Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015

τρία άλμπουμ της Naim

Η Naim είναι μια εταιρεία που έχει την έδρα της στο Salisbury της νότιας Αγγλίας, γνωστή σε όποιους για τα ηχητικά μηχανήματά της (players, ενισχυτές, ηχεία κ.λπ.). Εκτός από την παραγωγή μηχανημάτων η Naim διατηρεί και δισκογραφική εταιρεία (Naim label) με διάφορες υποετικέτες κι έτσι, καθώς εισάγεται στη χώρα μας από την A&N, τρεις πρόσφατες και σχετικώς πρόσφατες κυκλοφορίες της έφθασαν στα χέρια μου…
TROYKA: Ornithophobia [naim edge, 2014]
Έχω ξαναγράψει για τους Λονδρέζους Troyka και μάλιστα πολύ καλά λόγια αναφερόμενος στο άλμπουμ τους “Moxxy” [Edition, 2012]. Εκεί σημείωνα πως η jazz του τρίο… «έχει πολλά ηλεκτρικά στοιχεία να παρουσιάσει, που έχουν βεβαίως την γνωστή αμερικανική ηλεκτρική και rock-ηλεκτρική αφετηρία (το early fusion ας πούμε), αλλά ακόμη και τη βρετανική (τα πιο γνωστά electro τερτίπια των Soft Machine ή πιο επισκιασμένων καλλιτεχνών, όπως του Bob Downes.
Παραμένοντας τρίο (Chris Montague κιθάρες, λούπες, Kit Downes keyboards, όργανο, πιάνο, Joshua Blackmore ντραμς), οι Troyka στο “Ornithophobia” προβαίνουν σ’ ένα ακόμη electro-fusion άλμπουμ, με ακόμη περισσότερα κλαμπίστικα στοιχεία στις συνθέσεις τους, δίχως, πάντως, να κάνουν την πολύ μεγάλη διαφορά. Θέλω να πω πως εν σχέσει με τα προηγούμενα άλμπουμ τους το παρόν, παρότι, ακόμη πιο ηλεκτρικό και βαρυφορτωμένο, δεν φθάνει την αξία του “Moxxy” – και τούτο γιατί η complex αφήγησή του το απομακρύνει από την ουσία (έτσι φρονώ). Το funk στοιχείο μπορεί να κυριαρχεί, το ντανσικό μπορεί να περισσεύει, ένας ήχος à la Compost (την εταιρεία εννοώ) ίσως να ενεδρεύει στη γωνία, μια πειραματική ροκιά να σκάει πού και πού από ’δω ή από ’κει, όμως το τελικό αποτέλεσμα είναι κάπως ψυχρό, κάπως εργαστηριακό. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν ενδιαφέροντα tracks στο CD, και αναφέρομαι κυρίως στο φερώνυμο με τον τίτλο τού άλμπουμ, στο “Magpies” ή στο έσχατο “Seahorses”, που φέρνει στο νου seventies Brian Eno.
MARC FORD: Holy Ghost [naim edge, 2013]
Μεγάλη η ιστορία του Marc Ford… κι ας μην έχει κλείσει ακόμη τα 50 του. Μέλος για χρόνια των Black Crowes και άλλων διάφορων συγκροτημάτων στην πορεία, ο Ford ακολουθεί προσωπική καριέρα από το 2003, έχοντας ηχογραφήσει έως σήμερα πέντε αποκλειστικώς δικά του άλμπουμ. Τελευταίο εξ αυτών το “Holy Ghost”, που τυπώθηκε σε CD το 2013, καθώς και σε βινύλιο την επόμενη χρονιά.
Δεν ξέρω τι έπαιζαν οι Black Crowes –δηλαδή ξέρω– ο Marc Ford όμως είναι ολότελα χωμένος μέσα στην americana. Το “Holy Ghost” είναι επηρεασμένο από την τραγουδοποιία του Neil Young (ακόμη και ο ίδιος ο Ford, με κάποια δόση φαντασίας βεβαίως, θα μπορούσε να φέρνει οπτικώς στον Καναδό), ενώ και τα τραγούδια του διαθέτουν όλα εκείνα τα κομφόρ (pedal steel, hammond, fender rhodes, μπάντζο…), που μπορεί να τα καταστήσουν φύσει και θέσει… αμερικανόθρεφτα. Στο άλμπουμ παίρνουν μέρος 5(!) κιθαρίστες, χωρίς να επιβαρύνεται το άκουσμα, ενώ τα 7(!) διαφορετικά φωνητικά προσφέρουν στον αρμονικό σχεδιασμό, δημιουργώντας εκείνο το λεπτό στρώμα από backing vocals, που είναι απαιτητό για τέτοιου τύπου άσματα. Όλα τα τραγούδια τού Marc Ford, που διατηρούν ένα outlaw πνεύμα, κινούνται σε μια γραμμή – δίχως να ξεχωρίζει κάποιο προς τα «πάνω» ή προς τα «κάτω». Κάτι που συμβάλλει εν τέλει στην πυκνότητα του άλμπουμ.  
NEIL COWLEY TRIO: Touch and Flee [naim jazz, 2014]
Το Neil Cowley Trio του πιανίστα Neil Cowley (οι Rex Horan μπάσο και Evan Jenkins ντραμς συμπληρώνουν) είναι ένα από τα πιο αναγνωρισμένα βρετανικά jazz γκρουπ. Και το «αναγνωρισμένο» δεν προκύπτει επειδή ο Cowley έχει ηχογραφήσει ακόμη και με την Adele, αλλά από το γεγονός αυτής καθ’ αυτής της αυθυπαρξίας τού trio του ως σχήμα. Με πέντε ήδη άλμπουμ στην κατοχή του (το “Touch and Flee” είναι το πέμπτο) το Neil Cowley Trio έρχεται να πλασαριστεί, οπωσδήποτε, μεταξύ των πιο ενδιαφερόντων της τελευταίας δεκαετίας. Άπαντα τα σχετικά μπορεί να έχουν πάρει γραμμή από τα διάφορα θρυλικά, αμερικανικά, jazz ανάλογα των sixties (Bill Evans κ.λπ.), μα ακόμη και από τους πιο πρόσφατους e.s.t., όμως τούτο δεν σημαίνει πως το πράγμα έχει κλείσει και πως ό,τι ήταν δυνατόν να ειπωθεί… ειπώθηκε. Πάντα υπάρχουν περιθώρια για κάτι «προσωπικό» θέλω να πω… και τούτο ακριβώς το «προσωπικό» ανιχνεύεται στο “Touch and Flee”, ένα CD που προστρέχει στις γερές μελωδικές συνταγές του παρελθόντος, δίνοντάς τους έναν σημερινό «αέρα». Τούτο έχει να κάνει όχι μόνο με τα πλήκτρα του Cowley, αλλά και με το rhythm section, που, στις περισσότερες των περιπτώσεων, υπερβαίνει εαυτόν χαρίζοντας μοναδικές ρυθμολογίες και ηχοχρώματα.
Δεν είναι jazz αυτό ακριβώς που παίζουν, τα τελευταία χρόνια, τα σύγχρονα ευρωπαϊκά jazz trios. Είναι ένα μίγμα jazz και ευρωπαϊκής μουσικής (στην πράξη το blender περιλαμβάνει κι άλλα είδη), που αφορά στα πλήθη. Όχι στους jazzheads και στα ακραιφνή τζαζ ακροατήρια, αλλά στους ψαγμένους «ποπάδες». Έτσι έχει η κατάσταση και την αποδεχόμαστε εν πάση περιπτώσει... όταν αξίζει να την αποδεχτούμε.

4 σχόλια:

  1. Φτάσαμε στο σημείο να χαίρεσαι όταν καμιά φορά βρίσκεις "κανονικούς" μουσικούς ( που να παίζουν δηλαδή κάποια όργανα ) / Εδώ είναι τέσσερα αδέλφια, από τη μεγαλύτερη αδερφή με την thin-line telecaster μέχρι τον Βενιαμίν στο βιολί.

    https://www.youtube.com/watch?v=4mXlXinGyzQ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δεν είναι αδερφός του "Μέγα" Robben Ford (Miles Davis band, etc,etc...) o συγκεκριμένος Marc;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δεν είμαι σίγουρος. Δεν πρέπει… O άλλος Ford γραφόταν Mark (με “k”, όχι με “c”).

      Διαγραφή