Έχουμε γράψει αρκετές φορές στο δισκορυχείον για τον Fred Hersch –
μία από τις μεγάλες πιανιστικές μορφές της jazz τού σήμερα.
Ο Hersch
έχει (ωραίο) κόλλημα με το Village Vanguard
ή απλώς Vanguard (τον
ναό της jazz στο Greenwich Village της Νέας Υόρκης), αλλιώς δεν εξηγείται η
εμμονή του να μπαίνει και να ξαναμπαίνει εκεί, να ηχογραφεί και να
ξαναηχογραφεί. Προφανώς, ο χώρος τού ταιριάζει. Νοιώθει κάτι οικείο, θέλω να
πω, που τον κάνει να αισθάνεται άνετα και περαιτέρω δημιουργικά, θέτοντας σε
εφαρμογή τα εκάστοτε σχέδιά του… που είναι βασικά ένα. Να δώσει μια παράσταση
πιανιστικής jazz, που
να ακούγεται σαν να… διαβάζεις την ιστορία. Τα προγράμματά του, εννοώ, καθώς αποτελούνται
από δικές του συνθέσεις και αναγνωρισμένα στάνταρντ, είναι ικανά, όλα μαζί, να
μεταφέρουν στον ακροατή σημαντικές πτυχές όχι μόνο της σχετικής (πιανιστικής)
φιλολογίας, μα και της ίδιας τής τζαζ ιστορίας.
Μετά λοιπόν το “Alive at The
Vanguard” [Palmetto, 2012], ένα διπλό CD ηχογραφημένο από τον ίδιο και τους John Hébert μπάσο
και Eric McPherson ντραμς, ο Hersch
επανέρχεται στον «ναό» (με το ίδιο team) προκειμένου να στρώσει και ν’ αναπτύξει ένα πρόγραμμα,
βασισμένο στις γνωστές θα έλεγα αισθητικές ανάγκες του. Μιλάμε πια
για το “Sunday Night at the Vanguard”
[Palmetto, 2016]. Φοβερά δικά του tracks μπροστά, όπως για παράδειγμα το
9λεπτο “Serpentine”, που
δείχνει συν τοις άλλοις και την αγάπη του για την «κλασική» τής ρομαντικής
περιόδου, και από ’κει και πέρα στάνταρντ των Richard Rodgers, Beatles (“For no one”), Kenny Wheeler, Jimmy Rowles και Thelonious Monk, ικανά να περιγράψουν
ένα πρόγραμμα για όλες τις ανάγκες. Αργά, μεσαία και γρήγορα groovy παιξίματα
(φοβερή η version του “Everybody’s song but my own” του Kenny Wheeler), μπαλάντες, bop και
πάντα ένας Monk λίγο
πριν το κλείσιμο (εδώ το “We see”,
το οποίον ο Hersch το
ηχογραφεί για πρώτη φορά) μοιάζουν ιδανικά για μιαν ακόμη γιορτή της jazz, που εμπεριέχει υψηλό
καλλιτεχνικό πνεύμα και πηγαία λαϊκότητα στον ίδιο (ανώτερο) βαθμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου