Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2023

THE ESTLIN PROJECT ένα ελληνικό συγκρότημα μελοποιεί e.e. cummings

Δεν μπορούμε να πούμε πως μας άγγιξε ιδιαιτέρως η προσπάθεια των Ελλήνων Estlin Project, στοIn the Last Night[Riverly Flowers Records, 2023], να μελοποιήσουν έναν «δύσκολο» αμερικανό ποιητή (στο πρωτότυπο) τoν e.e. cummings (1894-1962). Ένα αυτό. Ένα δεύτερο που δυσκολεύει εμάς πάρα πολύ, στην διατύπωση μιας άποψης, είναι η απουσία από την έκδοση booklet με τους στίχους. Έχοντας τους στίχους μπροστά μας θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε καλύτερα την προσπάθεια των Estlin Project, ενώ τώρα βαδίζουμε κάπως στα τυφλά. Βεβαίως, τα ποιήματα υπάρχουν στο διαδίκτυο και μπορούμε ένα-ένα να τα εντοπίσουμε, αλλά και αυτό δεν μπορεί να γίνει για τα δεκατέσσερα ποιήματα. Απαιτεί έξτρα κόπο, που θα μπορούσε να αποφευχθεί αν είχε προνοήσει η έκδοση. Τέλος πάντων...
Ο e.e. cummings υπήρξε ένας πολύ ιδιαίτερος ποιητής (θεωρείται από τους κορυφαίους αμερικανούς του 20ου αι.), που διέπρεψε στον ελεύθερο στίχο (αν και δεν έγραψε μόνον «ελεύθερα» ποιήματα) με πολλά από τα ποιήματά του να διαθέτουν και μιαν «οπτικότητα» που υποβάλλει συγκεκριμένες απαγγελίες – πόσω μάλλον μελοποιήσεις. Γι’ αυτό λέμε πως χωρίς την πρωτότυπη «οπτικότητα» των ποιημάτων του είναι δύσκολο να αποτιμήσεις την προσπάθεια των Estlin Project.
Αντιλαμβανόμαστε, ας πούμε, σε ποιήματα, όπως το “A wind has blown the rain away” την προσπάθεια των Estlin Project να ανταποκριθούν στις ποικίλες απαιτήσεις, όμως το αποτέλεσμα δεν μπορούμε να πούμε ότι «κάθεται» καλά στ’ αυτιά μας.
Αν τα ποιήματα του e.e. cummings είναι δύσκολα από τη φύση τους να μελοποιηθούν, πιθανώς αυτή η δυσκολία να συμβολίζεται και με τις περίπλοκες, εδώ, μελοποιήσεις, που επιχειρούνται.
Λίγα τραγούδια έχουν μια ροή, που θα μπορούσε να γίνει κατανοητή από το «μέσο αυτί», δηλαδή τον «μέσο ακροατή», που δεν υποχρεούται να γνωρίζει την ποίηση του e.e. cummings, αλλά επιθυμεί να ακούσει, σε πρώτη φάση, κάποιες συνθέσεις, που βασίζονται σε λόγια του.
Σε ορισμένα tracks (“The hours rise up putting off stars”) μας άρεσαν οι «γραμμές» του πνευστού (όμποε), σε άλλα (“It is at moments after I have dreamed”) ο ρόλος του πιάνου, του τσέλου και του μπάσου, σε άλλα η κάπως περισσότερο ελεύθερη προσέγγιση, στην αρχή και το τέλος (“Riverly is a flower”) κ.ο.κ.
Το “In the Last Night” δεν είναι ένα αδιάφορο άλμπουμ – δεν λέμε, ούτε υπονοούμε κάτι τέτοιο. Χρειαζόταν, όμως, μία καλύτερη πλαισίωση σε επίπεδο booklet. Μερικά ξεκαθαρίσματα, κάποιες επεξηγήσεις, ορισμένες καθαρές γραμμές σε σχέση με το «τι» και το «πώς» της μελοποίησης. Από εδώ απουσιάζουν τα πάντα. Και αφήνεται ακροατής, μόνος του, να προσπαθεί να μαντέψει το ένα ή το άλλο.
Η ποικιλία των επιρροών στις συνθέσεις δεν βοηθάει, εν τω μεταξύ, καθόλου. Κάνει τα πράγματα ακόμη πιο δύστροπα και συγκεχυμένα. Λίγη pop, λίγο rock, λίγο folk, λίγο chamber, λίγο medieval κ.λπ.
Όλα αυτά μπορεί,... μαθηματικά να στέκονται, αλλά πρακτικά δεν οδηγούν στο καλύτερο αποτέλεσμα.
Ο e.e. cummings είναι ένας «δύσκολος» ποιητής (το ξαναλέμε), ακόμη και για τους αμερικανούς songwriters. Ελάχιστοι έχουν καταφέρει να πετύχουν κάτι καλό, μελοποιώντας τον. Από παλαιά την Joan Baez θυμόμαστε, ενώ πιο πρόσφατα ασχολήθηκε η Björk ή και οι δικοί μας Sigmatropic. Εν τω μεταξύ φαίνεται πως οι τζαζίστες είναι εκείνοι που ταιριάζουν περισσότερο στον e.e. cummings και απ’ αυτούς έχουμε ακούσει τις πιο ενδιαφέρουσες, γενικώς, προτάσεις.
Βαρύ το φορτίο στις πλάτες των Estlin Project –δηλαδή των Thanos Margetis πιάνο, πλήκτρα, Christina Kolovou τσέλο, Paschalis Plissis όμποε, Vasso Karioti κλαρινέτο, Giorgos Kyriazis μπάσο, φωνή, Margarita Papadimitriou φωνή, Antonia Tzitzika φωνή και Sergios Voudris φωνή–, αλλά ok, τόλμησαν να ασχοληθούν με κάτι δύστροπο και απαιτητικό από τη φύση του και αυτό το «κρατάμε».
Επαφή: https://www.facebook.com/giorgos.kyriazis

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2023

THE BLACK CAT’S EYE σύγχρονο progressive rock από την Γερμανία

Οι Black Cats Eye σχηματίστηκαν στην Φρανκφούρτη το 2018 και έως σήμερα δεν είχαν ένα ολοκληρωμένο χειροπιαστό άλμπουμ. Το πράττουν τώρα λοιπόν με τοThe Empty Space Between A Seamount and Shock-Headed Julia [Tonzonen Records, 2023], που κυκλοφορεί σε LP, CD και digital και που φέρνει τους γερμανούς rockers στο progressive προσκήνιο.
Το άλμπουμ περιέχει πέντε κομμάτια, ένα 20λεπτο στην πρώτη πλευρά και τέσσερα 5λεπτα πάνω-κάτω στη δεύτερη, εκ των οποίων τα δύο είναι τραγούδια και τα τρία ορχηστρικά. Μέλη των Black Cats Eye είναι, περαιτέρω, οι Christian Blaser κιθάρες, φωνή, πλήκτρα (βασικός συνθέτης-στιχουργός), Wolfgang Schönecker κιθάρες, Steffen Ahrens κιθάρες, Jens Cappel μπάσο και Stefan Schulz-Anker ντραμς, κρουστά, ενώ μαζί μ’ αυτούς ακούγεται και ο φλαουτίστας Walter Dorn σ’ ένα track, όπως και η τραγουδίστρια Lucie Cerveny σ’ ένα άλλο.
Παίρνοντας γραμμή από το τεράστιο “The Empty Space Between A Seamount and Shock-Headed Julia”, θα πούμε πως οι Black Cats Eye είναι ένα καθαρό progressive rock γκρουπ, με κάποια «βαριά» και cosmic χαρακτηριστικά, επηρεασμένο κατά βάση από τους Pink Floyd της μετα-Barrett εποχής. Φυσικά, τέτοια συγκροτήματα υπήρξαν και στην τότε Δυτική Γερμανία στα early seventies – συγκροτήματα, που σήμερα τα βλέπεις να στριμώχνονται κάτω από την ταμπέλα krautrock. Τέλος πάντων, με αυτά δεν βρίσκεις και άκρη, καθώς τα όρια πολλές φορές ανάμεσα σ’ αυτά τα στυλ δεν είναι ευδιάκριτα –καθώς δεν μπορείς να οριοθετήσεις πού ακριβώς τελειώνει το prog και που αρχίζει το cosmic– κι έτσι θα πρέπει, σαν κριτικός να πούμε, να περνάς τάχιστα στην ουσία, που είναι αυτή καθ’ αυτή η μουσική και το ηχητικό concept.
Υπάρχει λοιπόν τέτοιο στην περίπτωση των Γερμανών (ηχητικό concept εννοούμε), το οποίο διαμορφώνουν βασικά οι κιθάρες (ηλεκτρικές, ακουστικές και... θορυβώδεις). Πάνω στις κιθάρες στηρίζονται όλα τα κομμάτια του δίσκου, με τα keyboards να προσφέρουν μόνον «εντάσεις» σε κάποια σημεία (σαν γεμίσματα) ή να υπάρχουν κάπου στο βάθος, σαν «ατμόσφαιρες».
Οι τρεις κιθαρίστες λοιπόν των Black Cats Eyes έχουν, εδώ, τον πρώτο λόγο, και η αλήθεια είναι πως συνεργάζονται άψογα, δίνοντας πραγματικά ωραία παιξίματα, και σολιστικά και ομαδικά (διασταυρούμενα), με τις κιθάρες, σε αυτές τις περιπτώσεις να παίζουν κάπου και τον ρόλο των πλήκτρων, με τις εναλλαγές ηλεκτρικών και ακουστικών parts, προσφέρουν επιπλέον στα tracks... παρατεταμένη ομορφιά.
Πολλές φορές στο άκουσμα του “The Empty Space...” προσωπικώς ανακάλεσα από Weed και Gäa, μέχρι Nosferatu και Virus, περασμένα, όμως, όλα αυτά τα στοιχεία, από τις σύγχρονες ηχογραφικές αντιλήψεις.
Το 20λεπτο “Kill the sun and the moon and the stars” είναι, φυσικά, πολύ καλό και κυριαρχεί, όχι μόνον στην πρώτη πλευρά (καθώς την καταλαμβάνει ολάκερη), μα και συνολικώς στον δίσκο, με τα tracks της Side B να είναι και αυτά άξια λόγου και να μην ακούγονται ως... φτωχοί συγγενείς στο πρώτο, το μακρύ.
Ωραία η εναρκτήρια riff-ολογία στο “Katla”, λοιπόν, με το κομμάτι να κινείται σε hard-progressive δρόμους, ευχάριστο το ακουστικό / ημι-ακουστικό διάλειμμα (τραγούδι) “Winter song”, σκληρό, με εφφέ, και οξείς κιθαρισμούς το “In my dreams the wind chases away the clouds” στην αρχή, αλλά γρήγορα μεταπίπτει και αυτό σε πιο cosmic μελωδικές φόρμες, για να ανεβάσει ξανά στροφές κ.λπ., με το closing track Lostlostlost…”, που είναι τραγούδι, να συνοψίζει πολλά από τα χαρακτηριστικά των Black Cats Eye, έτσι όπως αυτά αποτυπώνονται  στο πολύ καλό “The Empty Space Between A Seamount and Shock-Headed Julia”.
Α, και κάτι τελευταίο που ξεχάσαμε... το mastering είναι του Eroc.
Επαφή: www.tonzonen.de

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2023

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 493

25/2/2023
Ετοιμάζοντας το κείμενο για τον Νίκο Κοεμτζή και τα φονικά της 25ης Φεβρουαρίου 1973, ακριβώς πριν από 50 χρόνια, που διαβάσατε στο προηγούμενο ποστ, ένα μόνο πράγμα με απασχόλησε. Πού θα βρω φωτογραφία του τραγουδιστή Τάκη Αθανασιάδη. Φωτογραφία καλή και δημοσιεύσιμη. Όλα τα άλλα τα είχα. Τον ήθελα τον Αθανασιάδη οπωσδήποτε, γιατί ήταν ο άνθρωπος που γλίτωσε φτηνά τη ζωή του, όταν αντί γι’ αυτόν μαχαιρώθηκε από τον Κοεμτζή ο αστυφύλακας Πεγιάς, που μπήκε μπροστά, για να του σώσει τη ζωή.
Φωτογραφία του Τάκη Αθανασιάδη δεν είχα δει πουθενά τόσα χρόνια, οπότε άρχισα να ψάχνω πρώτα από τα εύκολα – δηλαδή στο δίκτυο. Τζίφος. Κάτι εντόπισα, αλλά δεν μου έκανε. Ήθελα κάτι καλύτερο. Οπότε άρχισα να ψάχνω σε παλιά περιοδικά της εποχής, περίπου στην τύχη.
Και κάπως έτσι εντοπίζω μετά από λίγο (στάθηκα τυχερός δηλαδή) αυτή τη σπάνια φωτογραφία που είδατε και στο κείμενο (για τον Κοεμτζή).
Χάρηκα πάρα πολύ! Αυτές είναι οι χαρές οι δικές μας, όταν ετοιμάζουμε τα κείμενα – και βεβαίως η αναγνωσιμότητα που έχουν μετά. Οι κριτικές και τα σχόλια που δέχονται – θετικά και αρνητικά. Η αναστάτωση τίνι τρόπω που δημιουργούν.
Όπως αξία έχει κι αυτή η φωτογραφία ενός τραγουδιστή, που είχε τη δική του πορεία στη νύχτα, που για το discogs είναι αδισκογράφητος, και που του έλαχε να είναι παρών σ’ ένα από τα μεγαλύτερα μακελειά, που προκάλεσε ποτέ ένας μόνον άνθρωπος στην ιστορία της διασκέδασης.

24/2/2023
Το «1940» ή «Πόσα χρόνια δίσεχτα» του Γιάννη Μαρκόπουλου και του Κ.Χ. Μύρη από το «Χρονικό» (1970) δεν το πόσταρα τυχαίως το απόγευμα. Ούτε έγραψα τυχαίως πως... με το να το διασκευάσεις υπογράφεις απλώς την καταδίκη σου. Θα επανέλθω, όμως, σ’ αυτό στο τέλος του ποστ...
Υπάρχει ένα δίστιχο στο τραγούδι, όταν τελειώνει, που λέει «μέρα αναστάσιμη κι ο λαός θα παίζει / τα πολλά τραγούδια του για τη λευτεριά» και που ακούγεται κάπως «χοντρό» για περίοδο χούντας. Πώς το αφήσανε και πέρασε αυτό; O Μαρκόπουλος είχε πει το εξής παράξενο παλιά...
Πως οι στίχοι, που είχαν σταλεί στη λογοκρισία, ήταν περισσότεροι, του στυλ «κι ο λαός μέσα στη μαύρη κατοχή θα αντισταθεί στους Γερμανούς και θα ’ρθει μια μέρα αναστάσιμη που θα τους διώξει και τότε θα παίζει τα πολλά τραγούδια του για τη λευτεριά». Οι στίχοι αυτοί θα περνούσαν φυσικά, αλλά, όταν ηχογραφήθηκαν, ο Ξυλούρης τραγούδησε τους κανονικούς (που ακούμε στον δίσκο) και όχι εκείνους που είχαν περάσει από τη λογοκρισία.
Λέει, δηλαδή, ο Μαρκόπουλος πως οι λογοκριτές σού απαγόρευαν να προσθέσεις κάτι από τη στιγμή που σου έδιναν την έγκριση, αλλά δεν σου απαγόρευαν να αφαιρέσεις λέξεις από εκείνο που είχε περάσει. Και κάπως έτσι θα σβήνονταν κάποιες λέξεις από εκείνο που είχε εγκριθεί, για να μείνει τελικά αυτό που ακούμε στον δίσκο...
Τι να πω... Δεν είμαι σίγουρος αν όλα αυτά ισχύουν, γιατί θα τα έκαναν και άλλοι... Αλλά ίσως να τους έπιασαν στον ύπνο τους λογοκριτές, ο Μαρκόπουλος με τον Γεωργουσόπουλο, και μετά να πρόσεχαν (οι λογοκριτές) και τις αφαιρέσεις... Δεν ξέρω...
Λοιπόν, για να το κλείσουμε το θέμα με το φοβερό τραγούδι «1940».
Εγώ δεν πιστεύω πως θα υπήρχε ποτέ Έλληνας που θα έκανε όλες αυτές τις αφαιρέσεις της ενορχήστρωσης, επιχειρώντας να πει αυτό το συνταρακτικό κομμάτι μόνο με μια κιθάρα. Και αν το έλεγε σε καμιά μπουάτ (αν λέμε), πράγμα επίσης δύσκολο, δεν θα υπήρχε ποτέ περίπτωση να το ηχογραφήσει. Το έπραξε, όμως, ένας folkist Αμερικάνος το 1972, με άγνοια κινδύνου, ο Bill Vanaver, κι είναι πολύ συγκινητικό...
Αυτό φίλε μου είναι μαγκιά, και αληθινός διεθνισμός, και ουσιαστική παγκοσμιοποίηση, και ό,τι άλλο θέλετε. Ένας Αμερικανός να τραγουδάει στα ελληνικά τότε, το ’72, και όχι σήμερα, με τις ευκολίες του ίντερνετ, όταν όλα είναι στο πιάτο και ψάχνουμε να δούμε τι μας γίνεται...
https://www.youtube.com/watch?v=hdSB1Qofsn8&t=245s

24/2/2023
Τι να διασκευάσεις ρε φίλε τώρα εδώ πέρα; Υπογράφεις απλώς την καταδίκη σου...
https://www.youtube.com/watch?v=mW1LWc54kKo

24/2/2023
>>Μπάμπης ο Φλου: Γιατί ο δίσκος του Σιδηρόπουλου με τους Σπυριδούλα άλλαξε το ελληνόφωνο ροκ<<
Το ελληνόφωνο ροκ το άλλαξαν οι δίσκοι του Σαββόπουλου, του Ρωμανού, των Πελόμα Μποκιού, τα τραγούδια του Εξαδάκτυλου, του Γκαϊφύλλια και της Κωχ (δεν ξέρω αν ξεχνάω τώρα κάποιον) στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Το άλλαξε μια συγκεκριμένη εποχή, δηλαδή, με συγκεκριμένα κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά. Δεν το άλλαξε ένας ξεκομμένος δίσκος του 1979 (όσο καλός και να ήταν), όταν το ροκ, διεθνώς, είχε ψοφήσει.

23/2/2023
Λοιπόν εμένα μου αρέσει να αναμοχλεύω τα θέματα και να εμμένω στις εντάσεις και στις κόντρες, επειδή μόνο έτσι παράγεται ουσιαστικό έργο. Μόνο έτσι δημιουργείται διάλογος, που πάει μπροστά τα πράγματα, που κινεί καταστάσεις, που κινητοποιεί κόσμο, ώστε να εκφραστεί κι αυτός, λαμβάνοντας θέση στα ζητήματα, δίχως να καταναλώνει απλώς μασημένη τροφή.
Εγώ γι’ αυτό κάνω προκλητικές αναρτήσεις. Γι’ αυτό κάθε φορά μετά από τέτοια ποστ με σβήνουνε από «φίλο» καμιά δεκαριά, ενώ άλλοι με μπλοκάρουν κτλ. Δηλώνω, δε, με πάσα ειλικρίνεια, πως αυτή τη στιγμή έχω μπλοκαρισμένα μόλις πέντε άτομα, από παλιά – ένα ασήμαντο νούμερο, για το είδος των ποστ που κάνω. (Όχι ουδέτερα πράγματα εδώ, όχι χαϊδέματα, όχι «τα έχουμε καλά με όλους»).
Επανέρχομαι λοιπόν στον δίσκο του Παυλίδη, γιατί έτσι πρέπει. Γιατί, είναι απαράδεκτο, και συμβαίνει συνέχεια, να σκοτωνόμαστε για ένα ζήτημα την μιαν ημέρα και την άλλη να το ξεχνάμε και να πιάνουμε κάτι άλλο.
Οι δίσκοι δεν είναι ασπιρίνες, που τις καταπίνεις τη μία μετά την άλλη. Η ζωή τους δεν έχει όριο. Είναι αθάνατοι.
Έτσι λοιπόν σκέφτομαι (δεν λέω ότι θα το κάνω, αλλά το σκέφτομαι σοβαρά) να ξανακούσω τον δίσκο του Παυλίδη και να ξαναγράψω κριτική, όπως την θέλουνε εκείνοι που με κατηγόρησαν για επιθετικό και προκλητικό ύφος.
Να την κάνω μπλαζέ, άνευρη, καθώς πρέπει, κομ ιλ φο, σεβαστική, ανώδυνη, χαλαρή, χωρίς γωνίες, χωρίς προκλητικές απόψεις, με λογική μέσου όρου, ανεκτή απ’ όλους. Σαν τις δικές τους δηλαδή. Να τη διαβάζεις και να μη σου μένει τίποτα. Να την ξεχνάς ενώ τη διαβάζεις, για να σου λένε «μπράβο» εκείνοι που δεν σ’ ενδιαφέρει η γνώμη τους.
Λέω να το δοκιμάσω...

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2023

σαν σήμερα πριν από 50 χρόνια, στις 25 Φεβρουαρίου 1973, ο ΝΙΚΟΣ ΚΟΕΜΤΖΗΣ αιματοκυλά το νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα της Αθήνας» - ήταν ένα ξημέρωμα Κυριακής, όταν μια παράβαση του άγραφου νόμου της «παραγγελιάς» τον σπρώχνει να σπείρει το θάνατο

Η περίπτωση του Νίκου Κοεμτζή (1938-2011) είναι γνωστή σε όλους. Και είναι διατυπωμένη στο δίκτυο, σε διάφορα άρθρα, σε όλα τα σάιτ, με πολλές λεπτομέρειες, με σωστές περιγραφές των γεγονότων (στα λιγότερα άρθρα) και με ποικίλων ειδών λάθη και ανακρίβειες (στα περισσότερα άρθρα).
Εμείς, εδώ, δεν θα πούμε πάρα πολλά από τη μεριά μας. Θα αρκεστούμε, βασικά, στην επαναφορά, στο προσκήνιο, ορισμένων ντοκουμέντων.
Τα ντοκουμέντα αυτά είναι βασικά τέσσερα. Το πρώτο σχετίζεται με τα γεγονότα, έτσι όπως αυτά καταγράφηκαν σε εφημερίδα της εποχής. Το δεύτερο είναι ο λόγος του ίδιου του Νίκου Κοεμτζή, μέσα από το βιβλίο του. Το τρίτο είναι ο λόγος τής τότε Αστυνομίας Πόλεων, μέσα από το δικό της περιοδικό. Και το τέταρτο είναι ο λόγος του Διονύση Σαββόπουλου, που σχετίζεται με το θρυλικό τραγούδι του «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο».
Κατ’ αρχάς να πούμε πως το σκηνικό του θανάτου (τρεις νεκροί, επτά τραυματίες) θα στηνόταν από τον Νίκο Κοεμτζή στο λαϊκό κέντρο «Νεράιδα της Αθήνας» –στην Αγίου Μελετίου 45, στην Κυψέλη, κοντά στην διασταύρωση με την Ιωάννου Δροσοπούλου– και όχι σκέτο «Νεράιδα», όπως διαβάζουμε εδώ κι εκεί. Δεν πρέπει ο κόσμος να συγχέει την περιώνυμη «Νεράιδα» της Λένας Παμέλα, στο Καλαμάκι (στέκι του Ωνάση κ.ά.), με το λαϊκό μαγαζί της Κυψέλης.
Επίσης να πούμε πως ο χαρακτηρισμός «σκυλάδικο», που έχει δοθεί στην «Νεράιδα της Αθήνας» δεν μας βρίσκει και τόσο σύμφωνους. Ο συγκεκριμένος χώρος βρισκόταν στην Κυψέλη, σε μια μεσοαστική περιοχή ακόμη (το 1973), που κρατούσε από τις μέρες του ’60. Δεν ήταν κάποια λούμπεν περιοχή, ούτε καν αμιγώς λαϊκή, στην οποία θα μπορούσε να ευδοκιμήσει ένα «σκυλάδικο».
Αρκεί να σας πούμε πως στο ίδιο μαγαζί, που ήταν και ταβέρνα (δηλαδή είχε φαγητό) τραγουδούσαν πιο πριν, στις αρχές του ’70, ακόμη και «ελαφροί» τραγουδιστές, όπως ο Σώτος Σιδηρόπουλος, ενώ εμφανίζονταν και μίμοι όπως ο Γιάννης Μπουρνέλλης, χωρίς να λείπει φυσικά και το λαϊκό πρόγραμμα (Σπύρος Σκορδίλης-Λένα Νταϊάνα).
Στις αρχές του ’73 το λαϊκό πρόγραμμα φαίνεται πως κυριαρχούσε, πια, στην «Νεράιδα της Αθήνας», αφού επικεφαλής ήταν οι λαϊκοί τραγουδιστές Κώστας Καρουσάκης και Τάκης Αθανασιάδης, ενώ τραγουδούσαν ακόμη οι όχι και τόσο γνωστοί Βικτώρια, Ρέα Κούκα, Θόδωρος Ζαφειράκης και ορισμένοι ακόμη. Το πρώτο όνομα φυσικά ήταν ο Κώστας Καρουσάκης, που είχε ήδη σημαντική πορεία στο λαϊκό τραγούδι, πιο πολύ σαν συνθέτης (συνεργαζόταν στενά με την στιχουργό Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου), μα και σαν τραγουδιστής.
Δηλαδή οι Κοεμτζήδες με την παρέα τους δεν πήγαν να διασκεδάσουν σε κάποιο κακόφημο μαγαζί, που σύχναζε υπόκοσμος και περιθωριακά άτομα, σώνει και καλά, αλλά σ’ ένα μαγαζί «καθώς πρέπει». Όχι της «πρώτης κατηγορίας» σαν εκείνα της παραλίας (με Βοσκόπουλο και Μαρινέλλα), αλλά ούτε και σε κανένα ανώνυμο χαμαιτυπείο της Λεωφόρου Καβάλας.
Εξάλλου να μην ξεχνάμε πως οι Κοεμτζήδες είχανε φθάσει παράωρα στην «Νεράιδα της Αθήνας», καταλήγοντας εκεί μετά από διασκέδαση σε κάποια ντισκοτέκ(!) της Λεωφόρου Συγγρού, όπως είχε πει τότε στις εφημερίδες ο Δημοσθένης Κοεμτζής (αδελφός του Νίκου Κοεμτζή).
Δηλαδή οι άνθρωποι αυτοί κινούνταν ολούθε, ως φαίνεται, και όχι μόνο στα λαϊκά μαγαζιά, διασκεδάζοντας σε «αντίθετους» χώρους – τουλάχιστον εκείνη την περίοδο, που, όπως και τώρα, ήταν περίοδος αποκριάς. Όχι η τελευταία Κυριακή, καλή ώρα, αλλά η Κυριακή του Ασώτου – δηλαδή η δεύτερη Κυριακή της αποκριάτικης περιόδου (Τελώνου & Φαρισαίου, Ασώτου, Απόκρεω, Τυρινής).
Με αυτά που γράψαμε παραπάνω επιθυμούμε να τοποθετήσουμε το συγκλονιστικό αυτό περιστατικό σε κάποιες πιο ρεαλιστικές διαστάσεις και όχι στις μυθικές, που το έχει τοποθετήσει ο χρόνος.
Συνέβη δηλαδή, εκείνο που συνέβη, σ’ ένα καθημερινό λαϊκό κέντρο διασκέδασης, στο οποίο θα μπορούσε να βρεθεί ο καθένας από εμάς και όχι σε κάποιο κέντρο του υποκόσμου, ούτε σε κάποιο σκληρό «σκυλάδικο». Και είναι η περίοδος της χούντας και ακόμη οι ασπρόμαυρες και γκρίζες φωτογραφίες, που παρασύρουν πολλούς από εμάς σε ποικίλων ειδών φαντασιώσεις. Όχι.
Ήταν και τότε (1973) ηλιόλουστη η Αθήνα, με πολύ ζωντανά χρώματα, ζωντανότερα μάλλον από τα τωρινά, σίγουρα αθωότερη, σίγουρα πιο ανθρώπινη, με λιγότερο άγχος και η οποία (Αθήνα) διασκέδαζε τη φτώχεια της, ή την ολιγάρκειά της αν θέλετε, όσο μπορούσε καλύτερα.
Τα μαγαζιά ήταν πάμπολλα, και όλων των ειδών, καθώς το καθεστώς αντιλαμβανόταν την πίεση, την ανελευθερία και την βαναυσότητα με την οποίαν αντιμετώπιζε τις καταστάσεις, στο πολιτικό πεδίο, έχοντας αφήσει όλα τα υπόλοιπα να κινούνται σχεδόν ανεξέλεγκτα, ώστε να μετριάζει τις αντιδράσεις. Ήταν κι αυτό μέσα στο παιγνίδι.
Βασικά επικρατούσε ένα χάος στη διασκέδαση (το... ησυχία, τάξη και ασφάλεια, που υποτίθεται ότι βίωνε η χώρα, ήταν όνειρο θερινής νυκτός, καθώς δεν ίσχυε τίποτα από τα τρία), με περιοχές σαν την Πλάκα, ας πούμε, να θεωρούνται κάπως σαν «άβατο», καθώς ήταν παραδομένες στον τουριστικό παροξυσμό και την χωρίς-αύριο εκμετάλλευση.
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/san-simera/prin-apo-50-hronia-o-nikos-koemtzis-aimatokylise-nyhterino-kentro-neraida-tis-athinas

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2023

LEAP DAY TRIO ένα live από το ιστορικό Café Bohemia

Νέα κυκλοφορία από την GiantStepArts, που δραστηριοποιείται τα τελευταία χρόνια, προτείνοντας αληθινά σπουδαία τζαζ άλμπουμ, από ονόματα όπως αυτά των Jason Palmer, Burton/McPherson Trio, Michael Thomas, Eric Alexander και Johnathan Blake
Το πιο νέο CD της νεοϋορκέζικης εταιρείας έχει τίτλο Live at the Café Bohemia (2023) και αφορά στο Leap Day Trio. Ποιοι αποτελούν το σχήμα; Σημειώστε ονόματα: Matt Wilson ντραμς, Mimi Jones μπάσο και Jeff Lederer τενόρο σαξόφωνο. Όλοι ξέρουμε τους Matt Wilson και Jeff Lederer (υπάρχουν πολλές αναφορές και στο blog, γι’ αυτούς), αλλά μάλλον λίγοι γνωρίζουν την κοντραμπασίστρια Mimi Jones, που είναι το νεότερο μέλος, και που εντυπωσιάζει και αυτή με τα soli της σε κομμάτια όπως το “Ghost town” ή το “Strival for survival”.
Κατ’ αρχάς εκείνο που πρέπει να πούμε είναι πως το live αυτό συμβαίνει στο Café Bohemia της Νέας Υόρκης, στις 28 και 29 Φεβρουαρίου του 2020 και είναι σε παραγωγή του Jimmy Katz (ιδιοκτήτης της GiantStepArts) και των τριών μουσικών.
Café Bohemia; Θα ρωτήσουν κάποιοι... Έχει καμιά σχέση αυτός ο χώρος με το παλιό  Café Bohemia των άλμπουμ των Jazz Messengers At The Cafe Bohemia Volume 1” και “Volume 2” [Blue Note 1956], Charles MingusMingus at The Bohemia” [Debut, 1956] και Randy Weston Trio and Cecil Payne Jazz A La Bohemia” [Riverside, 1957];
Και όμως έχει! Γιατί το παλιό και ιστορικό Café Bohemia στο Greenwich Village, που ήταν ανοιχτό ανάμεσα στα χρόνια 1955-1960, και από το οποίο θα παρέλαυνε όλη η τζαζ-αφρόκρεμα της εποχής, θα ξανάνοιγε ακριβώς στον ίδιο χώρο, στο τέλος του 2019! Και είναι σ’ αυτόν τον χώρο, όπου εμφανίζονται οι Leap Day Trio προβαίνοντας και στην ηχογράφηση.
Ένα κλασικό τενόρο-μπάσο-ντραμς τρίο έχουμε εδώ, λοιπόν, που με λίγες δοκιμές (οι Wilson και Lederer παίζουν πολλά χρόνια μαζί –πάνω από είκοσι–, αλλά και οι τρεις μαζί όχι και τόσο πολλά) κατορθώνει να εντυπωσιάσει με τα γεμάτα ένταση και πάθος παιξίματά του και βεβαίως, με τις πολύ μεστές συνθέσεις, που ξέρουν να αποτείνουν, μαζί με όλα τ’ άλλα, και τις πρέπουσες τιμές σε μεγάλες μορφές του χθες, που πέρασαν από τον χώρο (ακούς π.χ. το εντυπωσιακό εναρκτήριο “Dewey spirit”, που είναι αφιερωμένο φυσικά στον Dewey Redman).
Φοβερό το «πνευματικό» “Gospel flowers” εκεί προς το τέλος, γνωστό και από το άλμπουμ των Jeff Cosgrove,  John Medeski και Jeff Lederer History Gets Ahead of the Story” [Grizzley Music, 2020], για το οποίον είχαμε γράψει παλαιότερα (17 Ιουλ. 2020) και στο blog.
Επαφή: www.giantsteparts.org

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023

οι JAKO ORGAN TRIO αποτελούνται από τους Ιάκωβο Συμεωνίδη, Γιώργο Κοντραφούρη και Γιάννη Παπαδούλη

Jako Organ Trio είναι η ονομασία ενός νέου ελληνικού jazz-trio, το οποίον αποτελούν οι Ιάκωβος Συμεωνίδης ηλεκτρική κιθάρα, Γιώργος Κοντραφούρης όργανο και Γιάννης Παπαδούλης ντραμς. Το τρίο αυτό κυκλοφόρησε πέρυσι το πρώτο CD του και μάλιστα σε γερμανική εταιρεία, αφού ο άνθρωπος που το έβαλε σε τροχιά, ο κιθαρίστας Ιάκωβος Συμεωνίδης, ζει μονίμως στο Βερολίνο.
Ο Συμεωνίδης είναι ένας ακόμη νέος μουσικός και συνθέτης τζαζ κομματιών, που έχει καλές σπουδές σε Ελλάδα (Εθνικό Ωδείο) και Ολλανδία (Prins Claus Conservatorium του Γκρόνιγκεν) και που τώρα, στα 33 χρόνια του, θεωρεί πως έχει έρθει η ώρα για να εμφανιστεί μ’ ένα, ας το πούμε έτσι, προσωπικό CD.
Φαίνεται, λοιπόν, πως ο Συμεωνίδης είχε λόγους να περιμένει, γι’ αυτό το ντεμπούτο – κι εδώ που τα λέμε καλώς έπραξε.
Το Safe Place [QFTF, 2022], έτσι λέγεται το άλμπουμ του, είναι μία εντελώς επαγγελματική πρόταση, που θα μπορούσε να διαπρέψει οπουδήποτε αυτή τη στιγμή (και όχι μόνο στην Γερμανία ή την Ελλάδα, μα και στην κοιτίδα Αμερική).
Έχει φθάσει, δηλαδή, σ’ ένα ηλικιακό όριο ο Συμεωνίδης, κάνοντας όλες τις απαραίτητες επιλογές, στο ενδιάμεσο, στοχεύοντας σε πολύ συγκεκριμένες διαστάσεις της soul-jazz και του funk – και είναι αυτές ακριβώς τις επιλογές, που τις μετασχηματίζει, εδώ, σε συγκεκριμένο και μετρήσιμο έργο.
Το “Safe Place” περιλαμβάνει λοιπόν εννέα tracks – πέντε του Συμεωνίδη και τέσσερις διασκευές από την ιστορία του hard bop, της soul και του funk, όπως και των στάνταρντ. Πιο συγκεκριμένα ακούγονται τα: “Man from Taganyika” από το “Tender Moments” [Blue Note, 1968] του McCoy Tyner, “Little ghetto boy” [ATCO, 1972] του Donny Hathaway, “Freddies dead” από το “Super Fly” [Curtom, 1972] του Curtis Mayfield και ακόμη το κλασικό “Lover man (On where can you be?)” από το ρεπερτόριο της Billie Holiday.
Οι επιλογές από McCoy Tyner, Donny Hathaway και Curtis Mayfield δείχνουν, αν θέλετε, τον προσανατολισμό της jazz του Συμεωνίδη, τα ενδιαφέροντά του, τις επιρροές του κ.λπ., όχι μόνο σε αισθητικό επίπεδο, αλλά και σε κοινωνικό. Και δεν είναι άστοχο αν πούμε πως πάνω σ’ αυτούς τους άξονες πορεύεται κι εκείνος ως συνθέτης, με τα κομμάτια του να έχουν άψογη ανάπτυξη, πάντα με βάση το blues, που εύπλαστο όπως είναι μπορεί και μετασχηματίζεται, κάθε φορά, στο πιο ειδικό πλαίσιο που επιθυμεί ο συνθέτης.
Ως κιθαρίστας, τώρα, ο Συμεωνίδης είναι πλήρης. Με φρασεολογία μετρημένη, χωρίς άσκοπους εντυπωσιασμούς, με αλληλουχίες ακόρντων, που φανερώνουν μελέτη και γνώση του πράγματος, με μελωδίες απλές και ουσιαστικές, τις οποίες «επεξηγεί» σε δύο tracks, ως guest, και ο αλτίστας Δημήτρης Τσάκας, με τον Γιώργο Κοντραφούρη, περαιτέρω, να κρατάει διπλό ρόλο, τόσο ρυθμικά, όσο και σολιστικά, και με τον ντράμερ Γιάννη Παπαδούλη να είναι τόσο απέριττος στα χτυπήματά του, όσο το απαιτεί η περίπτωση, το πράγμα δείχνει από την αρχή (“The fixbus blues”) προς τα πού μπορεί να πάει. Και πάει.
Υπέροχο άλμπουμ, που γίνεται, το ξαναλέμε, με πλήρη επαγγελματική ευσυνειδησία, έτοιμο να διακριθεί στον ανάλογο στίβο. Το ευχόμαστε.
Επαφή: https://iak-sym.bandcamp.com/releases

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2023

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 492

21/2/2023
50 XΡΟΝΙΑ, ΣΗΜΕΡΑ, ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ΚΑΤΙΝΑΣ ΠΑΞΙΝΟΥ
>>Αν και ήθελα να γράψω μερικά λόγια για το καλύτερο θεατρικό περιοδικό που τυπωνόταν επί χούντας, το «Ανοιχτό Θέατρο» της Μαρίκας Τζιραλίδου και του Γιώργου Μιχαηλίδη (θα βρεθεί κάποια άλλη αφορμή), προτίμησα εν τέλει τα «Θεατρικά» της Ελένης Παπασωτηρίου λόγω του συγκεκριμένου εξωφύλλου – μ’ αυτή την κάπως brutal πόζα της Κατίνας Παξινού (1900-2/1973) στο εξώφυλλο. Αφιέρωμα, λοιπόν, στην «παντοτινή Κατίνα Παξινού» (με πολλές φωτογραφίες και ωραία κείμενα) επ’ αφορμή του προσφάτου, τότε, θανάτου της, μα και άρθρα για το «Jesus Christ Super Star», για το πρωτοποριακό θέατρο του Peter Handke και άλλα επίκαιρα της εποχής.<<
[Από παλιό κείμενό μας στο LiFO.gr]

21/2/2023
Ορισμένοι μπορεί να νομίζουν ότι είμαι οργανωμένος και τακτοποιημένος, επειδή γράφω και για το χθες - η ενασχόληση με το οποίον προϋποθέτει μια κάποια τάξη. Να κρατάς, ας πούμε, ένα εμπεριστατωμένο ημερολόγιο... Να ξέρεις π.χ. πότε ακριβώς κυκλοφόρησε το “The Dark Side of the Moon”...
Είμαι ακριβώς το αντίθετο, εντελώς ανοργάνωτος και κάπως χαοτικός. Λειτουργώ μόνο με τη σκέψη της στιγμής.
Εκεί όπου γράφω κάτι, προκύπτει κάτι άλλο, το οποίο το σημειώνω, για να ασχοληθώ σε άλλο χρόνο, ενώ κάποιες φορές παρατάω κάτι που γράφω, που το έχω ξεκινήσει, που το έχω φτάσει μέχρι τη μέση, γιατί ξαφνικά θυμάμαι κάτι άλλο και αποφασίζω να γράψω για κείνο, αφήνοντας το προηγούμενο κείμενο μισοτελειωμένο, για να το πιάσω ξανά κάποια άλλη στιγμή, μπορεί και μετά από χρόνια. Έτσι, προκύπτουν δεκάδες και εκατοντάδες κείμενα, μισοτελειωμένα, τα οποία περιμένουν να ολοκληρωθούν στο όποτε...
Φυσικά, υπάρχουν και πάμπολλα κείμενα σε επίπεδο φωτογραφικού υλικού. Μία φωτογραφία που πετυχαίνω κάπου, σε έντυπο ή στο δίκτυο, αποθηκεύεται κι αυτή, ώστε να γραφτούν κάποια στιγμή τα ανάλογα...
Είχα ξεκινήσει λοιπόν να μαζεύω κάποιο υλικό σε σχέση με την εξέγερση της Νομικής, σαν χθες, στις 21 Φεβρουαρίου 1973, στοχεύοντας να κάνω ένα κείμενο για τα 50 χρόνια από τότε, που κανονικά θα έπρεπε να δημοσιευθεί χθες.
Ξαφνικά, εκεί όπου έφτιαχνα τον σκελετό, για να προβώ σιγά-σιγά στο κτίσιμο του κειμένου, κάτι είδα τυχαία σ’ ένα σάιτ πώλησης βιβλίων και κοντοστάθηκα. Το μυαλό μου έφυγε κατ’ ευθείαν... πήγε αλλού. Προέκυψε έτσι άλλο θέμα, από το πουθενά, σημαντικό κι αυτό και κάπως έτσι παράτησα την Νομική (έπρεπε να το κάνω, έτσι έκρινα), για να ασχοληθώ μ’ εκείνο. Θα μείνει η Νομική για τα 51 χρόνια, του χρόνου ή για όποτε άλλοτε...
[Παττακός και πρύτανης Τούντας, έξω από τη Νομική, τέτοιες μέρες πριν από 50 χρόνια]

21/2/2023
Μια από τις πιο συγκλονιστικές φωτογραφίες από κηδεία, που έχω δει ποτέ. Και την είδα σήμερα εδώ στο fb. Να ’ναι καλά το fb και αυτός που την ανέβασε!
Ο ηθοποιός Βαγγέλης Πρωτοπαππάς (απίστευτο το ύφος του) στην κηδεία τού επιστήθιου φίλου και κουμπάρου του Βασίλη Λογοθετίδη, κρατώντας τα παράσημα του… στρατηγού Δεκαβάλλα. Τι άλλο να πει κανείς... Τίποτα...

21/2/2023
Το χιούμορ του Ζαραλίκου είναι για χέσιμο και αυτά που είπε για τον Άδωνι Γεωργιάδη είναι γελοία. Αν είναι δυνατόν να γελάνε άνθρωποι με τέτοιες ασυναρτησίες.
Καλύτερα η έλλειψη ή μάλλον η ανυπαρξία χιούμορ της δεξιάς, από τις συριζαίικες παπαρίες.

21/2/2023
«Μες στα στενά τα παιδιά τραγουδούν στο μπαλκόνι να βγωωωω, φεγγάρια ρίχνουν χρυσάφι στο δρόμο να βγω να πνιγώωωω»...

21/2/2023
Αύξηση στις εισφορές ΕΦΚΑ τουλάχιστον 26 ευρώ το μήνα, από Γενάρη 2023. Τα βουτάνε από μας, για να παραστήσουν τους καλούς στους συνταξιούχους...

20/2/2023
Και επί κόβιντ, αλλά κυρίως μετά, όλοι την έχουνε δει σπορτίβοι. Από κει που χρειάζονταν τρεις καρέκλες για να κάθονται, ξαφνικά τους βλέπεις να γυμνάζονται σαν την Κομανέτσι, να έχουν τα 50 χιλιόμετρα βάδην για ψωμοτύρι, να γυρίζουν με τα κοντομάνικα στο χιόνι και να την πέφτουνε για μπάνιο χειμωνιάτικα, ενώ εμείς τουρτουρίζουμε φορώντας μπουφάν και μέσα στα σπίτια μας.
Ώπα ρε Τσίπρα, άντρακλα... Εσύ, μετά τον Σβαρτζενέγκερ...
[όχι ότι το σκεφτόμουν να ρίξω Σύριζα, αλλά μετά απ’ αυτό... τελείωσε - εγώ με τέτοια κριτήρια ψηφίζω]
[δεν με νοιάζει αν κάνει μπάνιο χειμωνιάτικα - με ενοχλεί, επειδή μας το τρίβει στη μούρη ότι κάνει]

19/2/2023
Επειδή με ρώτησε η φίλη και συνάδελφος Μαρία Παππά, σε χθεσινό ποστ, τι συνέβαινε με τον Γιάννη Μαρκόπουλο και το ραδιόφωνο στην δεκαετία του ’70, να πω τώρα λίγα λόγια.
Κατ’ αρχάς ξεχωρίζουμε χούντα-μεταπολίτευση.
Οι δικές μου μνήμες από την περίοδο της χούντας είναι λίγες. Σίγουρα παιζόταν στο ραδιόφωνο, γιατί το άκουγα πιτσιρικάς (το 1973 ας πούμε), το «Του άντρα του πολλά βαρύ» (βασικά η εκτέλεση με τον Ντουνιά). Άλλες μνήμες από Μαρκόπουλο επί χούντας δεν έχω.
Το έψαξα όμως λίγο, και για χάρη της Μαρίας και για μένα εννοείται, ξεφυλλίζοντας παλιές Ραδιοτηλεοράσεις. Δειγματοληπτικά πάντα, γιατί το ξεφύλλισμα της Ραδιοτηλεόρασης στα προγράμματα δεν είναι εύκολο – απαιτεί προσοχή και θέλει χρόνο. Μερικά αρχικά συμπεράσματα λοιπόν.
Μαρκόπουλος κατ’ αρχάς πρέπει να ακούγεται στις πληρωμένες εκπομπές της Columbia – κάτι ημίωρα, που μεταδίδονταν διάφορες μέρες, τα απογεύματα. Σίγουρα εκεί θα ακούγονταν τα πιο ανώδυνα κομμάτια από τους τότε δίσκους του (Χρονικό, Ιθαγένεια, Στράτης Θαλασσινός κ.λπ.), ενώ για τα πιο «στιγματισμένα» το βλέπω δύσκολο, έως αδύνατον. Τώρα, το να μην μεταδίδονταν καθόλου το θεωρώ κι αυτό δύσκολο. Κάτι θα παίζανε...
Επίσης ακουγόταν παλιός Μαρκόπουλος, και προδικτατορικός και επί δικτατορίας – κυρίως τα σάουντρακ. Βρήκα και σκάναρα επίσης κι αυτό το κομματάκι από 1 Σεπτεμβρίου 1971, με μουσικές και τραγούδια από τον Ψαρόγιαννο (σάουντρακ του ’66), στις 12 παρά τέταρτο τη νύχτα (τρέχα γύρευε δηλαδή), στο Ενόπλων...
Μεταδικτατορικά ακούγονταν σίγουρα περισσότερα πράγματα. Θυμάμαι και Θεσσαλικό Κύκλο, και Μετανάστες, και Θητεία, και πιο μετά Ελεύθερους Πολιορκημένους... Βασικά πάντα από τα ημίωρα των εταιρειών, αλλά και εκτός αυτών. Σίγουρα ακούγονταν πολύ και τα σατυρικά επί χούντας (Ταρζάν) και μετά τη χούντα (Τούμπου-τούμπου ζα)
Γενικά, θα έλεγα πως και επί Καραμανλή δεν τρελαίνονταν να παίζουν Μαρκόπουλο – τα δυνατά κομμάτια του. Τα πιο εμφανώς πολιτικοποιημένα κ.λπ. Έπαιζαν, αλλά με ρέγουλο.

THE EXKURSIONS μια ελληνική εταιρεία επανατυπώνει ένα αμερικάνικο xian-rock LP από το 1971

Μία τελείως απρόσμενη, αλλά πολύ ενδιαφέρουσα επανέκδοση από την κλασική εποχή του (αμερικάνικου) rock έχουμε εδώ, από την ελληνική εταιρεία Twisted Flowers Records – το label, που μας έχει δώσει εσχάτως τα πολύ καλά άλμπουμ των Ούγγρων River Flows Reverse, Slight Layers / Predictions και Lemurian Folk Songs. H reissue αφορά στους Exkursions από το Σικάγο, μια όχι γνωστή ευρύτερα τριπλέτα που πήρε οριστικό σχήμα το 1969, αποτελούμενη εκ των Mike Johnson κιθάρα, τραγούδι, Leon Wilson μπάσο και Fyl Jonnzen ντραμς. Οι Exkursions θα ηχογραφούσαν ένα ανεξάρτητο LP το 1971, με τίτλο το όνομά τους, και αυτό το LP επανεκδίδεται, τώρα (2023), για πρώτη φορά σε δίσκο βινυλίου, από την ελληνική εταιρεία.
Περιμένουμε κι άλλες τέτοιες «εκπλήξεις» από την Twisted Flowers Records στο μέλλον, αλλά, προς το παρόν, ας ασχοληθούμε με τους Exkursions.
Το πρώτο, που πρέπει να πούμε για τους Exkursions είναι ότι εντάσσονται στον χώρο του χριστιανικού rock της εποχής – γνωστού και ως Christian rock ή και xian-rock.
Είναι το rock που βασικά ακολουθεί εκείνο της psychedelic era, μετά το 1969 και την υποχώρηση της hippy movement και βασικά των προταγμάτων της.
Η διάψευση των επιδιώξεων και των ονείρων, για την εγκαθίδρυση και διατήρηση μιας εναλλακτικής κοινωνίας, η μια κάποια ματαιότητα του αντιπολεμικού κινήματος, σε σχέση με τον «βρώμικο πόλεμο» στο Βιετνάμ, που εξακολουθούσε να μαίνεται στις αρχές των 70s, ο χαμός από υπερβολική δόση ναρκωτικών και άλλων συναφών ουσιών μεγάλων μορφών του rock, τα εγκλήματα της Manson Family και των Hells Angels στο Altamont, οι φυλακίσεις και οι διώξεις, για πολλούς και διαφόρους λόγους διακεκριμένων στελεχών της αντικουλτούρας κ.λπ. – όλα αυτά μαζί σήμαναν το τέλος μιας εποχής στην Αμερική βασικά (που εδώ μας ενδιαφέρει).
Το rock, σ’ ένα υπόγειο επίπεδο πάντα, γιατί υπήρχαν και τα μεγάλα συγκροτήματα, με την πολλή δημοφιλία (The Doors, The Stooges, The Grateful Dead, Creedence Clearwater Revival, Santana, The Allman Brothers Band κ.λπ.) εξακολουθούσε να παράγεται με τις «συνταγές» που είχε αφήσει η προηγούμενη περίοδος, από γκρουπ που δρούσαν πια σε τοπικό επίπεδο και που πολύ συχνά είχαν το θρησκευτικό-χριστιανικό στοιχείο ως βασικό στιχουργικό οδηγό τους.
Έτσι, πολλές φορές, οι χριστιανικές αυτές ομάδες λειτουργούσαν, αυτόνομα, κοινοβιακά, τύπωναν δίσκους σε τελείως ανεξάρτητες παραγωγές (private pressings), ούτε καν σε μικρές εταιρείες εννοούμε, και γενικώς υπήρχαν και δρούσαν σ’ ένα υπόγειο κύκλωμα, αφήνοντας, ως παρακαταθήκη, ένα τεράστιο υλικό, που άλλοτε έχει πολύ μεγάλη αξία (από αισθητικής τουλάχιστον πλευράς), ενώ άλλοτε όχι και τόσο ή και καθόλου. Το ταλέντο και η έμπνευση των μουσικών είναι εκείνο που τελικά αποφασίζει τι αξίζει και τι όχι απ’ όλη αυτή την ομάδα των συγκροτημάτων – με τα καλύτερα εξ αυτών να συναγωνίζονται, ηχητικώς, τα γκρουπ των late sixties.
Ένα τέτοιο αμερικάνικο χριστιανικό γκρουπ, που άξιζε –αυτό αποδεικνύει ο μοναδικός δίσκος του από το 1971– ήταν και οι Exkursions.
Το LP των Exkursions είναι... συμμετρικό, περιλαμβάνοντας τέσσερα και τέσσερα κομμάτια, ανά πλευρά. Πρωτότυπα εννοείται, συνθέσεις βασικά του τραγουδιστή και κιθαρίστα τους Mike Johnson.
Τα βασικά μοτίβο των Exkursions σχετίζονται με το σκληρό rock, το blues και λίγο με την jazz. Η φωνή, ορισμένες φορές, είναι κοφτή και ασθμαίνουσα, θυμίζοντας soul performers, με την κιθάρα να παίζει ωραία είτε ρυθμικά, είτε στα μέρη των soli, που άλλοτε διαθέτουν fuzz, όπως στο εισαγωγικό “Picture woman”, φέρνοντας στη μνήμη μας συγκροτήματα όπως οι SRC και άλλοτε είναι πιο «τυπικά», αλλά με ωραία φρασεολογία, πάνω σε blues-rock και psych φόρμες (“Dry ground”).
Υπάρχουν βεβαίως και πιο τυπικά blues εδώ ή όχι και τόσο (“Baby you lied”, “You & me”), αλλά και τραγούδια με ακόμη πιο ενδιαφέρουσα εξέλιξη, σαν το “What happened to me”, στο οποίο οι στίχοι σχεδόν ραπάρονται.
Τα ενδιαφέροντα κομμάτια συνεχίζουν, φυσικά, και στην δεύτερη πλευρά με το “Third eye” να έχει κιθαριστική εισαγωγή σαν από jam, και ωραίο δυναμικό σόλο στη συνέχεια.
Λίγο πριν από το τέλος θα ακούσουμε κι ένα ωραίο open drumming (“Its been set down”), με την κιθάρα να εντυπωσιάζει για ακόμη μια φορά (και μάλιστα μέσα από πολύ ωραία διπλή εγγραφή και παίξιμο με distortion).
Το τελευταίο κομμάτι του LP, το “Would you believe” είναι ίσως το πιο jazzy όλων, με την κιθάρα και εδώ να ανταποκρίνεται τέλεια στον ρόλο της.
Στιχουργικά τώρα, οι χριστιανικές αναφορές των Exkursions δίνουν και παίρνουν. Τα λόγια έχουν να κάνουν με ανθρώπους, που πήραν λάθος δρόμο στη ζωή τους και που αξίζει να συνειδητοποιήσουν ότι μπορούν να επανέλθουν στην «ευθεία οδό», σε άλλα γίνεται λόγος για τον «σωστό» προορισμό, με μια ζωή κοντά στον Χριστό, σε άλλα η αγάπη ολοκληρώνεται μέσα από μια ένθεη προσέγγιση κ.λπ. Γενικά, ο λόγος των Exkursions δεν είναι κηρυγματικός και παπαδίστικoς, αλλά ανθρώπινος και ωραία διατυπωμένος.
Θα γράφαμε λοιπόν, συνολικώς, για ένα άλμπουμ «έκπληξη», από μια όχι πολύ γνωστή πτυχή του αμερικάνικου rock, εκεί στις αρχές των seventies.
Επαφή: www.TwistedFlowersRecords.com