Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2017

ΜΙΜΗΣ ΠΛΕΣΣΑΣ «Εκείνη τη Νύχτα» - ένα άλμπουμ (και) για το Πολυτεχνείο

Ο δίσκος «Εκείνη τη Νύχτα» [Lyra SYLP 3712, 1974] δεν είναι από τους πιο γνωστούς του Μίμη Πλέσσα και μάλλον, σαν άκουσμα, είναι και από τους λιγότερο ενδιαφέροντές του – εκείνης τής πολιτικά μεταβατικής εποχής (από Χούντα προς Μεταπολίτευση). Εννοώ πως, για μένα, είναι κατώτερος από τα άλμπουμ «Θάλασσα, Πικροθάλασσα…» (1973), «Για μια Σταγόνα Αλάτι» (1973), «Λουκιανού Νεκρικοί Διάλογοι» (1974), «Παράσταση» (1974) κ.λπ. Παρά ταύτα θα πω πως είναι ένα ενδιαφέρον και σίγουρα ιστορικό LP, που γράφτηκε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, για να κυκλοφορήσει τελικώς το φθινόπωρο του 1974 (Οκτώβριο προς Νοέμβριο). Πριν πούμε κάποια λόγια για το άλμπουμ να παραθέσουμε το μεγαλύτερο μέρος ενός κειμένου τού Βασίλη Βασιλικού, που υπάρχει στο μέσα μέρος του gatefold
«Έπειτα από επτάχρονη και πλέον απουσία, επιστρέφοντας στην Πατρίδα, ανακαλύπτω με χαρά πόσο οι άνθρωποι που αγάπησα, που πίστεψα, που έγραψα γι’ αυτούς στα βιβλία μου, στάθηκαν ηρωικά στο ύψος τους, στο ταμπούρι του αγώνα. Ένας απ’ αυτούς και ο Καλαμαριώτης (σ.σ. πραγματικό όνομα Γιώργος Μπέρτσος – από τους δημοσιογράφους που βοήθησαν αποφασιστικά στην έρευνα που ακολούθησε της δολοφονίας του Λαμπράκη), πρωταγωνιστής του βιβλίου μου “Z” στο ρόλο του δημοσιογράφου Αντωνίου(…). Εδώ, στο δίσκο αυτόν, ο συνθέτης Μίμης Πλέσσας ξεπέρασε αληθινά τον εαυτό του και τα πλαίσια κάθε προηγούμενης δουλειάς του, έχοντας πολύτιμο σύμμαχο τη δυνατή, τη συναρπαστική ποίηση του Καλαμαριώτη και τη συνεργασία νέων παιδιών.(…). Με συγκίνηση δέχομαι την τιμή να προλογίσω αυτό το έργο, που ξετυλίγοντας με ευρηματικό τρόπο στο πρώτο του μέρος όλο εκείνο το “ξέφτισμα” που προηγήθηκε από τη δικτατορία, φτάνει στις μέρες του σκοταδισμού, στη Νύχτα της μεγάλης Παρασκευής, “σ’ εκείνη τη Νύχτα” που έφερε την Αυγή!».
Ο Βασιλικός δίνει ένα σαφές πολιτικό στίγμα σχετικό με το άλμπουμ – και το λέω τούτο, επειδή στο δίσκο οι καταστάσεις δεν τραγουδιούνται με τα ονόματά τους, αλλά κάπως… περιφερειακά. Ενώ, ίσως να κάνει εντύπωση και το γεγονός πως πουθενά δεν αναφέρεται-αναγράφεται η λέξη «Πολυτεχνείο».
Για το δίσκο είχε μιλήσει ο ίδιος ο Μίμης Πλέσσας στο περιοδικό οικογενειακός ΘΗΣΑΥΡΟΣ, τεύχος #380 τής 12ης Νοεμβρίου 1974 και αυτά τα λόγια τα μεταφέρω, τώρα εδώ, ολάκερα:
«Το έργο εκφράζει τις θέσεις του σκεπτόμενου και ελεύθερου ανθρώπου, στα όσα συνέβησαν τα τελευταία χρόνια πριν από την δικτατορία και στα χρόνια του σκοταδισμού. Είναι ακριβώς εκείνη η μεγάλη νύχτα του σκοταδισμού και της εξαθλιώσεως όλων των ανθρωπίνων ιδανικών.
Το έργο χωρίζεται σε δύο μέρη.
Το πρώτο μέρος που τιτλοφορείται “Το Ξέφτισμα” περιλαμβάνει έξη τραγούδια, που δεν αλλάζουν σε μορφή από τα τραγούδια που ακούμε αυτά τα χρόνια. Περιγράφουμε όλα εκείνα που έκαναν τον κόσμο να φθάση με μειωμένη αντίδρασι στην δικτατορία.
Η δεύτερη όψι και στιχουργικά και μουσικά είναι ουσιαστική, σημαντική και πρωτοπόρα. Αυτά τα επίθετα ανταμώνονται σε κάθε στιγμή του έργου. Νέοι ρυθμοί, νέα ακούσματα και αλήθειες ειπωμένες απλά, ανθρώπινα και απέριττα. Εδώ περιγράφεται η σιωπηλή, πικρή 7ετία από την πρώτη μέρα της δικτατορίας “Πήρε ο χάρος χρώματα και έτρεξε ξημερώματα να στήση καβαλλέτο”. Ακολουθεί ένα αφιέρωμα στο πρώτο θύμα της δικτατορίας, τον Νικηφόρο Μανδηλαρά “Αίμα και θάλασσα μέσα στα δυο του μάτια και ένα κορμί κομμάτια δεμένο στα σκοινιά”. Έρχονται έπειτα οι συλλήψεις με εκείνο το πικρό παράπονο της μάνας “Χαράματα σε παίρνουνε παιδί μου πού σε πάνε” και πάλι το “νανούρισμα” που λέει η χαροκαμένη μάνα.
Το έργο τελειώνει με την γιορτή που στήνουν τα παιδιά, γιατί δέσανε τον χορό με την κλωστή της λευτεριάς “και το χοροδραπάνι τού το κάνανε στεφάνι τους”».
Υπάρχει λοιπόν η λαϊκή αφήγηση και αφηγηματικότητα στους στίχους τού Καλαμαριώτη, και βεβαίως οι ανάλογες έντεχνες / λαϊκές / και-κάπως-θεατρικές μουσικές του Πλέσσα, που εμφανίζουν και κάποια (ελάχιστα) ίχνη μουσικής πρωτοπορίας – κυρίως όσον αφορά στο ανακάτεμα των ρυθμών, τις ενορχηστρωτικές μικροπαρεμβάσεις (ακόμη και στις παρυφές του ροκ, στο πιο ενδιαφέρον κομμάτι της δεύτερης πλευράς, το φερώνυμο με τον τίτλο του δίσκου, που αποδίδει η Μαρία Δουράκη).
Στο άλμπουμ συμμετείχαν επίσης ο Δημήτρης Ψαριανός, ο Βλάσσης Μπονάτσος και η Ελένη Βιτάλη – νεαροί, οπωσδήποτε, τραγουδιστές της εποχής, που ακούγονταν στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο, εκεί γύρω στο 1974.
Το ωραιότερο τραγούδι του άλμπουμ φρονώ πως το λέει ο Δημήτρης Ψαριανός και είναι το τελευταίο της πρώτης πλευράς, το «Ποιος ζει και ποιος πεθαίνει», ενώ πολύ καλό είναι και το «Συνήθεια», πάντα από την Side A, με την Ελένη Βιτάλη. Απεναντίας εντελώς out είναι ο μακαρίτης ο Μπονάτσος, που… γκαρίζει και είναι έξω από το κλίμα του δίσκου.
Στον οικογενειακό ΘΗΣΑΥΡΟ υπάρχει μια φωτογραφία του εξωφύλλου, στην οποία το χέρι είναι κάπως κοκκινισμένο προς τα δάχτυλα (ίδιο με την απόχρωση των γραμμάτων τού τίτλου) και όχι εντελώς ασπρόμαυρο, όπως είναι στο cover που κυκλοφόρησε. Δεν ξέρω αν παρενέβη κάποιου τύπου λογοκρισία, από τη μεριά της εταιρείας ή από αλλού, και… παραμερίστηκε το (κόκκινο) αίμα. Δεν το αποκλείω πάντως…

4 σχόλια:

  1. Τελικά μόνον εγώ δεν ειμουν στο Πολυτεχνείο και στο Παρίσι το '68.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μιά (πολύ) άτυχη στιγμή του Μίμη Πλεσσα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Δε συμφωνώ. Μπορεί μουσικά να μην φτάνει τα επίπεδα του "Δρόμου" ή του "Για μια σταγόνα αλάτι" (οι δυο κορυφαίοι δίσκοι τραγουδιών του Πλέσσα), αλλά σίγουρα δεν είναι ένας αδιάφορος δίσκος, καθώς διαθέτει τρεις τουλάχιστον πολύ όμορφες στιγμές, δηλαδή: "Τραγούδι που δεν άκουσα" (Βιτάλη), "Ποιος ζει και ποιος πεθαίνει" (Ψαριανός), "Νανούρισμα" (Βιτάλη).

    ΑπάντησηΔιαγραφή