LAGINHA / ARGÜELLES /
NORBAKKEN: Setembro [EDN1099, 2017]
Τι έχουμε εδώ; Ένα όχι κλασικό πιάνο-τρίο, το οποίο αποτελούν οι Mário Laginha πιάνο, Julian
Argüelles σοπράνο, τενόρο σαξόφωνα και Helge Andreas Norbakken ντραμς, κρουστά. «Όχι κλασικό», επειδή απουσιάζει το μπάσο
φυσικά, αλλά την ίδιαν ώρα και ιδιαίτερο, καθότι η jazz του γκρουπ έχει πολύ
συγκεκριμένα και όχι καθημερινά χαρακτηριστικά.
Κατ’ αρχάς να πούμε πως ο Laginha είναι μια μορφή της πορτογαλικής τζαζ,
με δράσεις που ξεπερνούν τα 35 χρόνια. Είναι, επίσης, για όσους δεν το
γνωρίζουν ή δεν το θυμούνται, ο βασικός συνεργάτης τής Maria João (της σημαντικότερης τζαζ
τραγουδίστριας της Πορτογαλίας) και πως αμφότεροι (Laginha και João) έχουν
εμφανισθεί τουλάχιστον δύο φορές live και στην Αθήνα.
Στο παρόν “Setembro” το
τρίο Laginha/ Argüelles/ Norbakken παρουσιάζει δέκα δικά
του κομμάτια (οκτώ συνθέσεις του Laginha και δύο του Argüelles), που αφορούν σε πολύ γερούς…
euro-jazzheads. Εννοούμε πως οι αναφορές του τρίο στις ρίζες της jazz, και
βασικά στο blues και στο swinging, είναι από ασήμαντες έως ανύπαρκτες, καθώς
εδώ… jazz είναι ο τρόπος αντίληψης των παιξιμάτων και όχι η αισθητική εκκίνηση
– η οποία εκκίνηση έχει άμεση σχέση με την ευρωπαϊκή μουσική, που μπορεί να
ακούγεται και σαν «δωματίου» και που, σε κάθε περίπτωση, μπορεί να ενσωματώνει
ρομαντικά, μεσογειακά ή και ανατολίτικα ακόμη-ακόμη στοιχεία. Φυσικά, οι
μελωδίες που προβάλλει και αναπτύσσει ο Laginha είναι το πρώτο σαφές ατού τού “Setembro” – μελωδίες, που εξελίσσονται σε διαφορετικά επίπεδα, την ώρα που οι
αρμονικές συνδέσεις προσδίδουν στο άλμπουμ μιαν έντεχνη μεγαλοπρέπεια.
GARY HUSBAND: A
Meeting of Spirits [EDN1098, 2017]
Ένα παράξενο
άλμπουμ έχουμε εδώ – αλλά τα παράξενα είναι που μετράνε. Ο πιανίστας, «εσωτερικός»
πιανίστας και κρουστός Gary Husband ηχογραφεί ένα σχεδόν σόλο πιανιστικό
άλμπουμ αφιερώνοντάς το στον John McLaughlin. Λέει όλη την ιστορία στο μέσα μέρος τού cover ο
Husband, πώς ανακάλυψε την Mahavishnu Orchestra, παιδί ακόμη εκεί στα early
seventies, πώς επηρεάστηκε από το fusion της εποχής (τους Lifetime του Tony
Williams, άλμπουμ του Miles Davis, του Gordon Beck κ.ά.) και πώς έφθασε στο
σημείο όχι μόνο να φτιάξει στην πορεία τη δική του μουσική, αλλά και να
συνεργαστεί με τα είδωλά του – τον John McLaughlin, τον Allan Holdsworth, τον
Billy Cobham, τον Jack Bruce και άλλους πολλούς.
Τώρα, έφθασε η
ώρα για ένα ακόμη δικό του άλμπουμ, ένα σόλο πιάνο άλμπουμ όπως προείπαμε, στο
οποίο εναλλάσσει συνθέσεις δικές του και του John ΜcLaughlin από τα LP του
“Apocalypse”, “Electric Guitarist”, “The Inner Mounting Flame”,
“Extrapolation”, “Birds of Fire”, “The Promise”, “My Goal’s Beyond”, “Inner
Worlds” και “Where Fortune Smiles” (ένα από τα ωραιότερα και λιγότερα γνωστά
άλμπουμ τού McLaughlin, αυτό το τελευταίο, που βγήκε στην Dawn το 1971, καθώς
«πιάνει» μια συνεργασία του μεγάλου κιθαρίστα με τους Dave Holland, John
Surman, Stu Martin και Karl Berger).
Ηχογραφημένο στο
Λονδίνο πριν δώδεκα χρόνια, αλλά μιξαρισμένο τώρα (πριν λίγους μήνες), το “A
Meeting of Spirits” μοιάζει συχνά μ’ ένα κάποιο κατόρθωμα. Ιδίως όταν
αναπαράγονται στο πιάνο κάποιες πολύ ιδιαίτερες και σύνθετες μελωδίες τού
McLaughlin, από τα πιο μεταγενέστερα άλμπουμ του, που δεν είναι από τις πλέον
γνωστές του – ίσως και εξαιτίας αυτής ακριβώς τής συνθετότητάς τους. Σ’ αυτές
όμως ο Husband δείχνει πόσο μετράει ως εκτελεστής, εμφανίζοντας μια σειρά
αυτοσχεδιασμών, ταχύτατων κατά τόπους, που δεν είναι πάντα εύκολο να τους
παρακολουθήσεις. Όμως και στις δικές του συνθέσεις ο Husband εμφανίζεται με τη
σιγουριά εκείνου που δεν θα εμποδιστεί από τίποτα προκειμένου να παρουσιάσει δικό του υλικό
δίπλα σ’ ένα γνωστότατο, εν πολλοίς, και καταξιωμένο. Και αυτή η παράθεση μόνο
ως θετική μπορεί να περιγραφεί, για την ενότητα και την ολοκλήρωση τού CD.
GIRLS IN AIRPORTS:
Live [EDN1097, 2017]
Από τα πιο
πρωτότυπα και ουσιαστικά σχήματα τής σύγχρονης euro-jazz, οι Δανοί Girls in
Airports έχουν νέο άλμπουμ, που είναι ζωντανά ηχογραφημένο σε αίθουσες και
κλαμπ της Γερμανίας (Αμβούργο, Δρέσδη, Βερολίνο). Έχουμε ξαναγράψει για τους
Girls in Airports στο δισκορυχείον,
για το φοβερό τους “Fables” από το 2015, για να επανέλθουμε τώρα μ’ ένα ακόμη
ευφάνταστο CD, που συνδυάζει πολλά και διαφορετικά ή όχι και τόσο διαφορετικά
πράγματα – μια πολύ ιδιαίτερη jazz βόρειας «κενής» κινηματογραφικής αφήγησης,
ανακατεμένη με πολλά ηλεκτρονικά, όπως και με folk στοιχεία. Το συγκρότημα, που
αποτελείται από τους Martin Stender σαξόφωνα, Lars Greve σαξόφωνα, κλαρινέτα, Mathias Holm πλήκτρα, Victor Dybbroe κρουστά και Mads Forsby ντραμς δεν εμποδίζεται
από τις πραγματικές συνθήκες τού live, προκειμένου να
αποδώσει εκείνο που μπορεί να αποδώσει. Εννοώ πως οι μουσικαράδες των Girls in Airports αποδεικνύουν πόσο
μετράνε στην πράξη και πόσο το λέει η ψυχούλα τους και πάνω στη σκηνή, και
μάλιστα με τον ίδιο, τουλάχιστον τρόπο, που το πράττουν και στο στούντιο!
Φοβερή μπάντα, φοβερά θέματα (ορισμένα μου θύμισαν ακόμη και King Crimson ή Van der Graaf Generator – καλύτερα αυτούς),
μοναδική ατμόσφαιρα, με τα πλήκτρα να κάνουν έξοχη δουλειά μέσα κι έξω από τις
μελωδίες, μέσα κι έξω από τις «ατμόσφαιρες» και με τα πνευστά να κάνουν να
φαίνεται αδιάφορη η ανυπαρξία της κιθάρας ή και του μπάσου ακόμη-ακόμη. Να
γκρουπ… να μάλαμα!
MALIJA: Instinct [EDN1096, 2017]
Οι Malija είναι ένα σχετικό καινούριο τρίο που αποτελείται από τους
Mark Lockheart (από τους Loose Tubes κ.ά.) σαξόφωνα, Jasper Høiby (από τους Phronesis) κοντραμπάσο και Liam Noble (με προσωπική δισκογραφία και καίριες
συνεργασίες, ανάμεσα και με τον Moondog!) πιάνο. Έχουν κυκλοφορήσει σίγουρα άλλο
ένα άλμπουμ, κι αυτό στην Edition (το “The Day I Had Everything” το 2015), με
το “Instinct” να αποτελεί μάλλον τη δεύτερη δουλειά τους – ένα ακόμη ιδιόμορφο
και σίγουρο εκλεκτικό CD της βρετανικής εταιρείας, από το οποίο απουσιάζουν τα κρουστά.
(Συχνά κάτι απουσιάζει από τις κυκλοφορίες της Edition και αυτό, όσο να ’ναι,
προσθέτει μια δόση… αγωνίας στην ακρόαση). Όλες οι συνθέσεις του “Instinct”
είναι των μελών των γκρουπ, το οποίον γκρουπ ανταποκρίνεται με… συνεσταλμένη
ελευθερία. Θέλω να πω πως το υλικό είναι περισσότερο improv, απ’ όσο μας έχει
συνηθίσει η Edition, με το πιάνο να ακολουθεί συχνά έναν ρυθμικό ρόλο και με τα
σαξόφωνα να μελωδούν… ευρωπαϊκώς και ακαταπαύστως. Από συνθετικής πλευράς θα
έλεγα πως το υλικό του “Instinct” στηρίζεται σε απλές ιδέες (η «κλασική»,
μάλιστα, ίσως να είναι μια πιο ισχυρή αναφορά από την jazz), που συνενώνονται
για να δημιουργήσουν κάτι περισσότερο απαιτητικό και δύσκολο. Αν αποτιμούσα,
πάντως, κάποιο κείμενο και όχι έναν δίσκο μουσικής θα έλεγα πως τα passages των
Malija είναι περισσότερο διανοουμενίστικα, παρά λαϊκά – που σημαίνει πως εδώ
απαιτείται έξτρα προσοχή από τον ακροατή, προκειμένου να φανεί… συμπάσχων με
ό,τι ακούει.
ROB LUFT: Riser [EDN1095, 2017]
O κιθαρίστας Rob
Luft φαίνεται πολύ παιδί στη φωτογραφία τού εξωφύλλου (και είναι όντως, αφού
είναι μόλις είκοσι τριών ετών). Βραβευμένος και με γερές παρουσίες στη
βρετανική σκηνή από τα δεκαπέντε του, ο Luft έχει τώρα το πρώτο προσωπικό CD
του υπό τον τίτλο “Riser”, όντας δίπλα στους Joe Wright τενόρο, Joe Webb
hammond, πιάνο, αρμόνιο, Tom McCredie μπάσο και Corrie Dick ντραμς. Σχεδόν όλα
τα tracks είναι δικές του συνθέσεις κι έτσι, εδώ, έχουμε να κρίνουμε
κάτι συνολικότερο και όχι απλώς τον Rob Luft ως εκτελεστή. Και οι κρίσεις δεν μπορεί
παρά να είναι θετικές, καθώς ο Luft γράφει ωραία θέματα, κινούμενα, χοντρικά
(χοντρικά λέμε), σ’ αυτό το πλαίσιο της euro-jazz, που έπιασε ταβάνι με τους
e.s.t – πριν 20 και βάλε χρόνια.
Παρότι σε πρώτο πλάνο η κιθάρα του Luft φαίνεται να έχει περισσότερο σχέση με τον John McLaughlin (είναι οπωσδήποτε μια βασική επιρροή), καθώς υπάρχουν και tracks κάποιου συνεσταλμένου fusion (“Beware”), εντούτοις, γενικότερα, εκείνο που κυριαρχεί είναι μια πολύ… επιστημονική ενοργάνωση, με τα πλήκτρα και το τενόρο να κάνουν καλή δουλειά, αφήνοντας τις μουσικές τού Luft να «αναπνεύσουν» μέσα σ’ ένα αστάθμητο, cool και υπαινικτικό περιβάλλον. Ωραίο άλμπουμ, που δείχνει πως ο μικρός έχει ταλέντο – άρα και μέλλον.
Παρότι σε πρώτο πλάνο η κιθάρα του Luft φαίνεται να έχει περισσότερο σχέση με τον John McLaughlin (είναι οπωσδήποτε μια βασική επιρροή), καθώς υπάρχουν και tracks κάποιου συνεσταλμένου fusion (“Beware”), εντούτοις, γενικότερα, εκείνο που κυριαρχεί είναι μια πολύ… επιστημονική ενοργάνωση, με τα πλήκτρα και το τενόρο να κάνουν καλή δουλειά, αφήνοντας τις μουσικές τού Luft να «αναπνεύσουν» μέσα σ’ ένα αστάθμητο, cool και υπαινικτικό περιβάλλον. Ωραίο άλμπουμ, που δείχνει πως ο μικρός έχει ταλέντο – άρα και μέλλον.
Η Edition Records εισάγεται στην Ελλάδα από
την AN Music
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου