Πριν ένα μήνα περίπου πέθανε ο John Tchicai (1936-8/10/2012). Δεν
το πήρα χαμπάρι. Το διάβασα στο editorial τού τρέχοντος τεύχους τού Jazz & Τζαζ από τον Γιώργο
Χαρωνίτη. Ο (Δανός) Tchicai
υπήρξε ένας προικισμένος σαξοφωνίστας και αυτοσχεδιαστής, τον οποίον είχε
γνωρίσει από κοντά και το ελληνικό κοινό, μιας και ο δανός μουσικός είχε
επισκεφθεί τη χώρα μας για live
(και ηχογραφήσεις) το 1980· αλλά και τα μετέπειτα χρόνια. Οι περισσότεροι θα
τον θυμούνται από την παρουσία του στο “Ascension” [Impulse!,
1966] του John Coltrane,
πιθανώς από το “New York Eye and Ear Control”
[ESP-Disk, 1965] του Albert Ayler, ενώ άλλοι ίσως να
έχουν τσεκάρει την παρουσία του στα σχήματα New York Contemporary Five και New York Art Quartet. Πάντως λίγοι είναι
εκείνοι που θα έχουν προσέξει την παρουσία του Tchicai σ’ ένα από τα καλύτερα rock LP, που ηχογραφήθηκαν ποτέ
στη Δανία, στο “M144” [Sonet, 1969] των Burnin Red Ivanhoe... Στο παρελθόν έχω γράψει ελάχιστα πράγματα για τον John Tchicai κι
η πρώτη φορά που το επιχείρησα ήταν τον Φεβρουάριο του 1998, στο δισκορυχείον του 59ου τεύχους του Jazz & Τζαζ, όταν αναφέρθηκε στο άλμπουμ “Afrodisiaca” [MPS, 1969] της Cadentia Nova Danica…
«Λίγοι άνθρωποι, από ’κείνους που ασχολούνται με τη δισκογραφία, γνωρίζουν πόσο δύσκολο είναι το να προβαίνει κάποιος σε ηχογραφήσεις ξέροντας ότι δεν θα πουλήσει χιλιάδες κόπιες. Αυτό το άλμπουμ μού καρφώθηκε για πρώτη φορά στο μυαλό όταν ο John Tchicai γύρισε πίσω από τη Νέα Υόρκη στην πατρίδα του τη Δανία το 1966, δίνοντας μου την ευκαιρία να τον ακούσω στο νορβηγικό Molde Festival με το συγκρότημά του, την Cadentia Nova Danica. Πήρε τρία χρόνια για να γίνει η αρχική ιδέα πραγματικότητα – και δεν θα συνέβαινε αυτό αν επίσης δεν υπήρχε η βοήθεια από την Den Danske Jazzkreds (την Jazz Ακαδημία της Κοπενχάγκης) και τον κύριο Birger Joergensen. Έτσι, οι ευχαριστίες μου πηγαίνουν κατ’ ευθείαν σ’ αυτόν και στο σοβαρό Ινστιτούτο, το οποίον οι Δανοί τόσο συγκρατημένα αποκαλούν Jazz Κύκλο). Η γνώμη μου για την περίπτωση του John Tchicai είναι πως η Ευρώπη έχει έναν πολύ μεγάλο, Ευρωπαίο, μαύρο σαξοφωνίστα το επίπεδο τού οποίου είναι ισοδύναμο με τους μεγάλους αμερικανούς νεωτεριστές της Καινούριας Jazz. Με την διαφορά μόνον ότι ο John δεν μεγάλωσε ούτε στο Harlem, ούτε στο Νότο. Ζούσε –και ακόμα ζει– στην Κοπενχάγκη, συνθέτοντας μια μουσική που σφύζει από τόση θέρμη και αγάπη, όσο λίγες άλλες απ’ αυτές που μας περιβάλλουν».
«Λίγοι άνθρωποι, από ’κείνους που ασχολούνται με τη δισκογραφία, γνωρίζουν πόσο δύσκολο είναι το να προβαίνει κάποιος σε ηχογραφήσεις ξέροντας ότι δεν θα πουλήσει χιλιάδες κόπιες. Αυτό το άλμπουμ μού καρφώθηκε για πρώτη φορά στο μυαλό όταν ο John Tchicai γύρισε πίσω από τη Νέα Υόρκη στην πατρίδα του τη Δανία το 1966, δίνοντας μου την ευκαιρία να τον ακούσω στο νορβηγικό Molde Festival με το συγκρότημά του, την Cadentia Nova Danica. Πήρε τρία χρόνια για να γίνει η αρχική ιδέα πραγματικότητα – και δεν θα συνέβαινε αυτό αν επίσης δεν υπήρχε η βοήθεια από την Den Danske Jazzkreds (την Jazz Ακαδημία της Κοπενχάγκης) και τον κύριο Birger Joergensen. Έτσι, οι ευχαριστίες μου πηγαίνουν κατ’ ευθείαν σ’ αυτόν και στο σοβαρό Ινστιτούτο, το οποίον οι Δανοί τόσο συγκρατημένα αποκαλούν Jazz Κύκλο). Η γνώμη μου για την περίπτωση του John Tchicai είναι πως η Ευρώπη έχει έναν πολύ μεγάλο, Ευρωπαίο, μαύρο σαξοφωνίστα το επίπεδο τού οποίου είναι ισοδύναμο με τους μεγάλους αμερικανούς νεωτεριστές της Καινούριας Jazz. Με την διαφορά μόνον ότι ο John δεν μεγάλωσε ούτε στο Harlem, ούτε στο Νότο. Ζούσε –και ακόμα ζει– στην Κοπενχάγκη, συνθέτοντας μια μουσική που σφύζει από τόση θέρμη και αγάπη, όσο λίγες άλλες απ’ αυτές που μας περιβάλλουν».
Τα λόγια αυτά του γερμανού παραγωγού Joachim-Ernst Berendt, στο μέσα μέρος του gatefold cover, νομίζω πως αντανακλούν
καλύτερα απ’ οτιδήποτε άλλο την προσφορά στη σύγχρονη μουσική του δανού
σαξοφωνίστα John Tchicai.
Ο Tchicai
δανοκογκολέζικης καταγωγής γεννήθηκε στην Κοπενχάγκη την 28/4/1936, αλλά
μεγάλωσε στο Aarhus κι
εκεί πρωτοήλθε σε επαφή με την jazz.
Έπαιξε από νωρίς σε διάφορα φεστιβάλ στην Σκανδιναυία και σ’ ένα απ’ αυτά, στο Φεστιβάλ Νεολαίας του Ελσίνκι,
γνωρίστηκε με τους Archie Shepp και Bill Dixon,
οι οποίοι και τον ενεθάρρυναν να τους ακολουθήσει στην Αμερική. Στα τέλη του
’62 βρίσκεται στη Νέα Υόρκη κι εκεί θα του δοθεί η ευκαιρία να συνεργαστεί με ονόματα
όπως εκείνα των Don Cherry,
Archie
Shepp, Roswell Rudd και John Coltrane επισκεπτόμενος στην πορεία και την Ευρώπη. Το καλοκαίρι του ’66 επιστρέφει στη Δανία και βάζει εκεί
σε εφαρμογή ένα σχέδιο για τη συγκρότηση μιας πολυμελούς ορχήστρας, της Cadentia Nova Danica (CND), ενός σχηματισμού με προφανές
αυτοσχεδιαστικό πνεύμα και ποικιλία ρεπερτορίου. Επίλεκτα μέλη της CND απετέλεσαν
εκείνη την εποχή, μεταξύ άλλων, ο γνωστός ολλανδός σαξοφωνίστας και
μπασο-κλαρινετίστας Willem Breuker
και οι Steffen Andersen,
Kim Menzer και Niels Harritt μέλη
οι τρεις τελευταίοι (λίγο αργότερα) του σπουδαιότερου δανέζικου rock γκρουπ
της εποχής, των Burnin Red Ivanhoe. (Στο πρώτο τους άλμπουμ το διπλό “M144” [Sonet SLPS
1512/13, 1969], όπως προανέφερα, συμμετείχε και ο John Tchicai παίζοντας άλτο σαξόφωνο σε δύο κομμάτια). Η 26μελής ορχήστρα
(rec. 16-17 Ιουλίου
1969) εμφανίζεται σε πλήρη ανάπτυξη στην πρώτη πλευρά του δίσκου αποδίδοντας τη
σύνθεση του τρομπετίστα Hugh Steinmetz
υπό τον τίτλο “Afrodisiaca”,
ένα λογοπαίγνιο ουσιαστικά ανάμεσα στις λέξεις aphrodisiac και Africa. Το κομμάτι αυτό είναι
στηριγμένο στο balafon,
ένα αφρικανικό κρουστό που έφερε από τη Σενεγάλη ο percussion player του γκρουπ Georgio Musoni. Πρόκειται δε για ένα
είδος ξυλοφώνου, στη γλώσσα των Lobi
αποκαλείται gil και η
ιστορία του είναι μακραίωνη, όπως διαβάζω στο βιβλίο του Paul Oliver Savannah Syncopators
[Studio Vista,
London 1970].
Η δεύτερη πλευρά του άλμπουμ συνθετικά ανήκει στον Tchicai – εκτός μιας σύντομης
διασκευής τής παλαιάς μελωδίας του Talbot O'Farrell, του “This is heaven”. Το καλύτερο κομμάτι
αυτής της πλευράς είναι πάντως το “Lakshmi” (από το όνομα της ινδικής θεότητας για την ευτυχία ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων) στο
οποίον ο Tchicai, ως leader της
μπάντας, δίνει τη δυνατότητα σε τρία μέλη του γκρουπ να δείξουν τις σολιστικές
δυνατότητές τους. Ξεκινά ο Michael Schou παίζοντας ένα εντελώς αυθόρμητο «ινδικό» σόλο στο φλάουτο,
ακολουθεί ο Willy Jagert μ’ ένα σόλο στο ophicleide (παλαιό μπάσο όργανο με κλειδιά, που αντικαταστάθηκε
στις ορχήστρες από την τούμπα ή και το ευφώνιο), για να κλείσει ο Christian Kyhl μ’
ένα σόλο στο σοπράνο ολοκληρώνοντας έτσι αυτή την αίσθηση πληρότητας που
αποκομίζεις συνήθως από τους δίσκους της εποχής. Ας πω ακόμη πως υπάρχει άλλο
ένα άλμπουμ της Cadentia Nova Danica,
ηχογραφημένο στο Aarhus τον Οκτώβριο του ’68 (έκδοση στην Polydor), το οποίον, πιθανώς, να
κυκλοφόρησε αργότερα (το 1970;). Δεν το έχω ακούσει. Έχω ακούσει όμως το “Unfinished Music No.2: Life with the Lions” [Zapple, 1969] των John Lennon και Yoko Ono. Στο… ανήκουστο “Cambridge 1969”
ο John Tchicai σκάει μύτη στο
τέλος του κομματιού!
Κι ενώ η δεκαετία του ’70 βρίσκει τον Δανό σε μία σχετική…
αγρανάπαυση, στα τέλη των 70s
και στις αρχές των 80s
η έντονη επαναδραστηριοποίησή του θα τον βγάλει μέχρι την Αθήνα. Ο John Tchicai θα
εμφανισθεί σόλο στο φεστιβάλ Praxis Jazz ’80, που είχαν διοργανώσει το περιοδικό Τζαζ και το Goethe-Institut στο θέατρο Αλάμπρα,
την 20/10/1980. Λίγο αργότερα θα κυκλοφορήσει μάλιστα και το LP “Live in Athens” στην εταιρεία Praxis [CM 101] του Κώστα Γιαννουλόπουλου ως
αποτύπωμα εκείνης της συναυλίας, ενώ την επόμενη χρονιά θα δει το φως της
δισκογραφίας και το “Continent”
[Praxis CM
102], η free-improv συνεργασία
τού Tchicai με τον γερμανό περκασιονίστα Hartmut Geerken (rec. 18/10/1980). Στην Praxis θα
κυκλοφορήσουν ακόμη τρία LP
με την παρουσία του John Tchicai σ’ αυτά, αλλά μόνον το “Cassava Balls” [CM 111] με τους Hartmut Geerken και Famoudou Don Moye ήταν
ηχογραφημένο στην Ελλάδα (rec.
Αθήνα 8/5/1985, Ορφέας, Praxis ’85).
Τα χρόνια (ξανα)πέρασαν και το 1998 ο John Tchicai επανέρχεται στην
Ελλάδα (δεν παίρνω όρκο πως δεν είχε μεσολαβήσει και κάποια άλλη επίσκεψη) για
εμφανίσεις στην Αθήνα, στο Half Note
(27/3-2/4), αλλά και στον Μύλο της Θεσσαλονίκης (3-5/4). Ήταν η μοναδική φορά
κατά την οποίαν τον είχα δει live,
σε κουαρτέτο (με πιάνο, μπάσο, ντραμς). Μαζί με τις εμφανίσεις του Steve Lacy και
κάποιας του Archie Shepp στον ίδιο χώρο (το Half Note εννοώ) ήταν από τις καλύτερες εκείνης τής περιόδου…
Μια συνέντευξη του Tchicai που είχε δημοσιευθεί το Δεκέμβρη του '95 στο Wire, εδώ :
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.thewire.co.uk/in-writing/interviews/john-tchicai_soul-mining
Πιθανώς η πρώτη αναφορά του Wire στον John Tchicai να ήταν εκείνη του τεύχους 8 (10/1984) –ένα από τα πρώτα Wire που έπεσαν στα χέρια μου και το οποίον έχω ακόμη–, όταν ο Graham Lock έκανε κριτική στα ελληνικά άλμπουμ “Live in Athens” και “Continent”, αφήνοντας στο τέλος μία ξινίλα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜια ακόμα συνέντευξη του Tchicai από το fanzine Opprobrium, τεύχος 3 (Νοέμβρης '96). Μιλάει για όλες σχεδόν τις περιόδους, για τη γνωριμία με τον Sun Ra, τον Charles Gayle, τους Archie Shepp, Don Cherry, για το Unfinished Music No. 2, τους MEV, και πολλά ακόμη:
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://web.archive.org/web/20000826212916/http://www.info.net.nz/opprobrium/3/tchicai.html
Aπό το ίδιο fanzine, μια συνένετευξη του David S. Ware:
http://web.archive.org/web/20001014092842/http://www.info.net.nz/opprobrium/3/david_s_ware.html