Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010

HUGH HOPPER the lonely sea and the open sky...

Γνώριζα για την κατάσταση της υγείας του Hugh Hopper (1945-7/6/2009). Είχε λευχαιμία. Μου είχε μιλήσει σχετικώς ο ντράμερ Χρήστος Στασινόπουλος, που τα τελευταία χρόνια συνεργαζόταν μαζί του και διατηρούσε κάποιαν επαφή. Ήταν ο άνθρωπος που είχε μεσολαβήσει ώστε να έρθει ο Hopper και να παίξει στην Ελλάδα – και με τους Soft Machine Legacy, αλλά και με έλληνες μουσικούς (Αλέκος Καρακαντάς, Κώστας Καραμήτρος, Χρήστος Στασινόπουλος...) τον Ιανουάριο του ’08 στο Rodeo. Υπάρχει μάλιστα και το ντοκουμέντο, πλέον, “Flight of the condor” στο άλμπουμ “Light In the Dark” [Christass, 2008] των Chris Stassinopoulos & Friends
Λίγο καιρό πριν χαθεί, ο Hopper είχε «ευλογήσει» το εξαίρετο CD των Delta Saxophone Quartet “Dedicated To You... But You Weren’t Listening”, ενώ αποτελούσε, εσχάτως, το ήμισυ του duo Humi. (Το άλλο μισό η keyboard player Yumi Hara Cawkwell. Πολύ ενδιαφέρον το “Dune”, στην αμερικανική MoonJune. Θα γράψω γι' αυτό σε προσεχές post). 
Η καριέρα του Hugh Hopper ξεκινά το 1963, όταν, μαζί με τον Robert Wyatt, συμμετέχουν στο Daevid Allen Trio – του αυστραλού κιθαρίστα Daevid Allen – παίζοντας μπάσο. Λίγο μετά, μαζί με τους Brian Hopper, Robert Wyatt, Kevin Ayers, Richard Sinclair και Graham Flight, θα σχηματίσει τους Wilde Flowers, παραμένοντας στην μπάντα μέχρι τον Μάρτιο του ’67, για να μπει τελικώς στους Soft Machine τον Φεβρουάριο του ’69, γράφοντας μαζί τους τα highlights LP “Volume Two”, “Third”, “Fourth”, “Five” και “Six”
Τον Μάιο του ’73 θα ξεκινήσει την προσωπική του διαδρομή συνεργαζόμενος με μεγάλα ονόματα της progressive jazz και του rock (Carla Bley, Lindsay Cooper, Stomu Yamashta, Robert Wyatt κ.ά.), ηχογραφώντας, μέχρι πρότινος, περισσότερο από 20 προσωπικούς δίσκους.
Το 1990 ο Hugh Hopper είχε δώσει μία μεγάλη συνέντευξη στο «αφιερωμένο» στην Canterbury scene αγγλικό fanzine Facelift (δημοσιεύθηκε στο τεύχος no 5, Μάρτιος 1991). Μεταφράζω για ’σας ένα απόσπασμα, που έχει διαχρονική αξία...

Τι θυμάσαι από τον πρώτο καιρό με τους Wilde Flowers; 
Του καθενός η μνήμη είναι επιλεκτική. Για παράδειγμα ο Robert (Wyatt), όποτε συζητάμε για κάτι, θα θυμηθεί όντως. Εγώ, υποτίθεται, ότι ήμουν αυτός που είχε καλή μνήμη των γεγονότων – εκείνος, υποτίθεται, πως δεν είχε καθόλου μνήμη. Έχουν περάσει τόσα χρόνια, κι έτσι πολλά απ’ αυτά θα μπορούσε να είναι τελείως λάθος ή αλλοιωμένα...

Πάντως φαίνεται να υπάρχει μιαν αντίθεση ανάμεσα στον πειραματισμό των πρώτων σχημάτων με τον Daevid Allen και τους Wilde Flowers, που ήταν πιο κοντά στο κυρίαρχο ρεύμα... 
Απλά, πρόκειται για τη δεδομένη συγκυρία. Ήταν περισσότερο η προσέγγιση του Daevid αυτή. Δεν ήξερα, ακόμη, πολλά πράγματα περί μουσικής. Έπαιζα μόνο λίγο μπάσο. Δεν ήξερα για τη μορφολογία, για τη θεωρία της, ενώ ο Daevid είχε ήδη κάποια βάση· την τζαζ, την φρι τζαζ, τον Terry Riley... τέτοια πράγματα. Όταν συγκροτήθηκαν οι Wilde Flowers οι Beatles ήταν ήδη τόσο σπουδαίοι, που ξαφνικά συνειδητοποιήσαμε ότι δεν ήταν για... πέταμα. Ήταν μια λαμπρή μουσική. Έτσι ενδιαφερθήκαμε να γράψουμε τραγούδια. Από την άλλη, ο Robert ενδιαφερόταν ν’ αρχίσει μόνο με τζαζ, δεν τον ενδιέφερε καθόλου το ροκ. Βαθμιαία παρασυρθήκαμε σ’ αυτό. Αλλά κι αυτό έγινε μέσω του Daevid. Κάποια στιγμή είχε φύγει για το Μαρόκο ή κάπου προς τα ’κει και όταν γύρισε, έξι μήνες αργότερα, ήρθε στο σπίτι μου και μου ’πε: «σωστά, θα ξεκινήσουμε αυτό το ροκ γκρουπ, για να βγάλουμε λεφτά». Το χρήμα ήταν το ζητούμενο στην αρχή, δεν ήταν η μουσική. Και βεβαίως οι Wilde Flowers γίνονταν στην πορεία όλο και πιο στρέιτ· αρχίσαμε ν’ ακούμε πολύ σόουλ μουσική, James Brown και τέτοια. Καταλαβαίνεις, δεν είναι όλα για πέταμα. Υπάρχουν «καλά» και «κακά» πράγματα, και ανακατεύεσαι και με τα δύο.
Έχω ακούσει ότι έχεις φτιάξει εκατοντάδες tape-loops. Είναι όντως έτσι; 
Υπερβολές. Πιθανώς να έφτιαξα μερικές δεκάδες. Όταν έκανα το άλμπουμ “1984”, το 1973, ήταν η πρώτη φορά που είχα την ευκαιρία να μπω σ’ ένα μεγάλο στούντιο και να κάνω αυτό που έκανα στο σπίτι μου, χάνοντας τον καιρό μου, παίζοντας με μαγνητοταινίες και λούπες. Δεν ήξερα ότι αυτό το πράγμα θα είχε επιτυχία. Πάντως δεν νομίζω πως θα μ’ ενδιέφερε να ξανακάνω κάτι τέτοιο (σ.σ. το ξανάκανε το 2002 στο άλμπουμ “Jazzloops”). Με δυσκολία ακούω πια το “1984”. Πρέπει να είσαι πάρα πολύ προσηλωμένος για να το ακούσεις, και δεν καπνίζω πια... Συνεχίζεις όμως να παίζεις το “Miniluv” από ’κείνο το άλμπουμ... 
Δεν είναι το ίδιο. Το παίζω όπως είναι περίπου στον δίσκο “Hopper Tunity Box”, παρά όπως είναι στο “1984”. Τώρα μ’ ενδιαφέρει να παίζω περισσότερο με ανθρώπους, παρά να κάθομαι σπίτι και να παίζω με το μαγνητόφωνο. Έχω αλλάξει. Είναι ωραίο να γράφεις ένα μουσικό κομμάτι, αλλά βρίσκω αληθινά μεγαλύτερη ευχαρίστηση, όταν αυτό αναπτύσσεται ζωντανά σε κάτι.

Στο “Hopper Tunity Box” χρησιμοποίησες πολλά εφέ, που δημιουργήθηκαν πέρα από κάθε φυσική δυνατότητα εκτέλεσης. Μέχρι που νομίζεις ότι θα πρέπει να χρησιμοποιείται η τεχνολογία; 
Νομίζω ότι η τεχνολογία έχει καταφέρει να συμβαδίσει με το παρόν. Όντως, το είδος της μουσικής που έκανα στο “Hopper Tunity Box” δεν μπορεί να παρουσιαστεί απόλυτα ζωντανά, γιατί έκανα διάφορα πράγματα όπως π.χ. να επιταχύνω το μπάσο, να παίζω ένα σοπράνο σαξόφωνο μέσα σ’ ένα μεταλλικό φύλλο στερεωμένο σ’ ένα αντηχείο, και μετά να το επιβραδύνω ή να το επιταχύνω πάλι! Φυσικά, θα μπορούσες αυτό να το παίξεις ζωντανά, αν και ένα μεταλλικό φύλλο δεν είναι κάτι που μπορείς να το αγοράσεις σ’ ένα μουσικό κατάστημα...

Θα έκανες ποτέ sampling; 
Ναι. Νομίζω πως ένα μεγάλο μέρος από την πρώιμη περίοδο της δουλειάς μου είναι στην πραγματικότητα σάμπλιν. Πολύ υλικό στο “1984” είχε παραχθεί από το κροτάλισμα μιας χτένας ή το τσαλάκωμα κομματιών χαρτιού. Δεν νομίζω ότι πολύ απ’ αυτό το υλικό ήταν επιτυχημένο, αλλά θυμάμαι πως καθόμουν τρεις ή τέσσερις ώρες στο Αdvision (σ.σ. λονδρέζικο στούντιο) προσπαθώντας να καταγράψω τον ήχο ενός κουνουπιού, προκειμένου να τον χρησιμοποιήσω σε μια λούπα. Το σάμπλιν είναι σπουδαίο. Ναι, όμως, αν πάρεις τον κόσμο της pop, το sampling δεν γίνεται με καμμία ακεραιότητα... 
Δεν ξέρω αν πρέπει να μιλάμε για «ακεραιότητα», γιατί αυτοί δεν ήρθαν για την «ακεραιότητα», ήρθαν για να γίνουν διάσημοι· και νομίζω ότι πολλοί απ’ αυτούς είναι πράγματι εξαιρετικοί. Η κόρη μου παρακολουθεί το Top of the Pops, κι αρχίζω κι εγώ να παρακολουθώ ό,τι δεν έβλεπα για 15 χρόνια. Είναι η ίδια ιστορία: 1% από αυτά είναι καλά. Τα υπόλοιπα μπορεί να είναι για πέταμα ή διασκευές ή μετριότητες ή να τα έχεις ακούσει χιλιάδες φορές πριν, αλλά συχνά μέσα σ’ ένα 15νθήμερο θα βρεις κάτι με καλόν ήχο. Το ίδιο συμβαίνει με κάθε είδος μουσικής... Το 90% της «κλασικής» είναι βαρετό.

Μιλάμε, όμως, για μια περίπτωση μετάβασης στο περιθώριο... 
Εντάξει. Έχεις όμως αυτό το λίγο 1% των ανθρώπων, που έχουν τη σπίθα της μεγαλοφυΐας, έχοντας τη δύναμη να κάνουν κάτι με ό,τι υπάρχει στο χώρο. Θα μπορούσες να βάλεις έναν περκασιονίστα να παίξει σ’ αυτήν εδώ την καρέκλα και να είναι αυτό το σπουδαιότερο πράγμα που έχεις ακούσει στη ζωή σου – αν έχει τη σπίθα βέβαια. Τούτο δεν έχει καμία σχέση με τον εξοπλισμό, την τεχνολογία και τα τοιαύτα· με όσους τρέχουν, ας πούμε, να επενδύσουν στη νέα μόδα. Αν βγάζουν, τώρα, λεφτά από αυτό είναι ένα άλλο θέμα, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τη μουσική. Έχω την αίσθηση ότι πολύς κόσμος πικραίνεται και απογοητεύεται, σκεπτόμενος την «ακεραιότητα» που λέγαμε λίγο πριν, όμως πρέπει να βλέπουμε τα πράγματα όπως ακριβώς είναι. Αν θέλω να γράψω τη μουσική μου και δεν πληρώνομαι γι’ αυτό, τότε είναι δικό μου το πρόβλημα. Δεν είναι ούτε του... σύμπαντος, ούτε του... θεού. Αν κάποιος άλλος τύχει να έχει κάτι, που ο κόσμος θέλει να το αγοράσει, τότε περίφημα – ίσως ν’ αγοράσουν ένα γρήγορο αυτοκίνητο και να τρακάρουν την επόμενη μέρα! Είναι πρόβλημά τους, αλλά δεν έχει να κάνει με την «ακεραιότητα». Υπάρχουν πολλοί μουσικοί που πικραίνονται γι’ αυτά τα πράγματα, ιδίως της τζαζ. Ζηλεύουν πολύ αυτούς που βγάζουν πολλά λεφτά και τους μισούν γι’ αυτό. Δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους. Αλλά νομίζω πως συζητούν για λάθος πράγμα. Θα έλεγες ότι η μουσική είναι ένα τόσο μεγάλο μέρος της ζωής σου, όσο και τότε με τους Soft Machine; 
Είναι διαφορετικά τώρα. Στους Soft Machine έπαιζα πολύ περισσότερα, αλλά πιθανότατα δεν το διασκέδαζα και τόσο. Όταν παίζεις σ’ ένα συγκρότημα σαν εκείνο, είσαι στην πραγματικότητα εκεί, γιατί σ’ έχουν «κλείσει» να το κάνεις 18 μήνες πριν. Μπορεί, ας πούμε, να μη θέλεις απαραίτητα να παίξεις μια συγκεκριμένη νύχτα. Δεν ήμουν ιδιαίτερα ευτυχισμένος στους Soft Machine, δεν ήταν η πιο ευτυχισμένη, μουσικά, περίοδος της ζωής μου. Έχω ζήσει καλύτερες περιόδους...

Ακόμη και τώρα πολλοί σε συσχετίζουν με κάτι που συνέβη χρόνια πριν, με τη «σκηνή του Canterbury». Σ’ ενοχλεί αυτό; 
Όχι. Ειλικρινά όχι. Είναι κατανοητό. Στην πραγματικότητα κι εγώ το χρησιμοποιώ. Αν θέλω π.χ. να κάνω ένα συγκρότημα να προχωρήσει, αναφέρω το γεγονός ότι ήμουν κάποτε στους Soft Machine. Είναι απατηλό. Κανονικά θα έπρεπε να με ρωτήσουν: «τι κάνεις σήμερα;». Χρησιμοποιώ, λοιπόν, κι εγώ το σύστημα όπως δουλεύει. Καμιά φορά κάποιοι με πλησιάζουν στα live και μου λένε: «γιατί δεν παίξατε όλα τα κομμάτια των Soft Machine;», το οποίο είναι σωστό από τη μεριά τους, και τότε τους λέω «ναι, δεν τα παίξαμε, αλλά σας άρεσαν αυτά που παίξαμε τώρα;». Και σου απαντούν: «ναι, μας άρεσαν, αλλά γιατί δεν παίξατε το ‘third’, το ‘fourth’, το ‘five’...». Αυτό μόνο μ’ ενοχλεί, γιατί είναι πολύ στενόμυαλοι.

1 σχόλιο:

  1. Από το fb...

    Vassilis Serafimakis
    Μεγάλη αγάπη γιά τον συγκεκριμένο και μετά επίσης γιά τον αδελφό του. Canterbury rules.

    Vasilis Papadatos
    Είχα πάει και στα δύο live στο Rodeo και παρατήρησα, διαβάζοντας την δική σου συνέντευξη με τον Hopper όπως και μια άλλη του Wyatt σε ξένο έντυπο, με πόση ταπεινότητα μιλούσαν και οι δύο γι' αυτό που κάνουν, σε σημείο αποδόμησης. Παρέμειναν για πάντα στο φάσμα του UFO σε αντίθεση με τους Floyd.

    ΑπάντησηΔιαγραφή