Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

ΜΟΥΡΤΖΟΠΟΥΛΟΣ – ΛΑΣΚΑΡΗΣ

(Το κείμενο-συνέντευξη δημοσιεύτηκε αρχικώς στο Jazz & Τζαζ, τον Ιούλιο του 2009. Ευχαριστώ τον Γιάννη Μουγγολιά και τον Γιάννη Μουρτζόπουλο, για τη συγκατάθεση να μεταφέρω τη συζήτησή τους στο blog) Ο Χρίστος Λάσκαρης (1931-2008) έζησε στην Πάτρα και παρότι δεν είχε την αναγνώριση που θα άρμοζε στην περίπτωσή του, η καλλιτεχνική του αξία και η ποιότητα του έργου του ξέφυγε από τα όρια της πόλης, τυγχάνοντας της καταξίωσης σε πανελλαδικό και όχι μόνον επίπεδο. Η κυκλοφορία, πέρυσι, του άλμπουμ “Το Ποτάμι” [Low Impedance] με ήχους και μουσικές του Γιάννη Μουρτζόπουλου, στηριγμένες στην ποίησή του, έρχεται να προσφέρει μίαν άκρως προσωπική όσο και ιδιαίτερη ματιά, η οποία απεγκλωβίζεται από τις συνήθεις απόπειρες μελοποίησης προτείνοντας μία σύγχρονη άποψη. Το άλμπουμ περιλαμβάνει 8 θέματα που συνέθεσε και ηχογράφησε ο Γιάννης Μουρτζόπουλος, σχολιάζοντας μουσικά και ηχητικά τα ποιήματα του Χρίστου Λάσκαρη «Van Gogh», «Μοναχικοί Ταξιδιώτες», «Μόνο στα όνειρα», «Απλώς, μια επιφάνεια», «Να τελειώνουμε», «Λαϊκό ζευγάρι», «Μέρες του ’50», «Για να φτάσω ως εσένα» και «Το ποτάμι». Σε όλα κυριαρχεί η συγκλονιστική απαγγελία του ίδιου του ποιητή και αξιοποιείται με πολλαπλούς τρόπους από το διεισδυτικό βλέμμα του Γιάννη Μουρτζόπουλου. Εξαιρετική η λιτή έκδοση του CD και θαυμάσιος ο πίνακας του Χρήστου Μαρκίδη που κοσμεί το εξώφυλλο, προσφέροντας το δικό του «εικαστικό» ποτάμι. Η συζήτηση με τον Γιάννη Μουρτζόπουλο που ακολουθεί ρίχνει φως στις... προθέσεις, τις προσεγγίσεις και βεβαίως τις συναντήσεις της μουσικής του με το λόγο του ποιητή. Πείτε μου πώς ήρθατε σ’ επαφή με την ποίηση του Χρίστου Λάσκαρη και ποια ήταν τα στοιχεία εκείνα που σας έκαναν να σκύψετε στο έργο του...Ζώντας στην Πάτρα, άκουγα συνεχώς για τον ποιητή, αλλά ομολογώ ότι – αν και θα έπρεπε – δεν είχα προσέξει το έργο του. Αφορμή δόθηκε το 2006, όταν ο Παρασκευάς Βάκαλος, γνωστός μου και λογοτέχνης που υπηρετούσε δάσκαλος στην Πάτρα και που αγαπούσε και επισκεπτόταν τακτικά τον κύριο Χρίστο, που ήταν ήδη σοβαρά άρρωστος, μου ζήτησε κατά παραγγελία του ποιητή, να επεξεργαστώ ηχητικά τις απαγγελίες του που υπήρχαν σε κασέτα και να τις μεταγράψω σε CD, για να τις ακούει. Αυτό έγινε η αφορμή να διαβάσω προσεκτικά και την ποίησή του. Θυμάμαι ότι ήμουν άρρωστος με πυρετό στο κρεβάτι, απόγευμα της 16ης Νοεμβρίου του 2006, διάβαζα τα ποιήματά του και άκουγα τις απαγγελίες του, που τις είχα αποθηκεύσει στο laptop. Όπως θα συμβεί στον καθένα που ακούει αυτές τις απαγγελίες, αισθάνθηκα μια βαθιά, λυτρωτική συγκίνηση και ξεκίνησα σχεδόν παίζοντας, αλλά και με άμεση ανάγκη να πω κάτι χωρίς λέξεις, να βάζω ήχους και μουσική στην απαγγελία τού ποιήματος «Βαν Γκογκ». Τελείωσα απρόσμενα γρήγορα το πρώτο αυτό κομμάτι, ίσως γιατί η μέθοδος που ακολούθησα ήταν γνωστή σ' εμένα μέσα από την παλιά συνεργασία μου με τον Μιχάλη Σιγανίδη. Έτσι ξεκίνησαν όλα, και στα επόμενα 2 χρόνια τελείωσα άλλα 8 κομμάτια πάνω σε απαγγελίες, τις περισσότερες φορές μέσα σε αντίστοιχη ψυχολογική φόρτιση – μια δουλειά που ήταν για μένα σαν μια κατάβαση στον Άδη, γνωρίζοντας μάλιστα την επιδείνωση της υγείας του ποιητή. Τα στοιχεία στην ποίηση του Χρίστου Λάσκαρη που προοδευτικά σε αυτό το διάστημα με εντυπωσίασαν, ήταν κυρίως η οικονομία, η δύναμη, η καθαρότητα και ο εσωτερικός ρυθμός της γλώσσας του, η απλή, χωρίς καμία επίφαση θεματολογία του, που με κάποιον σχεδόν ανεξήγητο τρόπο περιέγραφε πέρα και από όλα τ’ άλλα, την πόλη που αυτός κι εγώ ζούσαμε και, τέλος, η συχνή ενασχόληση με το θέμα του θανάτου που δίνει στη δουλειά του μία σπάνια υπαρξιακή διάσταση.
Αναφέρατε το θέμα της πόλης. Ο Χρίστος Λάσκαρης γεννημένος στην Ηλεία έζησε για πολλά χρόνια στην Πάτρα, όπως κι εσείς. Θεωρείτε ότι η ποίησή του φέρει το βάρος της πόλης;
Η ποίηση του Λάσκαρη περιγράφει μ’ έναν εσωτερικό, σχεδόν απροσδιόριστο τρόπο το βάρος της πόλης που ζούμε, το οποίο εγώ συνοπτικά το περιγράφω ως «εσωστρεφή εγκατάλειψη». Επίσης στην ποίησή του υπάρχει και μια γενικότερη γλυκιά αίσθηση της επαρχίας που με συναρπάζει· κάτι, άλλωστε, που το εξομολογούμαι στον – σχεδόν αυτόματο – μονόλογό μου στην εισαγωγή του κομματιού «Μέρες του ’50». Το κοινό μας στοιχείο ίσως είναι λοιπόν η αναζήτηση της ταυτότητας και της αξιοπρέπειας ενός δημιουργού που δουλεύει μακριά από τους μηχανισμούς της κεντρικής σκηνής. Να θυμίσω ότι ο ποιητής παρέμεινε αγνοημένος και αποστασιοποιημένος από το κατεστημένο. Αγνοήθηκε επίσης από τον οργανισμό «Πάτρα-2006 Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης»(!)· κάτι που μέτρησε πολύ στην εκτίμησή μου γι’ αυτόν.
Νομίζετε λοιπόν ότι η ποίηση του είναι επίκαιρη ή διαχρονική;Ο Χρίστος Λάσκαρης έχει καταφέρει κάτι πρωτόγνωρο για τη σύγχρονη ελληνική δημιουργία: να φτιάξει μια τέχνη λιτή και οικονομική στα εκφραστικά στοιχεία, που είναι πάντα επίκαιρη, γιατί π.χ. σε κάνει αμέσως να ανατριχιάσεις με 2-3 στίχους και, ταυτόχρονα, πάει πίσω σχεδόν στις αρχαίες ρίζες της παράδοσής μας. Λέω λοιπόν ότι η ποίησή του είναι διαχρονική και μάλιστα ότι ο Λάσκαρης είναι ένας από τους μεγάλους της ελληνικής ποίησης, ένας σημαντικός ποιητής σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο τρόπος που αντιμετώπισατε μουσικά τα ποιήματα θα λέγατε ότι έχει σχέση με τον συμβατικό τρόπο μελοποίησης που έχουμε συνηθίσει;Ο τρόπος μου για «μελοποίηση» ακολουθεί ακριβώς τον αντίθετο δρόμο από τα συνηθισμένα! Ακολούθησα τη μέθοδο «Μιχάλη Σιγανίδη», που πιστεύω ότι την ανακάλυψε – αλλά που βλέπω και αρκετούς ακόμη να την ακολουθούν –, δηλαδή το να ρίχνεις «ξερά» την απαγγελία του ποιητή πάνω σε μια γερή μουσική βάση. Δηλαδή σαν ραπάρισμα από τον ποιητή! Άλλωστε βοήθησα τον Μιχάλη να φτιάξει τους πρώτους εκείνους δίσκους του και από τότε κατάλαβα ότι η ποιητική γλώσσα ξαναζωντανεύει με αυτόν τον τρόπο, και ειδικά αν δεν πας να το "παίξεις" Θεοδωράκης ή Χατζιδάκις. Προφανώς αυτοί, τότε, είχαν κάνει μιαν επανάσταση συνδυάζοντας τραγουδισμένη ποίηση και εκσυγχρονισμένες λαϊκές μουσικές φόρμες. Αλλά από τότε πέρασε καιρός και υπήρξε κορεσμός από συμβατικές «έντεχνες» μελοποιήσεις. Πλέον το λεγόμενο «ελληνικό τραγούδι» λειτουργεί σαν ένα κατεστημένο, που τελικά φθείρει και την ποίηση και τη γλώσσα μας. Παράγει μουσικές χωρίς εσωτερικό παλμό· όπως άλλωστε λειτουργεί και η κοινωνία μας. Και τελείως εμπειρικά έχω οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι κάθε ζωντανή και δυνατή γλώσσα χτίζεται πάνω σε προσωδία, εντάσεις και ρυθμούς, όπως άλλωστε και όλη η μουσική, σε extreme περίπτωση το ραπ και σε διαχρονική βάση, κυρίως, η jazz. Η ποίηση του Λάσκαρη έχει δυνατούς εσωτερικούς ρυθμούς, θα έλεγα ότι έχει κάτι από τα μέτρα της δημοτικής παράδοσης και των ομηρικών στίχων. Αλλά ταυτόχρονα, υπήρχε το πρόβλημα ότι κάθε ποίημά του διαρκεί τόσο εξωφρενικά λίγο σε «πραγματικό χρόνο», αφού περιέχει μόνο μερικούς στίχους. Έπρεπε λοιπόν να φτιάξω μουσικές βάσεις που με αφετηρία τους εσωτερικούς ρυθμούς του λόγου, να διευρύνουν τη χρονική διάσταση, ώστε το μουσικό κομμάτι τελικά να αναπτύσσεται σε 3-4 λεπτά. Έτσι η μουσική γεμίζει το χρόνο ανάμεσα στις λιγοστές φράσεις του ποιητή, προσπαθώντας να είναι σε διάλογο με τα νοήματα και όσο το δυνατό να τα σχολιάζει, φτιάχνοντας κατάλληλα δραματικά ηχοτοπία που λειτουργούν με επαναλήψεις και στο υπόβαθρο, σχεδόν υποσυνείδητα. Όσο για το μουσικό στυλ, πιστεύω ότι σχεδόν ο,τιδήποτε θα μπορούσε να συνοδεύσει τις τόσο δυνατές απαγγελίες του Λάσκαρη· ακόμη και heavy metal!
Βρίσκετε κάποιες συγγένειες με παλαιότερες μουσικές σας δουλειές ή θεωρείτε ότι αυτό το πρότζεκτ διαφοροποιείται;
Ίσως μάλλον στο ότι και εδώ, όπως και στους προηγούμενους δίσκους, προσπαθώ να φτιάξω μουσικές εικόνες, κάτι σαν κινηματογραφική μουσική· όπου όμως, εδώ, υπάρχει κι ένας ηθοποιός – ο ποιητής – που απαγγέλλει. Επίσης, όπως και στο “Manager In Charge...” και στο “Epistrophy...” βασίστηκα κυρίως σε jazz φόρμες, θεωρώντας ότι η jazz μπορεί να υποστηρίξει σωστά τις ρυθμικές εντάσεις του λόγου. Βέβαια, όπως και στους προηγούμενους δίσκους, επεξεργάζομαι τέτοιες μουσικές φόρμες σε ιμιτασιόν στυλ, αφού προφανώς δεν υπάρχει αληθινό γκρουπ μουσικών που να τις παίζει· και τελικά όλα είναι ένα ηχητικό σκηνικό. Μόνο στο ομώνυμο με τον τίτλο του δίσκου κομμάτι («Το ποτάμι») αφήνομαι και χτίζω ηλεκτρονικούς ήχους πάνω στο παραδοσιακό δεκαπεντασύλλαβο μέτρο, που διαθέτει αυτό το φανταστικό, σχεδόν δημώδες, υπερρεαλιστικό ποίημα του Λάσκαρη.
Σε κάποια σημεία δανείζεστε μουσικά θέματα γνωστών συνθετών. Πώς λειτουργεί ο Χιώτης, ο Art Blakey, o Charles Ives και ακόμα η παιδική φωνή του μικρού σας γιου;Δεν έχω το χρόνο, το μουσικό ταλέντο ή αρκετές γνώσεις σύνθεσης για να φτιάξω τόσο καλή μουσική όσο αυτοί, και άλλωστε είναι πλέον κοινά αποδεκτό σε όλους ότι ζούμε σε εποχές όπου η σύγχρονη τέχνη βασίζεται σε ανακυκλώσεις παλαιότερης δημιουργίας. Έτσι, ο Art Blakey σώζει και εδώ το ρυθμό, όπως το έκανε παίζοντας όσο ζούσε, για 2-3 γενιές! Και ο Ives εδώ λειτουργεί σαν ready-made ονειρική ατμόσφαιρα, αφού έπρεπε επειγόντως να φτιάξω μία τέτοια. Βέβαια, όσο προχωρούσα φτιάχνοντας τα κομμάτια, τόσο ξανοιγόμουν και έστηνα δραματικά στοιχεία και ηχητικές εκπλήξεις, προσπαθώντας ίσως να ανταγωνιστώ τις φραστικές εκπλήξεις που κρύβουν τα ποιήματα του Λάσκαρη. Έτσι αποφάσισα να ηχογραφήσω τον επτάχρονο – τότε – γιο μου Νίκο, να τραγουδάει πάνω σε μια απλή μελωδία επαναλαμβάνοντας τα λόγια που απαγγέλλει ο ποιητής. Είναι και το μόνο σημείο στο δίσκο που «μελοποιώ» το ποίημα κατά τον συμβατικό τρόπο και προφανώς επίτηδες (για τους λόγους που είπαμε παραπάνω), αυτό γίνεται με έναν, ανεπιτήδευτο απλοϊκό, παιδικό τρόπο. Με όλα αυτά τα στοιχεία, ο δίσκος ίσως παραξενεύει ή και σοκάρει τον ακροατή, αλλά το ήθελα αυτό, γιατί το θεωρώ βασικό στην Τέχνη. Όσο για τον Χιώτη, εκεί η αναφορά μου ήταν κυρίως θέμα προσωπικής μνήμης. Επιπλέον, ο Χιώτης πέραν από το γεγονός ότι ήταν, ίσως, ο καλύτερος έλληνας σολίστας όλων των εποχών και ειδών μουσικής, παρήγαγε ως συνθέτης κι ένα παράξενο λαϊκο-αστικό μουσικό υβρίδιο, που συνέπεσε χρονικά πάνω στο μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας, όπως λέει και ο ποιητής στο «Μέρες του ’50». Και για να τονίσω μουσικά αυτό το σημείο διάλεξα αυτή την αναφορά, εν γνώσει μου βέβαια ότι αυτό θα κατέληγε σε μια παράξενη αντίθεση. Όταν έβαλα να πρωτακούσει το υλικό του δίσκου ο ποιητής, ήμουν σε πανικό για όλες αυτές τις μουσικές «αταξίες» μου, έχοντας το άγχος του μαθητή, που δίνει εξετάσεις σε δύσκολο μάθημα. Κατά παράξενο τρόπο η δουλειά μου του άρεσε σχεδόν αμέσως, αλλά ειδικά ακούγοντας το συγκεκριμένο κομμάτι πάνω σ’ αυτό το ποίημα, που μάλιστα το αγαπούσε ιδιαίτερα, κάπως σκοτείνιασε... για λίγο. Δεν είναι και τόσο εύκολο να βάζεις τον Χιώτη δίπλα στον αγαπημένο του ποιητή, τον Καβάφη! Μετά όμως, από λίγο χαμογέλασε σχεδόν συνωμοτικά λέγοντας κάτι σαν «...γιατί όχι...». Πιστεύω ότι πάνω σ’ αυτή τη μεγαλοψυχία και ευρύτητα αντίληψης χτίστηκε το έργο του ποιητή.

Το ποτάμι

Στέκει το φεγγάρι και κοιτάει
το ποτάμι, που πηγαίνει μοναχό,
κάποιος στο χορτάρι τραγουδάει
κρεμασμένος απ’ τον ουρανό.
Και η νύχτα κάθε τόσο σταματάει
από άξαφνο του ποταμού λυγμό,
χαμηλώνει το ποτάμι και ρωτάει
τι έχει και στενάζει το νερό.
Και πηγαίνει, όλο πάει το ποτάμι
στ’ ανοιχτού πελάγου το χαμό
κάποιος μες στη νύχτα τραγουδάει,
για αγάπη και για χωρισμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου