δημιουργικό τρόπο τα συναισθήματά του μέσα από την τέχνη του.
Ο Θ. Dzingovic γράφει ενδιαφέροντες ή και πολύ ενδιαφέροντες στίχους, οι οποίοι αποτελούν και το δυνατότερο επιμέρους κομμάτι τού LP του. Και είναι αλήθεια, επίσης, πως όταν τους διάβαζα στο back cover, πριν ρίξω τον δίσκο στο πλατώ, το μυαλό μου δεν πήγαινε σε τραγούδια σαν κι αυτά που ακούμε τελικά, καθότι μέσα από τα λόγια κυριαρχούσε, τελικώς, εντός μου ένα αισιόδοξο μήνυμα (υπάρχει αυτό στα λόγια), μια νέα προοπτική, περισσότερο φωτεινή και εξωστρεφής. Γελάστηκα, όμως – αν και τούτο δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία.
Από μουσικής πλευράς τα είπαμε. Οι μελωδίες του Θ. Dzingovic είναι απλές, λιτές, σωστά επεξεργασμένες και αυτό φαίνεται περίτρανα στο μοναδικό instrumental του LP, το «Ζακ Υβ Κουστώ».
Σαν ήχος το “Dzingovic” πολύ συχνά φέρνει στην μνήμη μου Brian Eno – Eno των τεσσάρων τραγουδιστικών LP του από τα seventies εννοούμε (“Here Come the Warm Jets” κ.λπ.). Μπορεί ο ίδιος ο τραγουδοποιός να μνημονεύσει άλλα «πράγματα» μεταγενέστερα (αν ερωτηθεί σχετικώς), αλλά όπως έχουμε ξαναγράψει οι μεταγενέστεροι επηρεάζονται από τους προγενέστερους, οπότε για ’κείνους (τους προγενέστερους) θα πρέπει να κάνουμε εμείς λόγο (και τούτο, ασχέτως αν έχουν αποτελέσει ή όχι ακούσματα του τραγουδοποιού). Οι «ιδέες» που υπάρχουν σ’ εκείνα τα τραγουδιστικά LP του Eno, είναι τόσο πολλές και τόσο καίριες, ώστε, κατάλληλα επεξεργασμένες και μετουσιωμένες, μπορούν να δώσουν, και έχουν δώσει, εκατοντάδες άλμπουμ μέσα στα χρόνια.
Η δουλειά περαιτέρω που έχει γίνει σε ηχογράφηση, μείξεις, παραγωγή, είναι πολύ καλή, με τις κιθάρες να πρωταγωνιστούν σε διάφορα επίπεδα, δίνοντας ποικίλα χρώματα, πάντα προς μία pop-rock κατεύθυνση, τα οποία εκμεταλλεύεται ωραία ο τραγουδοποιός, προκειμένου να τονίσει συγκεκριμένες ψυχικές μεταβολές – μέσα πάντοτε σ’ αυτό το χαμηλών τόνων πλαίσιο, που περιγράψαμε πιο πάνω.
Πέρα, τώρα, από το ορχηστρικό track, μια-δυο στιγμές που κάπως ξεχωρίζουν –το λέμε αυτό, γιατί ο δίσκος δεν έχει «επιτυχία», με όλα τα κομμάτια να ακούγονται «σαν ένα»– είναι το «Θέλω» στην πρώτη πλευρά και το «Καθώς ο ήλιος κατεβαίνει» στην δεύτερη», με το πασίγνωστο «Αύριο πάλι», των Δήμου Μούτση-Νίκου Γκάτσου (η μοναδική version του άλμπουμ) να υπόκειται κι αυτό στην ίδια... χαμηλοτονική... υποτονική επεξεργασία και απόδοση.
Συνολικά θα γράφαμε για ένα εσωστρεφές άλμπουμ, κινούμενο στο ευρύτερο pop-rock στερέωμα, με πολύ συγκεκριμένη ηχητική εξέλιξη, από την οποία δεν ξεφεύγει ούτε σπιθαμή. Θετικό αυτό, οπωσδήποτε, για την ταυτότητά του.
Κάποιοι μπορεί να ξέρουν τον Θανάση Dzingovic όντως από τους Soύπερ Sτέρεο (για το άλμπουμ «3» των οποίων, από το 2018, έχουμε γράψει πολύ καλά λόγια στο blog), αλλά οι πολλοί τον ξέρουν, σίγουρα, από την παρουσία του στους B-Movies του Παύλου Παυλίδη, π.χ. στα άλμπουμ «Ιστορίες που Ίσως Έχουν Συμβεί» [Inner Ear, 2013] και «Αυτό το Πλοίο που Όλο Φτάνει» [Inner Ear, 2014], όπως και από την επί σκηνής συνεργασία του με τον Γιάννη Χαρούλη. Τώρα ο Θανάσης Dzingovic έχει έτοιμο το πρώτο προσωπικό LP του, που αποκαλείται “Dzingovic” και που είναι τυπωμένο, σε 300 αντίτυπα, από την πατρινή εταιρεία Veego Records.
Το “Dzingovic” (2021) κινείται ολάκερο πάνω σε μια γραμμή, χοντρικά σ’ ένα mid-tempo, επί του οποίου τοποθετείται ένα σπηκάρισμα-ημιτραγούδισμα και βεβαίως οι κιθάρες (και τα υπόλοιπα όργανα).
Τα τραγούδια, θέλουμε να πούμε, δεν εμφανίζουν κάποια διαφοροποίηση, κάποια ουσιώδη ποικιλία μεταξύ τους, καθώς, και όπως εξελίσσεται το ακρόαμα, νοιώθεις να σε περιζώνει συνεχώς το «ίδιο» κομμάτι. Αυτή είναι μια πρώτη διαπίστωση, που έχει να κάνει με το χαμηλότονο έως και υποτονικό άκουσμα – κάτι που έχει την εξήγησή του, βεβαίως, και που σχετίζεται με κάποιες ιδιαίτερες προσωπικές στιγμές τού τραγουδοποιού, μα και με γενικότερες.
Στις γενικότερες συγκαταλέγονται, φυσικά, τα λοκντάουν, που όσο και να λέμε πως δεν μας επηρεάζουν (όσοι τα λένε, τέλος πάντων, αυτά), στην πράξη και επηρεάζουν, και καθορίζουν, και δοκιμάζουν (όρια, αντοχές, σχέσεις, συνήθειες κ.λπ.). Όσον αφορά, δε, στο «ειδικότερον», τα λέει ο ίδιος ο Θ. Dzingovic στο οπισθόφυλλο του LP, πως… «σε μια δύσκολη χρονική περίοδο, η δημιουργία αυτού του δίσκου ήταν το καταφύγιό μου». Αν κρίνουμε δε από το γεγονός πως το άλμπουμ είναι αφιερωμένο από τον τραγουδοποιό στον πατέρα του, που πέθανε μέσα στο 2021 (όπως διαβάζουμε πάντα από το back cover), έχουμε και μιαν εικόνα αυτής της ειδικότερης «δυσκολίας» στην συγκεκριμένη συγκυρία.
Σε όλη αυτή την βεβαρημένη ψυχικά/ ψυχολογικά εποχή η ωρίμανση και η έκδοση ενός δίσκου είναι βεβαίως ένα θετικό γεγονός, για τον ίδιο τον τραγουδοποιό πρώτα-πρώτα, που βρίσκει την δύναμη και τον τρόπο να διοχετεύσει με δημιουργικό τρόπο τα συναισθήματά του μέσα από την τέχνη του.
Ο Θ. Dzingovic γράφει ενδιαφέροντες ή και πολύ ενδιαφέροντες στίχους, οι οποίοι αποτελούν και το δυνατότερο επιμέρους κομμάτι τού LP του. Και είναι αλήθεια, επίσης, πως όταν τους διάβαζα στο back cover, πριν ρίξω τον δίσκο στο πλατώ, το μυαλό μου δεν πήγαινε σε τραγούδια σαν κι αυτά που ακούμε τελικά, καθότι μέσα από τα λόγια κυριαρχούσε, τελικώς, εντός μου ένα αισιόδοξο μήνυμα (υπάρχει αυτό στα λόγια), μια νέα προοπτική, περισσότερο φωτεινή και εξωστρεφής. Γελάστηκα, όμως – αν και τούτο δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία.
Από μουσικής πλευράς τα είπαμε. Οι μελωδίες του Θ. Dzingovic είναι απλές, λιτές, σωστά επεξεργασμένες και αυτό φαίνεται περίτρανα στο μοναδικό instrumental του LP, το «Ζακ Υβ Κουστώ».
Σαν ήχος το “Dzingovic” πολύ συχνά φέρνει στην μνήμη μου Brian Eno – Eno των τεσσάρων τραγουδιστικών LP του από τα seventies εννοούμε (“Here Come the Warm Jets” κ.λπ.). Μπορεί ο ίδιος ο τραγουδοποιός να μνημονεύσει άλλα «πράγματα» μεταγενέστερα (αν ερωτηθεί σχετικώς), αλλά όπως έχουμε ξαναγράψει οι μεταγενέστεροι επηρεάζονται από τους προγενέστερους, οπότε για ’κείνους (τους προγενέστερους) θα πρέπει να κάνουμε εμείς λόγο (και τούτο, ασχέτως αν έχουν αποτελέσει ή όχι ακούσματα του τραγουδοποιού). Οι «ιδέες» που υπάρχουν σ’ εκείνα τα τραγουδιστικά LP του Eno, είναι τόσο πολλές και τόσο καίριες, ώστε, κατάλληλα επεξεργασμένες και μετουσιωμένες, μπορούν να δώσουν, και έχουν δώσει, εκατοντάδες άλμπουμ μέσα στα χρόνια.
Η δουλειά περαιτέρω που έχει γίνει σε ηχογράφηση, μείξεις, παραγωγή, είναι πολύ καλή, με τις κιθάρες να πρωταγωνιστούν σε διάφορα επίπεδα, δίνοντας ποικίλα χρώματα, πάντα προς μία pop-rock κατεύθυνση, τα οποία εκμεταλλεύεται ωραία ο τραγουδοποιός, προκειμένου να τονίσει συγκεκριμένες ψυχικές μεταβολές – μέσα πάντοτε σ’ αυτό το χαμηλών τόνων πλαίσιο, που περιγράψαμε πιο πάνω.
Πέρα, τώρα, από το ορχηστρικό track, μια-δυο στιγμές που κάπως ξεχωρίζουν –το λέμε αυτό, γιατί ο δίσκος δεν έχει «επιτυχία», με όλα τα κομμάτια να ακούγονται «σαν ένα»– είναι το «Θέλω» στην πρώτη πλευρά και το «Καθώς ο ήλιος κατεβαίνει» στην δεύτερη», με το πασίγνωστο «Αύριο πάλι», των Δήμου Μούτση-Νίκου Γκάτσου (η μοναδική version του άλμπουμ) να υπόκειται κι αυτό στην ίδια... χαμηλοτονική... υποτονική επεξεργασία και απόδοση.
Συνολικά θα γράφαμε για ένα εσωστρεφές άλμπουμ, κινούμενο στο ευρύτερο pop-rock στερέωμα, με πολύ συγκεκριμένη ηχητική εξέλιξη, από την οποία δεν ξεφεύγει ούτε σπιθαμή. Θετικό αυτό, οπωσδήποτε, για την ταυτότητά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου