Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2021

η ταινία WOODSTOCK στην Ελλάδα, επί δικτατορίας – όσα δεν γράφτηκαν ακόμη...

Γύρω από την αμερικάνικη ταινία “Woodstock” (1970) του Michael Wadleigh, που αφορούσε στην κινηματογράφηση τού γνωστού φεστιβάλ από τον Αύγουστο του 1969 και που προβλήθηκε στην Ελλάδα επί δικτατορίας, έχει υφανθεί ένας μύθος. Βασικό στοιχείο τού μύθου αυτού είναι πως η ταινία «απαγορεύτηκε», από το τότε δικτατορικό καθεστώς, λόγω της... επικινδυνότητάς της, καθώς θα μπορούσε να οδηγήσει την νεολαία σε... απελευθερωτικές και επαναστατικές ατραπούς. Αυτό είναι, εν ολίγοις, το αφήγημα, όσων εμφανίζουν την ταινία Woodstock, και τα γεγονότα που επακολούθησαν της αρχικής προβολής της, ως κυρίαρχα στοιχεία μιας δήθεν αντιχουντικής, νεολαιίστικης εξέγερσης. Προσδίδουν δηλαδή, οι θιασώτες αυτής της άποψης, στα επεισόδια που ακολούθησαν τής avant-première, έναν τάχα αντιστασιακό χαρακτήρα, υποτίθεται διαμετρικά αντίθετο από εκείνον της... συμβιβασμένης Αριστεράς. Αυτό το τελευταίο δεν το λένε όλοι ευθαρσώς – κάποιοι πάντως το υποστηρίζουν, ενώ άλλοι, απλώς, το υπονοούν.
 
Όσοι τα γράφουν αυτά δεν εκκινούν, όλοι, από την ίδιαν αρχή. Άλλοι είναι απολίτικοι, άλλοι είναι του «χώρου» (ένας είναι ο «χώρος»), άλλοι μισούν την κοινοβουλευτική, και τότε παράνομη, αριστερά στη διαχρονία της, άλλοι είναι πλημμελώς ενημερωμένοι ή αφελείς, άλλοι απλώς ζουν το μύθο τους (το μύθο του rock, του ροκ τρόπου ζωής, της... επανάστασης μέσα από το rock και τα συναφή), ενώ άλλοι συνδυάζουν δύο ή περισσότερα από τα προαναφερθέντα.
Υπάρχουν λοιπόν κάποιες απόψεις, να τις πούμε συγκαταβατικά «σοβαρές», διατυπωμένες γύρω από την ταινία και τα γεγονότα της αθηναϊκής προβολής της, και άλλες με τις οποίες δεν αξίζει καν να ασχοληθείς.
Δύο απ’ αυτές τις διατυπωμένες απόψεις πάνω στις οποίες μπορεί να γίνει μια συζήτηση είναι εκείνη του Κώστα Κατσάπη στο βιβλίο του «Το “Πρόβλημα Νεολαία” / Μοντέρνοι Νέοι, Παράδοση και Αμφισβήτηση στη Μεταπολεμική Ελλάδα / 1964-1974» [Εκδόσεις Απρόβλεπτες, 2/2013], ενώ μια άλλη είναι διατυπωμένη από τον Τάσο Κωστόπουλο στο σάιτ efsyn.gr, στο κείμενό του «Ο άλλος Νοέμβρης» (22 Νοε. 2014), που από τον τίτλο του ήδη επιχειρεί να εμφανίσει την ιστορία της ελληνικής προβολής τού “Woodstock” κάπως σαν προάγγελο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβρη του ’73 – κάτι εντελώς ανιστόρητο από πολλές πλευρές, και από μία πολύ βασική ανάμεσά τους, καθώς η εξέγερση στο Πολυτεχνείο, κι είναι παγκοίνως γνωστό αυτό, δεν εκφράστηκε ποτέ και με κανενός είδους ροκ τραγούδια.
 
Και οι δύο αυτές αναφορές, που είναι πλημμελείς, γενικώς, διακρίνονται για κάτι κοινό. Και στις δύο δεν αναφέρεται ρητά και κατηγορηματικά πως, παρά τα επεισόδια στην avant-première και την, για μερικές ημέρες, απόσυρση τής ταινίας από τις αίθουσες, η ταινία “Woodstock” προβλήθηκε τελικώς, επί μήνες, κανονικά στη χώρα, δίχως πρόβλημα, στα τέλη του 1970 και τις αρχές του 1971, επιτυγχάνοντας τον όχι ευκαταφρόνητο αριθμό των 90.353 εισιτηρίων (υποθέτουμε σε Αθήνα, Πειραιά και περίχωρα, στους κινηματογράφους πρώτης προβολής).

Αυτό το πολύ σημαντικό στοιχείο, της κανονικής προβολής της ταινίας “Woodstock”, που έπαιξε το ρόλο της, οπωσδήποτε, στην διασπορά του rock στη χώρα μας, δεν αναφέρεται ευθαρσώς ούτε στο βιβλίο του Κ. Κατσάπη (σελ.394-400), μα ούτε και στο άρθρο του Τ. Κωστόπουλου, στο οποίο διαβάζουμε πως
«η ανοχή της χούντας δεν άντεξε ούτε μία βδομάδα» και πως «οι αρχές της χούντας φρόντισαν να διακόψουν πρόωρα την ελληνική σταδιοδρομία» της ταινίας!!
Φαίνεται δηλαδή, από αυτά που γράφονται, πως η ταινία παίχτηκε για λίγες μέρες, πως αμέσως μετά απαγορεύτηκε και πως από ’κει και πέρα δεν ξαναπροβλήθηκε!! Ας δούμε, όμως, πώς ακριβώς έχουν τα πράγματα.
 
Μια πολύ ωραία, αναλυτική και σε μεγάλο βαθμό (για να μην πούμε στον απόλυτο βαθμό) ακριβή εξιστόρηση των γεγονότων διαβάζουμε στην εφημερίδα «Μακεδονία» (Τρίτη, 1η Δεκεμβρίου 1970), αλλά πριν απ’ αυτό το άρθρο, που θα το μεταφέρουμε ολόκληρο εδώ, θα πρέπει να σημειώσουμε ένα πρώτο στοιχείο, που κρίνεται ως σοβαρό και που δεν έχει αναφερθεί αλλού έως τώρα (τουλάχιστον στα σχετικά κείμενα, που έχουν πέσει στην δική μας αντίληψη). Πάλι από την «Μακεδονία» (Σάββατον, 28 Νοεμβρίου 1970) διαβάζουμε το εξής:
 
«ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΑΥΞΗΣΙΣ ΤΙΜΗΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ ΤΩΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΩΝ, ΑΘΗΝΑΙ, 27.- Δι’ αποφάσεως του υπουργείου εμπορίου ενεκρίθη η προσωρινή αύξησις της τιμής ειστηρίων των κινηματογράφων μέχρι 38% δια την πλατείαν και 28% δια τον εξώστην, δια την προβολήν της ταινίας Γούντστοκ».  
 
Γιατί ενεκρίθη αυτή η αύξηση στα εισιτήρια, για την ταινία “Woodstock”; Μα εξαιτίας της διάρκειάς της, που ξεπερνούσε τις τρεις ώρες (η πρώτη έκδοσή της είχε διάρκεια 185 λεπτά). Άρα λοιπόν η ταινία θα προβαλλόταν στη μεγάλη διάρκειά της και όχι αγρίως συντομευμένη, δηλαδή πετσοκομμένη, σε κόπια της μιάμισης ώρας ή των δύο ωρών εννοούμε.
 
Ένα καίριο ερώτημα, το οποίον θέτουμε τώρα, και που είναι περίπου αναπάντητο έως σήμερα, είναι το εξής. Η ταινία στην avant-première της προβλήθηκε λογοκριμένη ή όχι; Ήταν τρίωρη ή όχι;
Επ’ αυτού σε κανένα άρθρο δεν έχει δοθεί μια σίγουρη και τεκμηριωμένη απάντηση. Ακόμη και στο βιβλίο «Η Λογοκρισία στην Ελλάδα» [Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ, 2016] διαβάζουμε το εξής γενικόλογο και εν πολλοίς λανθασμένο (σελ.175):
«Οι επιτροπές λογοκρισίας, από την πλευρά τους, απαγόρευσαν το 1970 την προβολή της ταινίας Γούντστοκ, με το αιτιολογικό ότι θα προκαλέσει υστερικές και αντικοινωνικές εκδηλώσεις από τη νεολαία».
Η δική μας γνώμη είναι πως η ταινία προβλήθηκε έστω ελαφρώς λογοκριμένη, καθώς την επόμενη μέρα θα προβαλλόταν κανονικά στις αίθουσες. Τούτο δε επιβεβαιώνεται τόσο από τον ίδιον τον Michael Wadleigh στην ταινία τού Βασίλη Δούβλη «Στοργή στο Λαό» (2013), εκεί όπου ακούμε τον αμερικανό σκηνοθέτη να λέει πως «έκαναν περικοπές στην ταινία πριν από την προβολή της», όσο και από ένα ντοκουμέντο (το βλέπουμε στην ταινία τού Β. Δούβλη), με ημερομηνία 17/11/1970 και που αφορά στην απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Κινηματογραφικών Ταινιών πως το φιλμ του M. Wadleigh ήταν «κατάλληλο», αλλά με περικοπές. 
Η λογοκρισία, που υπήρχε βεβαίως πριν από την δικτατορία και που συνεχίστηκε τυπικώς έως το 1991, ήταν μια πραγματικότητα, που καμία ταινία δεν θα μπορούσε να αποφύγει ή να αγνοήσει. Η ταινία λοιπόν είχε περάσει από την λογοκρισία, η οποία είχε βάλει το χέρι της στα γυμνά (σκηνή του μπάνιου) και πολύ πιθανώς στα πλάνα με ναρκωτικά (LSD, μαριχουάνα), λογικώς στις βωμολοχίες (τα fuck off), σε διάφορες «επικίνδυνες» φράσεις που ακούγονταν κ.λπ.
Άρα, λογικό να υποθέσεις πως κανα 15λεπτο θα έλειπε. Διόλου παράξενο, βεβαίως, όταν λογοκρίνονταν ακόμη και εμπορικότατες ελληνικές ταινίες – για χίλιες-δυο διαφορετικές αιτίες. Γιατί το “Woodstock” θα έπρεπε να αποτελεί εξαίρεση; Για ποιο λόγο, δηλαδή, δεν θα λογοκρινόταν και αυτή η ταινία εντός του πλαισίου τού τότε καθεστώτος;
 
Επίσης να πούμε πως η διαφήμιση της ταινίας είχε ξεκινήσει καμιά βδομάδα νωρίτερα και πως μέσα σ’ αυτό το διαφημιστικό πλαίσιο ήταν ενταγμένη και η παρουσία τού 28χρονου τότε σκηνοθέτη της Michael Wadleigh στην Αθήνα, τον οποίον είχε υπό την αιγίδα της η εταιρεία Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης, που εκμεταλλευόταν την ταινία στη χώρα μας. Μάλιστα, ο Wadleigh είχε δώσει και συνέντευξη Τύπου την Παρασκευή 27 Νοεμβρίου στην οποίαν ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Στο Μαϊάμι ο δήμαρχος έκοψε ορισμένες σκηνές γιατί, όπως είπε, φοβόταν μήπως γίνουν κακά παραδείγματα για τους νέους της περιοχής. Στη Νότια Αφρική κόπηκαν σκηνές μίας ώρας! Δεν έμεινε τίποτα απ’ αυτά που θίγουν το κατεστημένο. Μια σκηνή που ο τραγουδιστής φωνάζει “ελευθερία” κόπηκε, θαρρείς και η λέξη τρομάζει κι αυτή».
[«Τα Νέα», Σάββατο 28 Νοεμβρίου 1970]
 
Πάμε λοιπόν τώρα στην ημέρα τής avant-première, την Κυριακή 29 Νοεμβρίου 1970, στο Παλλάς (των Αθηνών). Διαβάζουμε στην εφημερίδα «Μακεδονία» (Τρίτη
, 1 Δεκεμβρίου 1970):
 
«ΕΙΣ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟΝ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ / Χιλιάδες εξάλλων νέων προεκάλεσν επεισόδια κατά την προβολήν ταινίας / Ηγανάκτησαν διότι δεν ηδυνήθησαν να εισέλθουν εις την αίθουσαν. Εταλαιπωρήθη ο Αμερικανός σκηνοθέτης του φιλμ. Εγένοντο και δέκα τρεις συλλήψεις.
ΑΘΗΝΑΙ, 30. – Επεισόδια εις Αθήνας. Επεισόδια και συγκρούσεις μεταξύ μεγάλου αριθμού νέων και νεανίδων την Κυριακήν 10ην π.μ. έξω από το κινηματοθέατρον Παλλάς, όπου προβάλετο άνευ εισιτηρίων η αμερικανική ταινία Γούντστοκ. Η προβολή της ταινίας είχε προγρμαμτισθή προς τιμήν του ηλικίας 28 ετών Αμερικανού σκηνοθέτου Γουώντλυ, ο οποίος ντυμένος πάντα στα άσπρα, τρέφει κόμην μακράν μέχρι τους ώμους του.
Ο σκηνοθέτης-χίππι έχει γυρίσει την ταινία-ντοκυμανταίρ στο ομώνυμο νησί[sic] Γούντστοκ. Τρεις ημέρες αγάπης, ειρήνης και μουσικής και επέτυχε στην τελική επεξεργασία της ταινίας να συμπυκνώση τις 120 ώρες διαρκείας της υποθέσεως εις τρεις μόνον.
Οι νεαροί φίλοι της νέας αμερικανικής ποπ μουσικής γνωρίζοντες αυτά, ως επίσης και ότι στην ταινίαν εμφανίζονται τα μεγάλα αστέρια Τζόαν Μπαέζ, Τζίμη Χέντριξ, Μπομπ Ντύλαν[sic] και άλλοι, κατέκλυσαν από της 6ης π.μ. τον χώρο προ του κινηματογράφου, ελπίζοντες εις την κατάληψιν της τόσου πολυτίμου θέσεως.
Πράγματι την 8ην π.μ. ότε ήνοιξαν αι θύραι του κινηματογράφου, το πλήθος των νέων, 2.000 περίπου εισήλθον αμέσως και κατέλαβον την αίθουσαν εις την οποίαν εντός ολίγου δεν χωρούσε να πέσει ούτε καρφίτσα. Έως της 10ης π.μ. ώρας ενάρξεως της προβολής πλήθος νέων, οι οποίοι λόγω του αδιαχωρήτου παρέμεινον εκτός του κινηματογράφου, ανερχόμενοι εις 2.000 περίπου, είχε καταλάβει ολόκληρον το τμήμα της οδού Βουκουρεστίου, από την Πανεπιστημίου μέχρι την Σταδίου.
Οι νέοι, με την εμφάνισιν την 10:45 π.μ. του νεαρού χίππι σκηνοθέτου, ήρχισαν να διαμαρτύρονται θορυβωδώς και προς στιγμήν επέτυχον την διασάλευσιν της τάξεως. Εις τας κραυγάς των προσετέθη και μικροπανικός εκ του συνωστισμού και η εικόνα της αναταραχής συνεπληρώθη με την επέμβασιν της αστυνομίας, η οποία κατόρθωσε να επιβάλη τελικώς την τάξιν, αφού συνέλαβε 13 εκ των διαμαρτυρομένων νέων. Οι συλληφθέντες, αφού εκρατήθησαν ολίγας ώρας εις την αστυνομίαν, δι’ εξακρίβωσιν της ταυτότητάς των, αφέθησαν τελικώς ελεύθεροι.
ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΑΙΘΟΥΣΗΣ
Επειδή η πλήρης αποκατάστασης της τάξεως ήτο δύσκολος, η διεύθυνσις του κινηματογράφου υπεσχέθη δια των μικροφώνων και δευτέραν προβολήν της ταινίας, δι’ όσους δεν είχον δυνηθή να επιτύχουν την είσοδών των εις την αίθουσαν. Η δευτέρα όμως προβολή δεν επραγματοποιήθη. Εις τους συγκεντρωθέντας εντός και εκτός της αιθούσης εμοιράζοντο κονκάρδες, αι οποίαι είχον αποτυπωμένο ένα περιστέρι επάνω εις μίαν κιθάραν και ταινίες δια την κεφαλήν, χρώματος κυανού, εις τας οποίας ανεγράφετο εις τα ελληνικά και αγγλικά η φράσις Γούντστοκ, με αγάπη.
Το κορύφωμα των εκδηλώσεων των νεαρών θεατών της πρώτης προβολής της ταινίας-ντοκυμανταίρ ενετάθη με την εμφάνισιν του Γουώντλυ, ο οποίος μη συμμορφούμενος εις τας συστάσεις των διοργανωτών να εισέλθη εις την αίθουσαν εκ της οπισθίας θύρας, εισήλθεν εκ της κεντρικής τοιαύτης, γενόμενος ενθουσιωδώς δεκτός από τας χιλιάδας των νέων, οι οποίοι ανέμενον εντός και εκτός του κινηματογράφου. Μαζί του εκινδύνευσε να ποδοπατηθή και ο κινηματογραφικός επιχειρηματίας κ. Β. Μηχαηλίδης. Τελικώς κατόρθωσαν να εισέλθουν εις την αίθουσαν και να αρχίση η προβολή την 10.30 π.μ.
Κατά την διάρκειαν της προβολής οι παριστάμενοι εν εξάλλω καταστάσει εχειροκρότουν και εζητωκραύγαζον πετώντες τα σακκάκια τους οι νέοι και τις τσάντες των αι νεαραί εις τον αέρα, εκδηλώνοντες με αυτόν τον τρόπον τας εντυπώσεις των δια την ταινίαν. Εις μίαν μάλιστα εκ των σκηνών, ότε ενεφανίσθη η εικόνα του νέγρου νεαρού μουσικού Τζίμυ Χέντριξ, ο οποίος απέθανε προ καιρού, λόγω υπερβολικής χρήσεως ναρκωτικών, οι θεαταί ήναψαν κεριά εις μίαν περίεργην εκδήλωσιν μνημοσύνου.
Τελικώς ο σκηνοθέτης πεισθείς υπό των διοργανωτών της εκδηλώσεως εδέχθη να μην ομιλήση εις τους νέους, ως είχε προγραμματισθή, αλλά να φυγαδευθή δέκα λεπτά προ της λήξεως της ταινίας, προς αποφυγήν επαπειλουμένων επεισοδίων. Εκ παραλλήλου, η αστυνομία επενέβη προς διάλυσιν των παρισταμένων και κατόπιν επεισοδίου ενός τετάρτου επέτυχε περί την 12.30 μ.μ. την διάλυσιν των νεαρών. Αργότερον, περί την 2αν μ.μ., ο Γουώντλυ συνηντήθη με τον κινηματογραφικόν παραγωγόν κ. Μιχαηλίδην και εξέφρασε την λύπη του δια τα επεισόδια. Ήδη η ταινία προβάλλεται κανονικώς εις τους κινηματογράφους Παλλάς, Αελλώ, Αρζεντίνα, Άλεξ, Λητώ και Σελλέκτ.
Σημειωτέον, ότι την διάλυσιν των συγκεντρωθέντων προ του κινηματοθεάτρου Παλλάς υπό των αστυνομικών, ετραυματίσθη εις τον δεξιόν πόδα ο αστυφύλαξ Παναγιώτης Γεωργόπουλος, ο οποίος μετεφέρθη εις τον σταθμών των πρώτων βοηθειών και εκείθεν εις τον Ερυθρόν Σταυρόν. Μετά την επίδεσιν του τραύματός του ο αστυφύλαξ απήλεθεν.
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ
Η ταινία χαρακτηρίζεται από τον σκηνοθέτην της ως πολιτικόν ντοκυμανταίρ, διανθισμένον με τραγούδια, όχι δια να ψυχαγωγήσουν, αλλά να προβληματίσουν. Εις πολλάς σκηνάς της ταινίας οι νέοι της Αμερικής ομιλούν δια την ελευθερίαν, τας φυλετικάς διακρίσεις, τα ναρκωτικά και τας σχέσεις μεταξύ γονέων και παιδιών. Ο τρόπος της ζωής αυτής ομοιάζει με εκείνον των νέων Αμερικανών σκηνοθετών, ως π.χ. αι ταινίαι Φράουλες και Αίμα η οποία απηγορεύθη την 9ην ημέραν της προβολής της εις τας Αθήνας και Ξέγνοιαστος Καβαλάρης, οποία προεβλήθη εις το φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης».
 
Ας συνοψίσουμε τα βασικά...
Ήδη από τις 8 το πρωί φαίνεται πως, στο Παλλάς, είχαν μπει περί τις δύο χιλιάδες(!) νέοι και νέες, ενώ στις 10 το πρωί άλλες δύο χιλιάδες περίπου ήταν έξω από την αίθουσα, θέλοντας και αυτοί να παρακολουθήσουν την ταινία. Τα επεισόδια ξεκίνησαν και συνέβησαν έξω από τον κινηματογράφο, λίγο πριν από την έναρξη του “Woodstock”, όταν εμφανίσθηκε ο σκηνοθέτης (συνελήφθησαν 13 άτομα), ενώ για να ηρεμήσει ο κόσμος, που ήταν έξω, ανακοινώθηκε μέσα στο σινεμά και δεύτερη προβολή (κάτι που δεν ήταν προγραμματισμένο), η οποία τελικώς δεν πραγματοποιήθηκε. Ο Michael Wadleigh δεν μίλησε στο Παλλάς για την ταινία του, φυγαδεύτηκε λίγο πριν το τέλος της, τα επεισόδια φαίνεται πως βάστηξαν περί τις δύο ώρες, μέχρι τις 12:30 μ.μ., ενώ κατά τις 2 το μεσημέρι όλα δείχνει πως είχαν τελειώσει.
 
Πριν χρόνια είχαμε κουβεντιάσει εδώ στο «Δισκορυχείον» για την ταινία “Woodstock”, σε σχόλια άσχετης, με το θέμα μας, ανάρτησης. Εκεί ανάμεσα σε άλλα είχαμε σημειώσει κάποια πράγματα, επί των οποίων, και σήμερα, δεν θα είχαμε να προσθέσουμε κάτι – δεν υπήρχε κάτι λάθος εννοούμε, το οποίο θα έπρεπε σήμερα να ανασκευάσουμε ή να διορθώσουμε. Να υπενθυμίσουμε ένα μέρος τους:
 
«H ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά στο Παλλάς την Κυριακή 29/11/1970.(...) Οι προβολές στο Παλλάς που είχαν προγραμματιστεί ήταν ΜΙΑ (με την παρουσία του Michael Wadleigh). Η δεύτερη προβολή ανακοινώθηκε επιτόπου (δεν ήταν προγραμματισμένη), λόγω της πολυκοσμίας (να εξυπηρετηθεί ο κόσμος δηλαδή), αλλά τελικώς δεν έγινε.(...) Τα 13 άτομα συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια της πρώτης προβολής.(...) Μπορεί η ταινία να αποσύρθηκε για λίγες ημέρες προκειμένου να αφαιρεθούν κάποιες σκηνές (γυμνά, βλασφημία, χρήση ναρκωτικών), κάτι που συνέβη σε διάφορες χώρες του κόσμου (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Βραζιλία…) και όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά η ταινία προβλήθηκε κανονικά μέσα στον Δεκέμβριο».
[«Δισκορυχείον» 6 Νοεμβρίου 2012 - 8:15 μ.μ.]
 
Την Κυριακή 29 Νοεμβρίου 1970, λοιπόν, δόθηκε η avant-première του “Woodstock” στο Παλλάς και από την Δευτέρα 30 Νοεμβρίου η ταινία θα ξεκινούσε να προβάλλεται κανονικά, σε κινηματογράφους πρώτης προβολής των Αθηνών – πιθανώς λογοκριμένη σε κάποια «επικίνδυνα» σημεία της όπως προείπαμε. Όπως διαβάζουμε στο περιοδικό «Επίκαιρα» (τεύχος #123, 11-18 Δεκεμβρίου 1970):
 
«Το Σάββατο (σ.σ. 5 Δεκεμβρίου) διεβιβάσθη στην κινηματογραφική εταιρία Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης εντολή της Προεδρίας της Κυβερνήσεως για τη διακοπή της προβολής της ταινίας του Μάικλ Γουώντλεϋ Γούντστοκ, που παιζόταν σε αθηναϊκούς κινηματογράφους. Η ταινία παίχθηκε και στις βραδινές παραστάσεις του Σαββάτου και σε όλες τις παραστάσεις της Κυριακής. Η εταιρία Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης ανέβασε τη Δευτέρα άλλες ταινίες στους κινηματογράφους της. Οι λόγοι της διακοπής της προβολής δεν έγιναν γνωστοί. Πάντως καταβάλλονται προσπάθειες για τη συνέχιση της προβολής αργότερα».  
 
Η ταινία δηλαδή προβλήθηκε κανονικά από Δευτέρα 30 Νοεμβρίου έως και Κυριακή 6 Δεκεμβρίου. Το σημειώνουμε το παραπάνω, επειδή έχει γραφτεί ακόμη και το ότι η ταινία αποσύρθηκε αμέσως μετά την avant-première της – κάτι παντελώς λάθος και ανυπόστατο.
Τι είχε συμβεί; Την ταινία είχαν «μυριστεί» οι... βασιλικότεροι των χουντοφρόνων κι είχαν αρχίσει τις διαμαρτυρίες. Διαβάστε αυτό το δημοσίευμα:
 
«ΚΑΘΕ ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ... ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (...) ΥΠΟΜΟΝΕΤΙΚΟΙ ΚΑΓΧΑΣΜΟΙ / Τι είναι λοιπόν οι νεαροί, που μετά τα γεγονότα της παρελθούσης Κυριακής εξακολουθούν να θορυβούν κατά τας παραστάσεις του κινηματογραφικού έργου Γούντστοκ;
Ένας φοιτητής της Ιατρικής εξέφρασε δημοσία τον φόβον του, ότι οι νέοι που δεν μπορούν να συνδικαλισθούν, να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους και να πολιτικολογήσουν, ρίπτονται εις τον χιππισμόν, όπου υφίστανται σωματικήν και ψυχική πόρωσιν.
Ο κ. Γεωργαλάς δεν δέχεται ότι οι θορυβούντες νέοι είναι αναρχικοί, αλλά απλώς ζωηροί νέοι και βρίσκουν ένα τρόπο, με τα μακρυά μαλλιά και τα φανταχτερά πουκάμισα να εκδηλώσουν την ζωηρότητά τους.
Η Εστία όμως διαφωνεί. “Κάποιος κυβερνητικός παράγων” γράφει “ παρά την εισήγησιν της αστυνομίας ετάχθη υπέρ της συνεχίσεως της προβολής του έργου. Ποίος άραγε είναι ο κύριος, ο οποίος υποδεικνύει εις την ελληνικήν νεολαίαν τον δρόμον της αντικοινωνικότητος; Ή μήπως οι καγχασμοί ενίων νεαρών που συνοδεύουν, κατά το διάλειμμα, την ανάκρουσιν του ύμνου της 21ης Απριλίου δεν αποτελούν επαρκή απόδειξιν της επιχειρουμένης και πολιτικής υπονομεύσεως;”.
Το μόνο που θα ηδύνατο να παρατηρήσει κανείς είναι: Όχι και πολιτική υπονόμευσις οι καγχασμοί...».
[«Μακεδονία», Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 1970]
 
Στον Τύπο, λοιπόν, εύρισκαν θέση τέτοια δημοσιεύματα. Η «Μακεδονία» περιγράφει τα δύο στρατόπεδα, μέσα στη χούντα. Από την μια είναι ο υφυπουργός Παρά τω Πρωθυπουργώ Γεώργιος Γεωργαλάς, που παρουσιάζεται ως υποστηρικτής της προβολής της ταινίας, παρά την αντίθετη εισήγηση της αστυνομίας, η οποία γνωρίζει τι γίνεται μέσα στις αίθουσες, από τις φρενήρεις εκδηλώσεις των νεαρών, και από την άλλη είναι εφημερίδες όπως η «Εστία» για παράδειγμα, που αντιπροσωπεύουν την πιο σκληρή πλευρά του καθεστώτος και που ενοχλούνται με τους νεαρούς, που καγχάζουν τον ύμνο της 21ης Απριλίου στα διαλείμματα του “Woodstock” κ.λπ.
 
Όμως υπήρχαν και δημοσιεύματα από την άλλη πλευρά, όπως ένα editorial στο προοδευτικό περιοδικό Τέχνης «δημιουργίες» (τεύχος #9, Δεκέμβριος ’70), στο οποίο διαβάζουμε:
 
«(...) Μέσα σ’ αυτούς του νέους (του Γούντστοκ) πολλοί είναι αρχιτέκτονες, μηχανικοί, γιατροί, άλλοι ποιητές και άλλοι τεχνίτες. Είναι από τους 500.000 νέους, που έζησαν τρεις μέρες “ειρήνη-μουσική-έρωτα”. Εκεί στο Γούντστοκ. Είναι μακρυμάλληδες, όχι όμως στο σύνολό τους “βρώμικοι” κι “αληταρία”, όπως τους θέλει ο κ. Ψαθάς (σ.σ. που τότε είχε αρθρογραφήσει, σχετικώς, και από την μεριά της συντήρησης, στην εφημερίδα Τα Νέα). Και δεν έθιξαν κανένα. Ούτε τον κ. Νίξον. Ούτε το “κατεστημένο”. Έτσι ειρηνικά και υπομονετικά (και κάτω από ανελέητη βροχή αργότερα) άκουσαν τους τραγουδιστές (τα τραγούδια μιλούσαν για ειρήνη και για έρωτα), μίλησαν για ειρήνη και έκαναν ίσως έρωτα. Νέοι απ’ όλον τον κόσμο –λευκοί και μαύροι, Χριστιανοί, Εβραίοι, Μουσουλμάνοι, άθεοι– σε μια τεράστια ανθρωπομάζα που εξέφραζε το ιδανικό εκατομμυρίων ανθρώπων: την συναδέλφωση, την παγκοσμιότητα, την ανθρώπινη ελευθερία. Έτσι που το Γούντστοκ να γίνει ένα σύμβολο. Και σαν σύμβολο δέχτηκαν την ταινία-ντοκουμέντο τα εκατομμύρια νέων σε όλον τον κόσμο. Σαν ειρηνική διαμαρτυρία εναντίον του πολέμου και της βίας. Σαν συμμετοχή τους σ’ αυτό το πανανθρώπινο αίτημα για έναν κόσμο καινούργιο, απαλλαγμένον από τον φόβο και την αγωνία και την οποιαδήποτε απειλή της απαλλοτρίωσης. Ίσως ο κόσμος που θα κτίσουν (αν τον κτίσουν) να γίνει ένα “κατεστημένο”. Μα πάλι θα υπάρχει ένα “Γούντστοκ”. Ο κόσμος δεν είναι στατικός. Οι ιδέες δεν είναι αμετακίνητες. Ωστόσο πάντοτε θα υπάρχουν και... Ψαθάδες. Και η ζωή θα τραβάη τον δρόμο της. Πάντοτε μπροστά...».
 
Το αποτέλεσμα αυτής της μάχης εντός του καθεστώτος και έξω απ’ αυτό (στην κοινωνία) ήταν να αποσυρθεί η ταινία “Woodstock” από τις αίθουσες, περίπου για δώδεκα μέρες.
 
Ήταν περαιτέρω λογοκριμένη η ταινία (αν δεχθούμε πως είχε ήδη σε κάποια σημεία της λογοκριθεί στην πρώτη προβολή της – κάτι πολύ πιθανό), όταν ξαναβγήκε στις αίθουσες; Λογικώς, ναι. Αν και η διάρκειά της δεν θα άλλαξε πολύ.
Γιατί το σημειώνουμε αυτό; Επειδή υπάρχει κάτι που φέρεται ως δήλωση του Michael Wadleigh στο περιοδικό «Επίκαιρα» (τεύχος #123, 11-18 Δεκεμβρίου 1970), εκεί όπου διαβάζουμε πως από την ταινία είχαν κοπεί σκηνές διάρκειας περισσότερο της μιας ώρας(!) – προφανώς από την πρώτη προβολή της, γιατί η επαναπροβολή της δεν είχε ξεκινήσει ακόμη, όταν είχε κάνει την συγκεκριμένη δήλωση ο Wadleigh. Αυτό αποκλείεται να συνέβη, και θα πούμε γιατί.
 
Κατ’ αρχάς να σημειώσουμε πως το ρεπορτάζ στα «Επίκαιρα» το υπογράφει ο Γιάννης Πετρίτσης, που δούλευε τότε και ως δημοσιογράφος (να υπενθυμίσουμε, απλώς, πως ο Πετρίτσης είχε ανεβάσει το “Hair” στα ελληνικά, στις αρχές Μαΐου εκείνης της χρονιάς).
Το κείμενο έχει ενδιαφέρον από πολλές πλευρές. Αρχικώς, επειδή δημοσιεύεται μία δήλωση τού Michael Wadleigh σε σχέση με τα επεισόδια της 29ης Νοεμβρίου, έξω από το Παλλάς, στην οποίαν ο αμερικανός σκηνοθέτης σημειώνει:
«Επιθυμώ να ευχαριστήσω το αθηναϊκό κοινό, για τη θερμή υποδοχή που επεφύλαξε στην ταινία μου. Είμαι ενθουσιασμένος με τις εκδηλώσεις της ελληνικής νεολαίας, που τόσο αυθόρμητα δέχτηκε το μήνυμα του Γούντστοκ. Για το λόγο αυτό λυπάμαι, που παρερμηνεύτηκαν ορισμένες δηλώσεις μου. Είμαι ένας καλλιτέχνης και θέλω να εκφράσω τις ανησυχίες της εποχής μου, χωρίς καμμιά απολύτως προκατάληψη. Πέρα από τα σύνορα της τέχνης μου, δεν ενδιαφέρομαι για τίποτε άλλο».
Σε ποιες δηλώσεις του αναφέρεται ο Wadleigh, για τις οποίες λέει πως παρερμηνεύτηκαν; Προφανώς σ’ εκείνες περί «ελευθερίας» κ.λπ. της συνέντευξης Τύπου, της Παρασκευής 27 Νοεμβρίου.
 
Ήταν υπαγορευμένη ή και κατασκευασμένη η δήλωσή του; Πιθανώς σ’ ένα μέρος της να ήταν. Αλλά το σημαντικό στο άρθρο των 
«Επικαίρων» είναι άλλο.
Είναι το ρεπορτάζ του Γιάννη Πετρίτση από το Rodeo, στο οποίο συναντά τυχαίως κάποιαν από τις επόμενες νύχτες (μετά την avant-première εννοείται) τον Michael Wadleigh με την γυναίκα του, που εξακολουθούσαν να βρίσκονται στην Αθήνα.
Ο Wadleigh είχε ενδιαφερθεί, προφανώς, να μάθει για το πού θα μπορούσε ν’ ακούσει καλό και ζωντανό rock στην πρωτεύουσα και κάπως έτσι είχε καταλήξει στο κλαμπ τής Πλατείας Βικτωρίας, για να δει τον Διονύση Σαββόπουλο με τα Μπουρμπούλια του! Εκεί τον συνάντησε ο Γιάννης Πετρίτσης κι εκεί του είπε, υποτίθεται (ο Wadleigh του Πετρίτση), πως από το “Woodstock” είχε κοπεί πάνω από μια ώρα!
Σίγουρα, κάτι δεν θα κατάλαβε καλά ο Πετρίτσης μέσα στη βαβούρα του Rodeo, γιατί αποκλείεται στην πρώτη προβολή τής ταινίας να παίχθηκε “Woodstock” λιγότερο από δυο ώρες στην Ελλάδα. Πάνω από μια ώρα είχε κοπεί στη Νότια Αφρική, όπως είχε πει ο ίδιος ο Wadleigh στην συνέντευξη Τύπου που αναφέραμε πιο πάνω. Υπενθυμίζουμε τα λόγια του και σ’ αυτό το σημείο:  
«Στη Νότια Αφρική κόπηκαν σκηνές μίας ώρας! Δεν έμεινε τίποτα απ’ αυτά που θίγουν το κατεστημένο. Μια σκηνή που ο τραγουδιστής φωνάζει “ελευθερία” κόπηκε, θαρρείς και η λέξη τρομάζει κι αυτή».
Και πως ακριβώς είχε η δήλωση τού Αμερικανού στον Γιάννη Πετρίτση στα «Επίκαιρα»;
«Πρέπει να ξέρετε ότι από την ταινία μου κόπηκαν σκηνές διάρκειας περισσότερης της μιας ώρας. Αυτό ήταν και το κυριότερο μέρος της ταινίας, αυτό που, με τα μηνύματα που περιείχε, της έδινε οντότητα και λόγο υπάρξεως».
 
Αν είχε παιχθεί δίωρο “Woodstock” την πρώτη εβδομάδα προβολής τού φιλμ στη χώρα μας, τότε δεν θα είχε λόγο το Υπουργείο Εμπορίου να αυξήσει τις τιμές των εισιτηρίων κατά 38% για την πλατεία, και κατά 28% για τον εξώστη (όπως είδαμε στην αρχή, στο αρθρίδιο της «Μακεδονίας»). Αφήνουμε δε το ατράνταχτο γεγονός πως οι ώρες προβολών, εντός της ίδιας ημέρας στους κινηματογράφους, στις διαφημιστικές καταχωρήσεις στις εφημερίδες, όταν η ταινία ξαναβγήκε στις αίθουσες, ήταν ας πούμε… 2:30, 5:20, 8:05 και 10:55.
Από τις 2:30 έως τις 5:20 μεσολαβούν 170 λεπτά, από τις 5:20 έως τις 8:05 μεσολαβούν 165 λεπτά και από τις 8:05 έως τις 10:55 μεσολαβούν επίσης 170 λεπτά. Οι χρόνοι αυτοί μπορεί να μην είναι εντελώς ακριβείς, αλλά είναι κάτι παραπάνω από ενδεικτικοί, δηλαδή αποφασιστικοί όσον αφορά στην διάρκεια του “Woodstock”, όταν επαναπροβλήθηκε. Δεν υπάρχει περίπτωση δηλαδή στην επαναπροβολή να διαρκούσε το φιλμ 160 λεπτά π.χ. και στην πρώτη προβολή να διαρκούσε 120 λεπτά π.χ. Στην επαναπροβολή σίγουρα θα διαρκούσε λιγότερο από την αρχική προβολή, η οποία μπορεί να έφθανε έως και τα 170 λεπτά ή και παραπάνω.  
 
Κοντολογίς; Λιγότερο από δίωρο Woodstock, όπως φέρεται να δηλώνει ο Michael Wadleigh στα Επίκαιρα, δεν παίχτηκε ποτέ, τότε, στην Ελλάδα –ούτε την πρώτη βδομάδα προβολής του, ούτε μετά από 12-13 ημέρες, όταν ξαναπροβλήθηκε– καθώς η διάρκειά του, στο χειρότερο σενάριο (υπολογίζοντας και τα δύο διαλείμματα, που σίγουρα θα ήταν μικρά, λόγω της μεγάλης διάρκειας της ταινίας), δεν ήταν ποτέ κάτω από 150 λεπτά (πολύ πιθανώς η διάρκειά του να ήταν γύρω στα 160 λεπτά ή και λίγο παραπάνω).
 
Πότε ξαναβγήκε η ταινία στις αίθουσες; Mάλλον την Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 1970 και σίγουρα το Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 1970.
 
Τι είχε μεσολαβήσει όμως σ’ αυτό το διάστημα των 12-13 ημερών της προσωρινής απόσυρσης του Woodstock; Ένα είδος διαμάχης ανάμεσα στον πιο «προοδευτικό» χουντικό Γ. Γεωργαλά, που είχε πάρει επ’ ώμου τα θέματα της νεολαίας, και τους πιο σκληροπυρηνικούς, φασίστες ακροδεξιούς, που παρουσιάζονταν ως κήνσορες της ηθικής. Τα λέει ξεκάθαρα ο Γ. Γεωργαλάς σε μια συνέντευξή του, πάλι στα «Επίκαιρα», σ’ ένα τεύχος (#127, 8-14 Ιανουαρίου 1971) που έχει στο εξώφυλλό του φωτογραφίες της Joan Baez και του Alvin Lee από την ταινία Woodstock(!):
 
– Πληροφορηθήκαμε ότι, με τη δική σας επιμονή, ήρθη τελικά η απαγόρευση του Γούντστοκ. Θα θέλατε να μας εξηγήσετε γιατί αντιταχθήκατε στην απαγόρευση αυτής της ταινίας;
– Η πληροφορία σας δεν είναι απολύτως ακριβής. Δεν υπήρξε ούτε απαγόρευσις, ούτε άρσις της απαγορεύσεως.
– Πάντως κάτι συνέβη...
– Την πρώτη μέρα της προβολής σημειώθηκαν μικροεπεισόδια. Αυτό ώθησε ωρισμένους αρμοδίους παράγοντες στην σκέψι της απαγορεύσεως. Η σκέψις αυτή, όμως, τελικώς, δεν επεκράτησε.
– Εσείς, πάντως, υποστηρίξατε τη συνέχιση της προβολής;
– Μάλιστα.
– Γιατί;
– Διότι απλούστατα θεωρώ το Γούντστοκ σαν ταινία πολύ αθωότερη από τις περισσότερες ταινίες που παίζονται έξω ή προβάλλονται από την TV. Δεν έχει φόνους, ληστείες, μοιχείες, όπλα, πολιτική, γυμνά.
– Τι έχει;
– Έχει τετρακόσιες χιλιάδες νέους της εποχής μας, που ακούνε μουσική της εποχής μας(...).
– Πού οφείλονταν τα επεισόδια (στην avant-première);
– Ήταν Κυριακή πρωί και η προβολή ήταν δωρεάν. Οι νέοι που προσήλθαν δεν χώρεσαν στην αίθουσα του Παλλάς. Τους είπαν να περιμένουν, γιατί αργότερα θα γίνη και δεύτερη προβολή. Μετά τους είπαν ότι δεν θα γίνη. Τότε αρκετοί θέλησαν να μπουν οπωσδήποτε στην αίθουσα. Νομίζω ότι μ’ αυτές τις συνθήκες κάποια επεισόδια θα εσημειώνοντο σε οποιαδήποτε ταινία.
– Δηλαδή οι νέοι που τα έκαναν δεν ήταν χίππυς;
– Ασφαλώς όχι. Ήσαν απλώς νέοι. Και ο νέος είναι ανυπόμονος, ζωντανός, δυναμικός και φασαριώδης. Άλλωστε είναι και η ψυχολογία του πλήθους. Και παρ’ όλα αυτά τα επεισόδια υπήρξαν ασήμαντα, ανάξια λόγου. «Τα παιδία παίζει...». Τίποτε παραπάνω.(…)
 
Έχει καλλιεργηθεί η εντύπωση από ορισμένους πως η χούντα κυνηγούσε το rock, επειδή το θεωρούσε επαναστατικό, επικίνδυνο ή δεν ξέρουμε... τι άλλο. Αστειότητες! Αυτές οι αντιλήψεις είναι τελείως λανθασμένες και ανιστόρητες. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε το εργοστάσιο της Columbia, στον Περισσό, δεν θα τύπωνε συνεχώς ροκ δίσκους (LP και 45άρια). Τα περιοδικά και οι εφημερίδες δεν θα έγραφαν συνέχεια για το rock, o Jimi Hendrix δεν θα γινόταν εξώφυλλο στους «Μοντέρνους Ρυθμούς» ή στο «ΦΑΝΤΑΖΙΟ», η τηλεόραση και ιδίως το κρατικό (χουντικό) ραδιόφωνο δεν θα μετέδιδαν συνεχώς ροκ τραγούδια (ακόμη και ο σταθμός των Ενόπλων είχε ροκ εκπομπές).
 
Το rock υπήρχε παντού διαθέσιμο και ο καθένας θα μπορούσε να γίνει κοινωνός του. Εξάλλου, επειδή ήταν παντού διαθέσιμο είχαν πληροφορηθεί οι νέοι της εποχής τα περί Woodstock – και γι’ αυτό ακριβώς είχαν συγκεντρωθεί τέσσερις χιλιάδες Αθηναίοι μέσα κι έξω από το Παλλάς, στην avant-première της ταινίας. Και δεν ήταν η δήθεν εναλλακτική πληροφόρηση (κάτι εντελώς ανύπαρκτο), που είχε οδηγήσει όλον εκείνον τον κόσμο στον κινηματογράφο, μα η mainstream. Γιατί, για το Woodstock, γράφανε τα εβδομαδιαία περιοδικά συνεχώς, δημοσιεύοντας και φωτογραφίες, βασικά κάτω από το concept «ταινίες για νέους» (δες π.χ. το άρθρο «Τα ανήσυχα νιάτα της εποχής μας, πηγή εμπνεύσεως για τον διεθνή κινηματογράφο» στα «Επίκαιρα», 2-9 Οκτωβρίου 1970), όπως γράφανε και για το άλλο μεγάλο (δηλαδή μεγαλύτερο) φεστιβάλ στο Isle of Wight, που είχε γίνει ακόμη και εξώφυλλο στα «Επίκαιρα», στο τεύχος #110, 11-18 Σεπτεμβρίου 1970.
 
Απόδειξη δε της επέλασης του Woodstock εντός της κοινωνίας αποτελεί και η ύπαρξη σχετικού σκετς σε επιθεώρηση της εποχής! Λέμε για το «Γούντστοκ στόρυ» στην επιθεώρηση «Λέγονται, δεν Λέγονται» των Κώστα Νικολαΐδη – Ηλία Λυμπερόπουλου, που είχε ανεβεί στο θέατρο Ακροπόλ, στις 19 Δεκεμβρίου 1970 (την ημέρα που θα ξαναπροβαλλόταν το «Γούντστοκ»!). 
 
Και φυσικά, όσον αφορά στα επεισόδια έξω από το Παλλάς, δεν έκρυβαν, περαιτέρω, ουδεμία σοβαρή πολιτική, αντιχουντική έκφραση, ούτε, πολύ περισσότερο, κάποιαν εξέγερση ενός σοβαρού και υποψιασμένου hippy κινήματος (γιατί κάτι τέτοιο δεν υπήρχε στην Ελλάδα) ή κάποιων απολίτικων ελλήνων χίππιδων (αν είναι ποτέ δυνατόν!), που δεν είχαν κανένα απολύτως πρόβλημα με το χουντικό καθεστώς.
Μερικές χιλιάδες παιδιά (μαθητές και φοιτητές βασικά, αλλά υποθέτουμε και απλοί εργαζόμενοι), ντυμένα και κουρεμένα «κανονικά» (τουλάχιστον οι μαθητές), μαζεύτηκαν για να δούνε μια ταινία με συγκροτήματα, τζάμπα, και αυτό τους αρκούσε, ενώ, ανάμεσά τους, δεν μπορεί, θα υπήρχαν και κάποια (παιδιά) που θα «ευγνωμονούσαν», τρόπος του λέγειν, το καθεστώς γι’ αυτό.
Γιατί, το καθεστώς ήταν εκείνο που είχε εγκρίνει κι είχε δώσει την άδεια για όλα όσα θα συνέβαιναν την συγκεκριμένη Κυριακή, στις 29 Νοεμβρίου 1970, στο Παλλάς. Και το λέμε τούτο, επειδή το καθεστώς δεν είχε εγκρίνει απλώς, την προβολή τής ταινίας “Woodstock”, είχε εγκρίνει τη δυνατότητα να δούνε την ταινία οι νέοι δίχως εισιτήριο και, περαιτέρω, είχε εγκρίνει και την παρουσία τού σκηνοθέτη Michael Wadleigh στον κινηματογράφο. Και είναι προφανής η σκέψη –μια σκέψη που μπορεί να την κάνει ακόμη κι ένα νήπιο– πως αν όλα αυτά θεωρούνταν επικίνδυνα από το χουντικό καθεστώς, το ίδιο το καθεστώς θα είχε μεριμνήσει αναλόγως.  
Μπορεί οι χουντικοί να μην είχαν υπολογίσει την κοσμοσυρροή, και την από ’κει και πέρα «διασάλευσιν της τάξεως», εντάξει... αλλά αυτές οι αμεριμνησίες συμβαίνουν. Θα μπορούσε, ενδεχομένως, να είχαν σκεφτεί να εκδώσουν αριθμημένες προσκλήσεις, τις οποίες οι ενδιαφερόμενοι θα τις εύρισκαν στα δισκοπωλεία, βιβλιοπωλεία κ.λπ. Προφανώς δεν το σκέφτηκαν – αυτό ή και άλλα ακόμη. Δεν υπήρχε και η προηγούμενη εμπειρία εξάλλου, και γι’ αυτό συνέβησαν όλα εκείνα που συνέβησαν.
 
Για τους χουντικούς το rock έπαιζε έναν και μόνον ρόλο. Μπορούσε να «αφοπλίσει» τη νεολαία από κάποιαν απρόβλεπτη επιθυμία της να συσπειρωθεί, κατευθυνόμενη προς προοδευτικές, δημοκρατικές διεκδικήσεις – γι’ αυτό το στήριζαν και το προέβαλλαν (μέσα από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση κ.λπ.). Δικά τους «παιδιά», εξάλλου, είχαν καταλάβει τα μέσα και τον Τύπο, αρθρογραφώντας για το rock και τα συναφή, από τα πρώτα χρόνια του ’60 έως και το 1971 (ας βάλουμε ένα τέτοιο όριο). Και γι’ αυτό είναι παντελώς λάθος και ιστορικώς ανακριβές και ολέθριο το να αποκαλούνται τα επεισόδια έξω από το Παλλάς, κατά την διάρκεια προβολής του “Woodstock”, ως «ο άλλος Νοέμβρης».
Δεν μπορεί να υπάρξει, εννοούμε, ουδεμία σύνδεση με τους αριστερούς φοιτητές του Πολυτεχνείου, λίγα χρόνια αργότερα, για τους οποίους το ροκ ήταν ένα ιμπεριαλιστικό κατάλοιπο, και που ως τέτοιο θα παρέμενε εξορισμένο από τις εκδηλώσεις, τον ραδιοφωνικό σταθμό τους κ.λπ.  
Εξάλλου είναι ιστορικά αποδεδειγμένο, πως και το ελληνικό ροκ διαλύθηκε, όταν το φοιτητικό κίνημα έφθανε στο peak του, μετά τα μέσα του ’73 – κάτι που το είχε παραδεχθεί ευθαρσώς και ο Παύλος Σιδηρόπουλος, στις αρχές της δεκαετίας του ’80:
«Σπάει εντελώς η κίνηση, σαν ένα ποτήρι που τ’ αφήνεις να πέσει και γίνεται χίλια κομμάτια. Χαθήκανε όλοι, άλλοι έξω, άλλοι εδώ, τα παρατάνε. Πάντως, τέρμα η ιστορία».
[Περιοδικό «Μουσική», τεύχος #59, Οκτώβριος 1982]
 
Οι χουντικοί, λοιπόν, ως υπόλογοι στον δυτικό-αμερικάνικο παράγοντα, στήριζαν οτιδήποτε αμερικάνικο, ασμένως. Από τον λεγόμενο «βρώμικο πόλεμο» στο Βιετνάμ, μέχρι την coca-cola. Και φυσικά στήριζαν και το rock, ως αμερικάνικο πολιτιστικό προϊόν. Αυτή ήταν η «επίσημη γραμμή» και επ’ αυτού η απόφαση ήταν ειλημμένη.
Φυσικά, πίσω από την «επίσημη γραμμή» στριμωχνόταν ένας εσμός ακραίων συντηρητικών, σκληρών φασιστών, ιερωμένων, ποικίλων τιμητών γενικότερα μιας συγκεκριμένης ούλτρα συντηρητικής «ηθικής», την οποία ξεπερνούσε σταδιακώς η κοινωνία. Αυτοί έκαναν θόρυβο οπωσδήποτε, αλλά, στην συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, ο θόρυβός τους δεν είχε κανέναν αποφασιστικό ρόλο. Δεν γινόταν το χατίρι τους, με άλλα λόγια. Οι μεταβολές στην κοινωνία θα συνέβαιναν είτε το ήθελαν, ο «σκληρός» συνταγματάρχης Λαδάς και ο μητροπολίτης Αυγουστίνος Καντιώτης, είτε όχι.
 
Σε σχέση με την ταινία “Woodstock”, τώρα, υπήρχε κι ένα άλλο θέμα, που συνυπολογιζόταν από τους χουντικούς και που με βάση αυτό ΔΕΝ θα οδηγούνταν εύκολα –όπως και δεν οδηγήθηκαν εξάλλου– σε μιαν απαγόρευση της ταινίας.
Τον Νοέμβριο του 1970, λίγο πριν την προβολή του “Woodstock” δηλαδή, είχε προβληθεί στη χώρα μας και το φιλμ “The Strawberry Statement” (1970), με τον ελληνικό τίτλο του «Φράουλες και Αίμα» (μια ψευτο-προοδευτική ταινία, με δήθεν σοβαρό πολιτικοκοινωνικό υπόβαθρο, για την οποίαν έχουμε γράψει εδώ... https://diskoryxeion.blogspot.com/2016/04/thunderclap-newman.html).
Η ταινία είχε πάρει κανονικά άδεια προβολής από τη χουντική επιτροπή λογοκρισίας, είχε διαφημιστεί στον Τύπο, είχαν γραφεί θετικές κριτικές ακόμη και σε ακροδεξιές εφημερίδες (όπως στον «Ελεύθερο Κόσμο»!), παίχτηκε για εννέα μέρες σε μερικούς κινηματογράφους και μετά ηλιθιωδώς «κατέβηκε», δηλαδή απαγορεύτηκε.
Οι χουντικοί είχαν φοβηθεί, προφανώς, πως το «Φράουλες και Αίμα» θα μπορούσε να αποτελέσει (άθελά του) τον σπινθήρα για την αναθέρμανση του διαλυμένου (από την Ασφάλεια και τις διώξεις) αριστερού φοιτητικού κινήματος της εποχής, και όπως κάθε «σωστή» δικτατορία, που τρέμει ακόμη και τον ίσκιο της, φρόντισε για την μη συνέχιση των προβολών.
Θα μπορούσε μέσα σε λίγες μέρες μία δεύτερη, αμερικάνικη ταινία, που είχε επίσης περάσει από την λογοκρισία και που, για χάρη της, είχε οργανωθεί ολόκληρο «ταρατατζούμ», να απαγορευθεί; Δεν θα ήταν κάπως «βαρύ» αυτό, για την «εικόνα» του καθεστώτος και προς τους αμερικανούς τοποτηρητές στη χώρα, και βασικά προς τους επιχειρηματίες του κινηματογράφου, που είχαν πληρώσει «δικαιώματα», είχαν φέρει τον σκηνοθέτη του “Woodstock” στην Ελλάδα, έχοντας ξεκινήσει ολόκληρη διαφημιστική εκστρατεία με συνεντεύξεις Τύπου, δωράκια στους θεατές κ.λπ.; Φυσικά. Μέτρησε, εννοούμε, για την τελική απόφαση για το “Woodstock”, και όσα (απαράδεκτα) είχαν προηγηθεί σε σχέση με το «Φράουλες και Αίμα».
 
Σε πρώτο χρόνο τη σύνδεση των επεισοδίων με μια δήθεν πολιτικοποιημένη νεολαία, ριζοσπαστικοποιημένη μέσω της μουσικής, που θα πήγαινε κόντρα στην δικτατορία, την έκαναν ελάχιστοι.
Σήμερα, η αντίληψη αυτή μπορεί να κυριαρχεί σε ορισμένους κύκλους (την πρεσβεύουν και ο Κ. Κατσάπης στο βιβλίο του, και ο Τ. Κωστόπουλος στο άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών»), αλλά τότε ήταν εντελώς μειοψηφούσα. Μόνο σ’ ένα περιοδικό της παράνομης τροτσκιστικής αριστεράς, την «Πρωτοπορεία» (τεύχος #9, Δεκέμβρης 1970), που εξέφραζε την ΕΔΕ (Εργατική Διεθνιστική Ένωση) υπάρχει μια σχετική νύξη. Διαβάζουμε:
 
«Με τις θαρραλέες εκδηλώσεις των νέων, κατά της διχτατορίας, που έγιναν τον περασμένο μήνα στους κινηματογράφους της Αθήνας και του Πειραιά το κίνημα ξεπέρασε την αρχική περίοδο της αναγκαστικής σιωπής και ξαναβρήκε τη φωνή του.(...) Έτσι για πρώτη φορά από την 21 Απρίλη αντιδιχτατορικές εκδηλώσεις κράτησαν επί μέρες (σ.σ. προφανώς αναφέρονται στις μέρες της πρώτης προβολής της ταινίας) και οι μάζες –λέγοντας μάζες εννοούμε κυρίως τη νεολαία– αγνόησαν με θάρρος την απειλητική παρουσία της αστυνομίας».
Και πιο κάτω:
«Στις εκδηλώσεις του κινηματογράφου οι απόψεις των φιλελεύθερων αστών συναντήθηκαν με τις απόψεις της χούντας. Ο “δημοκράτης” Ψαθάς συγχρονίζοντας τη φωνή του με τη φωνή του διχτατορικού τύπου, απέδωσε τα επεισόδια σε “τζαμπατζήδες” έξαλλους νέους και αργόσχολα άτομα. Οι εκδηλώσεις έγιναν από 3.000 χίπυς. Θα ήταν εύκολο άραγε στους γνήσιους αυτούς “δημοκράτες” μας να ανακαλύψουν 3.000 χίπυς μέσα στην Αθήνα; Και πώς εξηγούν την “σύμπτωση” να αρχίσουν οι χωρίς ιδανικά νέοι τα χειροκροτήματα, όταν ακούστηκε η λέξη “ελευθερία” από έναν τραγουδιστή στην ταινία; Μήπως οι “έξαλλοι” νέοι βρήκαν ένα νέο σύνθημα στη λέξη “ελευθερία”;».
 
Το άρθρο στην Πρωτοπορεία θα έκλεινε με μια πολεμική στους «οπορτουνιστές» και «σταλινικούς» του ΚΚΕ, που υποτάσσουν την «πάλη της εργατικής τάξης και της νεολαίας στην ηγεμονία των φιλελεύθερων αστών», με αποτέλεσμα «το προλεταριάτο από κύρια επαναστατική δύναμη (να) γίνεται ένας ασυνείδητος κομπάρσος».
Πίσω απ’ αυτό το τελευταίο κρυβόταν, φυσικά, και μια μομφή προς την «σταλινική» αριστερά, που δεν μπορούσε, τάχα, να δει στο rock τα ανατρεπτικά και-καλά χαρακτηριστικά του. Άλλος τρελός μύθος! Λες και το rock είναι κάποιο είδος μουσικής, που, a priori, διεκδικεί στοιχεία επαναστατικότητας. Που τα έχει εγγεγραμμένα στον γονότυπό του. Λες και στην Ελλάδα, με την τεράστια μουσική παράδοση από δημοτικό, σμυρνέικο-ρεμπέτικο, λαϊκό, «έντεχνο» λαϊκό, «νέο κύμα» κ.λπ., θα έπρεπε να καταφύγει κάποιος σώνει και καλά στο rock, για να εκφράσει την αντίθεσή του προς το καθεστώς.
 
Μπορεί, λοιπόν, μία άποψη, όσο εξωφρενική και αν ακούγεται σε χρόνο πρώτο, να έχει ένα νόημα, έως ότου αυτό το όποιο νόημά της το αφαιρέσει ο κατοπινός χρόνος.
Είναι προφανές, θέλουμε να πούμε, πως οι λεγόμενες «αντιδιχτατορικές» εκδηλώσεις των θεατών της ταινίας, κατά την «Πρωτοπορεία», είχαν τόσο σχέση με την αντιδικτατορική πάλη, όσο και οι ταινίες τύπου «Αντάρτες των Πόλεων» (υπάρχει όντως τέτοια, σε σκηνοθεσία Ντίμη Δαδήρα, από το 1972!) ή τραγούδια σαν το «Δεν ήταν νησί» (του Μάνου Χατζιδάκι από τον «Καπετάν-Μιχάλη»), που ακουγόταν κατά κόρον μετά το 1970 και που θεωρήθηκε από ορισμένους, πολλά χρόνια αργότερα, ως «αντιστασιακό»!
Το να προβάλλεις τις επιθυμίες σου πάνω σε πραγματικά γεγονότα, τα οποία να τα ερμηνεύεις εκ των υστέρων κατά πώς σε βολεύει, δεν συνιστά, φυσικά, μιαν επιστημονική προσέγγιση αυτών των γεγονότων.
 
Αν υπήρχε κάποιου είδους πολιτικοποίηση στις αντιδράσεις των θεατών τού “Woodstock” αυτή δεν θα ξεθύμαινε αμέσως μετά την ταινία, γιατί θα είχε κάποιες ρίζες, θα ήταν συνειδητοποιημένη. Θα εύρισκε, δηλαδή, τρόπο να εκφραστεί και αλλού. Σ’ αυτή την περίπτωση, όμως, το rock θα είχε πολεμηθεί από το καθεστώς, θα είχαν κλείσει οι πόρτες του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, θα είχε πέσει γραμμή να μην προβάλλεται από τα περιοδικά και τις εφημερίδες, θα είχε περισταλεί και η δισκογραφία ενδεχομένως. Φυσικά, τίποτα απ’ αυτά δεν συνέβη από το χουντικό καθεστώς. Συνέβησαν ακριβώς τα αντίθετα.
Εξάλλου, όταν η συνειδητοποίηση και η ριζοσπαστικοποίηση του νεολαιίστικου-φοιτητικού κινήματος άρχισε σταδιακώς να ανεβαίνει, μετά το 1972, το rock, σε όλην εκείνη τη φάση, θα ήταν απλώς, απόν.
Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει πως οι νέοι που είχαν πάει να παρακολουθήσουν το Woodstock ήταν «τζαμπατζήδες», «αργόσχολα άτομα» ή «χίπυς». Είπαμε... μαθητές ήταν, φοιτητές, σίγουρα κάποιοι θα ήταν και εργαζόμενοι κ.λπ. Ούτε υπήρχε κάποια οριζόντια ιδεολογική τοποθέτηση. Ότι ήταν, δηλαδή, αναρχικοί, αριστεροί, κεντρώοι, δεξιοί ή ακροδεξιοί οι θεατές τού φιλμ. Αν για το Πολυτεχνείο ξέρουμε πως το έβαλαν σε τροχιά οι παράνομες φοιτητικές οργανώσεις της Αριστεράς, για τα «επεισόδια», κατά τις προβολές του Woodstock, δεν υπάρχουν τέτοια στοιχεία. Ούτε μπορούν να υπάρξουν. Ο κόσμος ήταν ανακατεμένος.
Οι περισσότεροι από τους θεατές, λογικώς, θα πρέπει να ήταν παιδιά... ήσυχων και «καλών οικογενειών», χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν θα υπήρχε και κάποιο λαϊκό στοιχείο ανάμεσα. Πιθανώς, δε, οι πιο πολλοί να ήταν ακόμη και δεξιών αποχρώσεων από κεκτημένη ταχύτητα, λόγω... ροκ παράδοσης (από την εποχή των «Μοντέρνων Ρυθμών»), ενώ σίγουρα θα υπήρχαν και απολίτικοι, πιθανώς και κάποιοι αριστεροί (το λέμε γιατί, γενικώς, η αριστερά, έως τότε, ήταν προσανατολισμένη σε άλλου τύπου μουσικές και τραγούδια).
 
Ούτε, βεβαίως, από την άλλη μεριά, τα χειροκροτήματα κατά την διάρκεια τού “Freedom” του Richie Havens σήμαιναν, αναγκαστικώς, κάτι ιδιαίτερο.
Είναι λογικό, όταν ένας καλλιτέχνης τραγουδά για την «ελευθερία» να τον χειροκροτούν από κάτω. Είμαστε, δε, σίγουροι πως τον Richie Havens θα τον χειροκροτούσαν νέοι και στις δημοκρατίες, εκείνη την εποχή, μετά από μια τόσο φορτισμένη παράσταση, και όχι μόνον στις χούντες (όπως της Αθήνας). Μπορεί οι δύο περιπτώσεις να μην ίδιες –συμφωνούμε, δηλαδή, πως είναι άλλο το βάρος ενός χειροκροτήματος στο Λονδίνο του 1970 και άλλο στην Αθήνα τής ίδιας εποχής–, όμως από ’κει και έως του σημείου να εκληφθεί η επευφημία ως αντιδικτατορική ενέργεια υπάρχει τεράστια απόσταση.
Η «ελευθερία» ήταν ένα σύνθημα γενικότερο τής hippy period, μαζί με την «ειρήνη» και την «αγάπη» και μπορούσες να την δεις, ως λέξη, τυπωμένη σε αφίσες, σε τραγούδια, σε βιβλία, σε ταινίες, σε τηλεοπτικά σίριαλ, σε ονομασίες συγκροτημάτων κ.λπ. Και ο Διονύσης Σαββόπουλος τραγουδούσε κάθε βράδυ τότε στο Rodeo... «ωχ πηδώ, χοροπηδώ κι έχω ένα τσίρκο ηλεκτρικό μες στο μυαλό μου / μες στο μυαλό μου που ’χει όρια και μια ελευθερία ζόρικια / αλίμονό μου» και μάλιστα έχοντας από κάτω ένα, όσο να ’ναι, υποψιασμένο φοιτητικό κοινό, χωρίς, ωστόσο, να «ζυμωθεί», και σε αυτή την περίπτωση, κάποια αντιδικτατορική δράση. Χρειάζεται κάτι παραπάνω σε όλες αυτές τις περιπτώσεις. Και το «παραπάνω» δεν υπήρχε στους θεατές τού “Woodstock”, που άκουγαν rock.
Αντιθέτως, αυτό το «παραπάνω» υπήρχε σε άλλο, γενικώς, κοινό και σε άλλες μουσικές, και αναφερόμαστε φυσικά στο «έντεχνο λαϊκό» τραγούδι.
 
Ο Μίκης Θεοδωράκης μπορεί να βρισκόταν τότε στο εξωτερικό, αλλά συναυλίες με αντιχουντικό περιεχόμενο ή συναυλίες που εξελίχθηκαν σε σοβαρές αντιχουντικές εκδηλώσεις υπήρξαν, από καλλιτέχνες της Αριστεράς φυσικά. Μπορεί να ήταν λίγες, αλλά υπήρξαν. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στην γνωστή μουσικοθεατρική παράσταση «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» (Ιούνιος 1973) του Ιάκωβου Καμπανέλλη, από τον θίασο Τζένης Καρέζη-Κώστα Καζάκου, με τις μουσικές και τα τραγούδια του Σταύρου Ξαρχάκου, που αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα και με την λογοκρισία, αλλά σε «καθαρές» συναυλίες «έντεχνου» τραγουδιού.
Η πρώτη είχε διοργανωθεί από την Ένωση Κρητών Φοιτητών στο γήπεδο του Σπόρτιγκ και θα εμφανιζόταν σ’ εκείνην ο συνθέτης και συμπατριώτης των κρητών φοιτητών Γιάννης Μαρκόπουλος (15 Μαΐου 1972). Μετά το τέλος της συναυλίας, γύρω στις 11 η ώρα τη νύχτα, μερικές εκατοντάδες φοιτητές θα ξεχύνονταν στους δρόμους των Πατησίων, τραγουδώντας «Πότε θα κάνη ξαστεριά» και φωνάζοντας αντιχουντικά συνθήματα. Η αστυνομία θα επενέβαινε και θα διέλυε την πορεία, ενώ το Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως θα απαγόρευε, περαιτέρω, στην Ένωση Κρητών Φοιτητών να συμμετάσχει ακόμη και στις επικείμενες επετειακές εκδηλώσεις για την Μάχη της Κρήτης!
Επίσης οι συναυλίες του συνθέτη Σπύρου Σαμοΐλη είχαν αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα. Μία πρώτη συναυλία είχε συμβεί στο θέατρο Διάνα, την 29η Μαΐου 1972. Μέχρι τότε δεν υπήρχε λογοκρισία στα live, αλλά πέντε μέρες αργότερα (3 Ιουνίου 1972) το καθεστώς ενεργοποιεί διάταξη βάσει της οποίας το πρόγραμμα των συναυλιών θα υπόκειτο σε έλεγχο. Το αποτέλεσμα ήταν στην επόμενη συναυλία του Σαμοΐλη, στο θέατρο Ρουαγιάλ (31 Ιουλίου 1972), να κοπούν τα 14 από τα 20 τραγούδια του προγράμματος. Ο συγκλονιστικός Γιώργος Ζωγράφος θα έλεγε τα τραγούδια στο live με χειρονομίες, με φωνές και με κραυγές, αφού δεν μπορούσε να τα πει με λόγια – με τους Κώστα Βάρναλη και Γιάννη Ρίτσο, που βρίσκονταν στο ακροατήριο, να κλαίνε! Έτσι είχαν τα πράγματα...
 
Τι κριτικές πήρε το «Γούντστοκ» στην Ελλάδα, εκείνη την εποχή (τέλη 1970-αρχές 1971); Ανάμεικτες. Υπήρχαν κάποιοι που του έδωσαν τρία στα τέσσερα «αστέρια», όπως η Ειρήνη Καλκάνη στην «Απογευματινή», ο Κώστας Σταματίου στα «Νέα» και ο Τώνης Τσιρμπίνος στην «Νέα Πολιτεία», αλλά υπήρχαν και κάποιοι που το «έθαψαν» ως «κακό», όπως οι κριτικοί από το αριστερής απόχρωσης περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος», δηλ. οι Πάνος Κοκκινόπουλος, Βασίλης Ραφαηλίδης και Γιάννης Σμαραγδής.
Αναλυτική κριτική στον «Σύγχρονο Κινηματογράφο» (τεύχος #11-12 Δεκέμβριος ’70 / Ιανουάριος-Φεβρουάριος ’71) είχε γράψει η Ιουλία Ραλλίδη, εκεί όπου μεταξύ άλλων διαβάζεις:
 
«Στο Φεστιβάλ των Τριών Ημερών του Γούντστοκ δόθηκε ο χαρακτηρισμός “τεράστιο εργαστήρι χειρισμού της ομαδικής ευαισθησίας”. Το ένα εκατομμύριο νέων που συγκεντρώθηκαν εκεί βρήκαν έναν τρόπο να εκτονωθούν ψυχολογικά, απ’ την πίεση που δημιούργησε μέσα τους η απόφαση για μη-συμμετοχή στα κοινά της χώρας. Απ’ την άποψη αυτή ο χαρακτηρισμός, από μέρους του Γουώντλη, της ταινίας του σαν “πολιτικής” μπορεί να είναι σωστός. Αυτό όμως δεν την εμποδίζει να είναι και καθαρό εμπόρευμα. Με το Γούντστοκ γινόμαστε μάρτυρες της αρχής τής εμπορευματοποίησης μιας ορισμένης κοινωνικής ευαισθησίας.
Το θλιβερό στις τρεις μέρες “διασκέδασης και μουσικής” (το “και έρωτα” παραλείπεται συνήθως για λόγους ταρτουφικής ευπρέπειας) δεν βρίσκεται ούτε στη διασκέδαση, ούτε στη μουσική, ούτε στον έρωτα, αλλά στην οργανωμένη προσπάθεια για αποβλάκωση τής νεολαίας που συγκεντρώθηκε στο Γούντστοκ. Η ταινία γίνεται άθελά της μια μαρτυρία τής αφέλειας του κοινωνικού προβληματισμού των “φοιτητών των καλυτέρων πανεπιστημίων των Ηνωμένων Πολιτειών” (Επίκαιρα 13-20 Νοεμβρίου 1970). Η αυριανή “ηγεσία της πατρίδας” του Γουώντλη δεν παρουσιάζει τα δυναμικά στοιχεία τής “ιδεώδους, υγιούς, πνευματικής νεολαίας” του Μαρκούζε: Τα παιδιά της κόκα-κόλα κοντεύουν να πνιγούν στους αφρούς της».
 
Τελικώς, όπως γράψαμε και πιο πάνω, μετά από 12-13 μέρες, το “Woodstock” θα έβγαινε και πάλι στους κινηματογράφους (Παλλάς, Αρζεντίνα, Αττικόν, Αελλώ, Σελέκτ, Άλεξ) μάλλον την Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 1970 ή σίγουρα το Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 1970, με τις προβολές από ’κει και πέρα να συνεχίζονται απρόσκοπτα, με διάρκειες γύρω στα 160 λεπτά ή και παραπάνω, και με την ταινία να την βρίσκει στις αίθουσες και η νέα χρονιά πια, το 1971...

2 σχόλια:

  1. Από το fb...

    Akis Perdikis
    Εξαιρετική παρουσίαση! Για την ιστορία, ήμουν έξω από το Παλλάς στην πρεμιέρα, δεν κατάφερα όμως να περάσω μέσα.

    Vassilis Serafimakis
    Μπήκα, ήμουνα εκεί - μαζί με τον συμμαθητή μου αθλητή στο τρέξιμο ο οποίος φυσικά ανέλαβε να τρέξει να μάς βρεί θέσεις. είχα κάνει μιά-δυό αναρτήσεις. Μετά ακούγαμε τρομερά μυθεύματα! Οσο και να λέγαμε ότι ήμασταν εκεί, τα ψέμματα παρέμεναν ακλόνητα.

    Alexis Tambouras
    Ξεπέρασε τον εαυτό του κατά... παρασάγγας , ας μου επιτραπεί να πω , ο αρθρογράφος με αυτή την υποδειγματικά ολοκληρωμένη παρουσίαση του θέματος. Διότι αναβιώνει μια σημαντική χρονική στιγμή , εκείνης της ανεπανάληπτης εποχής στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα - στον αναπόφευκτο απόηχο των εξελίξεων του οποίου - οι άνθρωποι ζούνε ακόμα σήμερα ( άσχετα κατα πόσο το αντιλαμβάνονται ) . Και το πετυχαίνει με ενα λεπτομερές ιστοριοδιφικό αφήγημα μεγαλύτερης διεισδυτικής παρατηρητικότητας από εκείνη που διαθέτει η πλειοψηφία όσων πρόλαβαν και τα έζησαν . Με οξυδερκείς επισημάνσεις και αναφορές στα καθοριστικά δεδομένα ,αναβιβάζει την απλή πληροφόρηση σε εμπεριστατωμένη θεώρηση - πράγμα απαραίτητο στη κατανόηση των διαδραστικών πολιτισμικών και ιστορικών στοιχείων που διαμόρφωσαν την ανατρεπτική κουλτούρα εκείνης της σημαδιακής εποχής.

    ΑπάντησηΔιαγραφή