Γύρισα πριν λίγο από την Πάτρα, όπου είχα μεταβεί για να
παρευρεθώ σε κηδεία. Η είδηση έπεσε αστραπιαία στο τηλέφωνο την Πέμπτη το
μεσημέρι. «Άσχημα τα νέα Φώντα. Πέθανε ο
Γιάννης ο Αδαλόπουλος…». Δεν μπορείς να το πιστέψεις. Δεν γίνεται. Δεν το
βάζει ο νους σου. Ένας άνθρωπος 47 ετών να προδίδεται από την καρδιά του. Να
χάνεται. Για πάντα. Πώς είναι δυνατόν;
Αν ήταν κάτι προσωπικό, στενά προσωπικό, δεν θα έκανα αυτή
την ανάρτηση, δεν θα έγραφα αυτά τα λόγια, αλλά με τον Γιάννη είναι αλλιώς.
Επρόκειτο για ένα πρόσωπο ευρύτατα γνωστό στην Πάτρα και πέραν αυτής (το πέραν
δεν το βάζει ο νους μας), στενός συνεργάτης στο Jazz & Τζαζ
για μιαν εξαετία, συμφοιτητής στο Πολυτεχνείο (ο Γιάννης στους Ηλεκτρολόγους,
εγώ στους Μηχανολόγους) και πάνω απ’ όλα φίλος. Μιαν εποχή πολύ φίλος, κάποιαν
άλλη νομίζω ακόμη περισσότερο… παρ’ ότι αμφότεροι χαμένοι.
Πώς τα φέρνει έτσι η ζωή δεν μπορώ να το καταλάβω. Από εκεί
όπου δύο άνθρωποι έχουν συχνότατη επαφή, μιλούν σχεδόν καθημερινώς στο
τηλέφωνο, ανταλλάσσουν επισκέψεις, κουβεντιάζουν, ακούν μαζί
μουσικές, τα πίνουν, ξαφνικά, για κάποιους λόγους χάνονται, ξεκόβουν, δεν βλέπονται
τακτικά, μαθαίνει ο ένας τα νέα του άλλου από τρίτους… Πάντα ρωτούσα για τον
Γιάννη και πάντα κάτι μάθαινα. Και πάντα χαιρόμουν, όταν άκουγα πως άλλοτε ήταν
στο Μεξικό, άλλοτε στη Βραζιλία, στην Κούβα, στο Περού ή αλλού… Γιατί ο
Γιάννης, ένας φανατικός φίλος των μουσικών
του κόσμου, δούλευε όπου δούλευε (DJ βασικά σε διάφορα μαγαζιά της Πάτρας) μόνο
για να ταξιδεύει. Ταξίδια μακρινά, ακίνδυνα ή επικίνδυνα, που τον έφερναν δίπλα
στους ανθρώπους, στη ζωή τους, στην καθημερινότητά τους, στις μουσικές τους.
Όχι. Δεν ήταν ερευνητής ο Γιάννης. Δεν ήταν συνδεδεμένος με τίποτα, με κανένα πρόγραμμα,
με καμμία λέσχη, με κανέναν φορέα, παρ’ εκτός του εαυτού του. Από αφόρητο
προσωπικό ενδιαφέρον έπραττε ό,τι έπραττε και το οποίον, τις περισσότερες
φορές, το μοιραζόταν μόνο με τους φίλους του. Φωτογραφίες, ηχογραφήσεις,
ιστορίες, αντικείμενα, όλα έπαιρναν μια σειρά, έφτιαχναν ένα σενάριο σαν αυτά
που βλέπουμε στα κανάλια, στα ντοκυμαντέρ για τις world μουσικές· με μία διαφορά όμως. Ο
Γιάννης δεν σκηνοθετούσε, δεν πασπάλιζε, δεν πούλαγε… τηλεθέαση, έμπαινε βαθειά
στις φάσεις από ίδιο ενδιαφέρον κι έβγαινε απ’ αυτές άλλος άνθρωπος.
Τον θυμάμαι στην μακάρια δεκαετία του ’80 –όταν όλα μάς
φαίνονταν μπορετά– να μου λέει πως «Φώντα, το ροκ πέθανε» (δεν ήθελα να το
πιστέψω – ούτε τώρα…) και πως το πραγματικό ενδιαφέρον πρέπει πια να το
αναζητήσουμε στις μουσικές του κόσμου.
Βεβαίως εξακολουθούσε πάντα ν’ ακούει Tom Waits και Van Morrison, όπως την πρώτη-πρώτη
φορά, αλλά νομίζω πως κι αυτούς ακόμη, συν τω χρόνω, τους ενέταξε μέσα στο world πλέγμα.
Θυμάμαι πως κάποτε του είχα δώσει τον ελληνικής κοπής ethnic-jazz δίσκο των Δανών-Τούρκων
Bazaar/ Istanbul Express (εκείνον στη Virgin), που για κάποιον
περίεργο λόγο του είχε ξεφύγει (γιατί ο Γιάννης είχε «τα πάντα»). Το θεώρησε
μεγάλη προσφορά. Πράγμα που ανταπέδωσε αργότερα στο πολλαπλάσιο, όταν μου έφερε
από το Μεξικό άλμπουμ των Peace And Love
και (El) Ritual και από τη Βραζιλία της
Rita Lee και του João Bosco. Γιατί ο Γιάννης έδινε,
χάριζε, δώριζε. Μπορεί να ήταν μαζώχτρας, όχι συλλέκτης, αλλά δεν κρατούσε τίποτα
για τον εαυτό του. Μπορούσες να του ζητήσεις ό,τι ήθελες –το πιο σπάνιο
κομμάτι– και να στο δώσει για δυο, για τρεις, για πέντε μήνες. Το κρατούσες για
όσο καιρόν ήθελες. Και βεβαίως, όταν ανακάλυπτε κάτι σπέσιαλ, έπεφτε αμέσως
τηλεφώνημα για να κοινωνήσεις κι εσύ από το εύρημά του. Κάπως έτσι είδαμε στα 90s, στο σπίτι του, τις
ταινίες του Alejandro Jodorowsky, όταν δεν βρίσκονταν με τίποτα…
Στα τέλη του 1997 ζήτησα από τον Γιάννη να συμμετάσχει στην
παρέα του Jazz & Τζαζ. Το world και
το ethnic βρίσκονταν
στις δόξες τους και ο Γιάννης ήταν το πιο κατάλληλο πρόσωπο, που θα μπορούσε να
βάλει μία τάξη σ’ εκείνο το χάος. Να πει σε τι πραγματικά αξίζει να στραφεί η
προσοχή μας και σε τι όχι. Το έκανε με μεγάλη χαρά. Με αυταπάρνηση. Όπως όλοι
όσοι δουλεύουν γι’ αυτό το περιοδικό. Για έξι χρόνια, από τον Ιανουάριο του
1998 (τεύχος 58) έως τον Δεκέμβριο του 2003 (τεύχος 129) οι δισκοκριτικές του
κοσμούσαν τις σελίδες μας. Γνώστης του αντικειμένου και οξυδερκής στις απόψεις
και τις παρατηρήσεις του, ο Γιάννης δεν έπεφτε ποτέ έξω. Στην πρώτη του κριτική
επέλεξε να γράψει για δύο διαφορετικούς δίσκους, ομού, σ’ ένα κείμενο. Ο πρώτος
αφορούσε στην Κουβανή Celia Cruz
και ο δεύτερος στον Βραζιλιάνο Papete.
Ξεκινούσε ο Γιάννης…
«Ο λόγος που αυτοί οι
δίσκοι παρουσιάζονται μαζί είναι, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, για να τονίσω
τις διαφορές παρά τις ομοιότητές τους. Οι περισσότεροι ακροατές, και κυρίως
αυτοί που δεν γνωρίζουν σε βάθος τα πράγματα, έχουν την τάση να θεωρούν ενιαία
ολόκληρη τη μουσική της Λατινικής Αμερικής, χωρίς μεγάλες διαφορές ή
ιδιομορφίες από τόπο σε τόπο ή να την ταυτίζουν με ένα μόνο κομμάτι της (π.χ.
τη salsa). Αυτό φυσικά είναι λάθος. Εκείνο που είναι πραγματικά
κοινό, σε όλη σχεδόν τη Λατινική Αμερική, είναι ο τρόπος με τον οποίον
προέκυψαν αυτές οι κουλτούρες. Τρία είναι τα πρωτογενή τους συστατικά:α) Αυτά
που έφεραν οι κατακτητές (Ισπανοί, Πορτογάλοι ή άλλοι Ευρωπαίοι), β) η
κουλτούρα των ενδογενών πληθυσμών, γ) η πανίσχυρη επιρροή των Αφρικανών μέσω
του δουλεμπορίου. Η αλληλοεπιρροή αυτών των στοιχείων έδωσε σε όλες σχεδόν τις
περιπτώσεις τις κατά τόπους μουσικές ιδιομορφίες, οι οποίες στη συνέχεια
εξελίχθηκαν επηρεαζόμενες από άλλα σύγχρονα μουσικά ρεύματα (jazz, soul κ.λπ.)».
Έμπαινες δηλαδή στο
κλίμα, στην ουσία. Ο Γιάννης σού έδειχνε το μέτρο, άμεσα, δίχως πίσω σκέψεις.
Στην τελευταία του δισκοκριτική στο Jazz & Τζαζ (#129, 12/2003, όπως προέγραψα) επέλεξε να
αναφερθεί στη Βραζιλιάνα Cibelle και το πρώτο, τότε, φερώνυμο άλμπουμ της…
«Το ‘Cibelle’ θυμίζει αρκετά εκείνο το άλλο έξοχο ντεμπούτο τής Bebel Gilberto στην
ίδιαν εταιρεία, την Ziriguiboom, ελαφρώς προς το πιο ηλεκτρονικό.
Περνάει από την bossa nova, την samba soul, την tropicalia και την jazz, προσθέτοντας τη γλύκα της σύγχρονης pop και τις απαραίτητες πια ηλεκτρονικές ενορχηστρώσεις. Στο ύφος
του CD ταιριάζουν χαρακτηρισμοί όπως
ατμοσφαιρικό, λυρικό, ευαίσθητο down tempo και τα παρόμοια. Η αλήθεια όμως είναι ότι μόνο από άποψη
μουσικού προσανατολισμού συγκρίνεται με εκείνο της Gilberto, γιατί
είναι σαφώς κατώτερο. Αυτό οφείλεται στις συνθετικές αδυναμίες της Cibelle, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των μουσικών και των
παραγωγών. Μόνο δύο στιγμές ξεχωρίζουν πραγματικά(…) και με δεδομένο ότι
τέτοιες προσπάθειες δεν είναι πλέον τίποτα ιδιαίτερα πρωτοποριακό, το πράγμα
χλομιάζει. Ας μην είμαστε όμως τόσο κάθετα απορριπτικοί, γιατί ο δίσκος αυτός
δεν θα ενοχλήσει κανέναν ακροατή επειδή διαθέτει ένα επίπεδο· και ας
περιμένουμε την επόμενη δουλειά τής Βραζιλιάνας για πιο σίγουρα συμπεράσματα».
Κι εδώ σαφής και καθαρός, εκφέροντας γνώμη και όχι περιγράφοντας. Πόσα μπορώ να
γράψω ή να θυμηθώ ακόμη, αλλά δεν θα συνεχίσω…
Την Παρασκευή, στην κηδεία, τον αποχαιρετήσαμε – πλήθος
φίλων και γνωστών. Στην προτελευταία σκηνή ο Γιάννης, με σταυρωμένα χέρια, να
κρατά όχι την εικόνα του Χριστού, αλλά το εξώφυλλο τού “Astral Weeks”. Περιμέναμε ένας-ένας
στη σειρά, βουρκωμένοι, σκύψαμε και ασπαστήκαμε…
Στην ταινία "Mr. Arkadin" του Welles ο ομώνυμος ήρωας διηγείται στους καλεσμένους του ένα όνειρο. Λέει περίπου: «Ονειρεύτηκα πως ήμουν σ’ ένα νεκροταφείο και διάβαζα τις ταφόπλακες: 1843-1849, 1900-1917, 1915-1922 – παντού έτσι… Βρήκα τον επιστάτη του νεκροταφείου και τον ρώτησα, γιατί σ’ αυτή την πόλη όλοι πέθαιναν παιδιά κι εκείνος μου απάντησε: «Εμείς δε σημειώνουμε στις ταφόπλακες τις ημερομηνίες γέννησης και θανάτου, αλλά τα χρόνια που κάποιος είχε έναν φίλο…».
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι φίλοι μας δεν πεθαίνουν ποτέ πριν από εμάς αλλά μαζί μας...
Κι απ' την αγαπημένη μου ταινία του Jodorowski "Fando y Lis" σας θυμίζω:
Fando's Father: Let's play. Okay, I'm a famous pianist.
Young Fando: If you're a famous pianist, and I cut off your arm... then what will you do?
Fando's Father: I'll become a famous painter.
Young Fando: And if I cut off the other one, what will you do?
Fando's Father: I'll become a famous dancer.
Young Fando: And if I cut off your legs, then what?
Fando's Father: Then I'll become a famous singer.
Young Fando: And if I cut off your head, then what?
Fando's Father: Once dead, my skin will become
a beautiful drum.
Young Fando: What if I burn the drum?
Fando's Father: I will become a cloud and take on any shape.
Young Fando: And if the cloud dissolves, what then?
Fando's Father: I will become rain and produce a harvest of wars!
Young Fando: You win. I'm going to miss you
when you're gone.
Fando's Father: If you ever feel too lonely... search for the magical city of Tar.
Εύχομαι ο φίλος σας να αναπαύεται εν ειρήνη στη μαγική πόλη Ταρ...http://www.youtube.com/watch?v=f56sRKPhS7o
Ευχαριστώ Lapsus digiti.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο "Fando y Lis" δεν είναι αυτό με την δεξίωση στον σκουπιδότοπο; Το είχα δει προ 10ετίας με bonus επεξήγηση από τον Jodorowsky. Αυτός έχει πει και το σπουδαίο: «Ο ρόλος του εφήμερου είναι να μπολιάσει την αιωνιότητα».
ΑπάντησηΔιαγραφήΜου θυμίσατε φίλους που βλέπαμε μαζί ταινίες, ακούγαμε μουσικές και μετά για κάποιους λόγους χαθήκαμε. Θυμάμαι πως με έναν απ'αυτούς, την επομένη του θανάτου του Βασίλη Ραφαηλίδη (Στην ελευθεροτυπία μάλιστα συνέχισε να τυπώνεται η στήλη του για κάποιο διάστημα γιατί είχε έτοιμα αρκετά κείμενα), κατεβάσαμε ένα μπουκάλι κονιάκ για να τον τιμήσουμε. Καλά, μπορεί να ήταν και πρόφαση για να πιούμε...
Σκιές ονείρων είμαστε, σύννεφα που περνούμε...
Αλέξανδρος
Οι άνθρωποι πεθαίνουν όταν τους ξεχνάμε. Όσο καταλαμβάνουν θέση στο μυαλό και στη καρδιά μας, είναι πάντα μαζί μας. Βέβαια η απώλεια της ύλης μας συγκλονίζει, αλλά τι μπορούμε να κάνουμε γι'αυτό;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό του ταξίδι και να ζήσετε να τον θυμόσαστε...
Κάθε φορά που κατέβαινα στην Πάτρα, αν ήταν να βγω για ποτό, πάντα μάθαινα που παίζει. Αν και στον 'Νότο' ήταν συνήθως resident. Και στην Tam Toum στο Ρίο, τα καλοκαίρια. Και παρότι είχαμε μόνο ένα "γεια" ποτέ δεν δυσφορούσε όταν τον κατέκλυζα με ερωτήσεις για τις φοβερές μουσικές που έπαιζε. Τυχεροί όσοι βρέθηκαν σε βραδιά που έγινε γλέντι και έπαιζε ο Γιάννης. Μέγας γνώστης, πολύ καλό παιδί. Large. Χάθηκε ένα κομμάτι από την ψυχή αυτής της πόλης
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ όλους για τα σχόλια.
ΑπάντησηΔιαγραφήγεια σου φωντα. εισαι ο 241 που ακουγα το 1980?
ΑπάντησηΔιαγραφήΌχι.
ΔιαγραφήΓεια σου κι εσένα.