Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

Νέο Κύμα: 60 χρόνια από τις πρώτες ηχογραφήσεις – Είναι τραγούδια του Γιάννη Σπανού, με την Νέλλη Μάνου και την Καίτη Χωματά, για την εταιρεία Lyra

Το Νέο Κύμα είναι μια από τις πιο αναγνωρισμένες ταμπέλες του ελληνικού τραγουδιού, από τη δεκαετία του ’60 και μετά. Μπορεί να αποτελεί μεταφορά της γαλλικής φράσης Nouvelle Vague, που συνδέθηκε, βασικά, με την ανανέωση του γαλλικού κινηματογράφου (στο τέλος των 50s και σε όλα τα 60s), όμως στην Ελλάδα έχει καθαρά μουσικές σηματοδοτήσεις, που σχετίζονται με το πρωταρχικό «έντεχνο» ρεπερτόριο της εταιρείας Lyra.
Μπορεί το Νέο Κύμα στην πλειονότητά του να μην παρουσίαζε τη βαρύτητα του κλασικού «έντεχνου» (των Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Ξαρχάκου, Μαρκόπουλου κ.ά.), όμως κινήθηκε μέσα στον «έντεχνο» χώρο, αφού οι συνθέτες του (Σπανός, Κόκοτος, Μαυρουδής, Κοντογιώργος, Γλέζος κ.ά.) τυπικά και ουσιαστικά ανήκαν σ’ αυτόν. Ένα παρακλάδι του «έντεχνου» των σίξτις ήταν το Νέο Κύμα, με κάποια πιο ειδικά χαρακτηριστικά.
Υπάρχουν, όντως, τέτοια; Δεν είναι εύκολο να το πεις, αφού ως Νέο Κύμα πλασαρίστηκαν εντελώς διαφορετικοί τραγουδοποιοί και τραγουδιστές. Αρκεί να σκεφθούμε μόνο πως, σε πρώτο χρόνο, θεωρούνταν «νεοκυματικοί» ο Διονύσης Σαββόπουλος και ο Μιχάλης Βιολάρης – δύο, όπως και να το κάνουμε, διαφορετικά πρόσωπα, με τελείως διαφορετική πορεία στο ελληνικό τραγούδι.
Πάντως κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει μια κάποια συσχέτιση του Νέου Κύματος με το γαλλικό chanson, κυρίως γιατί πρωτεργάτης του ήταν ο Γιάννης Σπανός – ένας συνθέτης, που, από τις αρχές των σίξτις, είχε να επιδείξει μία τρανή καριέρα στο Παρίσι, αφού τραγούδια του είχαν πει οι Brigitte Bardot, Simone Bartel, Jacques Boyer, Marc Ogeret, Beatrice Arnac, Albert Santoni, Odile Ezdra, Maria Candido κ.ά.
Το 1964, 60 χρόνια πριν, συμβαίνουν δύο καταλυτικά γεγονότα, που πυροδότησαν το Νέο Κύμα. Κατ’ αρχάς ιδρύεται η εταιρεία Lyra. O Αλέξανδρος Πατσιφάς με τον Κυριάκο Μαραβέλια βάζουν μπροστά ένα ανεξάρτητο label, με στόχο να διευρύνουν το ρεπερτόριο της Fidelity (την οποία ο Πατσιφάς θα πουλούσε στην Ελλαδίσκ), μιας επιτυχημένης ανεξάρτητης εταιρείας, που είχε στον κατάλογό της ηχογραφήσεις του Μάνου Χατζιδάκι, την Νάνα Μούσχουρη στο ξεκίνημά της και βασικά την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Η Lyra μπαίνει στην αγορά με «έντεχνο» βηματισμό, με τον Γιώργο Κατσαρό και τον Νίκο Μαμαγκάκη να συνθέτουν και να ενορχηστρώνουν, μα και με παραδοσιακά τραγούδια (υπό την επίβλεψη του Σίμωνος Καρά). Γρήγορα, όμως, θα προέκυπταν νέα δεδομένα.
Είμαστε πάντα στο 1964, 60 χρόνια πριν, όταν ο Γιάννης Σπανός, που κινείται μεταξύ Παρισιού και Αθήνας, έχει γνωρίσει τον Αλέξανδρο Πατσιφά, μέσω του Γιώργου Παπαστεφάνου (Γ. Στεφάνου), ετοιμάζοντας τις πρώτες ηχογραφήσεις του για την εταιρεία.
Η πρώτη τραγουδίστρια με την οποία θα συνεργαστεί ο Σπανός (στην
Lyra) ήταν η Νέλλη Μάνου, με την οποία θα ετοιμάσει δύο δισκάκια. Το ένα με τα τραγούδια «Εφτά βδομάδες (Γ. Σπανός-Ρ. Ζαλοκώστα) / Ανάμεσα τρεις θάλασσες (Γ. Σπανός-Ρ. Ζαλοκώστα)» [Lyra LS 1005], που ήταν να κυκλοφορήσει στις 30 Ιουνίου 1964, αλλά αυτό δεν θα συνέβαινε τελικά (τα τραγούδια θα κυκλοφορούσαν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, πιο μετά, και μάλιστα το δεύτερο με άλλη ερμηνεύτρια) και το «Ποιος να σφυρίζη (Γ. Σπανός-Α. Αλεξόπουλος) / Σύννεφα πλατειά (Γ. Σπανός-Κ. Κινδύνης)» [Lyra LS 1006], που θα κυκλοφορούσε, κανονικά αυτή τη φορά, την επόμενη μέρα, την 1η Ιουλίου 1964. Αυτό το δισκάκι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η αρχή του Νέου Κύματος.
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/neo-kyma-60-hronia-apo-tis-protes-ihografiseis

Σάββατο 29 Ιουνίου 2024

ΜΟΒ για τον δίσκο τους “I”, ένα χρόνο μετά

Το άλμπουμ των MobI” (Μάριος Βαληνάκης σαξόφωνα, εφφέ, σύνθια, Αλέξανδρος Δελής μπάσο, εφφέ, κιθάρες, Παναγιώτης Κωστόπουλος ντραμς, συν τους guests MC Yinka και Eleni Valenti φωνές) είναι περυσινό, καθώς ανέβηκε στο bandcamp στις 31 Μαρτίου του 2023, παρά ταύτα δεν υπάρχει πρόβλημα για να πούμε κι εμείς, τώρα, λίγα λόγια – έστω και με ένα χρόνο plus καθυστέρηση.
Οι άνθρωποι αυτοί είναι κατ’ αρχάς καλοί συνθέτες – αυτό φαίνεται από το “I” [Veego Records, 2023]. Έχουν ακούσει τη μουσική του χθες, την... krautjazz και το krautrock και πάνω σ’ αυτές τις βάσεις έρχονται να χτίσουν τα δικά τους κομμάτια, τα οποία είναι «μια χαρά», δημιουργώντας ένα ωραίο και ευχάριστο άκουσμα.
Άλλοτε είναι το rock εκείνο που κυριαρχεί στο “I”, άλλοτε είναι η jazz, άλλοτε είναι η electronica, αλλά κατά βάση είναι ο συνδυασμός τους, που δίνει τα αποτελέσματα που δίνει.
Ο δίσκος κυλάει χωρίς προσκόμματα, υπάρχει πλήρης έλεγχος από την πλευρά των μουσικών, πουθενά δεν ανιχνεύεις μια στιγμή άκαιρη, λίγη, δήθεν ή παραπλανητική, με το “I” να διαθέτει θαυμαστή ενότητα, κρατώντας σε πάντα σε εγρήγορση. Το μόνο που εμένα τουλάχιστον μου φάνηκε αχρείαστο, εδώ, ήταν τα φωνητικά. Αλλά μικρό το κακό, καθότι αυτά είναι λίαν περιορισμένα.
Δικαίως λοιπόν ο δίσκος πήρε πολύ καλές κριτικές απ’ όλους και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό – δίσκος, που έχει κάνει και δεύτερη έκδοση, εν τω μεταξύ, σε τυρκουάζ-μπλε βινύλιο.
Επαφή: www.veegorecords.com

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2024

BRIAN LANDRUS plays Ellington & Strayhorn

Ο σαξοφωνίστας, μπασο-κλαρινίστας και φλαουτίστας Brian Landrus μάς απασχολεί συχνά στο blog. Στην πράξη από το 2009 και μετά γράφουμε συχνότατα για τους δίσκους του, οι οποίοι, κατά γενική ομολογία, συγκαταλέγονται, κάθε φορά, μεταξύ των καλυτέρων της εκάστοτε χρονιάς. Την τελευταία φορά, που μας απασχόλησε ο Landrus ήταν για το άλμπουμ του “Red List” (2022), ενώ τώρα θα γράψουμε για την πιο πρόσφατη δουλειά του, που τιτλοφορείται Plays Ellington & Strayhorn [Palmetto Records / BlueLand Records, 2024].
Το να αναρωτηθείς... μα ξανά Ellington & Strayhorn;... δεν έχει νόημα, όπως αντιλαμβάνεστε. Για τους σύγχρονους αμερικανούς jazzmen, όπως είναι ο Landrus, τοιούτοι συνθέτες σηματοδοτούν το αλφαβητάρι της jazz, και κάθε επιστροφή στο ρεπερτόριο και τις συνθέσεις τους, αποτελεί και μια νεότερη σπονδή στα ιερά και τα όσια της «μεγάλης μαύρης μουσικής».
Σ’ αυτή τη νέα περιπέτειά του ο Brian Landrus, που χειρίζεται βαρύτονο και μπάσο σαξόφωνα και ακόμη μπάσο κλαρίνο, κόντρα άλτο κλαρίνο, πίκολο, και τρία διαφορετικά φλάουτα (c, άλτο, μπάσο), δεν είναι μόνος του, καθώς δίπλα του στέκονται ο κιθαρίστας (ηλεκτρική, ακουστική) Dave Stryker, ο κοντραμπασίστας Jay Anderson και ο ντράμερ Billy Hart (ένα κορυφαίο, θα το αποκαλούσαμε, rhythm section).
Στο “Plays Ellington & Strayhorn” διασκευάζονται πέντε συνθέσεις του Ellington, τέσσερις του Strayhorn και πέντε κοινές – σύνολο δεκατέσσερις.
Εκείνο που βγαίνει πάνω απ’ όλα, εδώ, είναι φυσικά το χρώμα και η ατμόσφαιρα, που προσδίδει σε αυτά τα ιστορικά κομμάτια ο Landrus, μέσα από τις τοποθετήσεις των μπάσων, κατά κανόνα, πνευστών του. Βεβαίως υπάρχει και η κιθάρα του Stryker στην εγγραφή, αλλά πάντα πίσω της ακούς ένα «στρώμα» μπάσων ήχων, με το ρυθμικό τμήμα να «στέκεται» λιτά και απέριττα προσφέροντας, και αυτό από τη μεριά του, τα πρέποντα βαριά και βαθιά vibes στην εγγραφή.
Υπάρχει λοιπόν ο ήχος, που είναι πολύ «ζεστός» και ανθρώπινος, με άψογη ενορχηστρωτική σχεδίαση, από τον Landrus βασικά (δύο tracks τα έχουν ενορχηστρώσει οι Gregory Hopkins και Ayn Inserto) και βεβαίως υπάρχει το ρεπερτόριο αυτό καθ’ αυτό, που εδώ αποκτά «άλλα» χαρακτηριστικά.
Έτσι, έχουμε την φοβερή εισαγωγή με το “Agra” (από την “Far East Suite” του ’67), μ’ αυτό το κάπως spiritual χρώμα, με τα αμέσως επόμενα “Chelsea bridge” και “A flower is a lovesome thing” να σε υπνωτίζουν σχεδόν μ’ αυτή την μαγική «χαμηλή» ακολουθία τους, πριν αναλάβει το “Daydream” (που μετατρέπεται σε deep bossa!), για να σε μεταφέρει και πάλι στο ξέφωτο.
Κάθε τι από το songbook των Ellington και Strayhorn, που μεταφέρεται εδώ, έχει τον τρόπο να σε εκπλήσσει – και όχι μόνο γιατί όλα αυτά τα tracks θεωρούνται ιερά, αλλά και γιατί η επεξεργασία που τους επιφυλάσσει ο Landrus είναι ναι μεν συνετή, αλλά ταυτοχρόνως και δημιουργική, προσδίδοντάς τους απρόβλεπτα και κρυφά νοήματα. Αρκεί ν’ ακούσει κάποιος το 7λεπτο αργό “Warm valley”, εκεί προς το τέλος του άλμπουμ, ένα κομμάτι του Ellington από το 1940, για να αντιληφθεί τη συναισθηματική και ταυτοχρόνως την επιστημονική προσέγγιση, που επιφυλάσσεται σ’ ένα έτσι κι αλλιώς κλασικό track.
Δίσκος που σε αγγίζει βαθιά και που σε κρατάει δέσμιό του για ώρες, μετά από την ακρόαση, είναι το “Plays Ellington & Strayhorn” του Brian Landrus και των συνεργατών του.
Επαφή: www.brianlandrus.com

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2024

NALYSSA GREEN πολύ καλή στα πάρτυ

Άκουσα και ξανάκουσα το τελευταίο άλμπουμ της Nalyssa Green, αλλά δεν μπόρεσα να βρω σ’ αυτό ένα κέντρο – κάτι, που να χαρακτηρίζει τον δίσκο από την αρχή έως το τέλος του. Και δεν το λέω, επειδή ο τίτλος, σαν τίτλος, με... παραπλάνησε. Το σημειώνω γιατί, λόγω του... «Πολύ καλή στα πάρτυ» [Inner Ear, 2024], ανέμενα ν’ ακούσω κι ένα πιο χορευτικό και μπιτάτο σετ, ενώ εκείνο που ακούω τελικά είναι ένα ακαθορίστου ταυτότητας υβρίδιο, ένα «σώμα» τραγουδιών τα «μέλη» του οποίου δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Τέλος πάντων έπρεπε να περιμένω μέχρι τα τελευταία κομμάτια το “Nail salon” (που ακούγεται σαν το 45άρι “Another one bites the dust”, αν το ακούς στις 33 στροφές) και το «Όλα τα πάρτυ του κόσμου», για να φθάσει στ’ αυτιά μου εκείνο, που έβαλα κατά νου, αλλά, το ξαναλέω, δεν είναι αυτό το καίριο εδώ.
Κατ’ αρχάς διαβάζοντας τους στίχους της
Nalyssa Green στο ένθετο τού «Πολύ Καλή στα Πάρτυ» δεν αποκόμισα κάτι ιδιαίτερο, για να μην πω τίποτα ιδιαίτερο. Κάτι που, οπωσδήποτε, δημιουργεί ένα δεδομένο (όχι θετικό). Και δεν αναφέρομαι στις διάφορες διατυπώσεις, που τις θεωρώ ατυχείς εκφραστικά και τραβηγμένες, αλλά για την απουσία ενός νοήματος, που να σε κινητοποιεί σαν αναγνώστη. Μια μόνο στροφή θα σημειώσω, που την θεωρώ σαφή και ουσιαστική και η οποία προέρχεται από το τραγούδι «Άτομα που δε μιλούν» και είναι τούτη: «άτομα που δε μιλούν / που τα πάντα αγνοούν / και φοβούνται τη σκιά τους / δεν αντέχουν να τη δουν».
Εντάξει, και είναι γνωστό αυτό που θα πω, τα λόγια στο σύγχρονο ελληνικό ποπ τραγούδι δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο – χοντρικά δεν «στέκονται» από μόνα τους, όταν τα διαβάζεις, και γενικά θα πρότεινα στους τραγουδοποιούς να απευθύνονται σε επαγγελματίες στιχουργούς για τις συνθέσεις τους και να μην εμπιστεύονται τον... ποιητή εαυτό τους. Βολεύει, λοιπόν, τα λόγια να εξετάζονται μέσα στο σύνολο του τραγουδιού, ανακατεμένα με το μέλος, τη φωνή και τα τεχνικά θέματα, ώστε να «καλύπτονται» τα μειονεκτήματά τους. Για να το πω ακόμη πιο απλά. Αν η Nalyssa Green είχε να μελοποιήσει στίχους της αείμνηστης Μαριανίνας Κριεζή, για παράδειγμα, τα τραγούδια της θα ανέβαιναν αμέσως επίπεδα.
Ξεκινώντας λοιπόν από τα τεχνικά θέματα θα έλεγα πως αυτά λειτουργούν όπως πρέπει (ο Βασίλης Ντοκάκης δεν είναι τυχαίος), και εννοώ με τούτο πως ο ήχος, στο «Πολύ καλή στα Πάρτυ», είναι μάλλον το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του δίσκου.
Ερμηνευτικά η Nalyssa Green εμένα μου φαίνεται αδύναμη, καθώς η φωνή της ποτέ δεν ήταν το πιο μεγάλο ατού της –έτσι φρονώ–, ταιριάζοντας περισσότερο για backing vocals παρά για lead. Οπωσδήποτε, η τεχνολογία έχει τον τρόπο όλα αυτά να τα «διορθώνει» και να τα τοποθετεί στα επίπεδα που πρέπει, και τέλος πάντων «καλώς», καθότι εδώ κρίνεται κι ένα συγκεκριμένο δισκογραφικό προϊόν.
Συνθετικά η Nalyssa Green τα πάει, σίγουρα, καλύτερα. Κάποιες μελωδίες της είναι ενδιαφέρουσες και κομμάτια σαν τα «Έλα πιο κοντά», «Εκεί» (ίσως το ωραιότερο του δίσκου), «Αλάτι» και «Άτομα που δε μιλούν» τα λες «καλά» ή και πιο πάνω από «καλά» (δίχως να εξετάζονται τα επιμέρους).
Η δική μου γνώμη είναι, μετά από το άκουσμα και του «Πολύ Καλή στα Πάρτυ», πως η Nalyssa Green θα πρέπει να κοιτάξει κατάματα το θέμα του στίχου της, παίρνοντας τις σωστές αποφάσεις.
Επαφή: www.inner-ear.gr

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2024

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 583

26/6/2024
Αυτό το θρυλικό τζαζ-προγκρέσιβ φεστιβάλ, στη Νανσύ της Γαλλίας, τον Οκτώβριο του ’75, το αναφέρω εμμέσως πλην σαφώς και στο νέο «Ραντεβού στο Κύτταρο» [Όγδοο, 2024], που τώρα κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία.
Στη σκηνή του θα βρισκόταν ένας Έλληνας να παίζει ντραμς, ο Χρήστος Στασινόπουλος (από Ρουθ, Axis κ.λπ.) ως μέλος της Utopic Sporadic Orchestra (υπό τον Janik Top, μπασίστα των Magma) (βλ. στη σελίδα 145), ενώ ένας άλλος Έλληνας θα βρισκόταν από κάτω, ανάμεσα στον κόσμο, και θα έγραφε ανταπόκριση (σ’ αυτό το τελευταίο, όμως, θα αναφερθώ άλλη φορά).

26/6/2024
Η κατάρα των μητσοτακικών καλοκαιριών δεν είναι η ζέστη και ο αέρας, αλλά το ότι τα φρούτα, ακόμη και στις λαϊκές, είναι απλησίαστα. Θα πρέπει να έρθει 15αύγουστος για να φάμε καρπούζι, κεράσι και πεπόνι σε τιμές, που να μην υποτιμούν τη νοημοσύνη και την τσέπη μας.

26/6/2024
Είχε κλείσει προ πολλού...

25/6/2024
ΒΑΙΝΟΜΕΝ ΟΛΟΤΑΧΩΣ ΠΡΟΣ ΓΕΝΙΚΗΝ ΜΑΣΤΟΥΡΟΠΟΙΗΣΙΝ...
O Καραγάτσης δεν ήταν μόνο συγγραφέας ήταν και δημοσιογράφος. Και πολλά δημοσιογραφικά κείμενά του έχουν μεγάλη αξία σήμερα, γιατί είναι ρεπορταζιακά και περιγράφουν παλιές, και γιατί όχι μυθικές καταστάσεις.
Μετά τον πόλεμο γίνεται χαμός με το ρεμπέτικο, που μετασχηματίζεται σταδιακά σε «λαϊκό τραγούδι». Οι Τζιτζιφιές ήταν ο τόπος, που συνέβαιναν όλα. Εκεί όπου εύρισκαν χώρο για να δράσουν όλοι οι προπολεμικοί ρεμπέτες (Μάρκος, Παπαϊωάννου...), καθώς και όσοι θα εμφανίζονταν μέσα στα χρόνια του πολέμου (Μητσάκης κ.λπ.). Ο Καραγάτσης έχει μυριστεί τι παίζει και πηγαίνει στις Τζιτζιφιές, αυτός, ένας αστός, να περιγράψει εκείνο που βλέπει.
Και δεν του πάει καθόλου το ρεμπέτικο... ούτε στο μάτι ούτε στο αυτί. Είναι είρωνας, βιτριολικός, αλλά γράφει και με μια φοβερή οξυδέρκεια, που κανονικά θα έπρεπε να τη ζηλεύουν διάφοροι σημερινοί λαπάδες των πληκτρολογίων.
[«Βραδυνή», 1946, ένα απόσπασμα]
[από το βιβλίο σε επιμέλεια Κώστα Βλησίδη "Σπάνια κείμενα για το ρεμπέτικο (1929-1959)" Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2006]

25/6/2024
Και αυτό, και άλλα ντοκουμέντα από τη μεγάλη, δηλαδή την πιο μεγάλη εποχή του ελληνικού ροκ, θα τα βρεις στη νέα έκδοση του "Ραντεβού στο Κύτταρο" [Όγδοο, 2024], που τώρα κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία...

24/6/2024
>>Πάντως κινηματογράφο δεν έβλεπα. Δεν με ενδιαφέρει. Έχω να πάω κινηματογράφο τριάντα ή σαράντα χρόνια (σ.σ. σωστός!). Η μουσική ολοκληρωνόταν μέσα σε δέκα μέρες. Και με τι συνθήκες! Μας φωνάζανε τελευταία στιγμή και βλέπαμε τις εικόνες στη μουβιόλα. «Σε δέκα μέρες πρεμιέρα στον τάδε κινηματογράφο». Υπάρχουν περιπτώσεις που έφτιαξα μία μουσική για δύο ταινίες και ο σκηνοθέτης την χρησιμοποίησε σε άλλες τρεις ή τέσσερις. Μου έλεγε «φτιάξε τίτλους», ή οτιδήποτε άλλο, και μετά τα χρησιμοποιούσε, χωρίς να με φωνάξει για να δούμε τι θα βάλουμε και που… Όμως με όλα αυτά αποκτούσα εμπειρία και ταχύτητα. Όταν εξελίχθηκα και έφτασα σ’ ένα σημείο, σταμάτησαν να με ζητάνε. Είχαν ανακαλύψει κάτι κυρίες που με το ένα δάχτυλο στα άσπρα πλήκτρα γράφανε κάτι βαλσάκια και υποτίθεται γράφανε σε στυλ Νίνο Ρότα, άλλο βέβαια που ο Νίνο Ρότα έχει γράψει και κοντσέρτα… Αυτή είναι η γνωστή ελληνική κατάντια<<
[Ο τεράστιος και αγνοημένος συνθέτης και δάσκαλος της μουσικής Κώστας Κλάββας. Τώρα σε ποιες «κυρίες» αναφέρεται είναι... τι κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια]

24/6/2024
Αν υπάρχει ένα συγκρότημα για το οποίο έχω γράψει τα περισσότερα αρνητικά ποστ εδώ μέσα αυτό είναι οι Kraftwerk. Και χοντρικά συμφωνώ μ’ αυτά που γράφονταν, ήδη από τα mid-70s, από τον Αργύρη... Εδώ έχουμε κάνσελ φυσικά, αλλά σε πρώτο χρόνο, που έχει και την πιο μεγάλη αξία...
[Δεν θυμάμαι αν έχω συναντήσει σε πιο παλιό ελληνικό κείμενο τη λέξη krautrock]
[γράφτηκαν παρά ένα πεντήκοντα σχόλια - δεν νομίζω να υπάρχει λόγος για περισσότερα - τα κλείνω]

23/6/2024
Από τους καλύτερους φολκ-ροκ τραγουδοποιούς μας διαχρονικά. Όποιος δεν τον ξέρει να ψάξει να δει τι έχει ηχογραφήσει τα τελευταία 30 χρόνια...
[προσεχώς και για το πιο νέο άλμπουμ του]
https://www.youtube.com/watch?v=gh1oHFCF6Mo

23/6/2024
Έχω γράψει δύο φορές για παλιά φονικά – τη μία για τους Κοεμτζήδες, ένα κείμενο που είχε διαβαστεί από δεκάδες χιλιάδες, να μην πω εκατοντάδες και το άλλο με αφορμή την ταινία «Έγκλημα στο Καβούρι», όταν αναφέρθηκα στο φόνο της Ανν Ντόροθυ Τσάπμαν κ.λπ. Και τις δύο φορές η Τέχνη καθοδηγούσε τα κείμενά μου, το τραγούδι του Σαββόπουλου, η ποίηση της Γώγου, η ταινία του Καραγιάννη – δεν ένοιωθα, ούτε θα νοιώσω ποτέ καμία έλξη για το έγκλημα ως έγκλημα.
Δεν μου αρέσει να ασχολούμαι με μαυρίλες. Είναι που είναι μαύρη η ζωή μας, με λίγες φωτεινές εκλάμψεις, είναι που διαβάζουμε όλα αυτά που διαβάζουμε κάθε μέρα... θέλω να γράφω μόνο για πράγματα, που ν’ αφήνουν θετικά vibes στον κόσμο.
Φαίνεται λοιπόν πως δεν μας φτάνουν όλα αυτά τα φρικώδη, που γίνονται συνεχώς πρωτοσέλιδα, έχουμε κι αυτή την αμερικανόφερτη ανοησία να γίνονται θέματα ξεχασμένα φονικά, ακόμη και 100 ετών παλιά!
Δεν μπορώ να καταλάβω τι ζόρια τραβάνε οι άνθρωποι, και τι βρίσκουν στο να γράφουν και να διαβάζουν για εγκληματικά γεγονότα, καταγραμμένα ψυχρά και βασικά αδιάσταλτα από τη θεραπευτική ματιά της Τέχνης.
Φτάνει πια με το κακό ρε. Αν σας αρέσει να ανασκαλεύετε το παρελθόν υπάρχουν χιλιάδες πράγματα, που μπορείτε να προβάλλετε και τα οποία να αφήνουν θετικό πρόσημο στο σήμερα (δείτε το προηγούμενο ποστ μου). Που να κάνουν τον κόσμο να ευφρανθεί λιγάκι. Μην μετατρέπετε τη ζωή μας, συνεχώς, σε προθάλαμο της Κόλασης.

21/6/2024
Τον Τουρνά τον ανακάλυψα πριν από το μέσο του ’70 από τα κορίτσια της γειτονιάς μου. Καθότι ήμουν «περιοδικάκιας» από γεννησιμιού μου ξεφύλλιζα οτιδήποτε έπεφτε στην αντίληψή μου, και φυσικά Μανίνες και Κατερίνες, που τον είχαν πολλές φορές στα εξώφυλλά τους.
Θυμάμαι ολοκάθαρα την εποχή των «Αστρόνειρων» (1973) με κάποιο απ’ αυτά τα περιοδικά να δημοσιεύει κάτι απίστευτες έγχρωμες φωτογραφίες του – με τον Τουρνά να φοράει ψηλές ασημένιες μπότες, μακιγιαρισμένος με γκλίτερ και τέτοια.
Φυσικά, τον άκουγα και από το ραδιόφωνο εκείνη την εποχή – και με τραγούδια σαν το «Ο πιο καλός τραγουδιστής» ανατριχιάζω ακόμη και σήμερα.
Τον έχω δει και live φυσικά τον Τουρνά, και τελευταία φορά πριν από 2-3 χρόνια, ενώ έχω γράψει πολλές φορές κείμενα για τους καλύτερους δίσκους του (τους οποίους, βασικά, τους θάβανε στην εποχή τους). Αν δεν έχετε διαβάσει κριτικές για το θαυμάσιο «Κυρίες & Κύριοι», ας πούμε, τότε δεν ξέρετε τίποτα επί του θέματος.
Ο Τουρνάς με απασχολεί, εννοείται, και στο νέο «Ραντεβού στο Κύτταρο» [Όγδοο, 2024] από την εποχή των Teenagers και των Poll, και βεβαίως των προσωπικών δίσκων του, έως και το 1977... Μπαίνει κάπως κι ένα τέτοιο όριο...

21/6/2024
Για Μαργαρίτη δεν τρελαίνομαι πια, αλλά για Ρεπάνη πεθαίνω κάθε ξημέρωμα. Τι τραγούδια είχε γράψει ο άνθρωπος!
https://www.youtube.com/watch?v=wmKD7dtHr1s

21/6/2024
Ποιος ήταν ο Άγγλος Johnny Carr; Ποιοι ήταν οι Zoo; Τι δουλειά έχει ένα ξένο συγκρότημα σ’ ένα βιβλίο για το ελληνικό ροκ;
Και για τους Zoo θα διαβάσεις στο «Ραντεβού στο Κύτταρο» [Όγδοο, 2024], στη σελίδα 269...

20/6/2024
Για όλες τις παλιοσειρές του krautrock. Για όσους και όσες αγόραζαν Jazz & Τζαζ στη δεκαετία του '90 και διάβαζαν τα κείμενα που έγραφα, εκεί, για το kraut.
Και όποιοι-ες βρουν τους δίσκους που κρύβονται στο εξώφυλλο αυτού του ιστορικού mail-order, από τη Νορβηγία, έχουν και τους έξτρα χαιρετισμούς μου...

Τρίτη 25 Ιουνίου 2024

NORBERT STEIN Pata Kandinsky

Έχουμε γράψει πολλές φορές στο blog, για δίσκους του γερμανού τενόρο σαξοφωνίστα Norbert Stein, όλους τυπωμένους για τη δική του εταιρεία Pata Music. Πιο συγκεκριμένα στο δισκορυχείον θα βρείτε κείμενα για τα άλμπουμ “Heartland” (2022), “We Are” (2017), “Friends & Dragons” (2016), “Play Rainer Maria Rilke / Das Karussell” (2015), Pata on the Cadillac” (2012) και “Silent Sitting Bulls” (2010). Στα περισσότερα απ’ αυτά τα CD, που κινούνται στο χώρο της δημιουργικής jazz ή και improv-jazz, τον Norbert Stein συνόδευαν οι Pata Messengers, ενώ σε άλλα (CD) άλλοι σχηματισμοί.
Στο πιο πρόσφατο άλμπουμ τού Norbert Stein, το “Pata Kandinsky” [Pata Music, 2024], δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο σχήμα, που να συνοδεύει τον γερμανό μουσικό, αλλά μια ομάδα οργανοπαικτών, αποτελούμενη από τον ίδιο στο τενόρο και ακόμη τους Michael Heupel διάφορα φλάουτα, Georg Wissel άλτο, κλαρίνο, Nicolao Valiensi ευφώνιο, Annette Maye κλαρίνα, Andreas Wagner σαξόφωνα, μπάσο κλαρίνο, Pacho Davila τενόρο, Rainer Weber κλαρίνα, Joker Nies ηλεκτρονικά, Uwe Oberg πιάνο, Florian Herzog κοντραμπάσο και Jörg Fischer ντραμς. Λέμε λοιπόν για ένα δωδεκαμελές σχήμα, μια μικρομέγαλη ορχήστρα, αποτελούμενη από οκτώ πνευστούς, συν ηλεκτρονικά και ρυθμικό τμήμα (πιάνο, μπάσο, ντραμς).
Στη βάση εκείνο που ακούμε στο “Pata Kandinsky” είναι μια εξαμερή σουίτα, ζωντανά ηχογραφημένη στο Multiphonics Festival 2023, στο Skulpturenpark Waldfrieden του Wuppertal, και η οποία αποτίνει φόρο τιμής στον ρώσο ζωγράφο και θεωρητικό της Τέχνης Βασίλι Καντίνσκι (1866-1944).
Ο Καντίνσκι έχει επηρεάσει μουσικούς της jazz από διάφορες πλευρές. Ανάμεσά τους είναι ο πιανίστας Anthony Davis, οι σαξοφωνίστες Anthony Braxton, Steve Lacy και Ivo Perelman, σχήματα όπως η Globe Unity Orchestra και το Rova Saxophone Quintet, ενώ υπάρχουν και τζαζ γκρουπ, που έχουν στην ονομασία τους το επώνυμό του, όπως τα Kandinsky Effect, Kandinsky Trio κ.λπ.
Επί του προκειμένου, και πέρα από το έργο του Καντίνσκι στο εξώφυλλο του άλμπουμ του Norbert Stein, δεν είναι εύκολο να διαβλέψεις σε τι ακριβώς συνίσταται αυτή η επιρροή – και βασικά, επειδή δεν είναι άμεσα αντιληπτές οι αντιστοιχίσεις, που μπορεί να εμφανίζονται μεταξύ ζωγραφικής και μουσικής. Σίγουρα θα υπάρχουν κάποιες «υπόγειες» διασυνδέσεις, αλλά εκείνο που μπορώ να πω, σε πρώτη φάση, είναι πως η μουσική του Norbert Stein δεν είναι εικονοκλαστική και αφηρημένη, καθώς, και στην μεγαλύτερη έκτασή της, κινείται αυτή κοντά σε... ρεαλιστικά πρότυπα.
Οι συνθέσεις, σε κάθε περίπτωση, έχουν πολύ ενδιαφέρον, με τις ενορχηστρώσεις των πνευστών (σίγουρα θα υπάρχουν και τέτοιες, σε κάποια μέρη) να σε κερδίζουν, μέσω του τρόπου που συμπλέκονται οι ήχοι τους, δημιουργώντας ενίοτε μιαν αίσθηση φανφάρας, ενώ δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε και τα περισσότερο αυτοσχεδιαστικά μέρη, που ίσως να σχετίζονται πιο πολύ με την προχωρημένη ζωγραφική του Καντίνσκι (έχοντάς την ως πηγή έμπνευσης), αλλά στη βάση τους θα είναι πάντα η τζαζ (τα σχήματα, ας πούμε, του Henry Threadgill).
Ένα πολύ καλό και πολύ δυνατό άλμπουμ, για ακόμη μία φορά, από τον Norbert Stein και τους συνεργάτες του.
Επαφή: www.patamusic.de

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2024

ΦΛΩΡΟΣ ΦΛΩΡΙΔΗΣ / ΣΑΒΙΝΑ ΓΙΑΝΝΑΤΟΥ blink

Ο σαξοφωνίστας-κλαρινίστας του free-improv Φλώρος Φλωρίδης (Floros Floridis) και η τραγουδίστρια-βοκαλίστρια Σαβίνα Γιαννάτου (Savina Yannatou) συνεργάζονται εδώ και δεκαετίες στα πάλκα. Σίγουρα τους θυμάμαι από τα 00s, αν και δεν αποκλείω να τους είχα δει και στα 90s ακόμη. Δισκογραφικά, και εξ όσων άμεσα μπορώ να σκεφθώ, στη μνήμη μου έρχεται το άλμπουμ “Songs for Kommeno” [Intakt, 2012], με Günter Baby Sommer, Σαβίνα Γιαννάτου, Φλώρο Φλωρίδη, Ευγένιο Βούλγαρη και Σπήλιο Καστάνη, ενώ τώρα έχουμε να στρίβει στο πλατώ ένα νέο βινύλιο, που έχει τίτλο Blink και που υπογράφεται από τους Φλωρίδη και Γιαννάτου αποκλειστικώς. Η ηχογράφηση δεν είναι καινούρια. Συνέβη από τον Γιώργο Πεντζίκη στο Magnanimus studio, στη Θεσσαλονίκη, σε δύο sessions, τον Μάιο και τον Δεκέμβριο του 2008, για να χαραχθεί τώρα (2024) στο βινύλιο από το label To Pikap Records. Το LP περιλαμβάνει επτά κομμάτια συνολικώς, υπό τον τίτλο “Movement” (από Ι έως VII), τέσσερα από τα οποία ακούγονται στην πρώτη πλευρά και τρία στην δεύτερη.
Στα πρώτα δύο κομμάτια, τα “
Movement I” και “II”, οι δύο αυτοσχεδιαστές προβάλλουν πιο λυρικά patterns, με κεντραρισμένες μελωδίες και με «αιθέρια» φωνητικά, δημιουργώντας ένα περιβάλλον στο οποίο κυριαρχούν ευφρόσυνα συναισθήματα. Στα “Movement III” και “IV”, όμως, η «συμπεριφορά» τους μεταβάλλεται, αφού τα tracks αποκτούν μη προσαρμόσιμα χαρακτηριστικά, με τα πνευστά να συνοδεύουν τη φωνή και τούμπαλιν, με τους βοκαλισμούς της Γιαννάτου να είναι συνεχείς, προβάλλοντας το φαινομενικώς ακατανόητο και σίγουρα αρχέγονο. Φυσικά, επειδή τα tracks αυτά αγγίζουν τα έξι λεπτά υπάρχει μία διακύμανση ηχητική, που μπορεί να αφορά και την ένταση (το volume), αλλά και το συναισθηματικό και επικοινωνιακό φάσμα, που άλλοτε μπορεί να δονείται από το «κλασικό» free-improv και άλλοτε από το παραδοσιακό τραγούδι.
Το σοπράνο σαξόφωνο και η φωνή πρωταγωνιστούν βεβαίως και στο “Movement V”, το πρώτο κομμάτι της Side B, που διαρκεί οκτώ λεπτά κι είναι το μεγαλύτερο του δίσκου. Εδώ νοιώθεις πως η Γιαννάτου είναι έτοιμη, ανά στιγμές, να τραγουδήσει «κανονικά», έστω και πάνω σε μια «σύνθεση», που θυμίζει αποδομημένο δημοτικό, με τον Φλωρίδη να ακολουθεί μιαν ανάλογη διαδρομή στις μελωδίες του, ενώ στο “Movement VI” η φωνή είναι ακόμη πιο εύπλαστη, καθώς κινείται από μικρές φράσεις έως και σε φωνολογικά αρχέτυπα, με το κλαρίνο να καθορίζει παράλληλα ένα πλαίσιο παραδοσιακότητας.
Το “Blink” θα ολοκληρωθεί με το “Movement VII”, που είναι ένα παράξενο κομμάτι – το λέω, επειδή προσωπικώς το ακούω κάπως σαν ένα αποδιαρθρωμένο μοιρολόι, προβάλλεται σε αργές ταχύτητες, δίχως όμως να μου προκαλεί πένθιμα συναισθήματα.
Άξιος δίσκος, που απευθύνεται στους φίλους του είδους προφανώς.
Επαφή: https://topikaprecords.bandcamp.com/album/blink

Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

η cult περσόνα της Μόνικα Βίτι στην ταινία “Modesty Blaise” του Τζόζεφ Λόουζι – το θρυλικό βρετανικό κόμικ, τα βιβλία και η «τρέλα» στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1966

Με την ονομασία “Modesty Blaise” αναγνωρίζεται ένα διάσημο βρετανικό κόμικ της δεκαετίας του ’60, που, την ίδια εποχή, θα γινόταν δημοφιλές και στην Ελλάδα. Το κόμικ, που είχε να κάνει με την ηρωίδα Modesty Blaise, δημιούργημα του συγγραφέα Peter O'Donnell και του σκιτσογράφου Jim Holdaway, θα εμφανιζόταν για πρώτη φορά στην λονδρέζικη εφημερίδα “Evening Standard”, στις 13 Μαΐου 1963, και θα γινόταν αγαπητό από την αρχή.
Το κόμικ έπαιρνε αφορμή από αληθινά γεγονότα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Λογικό. Είχαν περάσει μόλις 18 χρόνια από τη λήξη του και πολλές ιστορίες στην λογοτεχνία, στον κινηματογράφο, στο θέατρο κ.ά., φώτιζαν συγκεκριμένες πτυχές αυτής της οδυνηρής περιόδου.
Η Modesty Blaise ήταν, στην αρχή, ένα ανώνυμο κορίτσι, με προβλήματα μνήμης, που ζούσε εκτοπισμένο σ’ έναν καταυλισμό στην Ελλάδα, στο (ανύπαρκτο) μέρος Kalyros – πριν αποδράσει και αρχίσει να περιπλανιέται σε μια ευρεία περιοχή, που εκτεινόταν από τη Μέση Ανατολή έως και τις ακτές της Βόρειας Αφρικής, μαθαίνοντας να επιβιώνει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Δίπλα της θα βρεθεί ένας άλλος εκτοπισμένος, ο Ούγγρος Lob, που θα την πάρει υπό την προστασία του, δίνοντάς της το όνομα Modesty (δηλαδή σεμνότητα, μετριοφροσύνη). Ο Lob κάποια στιγμή πεθαίνει, με την Modesty, που πλέον ακούει και στο επώνυμο Blaise, να ηγείται μιας εγκληματικής οργάνωσης στην Ταγγέρη. Τότε είναι, όταν γνωρίζει το δεξί της χέρι, τον Willie Garvin, κάνοντας μάλιστα κι ένα γάμο στην πορεία, μ’ έναν Άγγλο κάπου στη Βυρηττό, προκειμένου να αποκτήσει τη βρετανική υπηκοότητα.
Η Modesty Blaise έχει βγάλει πολλά λεφτά από τις έκνομες δραστηριότητές της, κι έτσι, κάποια στιγμή αποφασίζει να «τα φάει» στην Αγγλία, μαζί με τον Garvin (με τον οποίον δεν είναι ζευγάρι, καθώς η σχέση τους είναι πλατωνική). Εκεί, στο νέο περιβάλλον, και μπαϊλντισμένοι από την απραξία, η Modesty Blaise και ο Willie Garvin θα αποφασίσουν να βοηθήσουν έναν (άγγλο) πράκτορα, μπλέκοντας σε νέες περιπέτειες. Απ’ αυτό το σημείο ξεκινά να εκτυλίσσεται το κόμικ.
Ώθηση στον «μύθο» της Modesty Blaise θα έδινε βεβαίως η ταινία, με τον ίδιο τίτλο», σε σκηνοθεσία του σπουδαίου Joseph Losey, με την Monica Vitti στον κεντρικό ρόλο και με συμπρωταγωνιστές τους Terence Stamp και Dirk Bogarde (απίθανο καστ!), η οποία προβάλλεται στο 19ο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Καννών, στις 7 Μαΐου 1966. Η ταινία περνάει μάλλον απαρατήρητη στο φεστιβάλ –ίσως να ήταν πολύ ποπ, για τα δεδομένα του θεσμού–, αλλά η περσόνα της Modesty Blaise, όπως θα ενσαρκωνόταν από την Vitti, θα γινόταν αντικείμενο θαυμασμού. Έτσι, και πριν ακόμη προβληθεί η ταινία στην Ελλάδα, θα έγραφαν γι’ αυτήν τα μίντια. Διαβάζουμε στην εφημερίδα «Εμπρός» της 4ης Ιουνίου 1966:
«Ένας νέος τύπος γυναίκας στον ορίζοντα. Η κόρη του διαστήματος. Ανεξάρτητη, αισθηματική, δίχως κόμπλεξ, δραστήρια στη δουλειά της την ημέρα, και γεμάτη θηλυκότητα τις νύχτες.(...) Ακριβώς αυτό τον τύπο γυναίκας (που μιμούνται τώρα εκατομμύρια τριαντάρες της Ευρώπης) ενσαρκώνει η Μόνικα Βίττι στον ρόλο της “Μόντεστυ Μπλαίηζ” του Γιόζεφ Λόουζυ. Είναι ένα γυναικείο στυλ αξιοθαύμαστα ελκυστικό, είναι μια μόδα πιο καινούργια από τα “γιεγιεδάκια” και τα συναφή. Μια μόδα που γεννήθηκε τούτη την άνοιξη: η μόδα της κόρης του διαστήματος».
Είναι προφανές πως τα μίντια ψάχνονταν για να λανσάρουν νέα πρότυπα και πως η αεροδιαστημική, που βρισκόταν τότε στο φόρτε της, δημιουργούσε καινούρια δεδομένα. Άσχετα εν πολλοίς με την φυσιογνωμία της Modesty, αλλά αυτό δεν έχει σημασία...
Στις 10 Ιουνίου 1966 η ιστορία της Modesty Blaise θα εμφανισθεί για πρώτη φορά στις «Εικόνες», με την «χάρτινη» ηρωίδα να παρουσιάζεται κάπως σαν τον θηλυκό James Bond. Ποια ήταν λοιπόν η ταυτότητά της; Όπως διαβάζουμε στο περιοδικό:

Σάββατο 22 Ιουνίου 2024

MAZOHA stress για success

Καλοκαίρι του ’22 είχα γράψει για το προ-προηγούμενο LP του Mazoha, το «Τώρα χορός», καλοκαίρι του ’23 είχα γράψει για το «Α τους σκοτώσουμε όλους και μετανιώνουμε ύστερα» και καλοκαίρι του ’24 θα γράψω για το έσχατο «Stress για Success» [πάντα Inner Ear], το πιο νέο άλμπουμ του Τζίμη Πολιούδη, στο οποίο τα κάνει, για άλλη μια φορά, όλα μόνος του. Τα βασικά εννοώ. Γράφει τις μουσικές, τους στίχους και παίζει ό,τι ακούγεται στον δίσκο. Από κει και πέρα στη μίξη βοηθάει ο Θωμάς Στρατάκης, στα beats o Θάνος Τσιτλακίδης, ενώ το μάστερ είναι του Μάνου Τσαντιράκη. Αυτά σε σχέση με τα ονόματα.
Οπωσδήποτε υπάρχει μια συνέχεια και μια συνέπεια στα βινύλια του Mazoha και αυτό είναι αναμενόμενο, και κυρίως σωστό. Όλα τα άλμπουμ συνδέονται μεταξύ τους και οι μικρές προσθαφαιρέσεις (εδώ, βασικά, το hip hop είναι κάπως αυξημένο) είναι απλώς εκείνο που απαιτείται, ώστε η παραγωγή να πάει ένα βήμα παρακάτω. Το synth-punk παραμένει, χοντρικά, η βασική και η κατευθυντήρια ηχητική γραμμή και στο «Stress για Success», και αυτό θα πρέπει να το πούμε από την αρχή. Όπως από την αρχή, και με αφορμή το δεύτερο κομμάτι, το «Ανοιχτή πληγή», θα πρέπει να σημειώσουμε πως στιχουργικά ο δίσκος περιστρέφεται γύρω από ένα βασικό «δίδαγμα», πως ο άνθρωπος οφείλει να προχωράει μπροστά ή παρακάτω, δίχως να κοιτάζει πίσω, και κυρίως δίχως «να μασάει» (αυτό σημαίνει αυτοπεποίθηση). Αποδέχεσαι, λοιπόν, τον εαυτό σου, αλλά ταυτοχρόνως αποδέχεσαι και ό,τι κινείται γύρω σου. Είναι δύο κόσμοι, που δεν συναντιούνται, και είναι εκείνο που ακούμε όσο σαφέστερα γίνεται στο «Ως το τέρμα» («Μου ’παν ν’ αλλάξω τρόπο / τους χτύπησα στον ώμο /  κι είπα “άντε γαμήσου” / έτσι θα πάω ως το τέρμα / Μου ’παν να γίνω μπίζνα / μα εγώ αγαπάω την πείνα / άντε γαμήσου βλήμα  / έτσι θα πάω ως το τέρμα»). Κομμάτι μαύρο (στα λόγια), αλλά εύθυμο (στον ήχο), που βγάζει και μια ικμάδα αισιοδοξίας είναι το «Μέσα μου κάνει πάρτυ το κακό» (εκεί όπου οι κιθάρες μάχονται με τα πλήκτρα), με την πλευρά να κλείνει με το «Πιστόλι», ένα επίσης μαύρο κομμάτι στα lyrics, και εξωστρεφές ηχητικά, που δείχνει και πάλι την πάλη που διεξάγεται στην τραγουδοποιία του Mazoha. Τι υπερισχύει; Η μουσική φυσικά, αφού υπάρχει και δεύτερη πλευρά...
Η οποία ξεκινά με το «Hello ανθρωπότητα», ένα ακόμη κομμάτι συναισθηματικής ενδυνάμωσης, με all around πλήκτρα, και κάπως φανφαρόνικα φωνητικά, που βγάζουν μιαν αίσθηση γιορτής, για να ακολουθήσει το «Ωδή στη ζωή όπως θα ’πρεπε να είναι» ένα αγχωτικό κομμάτι, που... πυροβολείται προς τον ακροατή και που ακούγεται κάπως σαν ξόρκι, με το «Όλα όσα αγαπώ σου μοιάζουν» να λειτουργεί σαν ένα feel good closing track, χωρίς στην πράξη να είναι.
Ο Mazoha θέλει να κλείσει το «Stress για Success» κάπως αλλιώς, μ’ ένα τραγούδι που το αποκαλεί «Τελευταία όλο πέφτω» και στο οποίο γίνεται λόγος για την επίθεση στη ζωή και στο όνειρο, που βιώνει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, από μια αποθρασυμένη κρατική μηχανή (θίγονται Τέμπη, φωτιές στον Έβρο κι άλλα διάφορα). Δίκιο έχει.
Επαφή: www.inner-ear.gr

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2024

DAG ARNESEN TRIO, ALICE & THE MOUNTAIN jazz από τη Νορβηγία

DAG ARNESEN TRIO: Ice Breaking [Losen Records, 2024]
Όπως έχουμε σημειώσει και στο παρελθόν ο πιανίστας Dag Arnesen είναι παλιά «τζαζ καραβάνα», καθώς τα τελευταία 45 χρόνια έχει εμφανισθεί με Carla Bley, Joe Henderson, Elvin Jones κ.ά., έχοντας φυσικά και την ανάλογη δισκογραφία. Στο blog έχουμε ήδη γράψει για ένα άλμπουμ του με το Trøen / Arnesen Quartet (το Tread Lightly” από το 2021), όπως και για ένα με το Dag Arnesen Trio (το “Pentagon Tapes” από το 2017), ενώ τώρα σειρά έχει το “Ice Breaking”, που έχει να κάνει με το νέο τρίο του νορβηγού πιανίστα, το οποίο συμπληρώνουν οι Magne Thormodsæther μπάσο και Øyvind Skarbø ντραμς.
Το “Ice Breaking” είναι ένα πολύ ευχάριστο piano-trio άλμπουμ, που περιλαμβάνει εννέα συνθέσεις μικρής και μέσης διάρκειας (4λεπτες και 5λεπτες), γραμμένες όλες από τον Arnesen. Άρα μέσω πρωτότυπου υλικού ο σκανδιναυός συνθέτης επιχειρεί να δημιουργήσει ένα ηχητικό concept, το οποίο διαθέτει και βόρεια (nordic) χαρακτηριστικά, αλλά και περισσότερο θερμά και «σουινγκάτα», προσβλέποντας στις έντονες, θα λέγαμε, συγκινήσεις.
Ναι, οι συνθέσεις του Arnesen (που μπορεί να εκκινούν από «κλασικά» ή και φολκλορικά θέματα) διακρίνονται για το έντονο συναισθηματικό προφίλ τους, καθώς οι ωραία επεξεργασμένες μελωδίες, με το εκλεπτυσμένο φινίρισμα, έχουν στο “Ice Breaking” τον πρώτο λόγο.
Έτσι λοιπόν εδώ καταγράφονται tracks, που σε γαληνεύουν ως ακροατή, σαν το “A special memory” ή το “After dinner” και άλλα, που σε τονώνουν σωματικά σαν το “Jumping around” ή το “Thats ok”, στο οποίο ακούς σε εκτεταμένη μέρη και τους δύο συνοδοιπόρους του Dag Arnesen, τον κοντραμπασίστα Thormodsæther και τον ντράμερ Skarbø, στις δικές τους καταδείξεις.
ALICE & THE MOUNTAIN: Stripped [Losen Records, 2024]
Alice & The Mountain είναι η τραγουδίστρια Silje Kåfjord και ο πιανίστας
Bernt Moen, ο οποίος παίζει σε όρθιο πιάνο. Η τραγουδίστρια μπορεί να μην είναι γνωστή, αλλά ο πιανίστας αποτελεί «σταθερά» στον κατάλογο της Losen, αφού τον συναντάμε εκεί σε πάμπολλες εγγραφές – και με το δικό του τρίο, αλλά και ως μέλος άλλων σχημάτων (σε άλμπουμ των Rolf Kristensen, Sah!, Dualistic, Nypan κ.λπ.).
Το “Stripped”, όπως αποκαλείται το κοινό άλμπουμ των Kåfjord και Moen, περιέχει οκτώ πρωτότυπα κομμάτια για φωνή και πιάνο, και είναι ηχογραφημένο το 2014.
Δεν ξέρω γιατί παρέμεινε τόσα χρόνια ανέκδοτο, ξέρω όμως πως έχουμε να κάνουμε μ’ ένα έξοχο φωνή-πιάνο CD, γεμάτο με αξιοπρόσεκτα κομμάτια – καθώς και τα οκτώ tracks είναι το ένα ωραιότερο του άλλου, με την Kåfjord να τα υποστηρίζει ερμηνευτικά με τον καλύτερο τρόπο, με την βαθιά και «ζεστή» φωνή της, και με τον Moen να συνοδεύει απλά και απέριττα, επικεντρώνοντας το παίξιμό του στην ενίσχυση του συναισθηματικού φορτίου του δίσκου (συνολικώς).
Τα τραγούδια έχουν ποικίλη θεματολογία. Άλλα αναφέρονται στο μελαγχολικό βορειοευρωπαϊκό φθινόπωρο, άλλα έχουν να κάνουν με την επικοινωνία που πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στον άνθρωπο και το φυσικό στοιχείο, αλλά μεγεθύνουν σε συγκεκριμένες φάσεις της ζωής, όπως π.χ. στη νεότητα (και το άγνωστο, που αυτή μεταφέρει στον έφηβο, πριν μετατραπεί αυτός σε ενήλικα), αλλά αναφέρονται σε feel good καταστάσεις γενικώς κ.λπ.
Σε κάθε περίπτωση, στα τραγούδια της Kåfjord (σχεδόν όλα είναι δικά της), εκείνο που αναγνωρίζεις είναι το πηγαίο συναισθηματικό φορτίο και η μαεστρία τού να μετατρέπεις τον εσωτερικό κόσμο σου, σε κάτι «χειροπιαστό» και κυρίως ικανό να αγγίξει του πάντες. Όπως συμβαίνει με τα τραγούδια αυτού του θαυμάσιου CD.
Επαφή: www.losenrecords.no