Κλασική περίπτωση. Ενόσω ζούσε ο Raymond Scott (1908-1994)
κανένας DJ, κανένας αρθρογράφος, σε κανένα έντυπο (λες;) δεν ασχολήθηκε σοβαρά
μαζί του. Άπαξ και… αναχώρησε, όλοι άρχισαν να μιλούν για τον πατέρα του home
studio, τον άρχοντα της electronica. Είναι έτσι ακριβώς.
Πρωτοδιάβασα για τον Raymond Scott στο βρετανικό περιοδικό Mojo,
issue 61, τον Δεκέμβριο του 1998. Ήταν η εποχή όπου τ’ όνομά του άρχιζε να
γίνεται γνωστό στην Ευρώπη (στην Αμερική τον ήξεραν, όσοι τον ήξεραν)
απασχολώντας ευρύτατα το χώρο της dance culture. Λεπτομέρειες δε γνωρίζω, κι
ούτε έχει ιδιαίτερη αξία να το ψάξουμε τώρα, αφού τα πιο σημαντικά απ’ όλα,
στην ιστορία αυτή της «ανακάλυψης», υπήρξαν πρόδηλα. Η χώρα που επανέφερε στην
επικαιρότητα το έργο του πιονιέρου της εφηρμοσμένης ηλεκτρονικής ήταν η
Ολλανδία, το όνομα του ανθρώπου που κίνησε τα νήματα ήταν Gert-Jan Blom και η
εταιρεία που πρωτοστάτησε στην επανέκδοση αυτού του έργου ήταν η, επίσης
ολλανδική, Basta. Τέλος, από την Ολλανδία, ως ένθετο στο περιοδικό-βιβλίο Badaboom
Gramophone (issue number 5/2001) προβλήθηκε κάποια στιγμή και το σχετικό,
ανάλογο tribute από νέα ονόματα του χώρου. Όλα, λοιπόν, μπήκαν στη σειρά…
Οι φίλοι της προπολεμικής τζαζ, του σουίνγκ ούτως ειπείν,
πιθανώς να γνωρίζουν το όνομα του Raymond Scott, μέσω του συγκροτήματός του
Quintette, το οποίο διέπρεψε στην τριετία 1937-1939. Επρόκειτο για ένα σχήμα,
που παρουσίαζε ένα λίγο… αλλόκοτο σουίνγκ, κατανοητό, όσο είναι δυνατόν, από
τους τίτλους των συνθέσεων (“Powerhouse”, “Toy trumpet”, “Dinner music for a
pack of hungry cannibals”, “New year’s eve in a haunted house” κ.λπ.). Τίτλοι που
παρέπεμπαν άλλοτε σε καρτούν (δείχνοντας την μόνιμη αγάπη του Scott για το
είδος, το οποίο θα υπηρετούσε στην πορεία δεόντως) και άλλοτε σε θρίλερ του
κιλού, που είχαν πάντα ιδιαίτερη πέραση στην Αμερική του ’30, του ’40 και του
’50. Οι Quintette δεν διαμόρφωσαν μόνο, στο πλαίσιο του δυνατού, καινούρια
ακροατήρια, αλλά επέδρασαν καταλυτικά και στην ψυχοσύνθεση διαφόρων μουσικών,
προσανατολίζοντάς τους προς μία τζαζ περιπαικτική, σφόδρα προσανατολισμένη προς
την εφαρμογή.
Όχι, τυχαία, σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό Down Beat
και σε ανύποπτο χρόνο (18/3/1971) ο Art Blakey (αυτός ο μεγάλος τζαζ ντράμερ) είχε
αποκαλύψει πως συνθέσεις του Raymond Scott, όπως το “Powerhouse”, είχαν
επιδράσει αποφασιστικά στα γούστα του, ώστε ν’ αφήσει το πιάνο με το οποίο
ασχολείτο μέχρι τότε (late thirties) προκειμένου να καταπιαστεί με τα τύμπανα.
Ο Scott, από ’κείνη την εποχή ήδη, είχε αρχίσει ν’
αναπτύσσει την ιδιαίτερη σχέση του με την τεχνολογία, κυρίως γιατί τον
απασχολούσε το… πώς ήταν δυνατόν να καταγράφονται κάποιοι ήχοι από τα
μικρόφωνα, δίχως ν’ ακούγονται ταυτοχρόνως από το ανθρώπινο αυτί. Οι εμμονές
του πάνω στην τιθάσευση της ηχογράφησης είχαν γίνει ένα με τη ζωή του, σε
τέτοιο βαθμό, ώστε να τον κάνουν αντικοινωνικό. Όπως ανακαλεί ο ντράμερ του
Κουιντέτου Johnny Williams: «μόνον εμείς είχαμε ονόματα – όλα τ’ άλλα για
’κείνον ήταν μηχανές».
Η συνέχεια εδώ…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου