Τετάρτη 31 Ιουλίου 2024

o GINO ήταν εκείνος που ηχογράφησε, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ένα ροκ τραγούδι με ελληνικά λόγια, το 1964 – ήταν το «Κλεοπάτρα με μπλουτζίνς» και σήμερα συμπληρώνονται 60 χρόνια από τότε

Το να ορίσεις την αρχή ενός μουσικού στυλ, στη δισκογραφία, δεν είναι πάντα εύκολο. Δεν είναι εύκολο να πεις ποιο είναι το πρώτο ψυχεδελικό κομμάτι της ιστορίας ή πιο είναι το πρώτο πανκ κ.λπ. Ακόμη και στα δικά μας δεδομένα, αν το περιορίσεις, πάλι δεν είναι εύκολο να γράψεις για το πρώτο ρεμπέτικο ή το πρώτο ελαφρολαϊκό. Συνήθως αυτές οι «πρωτιές», αποκτούν κάποιο νόημα, όταν κατοχυρώνονται μέσα από έρευνες, μαζί με παραδοχές, οι οποίες βοηθούν να αποκλείσεις άλλα ονόματα, που πέφτουν στο τραπέζι, πριν καταλήξεις στο ένα – στο πρώτο.
Από την άλλη μεριά υπάρχει και η άποψη που λέει... τι μας ενδιαφέρουν οι πρωτιές, που δεν τις παίρνει κανένας χαμπάρι; Νόημα έχει κάτι, όταν διαχέεται στον κόσμο, όταν φθάνει παντού και γίνεται αληθινά ποπ. Φυσικά. Αυτό κι αν έχει νόημα – και μάλιστα μεγάλο, αφού μπορεί και επηρεάζει. Όλα, όμως, έχουν το νόημά τους. Και ο πρωτοπόρος, που ανοίγει ένα δρόμο και κάνει κάτι για πρώτη φορά, χωρίς τυμπανοκρουσίες και χωρίς να του έχει πιστωθεί η «ρήξη» με το χθες, αξίζει να μνημονεύεται, μα και αυτός που παίρνει το... ριμπάουντ, δίνοντας αληθινό νόημα σ’ ένα στυλ μουσικής και κάνοντας «επιτυχίες» πρέπει να αναγνωρίζεται. Εδώ πάντως θα γράψουμε για τον πρωτοπόρο.
Ο
Gino (Georgino) Cudsi (1940 ή 1943-1992) ήταν γεννημένος στο Σουδάν, από σύρο πατέρα και ελληνίδα μάνα. Η μητρική του γλώσσα, με άλλα λόγια, ήταν η ελληνική, την οποία μιλούσε «τέλεια». Ο άνθρωπος αυτός θα ξετύλιγε την τραγουδιστική καριέρα του σε πολλές χώρες, βεβαίως στην Ελλάδα, αλλά ακόμη και στην Ιταλία, τη Μεγάλη Βρετανία, την Ισπανία, μα και στην τότε Δυτική Γερμανία. Στην Ελλάδα, δε, θα δημιουργούσε καταστάσεις σε όλες τις δεκαετίες – και στα σίξτις, και στα σέβεντις, και στα έιτις, χωρίς ποτέ να εγκαταλείψει δια παντός τη χώρα, στην οποία πάντα θα επέστρεφε, και πάντα θα απασχολούσε τη δισκογραφία με πολλά και εντελώς διαφορετικά, μεταξύ τους, πρότζεκτ.
Εδώ, τώρα, δεν θα ασχοληθούμε συνολικά με τα κατορθώματα του Gino στην Ελλάδα, αλλά μ’ εκείνο το σπουδαίο που έκανε στο ξεκίνημά του στα πάτρια – να ηχογραφήσει δηλαδή, πρώτος αυτός, ένα ελληνικό ροκ τραγούδι και μάλιστα με ελληνικά λόγια.
Ο Gino είχε ξεκινήσει την πορεία του στην Ιταλία, ως τραγουδιστής της οπερέτας βασικά, αλλά σύντομα θα έστριβε προς την ποπ, η οποία θα συγκέντρωνε έκτοτε το μόνιμο ενδιαφέρον του. Στην Ελλάδα πρέπει να έρχεται για πρώτη φορά το 1962, και κάπως έτσι τον συναντάμε σ’ ένα πρόγραμμα, στις 30 Μαρτίου εκείνης της χρονιάς, στο ξενοδοχείο King George, καθώς συμμετείχε στο χορό του κολεγίου Αναβρύτων, μαζί με το συγκρότημά του, τους Lonely Rebels, τον Γεράσιμο Λαβράνο με τους Σολίστ του, και ακόμη την αληθινά σπουδαία μαύρη αμερικανίδα τραγουδίστρια της τζαζ June Richmond (που είχε φθάσει να παίζει, τότε, μέχρι και στην Αθήνα). Φυσικά, ο Gino θα ερχόταν και αργότερα στη χώρα – και βασικά το 1964, χρονιά η οποία, εδώ, μας ενδιαφέρει. Όπως γράφει ο Ανδρέας Καλομάρης στο περιοδικό «Μοντέρνοι Ρυθμοί» (Μ.Ρ.) [τεύχος #6, 16-30 Ιουνίου 1964]:
«Η Αθήνα, που πριν από λίγες ημέρες υποδέχθηκε τον Τζίνο, δεν ήταν άγνωστη στον διάσημο τραγουδιστή. Την είχε ζήσει πριν λίγα χρόνια και είχε αποκομίσει, φεύγοντας, τις καλύτερες εντυπώσεις. Γιατί περνώντας, στην αρχή της καριέρας του, απ’ εδώ, τραγούδησε σε αρκετά κέντρα και καταχειροκροτήθηκε από τους Έλληνες τηναίητζερς. “Ήταν από τις πιο ωραίες στιγμές της ζωής μου” λέει τώρα ο ίδιος. “Ήταν μια ενθάρρυνσι, για να συνεχίσω και να φτάσω εκεί που είμαι σήμερα”».
Σε τούτο το πρώτο κείμενο των Μ.Ρ. για τον Gino εκείνο που βασικά παραλείπεται είναι πως ο άνθρωπος αυτός ήταν Έλληνας. Έπειτα, η αναφορά σε «διάσημο τραγουδιστή» την ίδια εποχή δεν είχε και πάρα πολύ νόημα, υπό την έννοια πως ο Gino δεν είχε κάνει κάποια μεγάλη επιτυχία, αφού η παρουσία του στο δυτικογερμανικό τηλεοπτικό “Teenager-Party ’64” σε σκηνοθεσία Kurt Ulrich, με τις συμμετοχές και των Peter Kraus, Jack Hammer, Mina, Orchester Max Greger κ.ά. –που θα κυκλοφορούσε και σε LP από την γερμανική και ισπανική Polydor–, δεν αποτελούσε, σώνει και καλά, κάποιο διαπιστευτήριο διασημότητας. Ούτε βεβαίως το πρώτο δισκάκι του (ως είδηση καταγράφεται και στο περιοδικό «Billboard» της 2ας Μαρτίου 1963), γραμμένο στην Αγγλία με την αξιόλογη ορχήστρα του Johnny Keating, που περιλάμβανε τα κομμάτια “The secret / Big wide world” [Parlophone], θα γινόταν επιτυχία.
Απλώς, τότε, ο Gino ερχόταν ως κάτι «νέο» στην Ελλάδα και έπρεπε με κάθε τρόπο να προωθηθεί. Μάλιστα, θα βρισκόταν και μια λέξη, η mod («μοντς τραγουδιστής»), ώστε να πλασαριζόταν ο Gino ως κάτι καινούριο στην ελληνική ποπ πραγματικότητα, που διένυε τότε τα πρώτα δειλά μέτρα της.
Τώρα από πού κι ως πού... μοντ τραγουδιστής είναι ένα θέμα. Ίσως τούτο να προέκυψε επειδή ο Gino είχε ήδη κάποια θητεία στο Λονδίνο ή πάλι γιατί είχε άκρες και στην Ιταλία – και οι mods γούσταραν τους Ιταλούς, που ήταν μπροστά στο σχέδιο και τη μόδα. Φυσικά και φορούσε μοδάτα κοστούμια ο Gino, ενώ δεν είμαι σίγουρος αν άκουγε μαύρη μουσική (jazz, rhythm nblues, soul ή και ska), όπως άκουγαν οι mods ή αν κυκλοφορούσε με βέσπα. Όπως γράφει και ο Dick Hebdige στο βιβλίο του «Υπο-κουλτούρα: το νόημα του στυλ» [Γνώση, 1981]:
«Αντίθετα με τους προκλητικά ενοχλητικούς teddy boys, οι mods ήταν πιο διακριτικοί και πιο ήπιοι σε εμφάνιση: φορούσαν σχετικά συντηρητικά κοστούμια, σε αξιοπρεπείς χρωματισμούς, ήταν σχολαστικά καλοβαλμένοι και διακριτικοί. Τα μαλλιά τους ήταν γενικά κοντά και καθαρά κι οι mods προτιμούσαν να συντηρούν το στυλάτο κόψιμο μιας άψογης “γαλλικής φράντζας” με αδιόρατη λακ, αντίθετα με την υπερβολική μπριγιαντίνη, στοιχεία των ανοιχτά ανδροπρεπών rockers».
Να μετέφερε, εκείνη την εποχή, τέτοια στοιχεία στην ελληνική πραγματικότητα ο Gino; Τι να πει κανείς... Αλλά από την άλλη μεριά από πού κι ως πού ο Καλομάρης επέλεξε τη λέξη «μοντς», για να περιγράψει τον τρόπο του Gino; Είχε πιάσει κάπου το αυτί του τους «μοντς» ή του την είχε πει (τη λέξη) ο ίδιος ο Gino (που είναι και το πιο πιθανό), καθώς ερχόταν από την Αγγλία; Αυτά είναι ενδιαφέροντα ερωτήματα, αλλά είναι ταυτοχρόνως και κάπως δύσκολο να απαντηθούν – οπότε ας τα αφήσουμε να πλανιούνται.
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/o-gino-ihografise-1964-gia-proti-fora-stin-ellada-ena-rok-tragoydi-me-ellinika-logia

Τρίτη 30 Ιουλίου 2024

ΝΙΚΗ ΚΟΚΚΟΛΗ μια νέα σαξοφωνίστρια, συνθέτρια και αυτοσχεδιάστρια στο πρώτο CD της

Η Νίκη Κοκκόλη (Nicky Kokkoli) είναι μια νέα σαξοφωνίστρια, συνθέτρια και αυτοσχεδιάστρια, που τώρα κυκλοφορεί το πρώτο CD της, το οποίο τιτλοφορείται Project Nascence [Private Pressing, 2024] και είναι κλεισμένο σ’ ένα gatefold, all paper, ασπρόμαυρο cover, με λιγοστές πληροφορίες επάνω του. Για παράδειγμα το ότι είναι σαξοφωνίστρια η Κοκκόλη δεν το διαβάζεις πουθενά, αφού το όνομά της δεν αναφέρεται στα σχετικά credits – εκεί όπου διαβάζουμε για τους υπόλοιπους μουσικούς, που συμμετέχουν στο άλμπουμ της και οι οποίοι είναι οι εξής (στα tracks 2, 4, 6): Dimitris Ventourakis πλήκτρα, Giannis Arapis ηλεκτρικές κιθάρες, Mizi σκρατς, Dimitris Kapoulas μπάσο και Simos Riniotis ντραμς. Λέμε για τα tracks 2, 4 και 6, που σημαίνει πως στα υπόλοιπα, τα 1, 3, 5, 7 και 8 η Κοκκόλη πρέπει να είναι μόνη της. Όντως; Μάλλον, έτσι φαίνεται δηλαδή.
Το πρώτο
track έχει διάρκεια λιγότερο από ένα λεπτό. Σίγουρα είναι ένα κομμάτι, που μπορείς να το διαμορφώσεις μόνος σου στο στούντιο, και στο οποίο ακούμε την παραμορφωμένη φωνή της Κοκκόλη να λέει: “Hello, my name is Nicky and this is my story”. Το επόμενο κομμάτι έχει 11λεπτη διάρκεια, λέγεται “Hey Mats”, ξεκινά με ήχους περπατήματος και ηλεκτρικό πιάνο, σε αργό τέμπο, με τα υπόλοιπα όργανα (κιθάρα, σαξόφωνο, πικάπ, μπάσο, ντραμς) να εισέρχονται και αυτά στο προσκήνιο, δίνοντας σχήμα σε μια σύνθεση κάπως «βαριά», ελεγειακή, με διάφορες αβαντ-γκάρντιες ανάμεσα (και τύπου hip hop), που διαθέτει και spiritual ροή. Εκείνο που πρέπει να ειπωθεί είναι πως όλες αυτές οι συγκλίσεις γίνονται με γνώση και δεν ακούγονται ξεκάρφωτες. Οπωσδήποτε λέμε για μια jazz, σύγχρονη με πολλά «μαύρα» στοιχεία, που πάλλεται και λόγω της δύναμης που έχουν τα γεμίσματα με τις διάφορες ατασθαλίες, αλλά και της παρουσίας της ηλεκτρικής κιθάρας. Το feeling είναι εκείνο των ηχογραφήσεων της Black Jazz και της Strata-East.
Στο 5λεπτο “Staef Kreis”, όπως μού έγραψε η ίδια η Ν. Κοκκόλη σ’ ένα e-mail, εκφράζονται «τα στάδια του πένθους (με σημείο αναφοράς το δυστύχημα των Τεμπών τον Μάρτιο του 2023)». Οπωσδήποτε και αυτό το track, που είναι στουντιακό, προσδίδει στο άκουσμα κάτι το άγριο και το αναπάντεχο, εκμεταλλευόμενο πλήρως τις τεχνικές ηχογράφησης αυτές-καθαυτές. Όμως και στο 6λεπτο “The south stole the snow” έχουμε και πάλι κάτι «βαρύ», επηρεασμένο αυτή τη φορά από την ελληνική παράδοση, με την Κοκκόλη να επιχειρεί μια μακριά εισαγωγή στο άλτο, πριν εισβάλλουν και όλα τα υπόλοιπα όργανα στην πορεία, προσδίδοντας στη σύνθεση αυτά τα έντονα και κάπως δραματικά χαρακτηριστικά.
Το 16λεπτο “Di straktid” είναι ένας συνδυασμός «κόλπων», «εφφέ» και σαξοφώνου. Σαν κομμάτι έχει ενδιαφέρον, αλλά λόγω της έκτασής του, σπάει τη ροή του δίσκου, που μέχρι εκείνη την ώρα σε κρατούσε σφιχτά. Στην αρχή το μηχανιστικό κομμάτι είναι πρωταγωνιστικό, όσο περνάει η ώρα, όμως, αυτό μεταπίπτει σε κάτι σαν ίσο, σε κάτι που εξελίσσεται «πίσω» και «μακριά». Κι εδώ οι αναφορές στην παράδοση είναι εμφανείς.
Στο 7λεπτο “Fanatismeni den ime” υπάρχει ποίημα της Pilar Rodriguez Aranda, μεταφρασμένο στα ελληνικά από την Έλενα Σταγκουράκη. Όπως λέει η ίδια η συνθέτιδα, και ακούμε κι εμείς φυσικά, εδώ γίνεται «αναφορά στις γυναικοκτονίες και στην καταπίεση των γυναικών». Το κομμάτι, μπορεί να προβάλλει σωστά κοινωνικά μηνύματα, αλλά δεν κολλάει με τίποτα με ό,τι προγενέστερο έχεις ακούσει. Δεν ξέρω αν οι στίχοι ακούγονταν στη γλώσσα που πρωτο-γράφτηκαν, και κυρίως από άλλη φωνή, πώς θα ηχούσε συνολικά το track, όμως τώρα, και έτσι όπως εγώ το ακούω, δεν με πείθει, ως αισθητικό αποτέλεσμα.
Τα δύο τελευταία tracks έχουν σύντομες διάρκειες, περί το λεπτό, και δεν μπορείς να πεις πολλά γι’ αυτά.
Συνολικά, θα έγραφα για ένα πολλά υποσχόμενο άλμπουμ από την Νίκη Κοκκόλη, μια μουσικό που θα πρέπει να την δούμε και να την ακούσουμε ξανά στο μέλλον.
Επαφή: https://nickykokkoli.bandcamp.com/album/project-nascence

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2024

KESSONCODA, CAOILFHIONN ROSE νέα άλμπουμ της Gondwana Records

KESSONCODA: Outerstate [Gondwana Records, 2024]
Ένα καινούριο βρετανικό electro-jazz ντούο είναι οι Kessoncoda, τους οποίους αποτελούν οι Pawel Sowa πιάνο, ηλεκτρονικά και Thomas Sunney ντραμς, κρουστάμε τους / τις Caoilfhionn Rose φωνή, Siân O'Connor φωνή, Jasmine Myra σαξόφωνο, Andreas Manoras τσέλο και Krystyna Pęzińska βιολί να βοηθούν στην ολοκλήρωση του “Outerstate”, που είναι το πρώτο CD τους.
Όλα αυτά τα γκρουπ, σαν τους Kessoncoda, παίρνουν γραμμή βασικά από τους e.s.t., και φυσικά από σχήματα που electro-ποίησαν έτι περισσότερο την jazz στην πορεία, όπως οι Portico Quartet για παράδειγμα.
Είναι γνωστόν, επίσης, πως οι επιρροές, στα εν λόγω σχήματα, δεν προέρχονται μόνον από τον χώρο της jazz, μα και από άλλες ηχητικές περιοχές, που μπορεί να σχετίζονται με την κινηματογραφική μουσική (ορισμένα ειδικού τύπου σάουντρακ) και με διάφορα υποείδη της ευρείας electronica (όπως την ambient music, την electro-pop, την dance music κ.λπ.), ενώ και οι αναφορές στον ήχο του Vangelis ή της 4AD δεν είναι σπάνιες. Όλα τούτα παρελαύνουν στις συνθέσεις και των Kessoncoda, δημιουργώντας αυτό τον τόσο χαρακτηριστικό, εν τέλει, electro-jazz ήχο.
Οπωσδήποτε είναι συμπαθείς οι Βρετανοί, δεν γεννάται θέμα, και το “Outerstate” είναι, σίγουρα, ένα καλό άλμπουμ, όμως, και σε κάθε περίπτωση, εκείνο που απαιτείται, κάθε φορά, είναι να μπορείς να γίνεσαι διακριτός, καταγράφοντας, στο μέτρο του δυνατού πάντα, το προσωπικό σου στίγμα. Εδώ, αυτό, κάπως αναζητείται...
CAOILFHIONN
ROSE: Constellation [Gondwana Records, 2024]
Το τρίτο άλμπουμ της τραγουδοποιού Caoilfhionn Rose αποκαλείται “Constellation” και ακολουθεί τα “Truly” (2021) και “Awaken” (2018), για τα οποία ήδη υπάρχουν reviews στο δισκορυχείον.
Ένας συνδυασμός εκείνων που είχαμε γράψει για τα δύο προηγούμενα CD τής Rose θα μπορούσε να περιγράψει και το παρόν τρίτο – που κινείται στις ίδιες pop, folk και folk-rock διαδρομές, παρουσιάζοντας μια σειρά από καλές μελωδίες, που δεν είναι, όμως, τόσο... δυνατές, ώστε να αποτυπωθούν αμέσως στη μνήμη σου.
Χαλαρά, απλά, ήσυχα και στο βάθος ενδιαφέροντα τραγούδια, που «πνίγονται» πάντως ενορχηστρωτικά, φαλκιδεύοντας κατά μίαν έννοια την φωνή της Rose, που είναι από τη φύση της απαλή και «θαμπή» και που δύσκολα μπορεί να σταθεί στο αυτό επίπεδο με τις σύνθετες προσεγγίσεις.
Εν τω μεταξύ πολλοί μουσικοί συμμετέχουν στις εγγραφές, παίζοντας ακόμη περισσότερα όργανα. Κάθε κομμάτι, θέλω να πω, είναι ηχογραφημένο από διαφορετικό team –για παράδειγμα στο “Fall into place” συμμετέχουν οκτώ μουσικοί, σε φωνή, πιάνο, σύνθια, σύνθι-μπάσο, κιθάρες, φωνητικά, κι άλλα synths, κι άλλα φωνητικά, συν σαξόφωνα, πιάνο και κοντραμπάσο-ντραμς.
Γενικώς τα πλήκτρα και τα σύνθια είναι εκείνα που κυριαρχούν ως ήχος, ενώ υπάρχουν και πολλά samples, beats και εφφέ, που προσδίδουν στην εγγραφή κάθε φορά και διαφορετικά χαρακτηριστικά (πιο ambient, πιο folk, πιο pop κ.λπ.).
Καλά ή και πολύ καλά τραγούδια υπάρχουν και στο “Constellation”, όπως το “Josephine” φερ’ ειπείν, σίγουρα, όμως, χρειάζεσαι κάτι παραπάνω ή κάτι διαφορετικό τέλος πάντων σ’ αυτό το στυλ (πιο απλοποιημένο σαν παραγωγή-ενορχήστρωση), για να δεις την Caoilfhionn Rose να διαπρέπει. 

Η Gondwana Records εισάγεται από την AN Music

Κυριακή 28 Ιουλίου 2024

ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΙΝΟΣ και η συμβολή του στο πρώιμο σατιρικό τραγούδι - μια ιστορία που ξεκινά από τον Μποστ, περνά από τον Δημήτρη Γέρο, για να καταλήξει στην μπουάτ Ρήγας το 1969-70

Ο όρος «σατιρικό τραγούδι» εκφράζει ένα είδος τραγουδιού, που ακούστηκε πολύ στη δεκαετία του ’70 και βασικά στη Μεταπολίτευση. Ως χαρακτηριστική τριάδα του «σατιρικού τραγουδιού» θεωρούνται, και είναι, οι Θέμης Ανδρεάδης-Γιάννης Λογοθέτης-Γιάννης Κιουρκτσόγλου, ενώ προς το τέλος της δεκαετίας εκείνος που θα έσπαγε τα ταμεία και με τα σατιρικά τραγούδια του ήταν, βεβαίως, ο Χάρρυ Κλυνν. Σατιρικά τραγούδια έλεγαν και κάποιοι ηθοποιοί εκείνα τα χρόνια, όπως ο Γιάννης Γκιωνάκης, ο Τάκης Μηλιάδης, ο Γιάννη Μπουρνέλης και ακόμη ο ρόκερ Δημήτρης Πουλικάκος, ο Λάκης Σκούταρης, ο λαϊκοδημοτικός Γιώργος Μπίλης κ.ά.
Γενικώς, υπήρχε ανάγκη για σάτιρα (πολιτική και όχι μόνο), για εξωστρέφεια, για γέλιο χωρίς όρια, επιθεωρησιακού τύπου ορισμένες φορές, ok, αλλά και αυτό το είχε ανάγκη ο κόσμος μετά την πτώση της δικτατορίας. Η οποία δικτατορία δεν ανεχόταν, φυσικά, την πολιτική σάτιρα στο τραγούδι. Ή και την πολιτική σάτιρα γενικότερα. Ίσως περισσότερο και από τα τραγούδια του Θεοδωράκη η χούντα να κυνηγούσε την πολιτική σάτιρα αυτή καθ’ αυτή. Στα θέατρα, ας πούμε, επενέβαιναν ανοιχτά και κατέβαζαν παραστάσεις (π.χ. την επιθεώρηση «Έρχονται δεν Έρχονται» των Κώστα Νικολαΐδη-Ηλία Λυμπερόπουλου), όταν δεν είχε ξεσκονίσει τα κείμενα πιο πριν η λογοκρισία.
Φυσικά, στη δισκογραφία τα πράγματα ήταν ακόμη πιο σκληρά – δύσκολα θα ξέφευγε κάτι. Και ο «Ταρζάν» του Γιάννη Μαρκόπουλου ήταν βεβαίως σατιρικό τραγούδι, αλλά ήταν έξυπνο και δεν γινόταν να το απαγορεύσουν. Γενικώς η περσόνα «Ταρζάν» έπαιζε πολύ τότε (το 1973) και όχι μόνο στο τραγούδι, και συμπαραδήλωνε διάφορα.
Ο κόσμος βεβαίως, από την άλλη μεριά, δεν χαμπάριαζε και τα ανέκδοτα, που κυκλοφορούσαν για την «τριανδρία» (Παπαδόπουλος-Παττακός-Μακαρέζος) έδιναν κι έπαιρναν στις παρέες. Κάποια πνευματώδη, δε, έφθαναν έως και στις παρυφές των δημοσιογραφικών γραφείων και μπορούσες να τα διαβάσεις, κατά την περίοδο της «φιλελευθεροποίησης», ακόμη και στις στήλες των εφημερίδων. Αλλά είπαμε... Την εφημερίδα την διαβάζει ο καθένας μόνος του. Δεν είναι όπως το τραγούδι, που μπορεί να ακούγεται ταυτόχρονα από πολλούς και να διασπείρεται με ταχύτητα.
Η σάτιρα μπορεί να επιβιώσει, βεβαίως, και μέσω των υπονοουμένων, να είναι πιο «λεπτή» δηλαδή, και ίσως αυτό να έχει ακόμη πιο πολύ ενδιαφέρον, από το φόρα-παρτίδα κράξιμο των κακώς κειμένων – που και αυτό μπορεί να χρειάζεται, και να το έχει ανάγκη ο κόσμος ορισμένες φορές.
Η σάτιρα συνδέεται πάντα με την «ελευθερία της έκφρασης» και στόχος της πρέπει να είναι οι εξουσίες (υπάρχουν χίλιες-δυο τέτοιες), ενώ όσο λιγότερο (ή και καθόλου) παρεμβαίνεις επ’ αυτής (αφήνοντας όλο τον έλεγχο στον καλλιτέχνη) τόσο πιο πολύ προσεγγίζεις, σαν πολιτεία, σαν αρχή, σαν κοινωνία και σαν άτομο, το δημοκρατικό ιδεώδες. Σάτιρα και... δικαστήρια είναι έννοιες αντιμαχόμενες. Η ανοχή στη σάτιρα δείχνει αληθινό φιλελεύθερο πνεύμα, και πέραν αυτού άνεση, μεγαθυμία και εξυπνάδα, ενώ είναι λυτρωτική για τους πάντες (έτσι πρέπει να είναι). Και γι’ αυτούς που την ασκούν, και γι’ αυτούς που την δέχονται ή την καταναλώνουν.
Η σάτιρα συνδέεται με πολλά, κι ένα απ’ αυτά τα πολλά είναι και το χιούμορ... μπλακ ή λιγότερο μπλακ. Έχοντας αυτό για αρχή θα μπορούσαμε να πούμε πως το αληθινά πρώτο, σύγχρονο, ελληνικό σατιρικό τραγούδι ήταν «Η νήσος των Αζορών» [Columbia, 1961], σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, στίχους Μποστ και ερμηνεία από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση (με τον Μανώλη Χιώτη στο μπουζούκι). Τι ακριβώς ήθελε να πει ο Μποστ με στίχους σαν και τούτους... «Ένα πλοίον ταξιδέβων με υπέροχον κερόν / εφνιδίως εξοκήλη ανοικτά των Αζορών / ένας νέος κε μια νέα, ορεότατα πεδιά / φθάνουν κολυμβών γενέος εις πλησείον αμουδιά. / Ζώντας βίον προτογόνου κε ο νέος με την κόρη / κύταζαν και κάπου-κάπου εάν έρχετε βαπόρι / αλλά φθάσαντος χειμόνος και μη φθάνοντος βαπόρι / απεβίοσεν ο νέος κε απέθαναιν η κόρη»... είναι ένα θέμα. Αν και είναι εξίσου πιθανό να μην ήθελε να πει κάτι ιδιαίτερο, ο πανέξυπνος στιχοπλόκος. Όμως και αυτό είναι ένα από τα γνωρίσματα της σάτιρας. Να αφήνει τον ακροατή ελεύθερο να αφουγκραστεί το παραπέρα – υπάρχει-δεν υπάρχει αυτό στη σκέψη εκείνου που σκαρφίζεται τα λόγια. Δεν μπορεί να είναι όλα μασημένη τροφή.
Σε στίχους του Μποστ ήταν κι ένα άλλο, μπλακ αυτή τη φορά, σατιρικό τραγούδι, που ακουγόταν επίσης πριν από τη δικτατορία – «Οι νεκροθάπται» [Lyra, 1965], σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου και με ερμηνεία από τον Γιώργο Ζωγράφο. Ακούγαμε εκεί (μεταφέρω... ανορθόγραφα): «Εις το φέρετρο θα έμβω / και στο μνήμα της θα μπω / να με θάψουν νεκροθάπται / με αυτήν που αγαπώ. Η κακούργος κοινωνία / που μας χώρισε σκληρά / να χαρεί και ν’ απολαύσει / δύο πτώματα νεκρά».
Λίγοι ξέρουν πως ο πολύ γνωστός και άξιος εικαστικός Δημήτρης Γέρος υπήρξε/είναι, ανάμεσα σε διάφορα άλλα, και τραγουδοποιός, συνθέτης κ.λπ. Αυτό το είχα διαβάσει κάποια στιγμή στο περιοδικό «Μοντέρνοι Ρυθμοί» κι είχα εκπλαγεί. Πιο συγκεκριμένα, από το τεύχος #100 του περιοδικού (Φεβ. 1968): «Ο τραγουδιστής “μπλακ χιούμορ” Δημήτρης Γέρος ύστερα από την μεγάλη επιτυχία που σημειώνει κάθε βράδυ στην μπουάτ της Πλάκας Τετράδιο, θα ηχογραφήσει έναν δίσκο μακράς διαρκείας με δικά του “μπλακ χιούμορ” τραγούδια».
Σημείωνε μεγάλη επιτυχία στο Τετράδιο ο Γέρος; Και θα ηχογραφούσε και LP με δικά του κομμάτια; Τι κρίμα να μην συμβεί αυτό τελικά. Και λίγο πιο μετά, στη συνέχεια των «Μοντέρνων Ρυθμών», τις «Καλλιτεχνικές Επικαιρότητες» [τεύχος #2, Μαρ. 1968]: «Στην Πλάκα και πάλι, στην οδό Μνησικλέους όμως αυτή τη φορά, συναντάμε την γραφική μπουάτ Τετράδιο, όπου με μεγάλη επιτυχία εμφανίζονται κάθε βράδυ οι αντιπροσωπευτικοί τραγουδισταί του “νέου κύματος” Αλέξης Γεωργίου, Θάνος Μπρατσιώτης, Βαγγέλης Ντίκος, ενώ στο πιάνο τους συνοδεύει η ταλαντούχος Βαρβάρα Παπαδοπούλου. Πολύ αρέσει επίσης σε... αντιτραγουδιστικά τραγούδια και τραγούδια “μπλακ χιούμορ” ο τυπίστας Δήμος Γέρου».
Εντάξει, δεν το είχαν πιάσει καλά το όνομα τη δεύτερη φορά – όμως, για τον Δημήτρη Γέρο επρόκειτο και πάλι. Μια δεκαετία αργότερα θα έλεγε ο ίδιος στο περιοδικό «Μουσική» [Αύγ. 1979]: «Ο υπερρεαλισμός ως βάση της υπάρξεώς μου εκδηλώνεται και σε κάθε έργο μου: ζωγραφικό, γλυπτικό, συγγραφικό, μουσικό κ.λπ. Μερικές φορές ο ντανταϊσμός, που τόσο με έχει συναρπάσει, φαίνεται σε ορισμένα έργα μου. Και μη ξεχνάτε τα τραγούδια μου (1966-1969) στις μπουάτ της Πλάκας, που ήταν μόνο ντανταϊστικά. Αλλά και το βαμμένο μαύρο σπίτι μου στην κεντρική πλατεία της Λειβαδιάς, στα χρόνια της χούντας, τι άλλο ήταν από μια τέτοια εκδήλωση;».
Δεν ξέρω από πού είχε επηρεαστεί ο Γέρος και έλεγε τέτοια τραγούδια, στο τέλος των σίξτις. Αλλά επειδή ο υπερρεαλισμός τον συνέπαιρνε εκείνο τον καιρό ίσως να είχε διαβάσει (από τα γαλλικά) την “Anthologie de l'humour noir” του André Breton, που θα μεταφερόταν το 1980 από τον Αιγόκερω και στα ελληνικά ως «Ανθολογία του Μαύρου Χιούμορ».
Εκείνη ακριβώς την εποχή αρχίζει να λάμπει για πρώτη φορά και το αστέρι του Γιώργου Μαρίνου στις μπουάτ – ο οποίος Μαρίνος περνάει από την
Κατακόμβη, τα Ταβάνια, τις Νεφέλες και τις Χάντρες, πριν καταλήξει το χειμώνα του 1969-70, στον Ρήγα, στην Πλάκα (Αφροδίτης 9 και Φαρμάκη). Ήδη από το 1968 ο Μαρίνος έχει διαχωρίσει τη θέση του από το Νέο Κύμα, πριμοδοτώντας το νέο λαϊκό είδος του ελληνικού τραγουδιού, που δεν ήταν άλλο από το ελαφρολαϊκό. Όπως θα έλεγε και ο ίδιος στις «Καλλιτεχνικές Επικαιρότητες» [τεύχος #1, Μαρ. 1968]: «Δεν νομίζω ότι υπάρχει νέο κύμα, εκτός αν προτιμάτε να λέτε “νέο” κάτι που άρχισε τέσσερα χρόνια πριν και που προϋπήρχε πολύ περισσότερο. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου τραγουδιστή του “νέου κύματος”! Τα τραγούδια μου, χωρίς να σας το κρύβω, είναι ελαφρά λαϊκά τραγούδια. Αυτό είναι όλο!».
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/o-giorgos-marinos-kai-i-symboli-toy-sto-proimo-satiriko-tragoydi

Σάββατο 27 Ιουλίου 2024

ODED TZUR το νέο άλμπουμ του ισραηλινού σαξοφωνίστα

Ανά δύο χρόνια ο ισραηλινός σαξοφωνίστας (τενόρο) Oded Tzur φροντίζει να υπενθυμίζει την παρουσία του πάντα με πολύ ενδιαφέροντες δίσκους. Έτσι, το 2020 ήταν το “Here Be Dragons”, το 2022 το “Isabela” και τώρα, το 2024, το My Prophet [ECM Records / ΑΝ Μusic, 2024]. Και στους τρεις αυτούς δίσκους ο Tzur έχει δίπλα του τον πιανίστα Nitai Hershkovits και τον κοντραμπασίστα Πέτρο Κλαμπάνη, ενώ στη θέση του ντράμερ συναντάμε τώρα ένα νεότερο μέλος, τον Cyrano Almeida.
Το υλικό, πρωτότυπο προφανώς, είναι έτσι διαμορφωμένο, ώστε να αναδεικνύει και την επικοινωνία των μελών του σχήματος, μα και τον τρόπο έκφρασης καθενός εκ των πρωταγωνιστών. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω μιας συνετής χρονο-κατανομής, που αφήνει περιθώρια και στην ομαδική κατάδειξη και στην ατομική.
Οι πιο «φευγάτες» συνθέσεις του δίσκου είναι εκείνες που εξελίσσονται αργά, και κομμάτια σαν το δεκάλεπτο “Through a land unsown” αποτελούν εξέχοντα δείγματα μιας σύγχρονης πνευματικής τζαζ, που έχει τον τρόπο να επιβάλλεται στον ακροατή μέσω των μελωδικών ποικιλιών της, και των σεμνών και αβίαστων παιξιμάτων. Ο πιανίστας και ο τενορίστας είναι εκείνοι που αναλαμβάνουν να μας ξεναγήσουν σ’ αυτόν τον άυλο και άφατο κόσμο, ενώ και η συμβολή του rhythm section, του κοντραμπασίστα (στο ξεκίνημα κυρίως) και του τελείως θωπευτικού ντράμερ, συμβάλλουν, ασυζητητί, στη διαμόρφωση του τελικού κλίματος. Το ίδιο σπουδαία είναι και η σύνθεση “Renata”, που ακολουθεί, η οποία φέρνει στη μνήμη κάτι από τις εγγραφές του θρύλου σουηδού πιανίστα Jan Johansson, ενώ... ανελέητο κομμάτι είναι, περαιτέρω, το 11λεπτο “The prophet”, μέσα από το οποίο το κουαρτέτο του Oded Tzur φανερώνει χαρακτηριστικά μεγάλου σχήματος. Το κλείσιμο με το δυναμικό “Last bike ride in Paris” δείχνει, απλώς, και γιατί ο Oded Tzur είναι, σήμερα, ένα top όνομα, και γιατί το κουαρτέτο του είναι παντού περιζήτητο.
Φοβερά ώριμη μουσική από 40άρηδες σολίστες, που γνώρισαν την τζαζ μέσα από άλλες διαδρομές (ακαδημαϊκές, ωδειακές κ.λπ.) και που τώρα έχουν αφήσει ελεύθερο τον εαυτό τους να φθάσει όσο πιο μακριά γίνεται.

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024

MUSIC SOUP ORGAN TRIO το ελληνικό τζαζ τρίο στο νέο άλμπουμ του

Το Music Soup Organ Trio είναι ένα ελληνικό τζαζ σχήμα, το οποίο αποτελούν οι Νέστωρ Δημόπουλος κιθάρα, Ευγενία Καρλαύτη όργανο και Βαγγέλης Κοτζάμπασης ντραμς. Από δισκογραφικής πλευράς γνωρίζουμε το σχήμα μέσα από το άλμπουμ του “Cut to the Chase”, που είχε κυκλοφορήσει, το 2016, από την αμερικάνικη εταιρεία Chicken Coop του οργανίστα Tony Monaco. Τώρα, ένα δεύτερο άλμπουμ του σχήματος (με την ίδια ακριβώς line-up) στρίβει στο player – άλμπουμ, που τιτλοφορείται Upbeat Mood (2024) και το οποίο είναι τυπωμένο για την ίδια ετικέτα (την Chicken Coop Records / Summit Records).
Οι Music Soup είναι ένα κλασικό organ-trio (χωρίς μπάσο, όπως ήδη διαπιστώσατε), που βαδίζει πάνω στη μεγάλη παράδοση του είδους, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα στις δεκαετίες – από εκείνη του ’50, έως τις μέρες μας. Σαν γκρουπ ερμηνεύει, βασικά, δικές του συνθέσεις (του Δημόπουλου και της Καρλαύτη), παρουσιάζοντας εδώ μία μόνον διασκευή στο κλασικό και ασυναγώνιστο “My little red book” του Burt Bacharach.
Τα κομμάτια είναι κυρίως γρήγορα, και κάποια μέσου τέμπο, ώστε το άκουσμα, τελικώς, να χαρακτηρίζεται από την έξτρα groovy αισθητική του, καθώς το ένα διαδέχεται το άλλο.
Έτσι μέσα από το bluesA day in the park”, το δεξιοτεχνικό up tempoAround the world” με την ταξιδευτική μελωδία και τις latin αναφορές του (το κομμάτι διαθέτει και piano playing από τον Kym Purling), το αισθησιακό “Freeland (To O.P. with love)”, με την καθαρή κιθαριστική φρασεολογία, το έξοχο οργανικό «σκάψιμο» και την σχεδόν ανεπαίσθητη, αλλά τόσο ουσιαστική κρουστή συνοδεία, το λελογισμένα ροκ “Fun island”, το boogalooAppartment in Athens” (που διαθέτει και τρομπέτα από τον Henry Gergen) και βεβαίως με την θαυμάσια version του “My little red book”, στο οποίο η Καρλαύτη δίνει ρέστα, παραλλήλως με την όλο νεύρο συνοδεία του Κοτζάμπαση, ένα είναι φανερό. Δηλαδή ολοφάνερο.
Το Music Soup Organ Trio είναι ένα (ελληνικό) τζαζ σχήμα, που μπορεί να διαπρέψει, και δισκογραφικά, οπουδήποτε στον κόσμο – κάτι που το γνωρίζουν, πρώτοι όλων, οι αμερικανοί συνεργάτες του.
Επαφή: www.summitrecords.com

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2024

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 588

25/7/2024
Ο φίλος και συνεργάτης στο Jazz & Τζαζ, και από τους ανθρώπους που στηρίζουν την τζαζ στην Ελλάδα με πολλούς τρόπους, Βαγγέλης Αραγιάννης:
>>Διαβάζω εδώ και μέρες το «Ραντεβού στο Κύτταρο» του Φώντα Τρούσα. Μόνο σε μικρές δόσεις και ποτέ παραπάνω από μερικές σελίδες.
Δεν είναι ότι κουράζει, κάθε άλλο. Ο λόγος ρέει, σε τραβάει να διαβάσεις μονορούφι. Μέσα από μακροχρόνια έρευνα και βαθιά γνώση της περιόδου που πραγματεύεται (1965-1982), ο Φώντας Τρούσας βάζει τα γεγονότα σε χρονολογική αλληλουχία, συνδέει χρονιά με τη χρονιά τα πρόσωπα μεταξύ τους αλλά και με τον περίγυρο της εποχής.
Πέρα από αυτό όμως, όσο και να γνωρίζει κανείς την ελληνική ποπ και ροκ σκηνή και δισκογραφία της περιόδου, είναι δύσκολο να περάσει από σελίδα και να μην πέσει πάνω σε κάτι που δεν ήξερε. Για να διακόψει τελικά την ανάγνωση για να ψάξει, να ακούσει, να ανακαλύψει και να επανέλθει. Κι αυτό είναι, πιστεύω, ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά ενός σημαντικού βιβλίου για τη μουσική.<<


24/7/2024
50 ΧΡΟΝΙΑ
"Ελλάς, Ελλάς, τι θα γίνει φίλε μου με μας ;"

24/7/2024
>>Μέχρι το καλοκαίρι του 1965, ο Έρικ Κλάπτον είχε χορτάσει τους Bluesbreakers του John Mayall, αποφασίζοντας να φύγει για την Ελλάδα με κάποιους φίλους. Ο John Mayall θυμάται:
«Ο Έρικ ήταν πάντα ένας ανήσυχος μουσικός και υποθέτω ότι απλώς βαρέθηκε να παίζει ατέλειωτα βράδια, με όλους εμάς, συνεχώς. Ήθελε να φύγει από την Αγγλία να εγκαταλείψει αυτό το σκηνικό. Φυσικά, εμένα όλη αυτή η φάση με πανικόβαλε, γιατί βασιζόμαστε στον Έρικ και υπήρχαν τόσο λίγοι άνθρωποι ώστε να διαλέξουμε έναν για αντικαταστάτη του. Βάλαμε αγγελία στο Melody Maker, είχαμε αμέτρητες απαντήσεις, αλλά καμία από αυτές δεν μου έκανε. Είχα, εν τω μεταξύ, τον Jeff Kirbit από τους Dr K's Bluesband για κιθαρίστα, για λίγο, και κατά τη διάρκεια εκείνων των εβδομάδων που ήταν μαζί μου, ένας άλλος τύπος ερχόταν και μου έλεγε συνεχώς: “Είμαι πολύ καλύτερος απ’ αυτόν, γιατί δεν με χρησιμοποιείς;”. Στο τέλος είχε αγριέψει κι είχε γίνει τόσο φορτικός, ώστε αναγκάστηκα να τον πάρω στο γκρουπ... και ήταν όντως καλύτερος – ήταν ο Peter Green. Τρεις μέρες αργότερα, όμως, ο Έρικ θα γυρνούσε ξανά από την Ελλάδα και του είχα υποσχεθεί τη θέση του στο γκρουπ, αν συνερχόταν απ’ αυτή την κατάσταση που βρισκόταν κι ήθελε, αληθινά, να είναι μαζί μας. Επέστρεψε, λοιπόν στους Bluesbreakers και αυτό δεν θα χαροποιούσε καθόλου τον Peter Green»<<

[Richard Newman: John Mayall Blues Breaker, Castle Communications, 1995]

24/7/2024
>>Με Mick Taylor, με τρία μέλη των μετέπειτα Colosseum (Hiseman, Reeves, Heckstall-Smith) και μερικούς ακόμη άσσους. Ένα από τα πολλά συγκλονιστικά άλμπουμ του John Mayall...
Σπουδαίος καλλιτέχνης. Χαίρομαι γιατί τον έχω δει δύο φορές live, αλλά κυρίως χαίρομαι γιατί και η δική μου "κλάση" μεγάλωσε με τους δίσκους του...<<

Παλιό ποστ από το 2021 είναι αυτό (μαζί με το τραγούδι που ακολουθεί). John Mayall RIP
https://www.youtube.com/watch?v=LPX5-uIpEcc

23/7/2024
Ζηλεύεις πολλά αν (ξανα)δεις σήμερα το “Week-end” του Γκοντάρ, αλλά εκείνο που σε κάνει να μελαγχολείς είναι η ελευθερία της έκφρασης, που σου παρείχε η εποχή (δεύτερο μισό των 60s), σε σχέση με το τώρα. Αν γυριζόταν στις μέρες μας το “Week-end” παίζεται αν η διάρκειά του θα ήταν έστω η μισή.
[τεράστια ταινία, ανυπέρβλητο δοκίμιο – οτιδήποτε και να δεις μετά σου φαίνεται αστείο]

23/7/2024
Κάπου έχω και το CD, αλλά βαρέθηκα να ψάξω να το βρω. Τέλος πάντων σειρά σχεδόν πλήρης...

22/7/2024
Επειδή ασχολούμαστε πολύ περισσότερο με τις αμερικανικές εκλογές από τον μέσο αγελαδάρη της Τζώρτζια θα πρέπει να το δούνε αυτό στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στη Γερουσία, και να μας δώσουν πάραυτα το δικαίωμα, όλων ημών που ζούμε στη... μήτρα της δημοκρατίας, να ψηφίζουμε ΚΑΙ στις αμερικάνικες εκλογές.
Και γιατί όχι... οι Έλληνες, τιμητικά να πούμε, θα έπρεπε να ψηφίζουν παντού στον κόσμο όπου γίνονται εκλογές.
Βασικά, δεν θα έπρεπε να κάνουμε τίποτα άλλο στη ζωή μας, εκτός από το να συμμετέχουμε σε προεκλογικούς αγώνες και να ψηφίζουμε σε εκλογές… και να πληρωνόμαστε αδρά γι’ αυτό εννοείται. Τζάμπα μάθαμε σε όλους αυτούς τι εστί δημοκρατία; (γέλιο)

22/7/2024
Εντάξει, μπορεί να τον έστειλαν για απόσυρση τώρα τον εσχατόγηρο, αλλά θα πέσει γερό καλαφάτισμα με μπογκομόλετς, βορονώφ και τα λοιπά και το 2028 θα είναι και πάλι υποψήφιος.

22/7/2024
H φίλη Χαρούλα Νικολαΐδου σε μια ωραία σύνθεση. Την ευχαριστώ.

20/7/2024
Οι ανακοινώσεις για το ελληνικό τραγούδι, όταν προβάλλεται στο πιο υψηλό επίπεδο, από την Προεδρία της Ελληνικής Δημοκρατίας, και μάλιστα στη συγκεκριμένη συγκυρία, θα πρέπει να διακρίνονται από γνώση της ιστορίας του και απόλυτη ακριβολογία. Κάθε άλλη διατύπωση δεν περιποιεί τιμή ούτε στο τραγούδι μας, ούτε στην Προεδρία αυτή καθ’ αυτή.
Όταν λοιπόν γράφεις για τραγούδια «τα οποία την περίοδο της χούντας εξέφρασαν την εναντίωση στο δικτατορικό καθεστώς και έγιναν σύμβολα ελεύθερης έκφρασης και ψυχικής ανάτασης στη Μεταπολίτευση» δεν γίνεται να έχεις ανάμεσα τραγούδια του Χατζιδάκι, του Πλέσσα και του Τόκα (ο οποίος, εν τω μεταξύ, ήταν τελείως άγνωστος, για το ελληνικό τραγούδι της εποχής).
Ο Χατζιδάκις δεν είχε καμία σχέση με το αντιδικτατορικό τραγούδι, ως γνωστόν, αφού τα σιχαινόταν αυτά τα πράματα, ούτε είχε θέματα με τη λογοκρισία (είναι γνωστές οι απόψεις του από τις συνεντεύξεις του) κ.λπ. και φυσικά κανένα τραγούδι του τού μεταιχμίου (λίγο πριν, λίγο μετά τη χούντα) δεν εξέφρασε το πνεύμα της εποχής.
Ο Πλέσσας επί χούντας δεν έκανε αντιδικτατορικό τραγούδι. Μετά τη χούντα έβγαλε μερικούς δίσκους («Μίλα μου για τη Λευτεριά» κ.λπ.), αλλά κανένα απ’ αυτά τα τραγούδια δεν τα έβαλε ο κόσμος στο στόμα του, στα στάδια κ.λπ. Ο δε Τόκας, όπως προείπα, ήταν ανύπαρκτος ο άνθρωπος, καλλιτεχνικά, τη συγκεκριμένη εποχή στην Ελλάδα.
Και τα τραγούδια του Μίκη ακούγονταν το φθινόπωρο του ’73 στα μαγαζιά της Πλάκας, και γινόταν πανζουρλισμός, αλλά η έκρηξη θα γινόταν μετά, όταν θα απελευθερωνόταν και η δισκογραφία.
Μαρκόπουλος, Ξαρχάκος, Σαββόπουλος ναι και Μίκης φυσικά. Τι άλλο; Και άλλα διάφορα – δείτε, ας πούμε, το προηγούμενο ποστ για το σπουδαίο άλμπουμ του Δήμου Μούτση «Μαρτυρίες». Δεν το φτιάχνω, όμως, εγώ το πρόγραμμα της Προεδρίας. Εγώ απλώς διαβάζω, αυτά που ανακοινώνονται, και κρίνω.

19/7/2024
Ο τουρισμός αναδείχθηκε σε «βαριά βιομηχανία» της Ελλάδας επί χούντας, ενώ το ότι θεωρείται ακριβώς το ίδιο και σήμερα και προπαγανδίζεται αναλόγως, από κάτι τύπους σαν τον Πορτοσάλτε, δεν είναι τυχαίο.
Αν τολμούσες να πεις, τότε, κάτι κακό για τους τουρίστες και τον τουρισμό, έκλειναν οι πόρτες πίσω σου. Ο Γιώργος Ιωάννου είχε γράψει, λίγο μετά την επταετία, πως εκείνη την εποχή «το ξεπούλημα της αλκής του ελληνικού λαού είχε λάβει διαστάσεις βιομηχανίας» και πως «αρκούσε να ήταν οι ξένοι ευχαριστημένοι και όλα τα άλλα θεωρούνταν δευτερεύοντα».
Φυσικά, εκφραζόταν και κάποιο δήθεν αντι-τουριστικό μένος στα περιοδικά και τις εφημερίδες, καθώς γράφονταν άρθρα για τους «αλητο-τουρίστες» κ.λπ., αλλά όλα αυτά ήταν «πληρωμένα», προκειμένου να λειτουργήσουν εκτονωτικά προς το ούλτρα συντηρητικό αναγνωστικό κοινό, τους παπάδες κ.λπ. Στην πράξη, όμως, η επίσημη Εκκλησία, άρχισε κάπως να καταφέρεται εναντίον του τουρισμού μετά την χούντα – επί χούντας βασικά έκανε μόκο (τηρώντας τα προσχήματα).
Ο τουρισμός συνδεόταν, τότε, στενά με πολλά και ποικίλα θέματα (ναρκωτικά, ψωνιστήρια κ.λπ. – γράφει και γι’ αυτά ο Ιωάννου) και ακόμη με την αρχαιοκαπηλία. Συχνά στις εφημερίδες διάβαζες ειδησάρια για τουρίστες, που είχαν συλλήσει ναούς, νεκροταφεία, μουσεία κ.λπ., οργανώνοντας παράνομες ανασκαφές και τα τοιαύτα.
Όλα τούτα τα έδειχνε μάλιστα κατά κόρον τόσο ο κινηματογράφος, όσο και η τηλεόραση στη δεκαετία του ’70, μετά την χούντα κυρίως, καθώς είχαν γυριστεί ένα σωρό «έργα» με ξένους, και ντόπια τσιράκια, αρχαιοκάπηλους (μέχρι και ταινία core είχε γυριστεί, το «Σεξ και Αρχαιοκαπηλία» του Ευστρατιάδη).
Το 1971 ο Πάνος Σαββόπουλος, ένας τραγουδοποιός που έκοβε το μυαλό του, και καταλάβαινε πέντε πράματα, είχε γράψει ένα σχετικό τραγούδι τότε, τους «Τουρίστες». Στην αρχή άκουγες: «Μαριγώ τις πόρτες κλείστες / εμφανίστηκαν τουρίστες» και στο τέλος «Παίρνουν σβάρνα κάθε μέρα / εκκλησίες και μουσεία / για να κλέψουν κάποια εικόνα / και αυτόν τον Παρθενώνα».
Φυσικά το τραγούδι σακατεύτηκε από τη λογοκρισία και η επίμαχη στροφή αντικαταστάθηκε από την εξής... «Πάλι τ’ άλλο καλοκαίρι / θά ’ρθουνε από το χέρι / έκλεισε το καφενείο / τους τσιμπάν στο τελωνείο».
Τώρα, γιατί τους τσιμπήσανε... δεν θέλει πολύ για να το καταλάβεις...

19/7/2024
>>Εκείνο τον καιρό δεν είχαμε ούτε τον χρόνο ούτε το μυαλό να αναρωτηθούμε (σιωπηρά, βέβαια, αφού το αντίθετο ίσως μας έβαζε σε μπελάδες) πώς κι έγινε να επιτραπεί στους Beatles η είσοδός τους στη χώρα, ενώ η χούντα είχε απαγορεύσει ακόμη και τα τραγούδια των ποπ συγκροτημάτων;<<
Η λέξη «χούντα» είναι φορτισμένη κι εγώ θα συμβούλευα τον θείο-Μαστ, ως... μικρότερος, να μην την χρησιμοποιεί. Να χρησιμοποιεί την λέξη «δικτατορία» ή καλύτερα «συνταγματάρχες». Είναι πιο κοντά αυτές οι λέξεις στην κουλτούρα και την ιδεολογία του.
Κατά τα λοιπά η μπαρούφα πως η χούντα είχε απαγορεύσει την ποπ στην Ελλάδα, όταν όχι όποιος και όποιος σταθμός αλλά εκείνος των Ενόπλων Δυνάμεων έπαιζε Rolling Stones τον Ιούλιο του ’67, έχει τόσο πολύ παλιώσει, ώστε να μην μπορείς να γελάσεις καν.
Το έχω ξαναπεί. Διάφοροι άσχετοι, που κομπορρημονούν, νομίζουν ότι επειδή άκουγαν ποπ και ροκ εκείνη την εποχή έκαναν αντίσταση, ενώ, στις περισσότερες των περιπτώσεων, για να μην πω σε όλες, ήταν τα χαϊδεμένα παιδιά του Παττακού (έστω και χωρίς να το ξέρουν κάποια).

19/7/2024
Duran Duran ακούγαμε στα μπαρ, στα κλαμπ, στις καφετέριες, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση κ.λπ., χωρίς να το θέλουμε. Μας επιβαλλόταν, όπως κάθε τι το ποπ. Βέβαια ήταν ευχάριστοι, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως θα έπρεπε να τους ακούμε πρωί-μεσημέρι-βράδυ, πριν και μετά τα φαγητό.
Το ξαναλέω, όμως, και το έχω πει χιλιάδες φορές, σημασία είχε, τότε, τι πληρώναμε στα δισκάδικα. Κάποιος, που άκουγε Robert Wyatt το ’82 και “Nothing Can Stop Us” ή πλήρωνε για Χ ας πούμε, το “Under the Big Black Sun”, δεν υπήρχε περίπτωση να δώσει για τους Duran Duran ούτε δεκάρα.
Σήμερα; Σήμερα και τζάμπα να μου λέγανε να πάω δεν θα πήγαινα. Και το λέω αυτό δίχως να θέλω να μειώσω ούτε το γκρουπ, ούτε όσους πληρώνουν για να τους δουν. Δεν διακατεχόμεθα από καμία νοσταλγία, για τίποτα.

18/7/2024
Από τα αριστουργήματα του ελαφρολαϊκού... (Δημήτρης Μηλιός-Φίλιππος Νικολάου - μαζί και στους Ariones)
https://www.youtube.com/watch?v=q6tefVoCx0M

ANNA GOURARI / MARKUS POSCHNER / ORCHESTRA DELLA SVIZZERA ITALIANA, DELIAN QUARTETT / CLAUDIA BARAINSKY νέες κυκλοφορίες των ECM New Series

ANNA GOURARI / MARKUS POSCHNER / ORCHESTRA DELLA SVIZZERA ITALIANA: Paul Hindemith, Alfred Schnittke [ECM New Series, 2024]
Αναγνωρισμένη ρωσίδα «κλασική» πιανίστρια, με αξιοσημείωτες κυκλοφορίες στην ECM τα τελευταία χρόνια (σημειώνουμε τα άλμπουμ της “Elusive Affinity” από το 2019, για το οποίο υπάρχει review στο blog, “Visions Fugitives” από το 2014 και “Canto Oscuro” από το 2012), η Anna Gourari έχει νέο CD στις ECM New Series, στο οποίο συνεργάζεται με την Orchestra della Svizzera Italiana, υπό τον Markus Poschner, ερμηνεύοντας ρεπερτόριο Paul Hindemith (1895-1963) και Alfred Schnittke (1934-1998). Η ηχογράφηση είναι πρώτης τάξεως και όσο κι αν μοιάζει να προέρχεται από κάποια μεγάλη αίθουσα συναυλιών της Ευρώπης, στην πράξη όλο το άλμπουμ είναι γραμμένο στο Auditorio Stelio Molo RSI, του Λουγκάνο, τον Δεκέμβριο του 2021.
Το άλμπουμ ανοίγει με το 23λεπτο κονσέρτο για “Klavier und Streichorchester” (1979) του Schnittke, που είναι τρομερά υποβλητικό και με μεγάλη δραματική ένταση. Η Gourari δίνει το στίγμα του έργου, βεβαίως, και μάλιστα από το ξεκίνημά του, όμως και η Orchestra della Svizzera Italiana, έτσι όπως εισβάλλει, στην ηχογράφηση, ακούγεται συγκλονιστική.
Όμως και στα έργα του Hindemith, την “Sinfonie »Mathis der Maler«” (1934) και το “Thema mit vier Variationen »Die vier Temperamente«” (1940) οι συμμετέχοντες μουσικοί αποδεικνύονται ιδανικοί για το συγκεκριμένο ρεπερτόριο («σύγχρονη κλασική» ή μουσική του 20ου αιώνα χονδρικώς), προβάλλοντας τις συναισθηματικές διαστρωματώσεις των έργων με την μέγιστη δυνατή πληρότητα. Οι σημειώσεις του Roman Brotbeck, σε γερμανικά και αγγλικά, βοηθούν, οπωσδήποτε, στην συνολική κατανόηση του ηχογραφήματος.
DELIAN QUARTETT / CLAUDIA BARAINSKY: Schumann / Reimann, Byrd / Pierini, Purcell, Im wachen Traume [ECM New Series, 2024]
Ένα κάπως σύνθετο άλμπουμ των ECM New Series έχουμε εδώ. Αποκαλείται “Im wachen Traume” και περιλαμβάνει αποδόσεις συνθέσεων των Robert Schumann (1810-1856) (στις ενορχηστρώσεις για σοπράνο και κουαρτέτο εγχόρδων του Aribert Reimann), William Byrd (c.1543-1623) (στις ενορχηστρώσεις του Stefano Pierini) και Henry Purcell (1659-1695). Τα διάφορα tracks αποδίδει το Delian Quartett (Adrian Pinzaru βιολί, Andreas Moscho βιολί, Lara Albesano βιόλα, Hendrik Blumenroth βιολοντσέλο), μαζί με την σοπράνο Claudia Barainsky, τον βαρύτονο
Mikhail Timoshenko, συν τους Matthias Lingenfelder δεύτερη βιόλα και Andreas Arndt δεύτερο βιολοντσέλο.
Αποδίδονται λοιπόν τραγούδια του Schumann από την Barainsky και το Delian Quartett, μουσικές και τραγούδια του αναγεννησιακού συνθέτη William Byrd, πάντα από το κουαρτέτο, την Barainsky και τον Timoshenko και τέλος συνθέσεις και τραγούδια της εποχής του μπαρόκ του Henry Purcell (με κουαρτέτο, σοπράνο, βαρύτονο, συν τα επιπλέον βιόλα και βιολοντσέλο).
Το γεγονός πως πολλές από τις συνθέσεις ακούγονται εδώ για πρώτη φορά, σε συνδυασμό βεβαίως με τις τέλειες εκτελέσεις, καθιστά το άλμπουμ “Im wachen Traume” εκείνο που ονομάζουμε «αναφοράς».

Οι ECM New Series εισάγονται από την AN Music