Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015

PAUL LAMB & THE KING SNAKES blues για την εργατική τάξη

Γουστάρω, διαχρονικώς, το blues του Paul Lamb και των King Snakes. Έχω σίγουρα 6-7 CD τους, ενώ τους έχω δει και live. Η μπάντα με συνδέει, τα τελευταία 25 χρόνια με το πολυαγαπημένο british r&b, με το οποίον τρίφτηκα σε μεγάλο μέρος της… νεότητός μου, και αυτό της το χρωστώ (της μπάντας). Ακούω δηλαδή τους Paul Lamb & The King Snakes σαν συνέχεια του Alexis Κorner, του Cyril Davies, του Graham Bond, του John Mayall, του Eric Clapton, του Peter Green, των Savoy Brown… και τα λοιπά και τα λοιπά… του ήχου δηλαδή που σφράγισε στα sixties το rock δια παντός και ανεξίτηλα.
Ο Paul Lamb δεν παίζει τα blues μόνο τα τελευταία 25 χρόνια, καθώς ξεκίνησε πολύ παλιότερα, στις αρχές της δεκαετίας του ’70 (εξάλλου σήμερα είναι 60 ετών). Απλώς δεν του δόθηκε η ευκαιρία να ηχογραφήσει τότε. Έτσι, οι πιο παλιές του εγγραφές πρέπει να προέρχονται από τα μέσα του ’80 (έτσι νομίζω, χωρίς να το έχω ψάξει όπως θα ήθελα), και αναφέρομαι στα τραγούδια του με τους Blues Burglars, που τυπώθηκαν πρώτα σε LP της Red Lightnin' το 1986 και αργότερα σε CD της Indigo το 1999.
Με τους King Snakes ηχογραφεί από το 1990, με το “Hole in the Wall” [Secret Records/ A&N, 2014] να αποτελεί το 14ο άλμπουμ του (αν μέτρησα σωστά). Ποιοι είναι σήμερα οι King Snakes; (Το λέω καθότι το γκρουπ έχει αλλάξει πολλές φορές line-up μέσα στα χρόνια). Έχουμε και λέμε λοιπόν: Paul Lamb φυσαρμόνικα, φωνή, Chad Strentz ρυθμική κιθάρα, φωνή, Ryan Lamb lead κιθάρα, φωνητικά, Rod Demick μπάσο, φωνητικά, Dino Coccia ντραμς, φωνητικά, με την ομάδα να συμπληρώνεται από μια χορωδία σ’ ένα track και hammond σε δύο άλλα.
Λέει ο Paul Lamb σε σχέση με το άλμπουμ και το φερώνυμο track: «Το “Hole in the wall” είναι ένα παραδοσιακό τραγούδι (σ.σ. το έχουν πει ανάμεσα σε άλλους και οι Sonny Terry & Brownie McGhee, αμφότεροι μεγάλες επιρροές για τον Lamb), που τ’ άκουσα κάποτε σ’ ένα φολκ κλαμπ, θυμίζοντάς μου τον τόπο που γεννήθηκα, το Blyth. Όταν ήμουνα παιδί το Blyth ζούσε από τα ανθρακωρυχεία του, τα οποία, βέβαια, έχουν κλείσει προ πολλού. Καθώς ο πατέρας μου ήταν ανθρακωρύχος ζούσαμε, σαν οικογένεια, στις εργατικές κατοικίες, κι ενώ οι γονείς μου έκαναν τα πάντα για να μεγαλώσουν σωστά εμένα και τον μικρότερο αδελφό μου, τα λεφτά ήταν πάντα λίγα και το σπίτι μας δεν ήταν τίποτ’ άλλο από… μια τρύπα στον τοίχο».
Το εργατικό blues του Paul Lamb (που αφορά φυσικά και στους ανέργους του λαού) δίνει και παίρνει και στο “Hole in the Wall”, που έχει 15 κομμάτια εν συνόλω – originals τα περισσότερα, και με κάποιες διασκευές ανάμεσα… κι άλλο Sonny Terry & Brownie McGhee, ένα Smokey Robinson, ένα Tampa Red, ένα Gary MooreGary Moore; Ναι, Gary Moore. Ο Paul Lamb και οι King Snakes σουινγκάρουν μεγαλοπρεπώς στο κλασικό πια “Still got the blues”, αλλάζοντάς του τα φώτα, αναλαμβάνοντας να δημιουργήσουν αυθεντικές blues καταστάσεις με το δικό τους (σύνθεση του Lamb) “A better place to be”, ρίχνοντας ανάμεσα soul σπέρματα με τέχνη και με σύνεση. Με τα αργά (“Mr Lambs groove walk”…) και τα γρήγορα κομμάτια (“Sometime tomorrow”…) να εναλλάσσονται, και με την μπάντα να παίζει για τη χαρά και το γλέντι της φάσης (“Making a change”) ένα είναι σίγουρο.
Οι Paul Lamb & The King Snakes συνεχίζουν να καλύπτουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα blues κενά στο Νησί, προσβλέποντας στο μέλλον.

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

BRITISH FOLK (και κάτι από IRISH): μια ξενάγηση μέχρι τα τέλη των sixties

Αν αναλογιστούμε πως οι Ιρλανδοί αποτέλεσαν ένα από τα βασικά μεταναστευτικά ρεύματα προς τις ΗΠΑ τον 19ον αιώνα και τις αρχές του 20ου, είναι λογικό να υποθέσουμε πως σε αυτούς οφειλόταν ένα μεγάλο μέρος της folk άνθησης στα τέλη του ’50 και στις αρχές του ’60 στο Νέο Κόσμο. Οι Ιρλανδοί έφεραν στην καινούρια πατρίδα όχι μόνο το ρεπερτόριό τους, τα τραγούδια τους δηλαδή, μα ακόμη και αυτή την ίδια την ιστορία τους, μπολιάζοντας τη σκηνή με… επαναστατημένα vibes. Από τα πιο χαρακτηριστικά συγκροτήματα Ιρλανδών που διέπρεψαν στην Αμερική, την εποχή της folk αναγέννησης, ήταν οι Clancy Brothers (Liam, Patrick και Tom), που συνεργάζονταν με τον Tommy Makem. Και τι πιο χαρακτηριστικό από το LP τους “The Rising of the Moon”, που κυκλοφόρησε το 1956 (τόσο νωρίς) στην Tradition και περιλάμβανε ένα set εντελώς κλασικών κομματιών, που έμελε ν’ αποκτήσουν διαχρονική αξία.
Μερικά από εκείνα τα τραγούδια αφορούσαν στη μεγάλη επανάσταση του 1798, όταν οι Λέσχες των Ενωμένων Ιρλανδών αντιστάθηκαν στη χειραφέτηση των καθολικών, που προωθούσε με μια σειρά μέτρων η τότε αγγλική κυβέρνηση. Πρώτο και καλύτερο ανάμεσά τους το περίφημο “The rising of the moon”, που γράφτηκε στη φυλακή από τον John Keegan Casey, επίλεκτο στέλεχος του Fenian. (Οι Fenian ήταν ένα κίνημα που είχε δημιουργηθεί το 1848 από εξόριστους Ιρλανδούς στις ΗΠΑ και την Αγγλία βασικά, και που είχε ως στόχο του την επίτευξη με κάθε τρόπο της ανεξαρτησίας της Ιρλανδίας). Ένα άλλο κλασικό τραγούδι ήταν το “Kelly the boy from Killane”, που ήταν σαφέστατα αφιερωμένο στον John Kelly, έναν από τους ηγήτορες του ξεσηκωμού στην κομητεία Wexford (νότια του Δουβλίνου) το καλοκαίρι του 1798. Η επανάσταση καταπνίγηκε, ο Kelly και οι σύντροφοί του αποκεφαλίστηκαν και τα σώματά τους ρίχτηκαν στο ποτάμι. Μια άλλη επανάσταση, εκείνη του 1916, αποτέλεσε και αυτή την αφορμή για πολλά σπουδαία τραγούδια, που αποδείχτηκαν «μάννα εξ ουρανού» για τα συγκροτήματα και τους καλλιτέχνες του ’60. Ένα απ’ αυτά ήταν και το θρυλικό “The foggy dew”. Τα λόγια, γραμμένα από τον αιδεσιμότατο Canon Charles O'Neill, αναφέρονταν στην πασχαλινή εξέγερση του 1916. Δύο χιλιάδες άντρες βρέθηκαν στα όπλα, καταλαμβάνοντας μεγάλο τμήμα του Δουβλίνου. Στις οδομαχίες που θ’ ακολουθούσαν θα συντρίβονταν για ακόμη μία φορά οι εξεγερμένοι Ιρλανδοί, ενώ όσοι κατάφερναν να επιζήσουν, ανάμεσά τους και ο αρχηγός τους Patrick Pearse, θα εκτελούνταν. Η γενική κατακραυγή που ξέσπασε είχε σαν αποτέλεσμα να κερδίσει τις εκλογές του ’18 το κόμμα του Éamon de Valera (από τους πρωτεργάτες της Πασχαλιάς του ’16) εγκαθιδρύοντας έτσι μια νέα δημοκρατική διακυβέρνηση. Οι Βρετανοί επεμβαίνουν και πάλι, πνίγουν στο αίμα την ειρηνική επανάσταση «αποκαθιστώντας την τάξη» σε όλο το νησί, εκτός από ένα μικρό κομμάτι στη βόρεια-ανατολική μεριά, εκεί που μια νέα οργάνωση θα κρατούσε άσβηστες τις ελπίδες (ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός).
Άλλα τραγούδια που κουβάλησαν οι Ιρλανδοί στον Νέο Κόσμο ήταν τα “Tipperary far away” (αναφερόταν στον θάνατο του Seán Treacy, ενός ήρωα του αγώνα, τον Οκτώβριο του 1920), το “Kevin Barry” (για τον φερώνυμο ήρωα, που είχε και αυτός την τύχη των υπολοίπων – μαρτύρησε τον Νοέμβριο του 1921 στα 18 του χρόνια), το “O’Donnell Αboo”, το “Nell Flaherty’s Drake”, το “The men of the West” κ.ά. Περιττό να πω πως τα τραγούδια αυτά ερμηνεύτηκαν στα sixties, και μετά απ’ αυτά, από μεγάλα folk ονόματα σε Αγγλία και Αμερική (Shirley Collins, The Dubliners, The Chieftains, Alan Stivell, Marie Little, Peter Paul and Mary, Judy Collins, Shane MacGowan And The Popes κ.ά.).

Πριν την εποχή του δίσκου ή μάλλον των πρώτων κυλινδρικών ηχογραφήσεων, η έννοια του folklorist ήταν συνδεμένη με την καταγραφή σκοπών και τραγουδιών που έφθαναν σ’ ένα ευρύτερο κοινό όχι μόνο προφορικά, αλλά και μέσω της έντυπης φόρμας. Και για το δημοτικό τραγούδι στην Ελλάδα έτσι συνέβαινε, και για το folk των βρετανικών νησιών έτσι συνέβη. Μερικές απ’ αυτές τις καταγραφές συναντά κανείς στη σχετική βιβλιογραφία –“The English and Scottish Popular Ballads” (1882-1898) η ιστορική δεκάτομη και αργότερα σε πέντε τόμους εργασία του Francis James Child, “Early Ballads” (1877) του Robert Bell, “English Country Songs” (1893) της Lucy Broadwood, “Old Irish Folk Music and Songs” (1909) του Patrick Weston Joyce– κι απ’ όποια πλευρά και να το δει κανείς, τα βιβλία αυτά έπαιξαν πρώτο ρόλο στη διατήρηση στη μνήμη παμπάλαιων σκοπών, που ζούσαν ακόμη τότε μέσω της προφορικής παράδοσης.
Στην αυγή του 20ου αιώνα, όταν η τεχνολογία είχε προχωρήσει στο Νησί και οι κύλινδροι ηχογραφήσεων έμπαιναν σιγά-σιγά σε εμπορική παραγωγή, ο αυστραλός βιρτουόζος του πιάνου Percy Grainger κατέγραψε για πρώτη φορά folk τραγούδια με τη φωνή του Joseph Taylor (ήταν 1908), δημιουργώντας μια καινούρια αρχή όχι μόνο όσον αφορά στην αποτύπωση, αλλά και στη εκμετάλλευση του νέου προϊόντος.

Το 1937 συνέβη κάτι, που απεδείχθη για πολλά χρόνια καθοριστικό όσον αφορά στην ταυτοποίηση του παραδοσιακού τραγουδιού και κυρίως στην κατεύθυνση που πήρε εκείνο μέσα στο αριστερό πολιτικό κίνημα.
Ο Λονδρέζος A.L. “Bert” Lloyd (1908-1982) έγραψε ένα άρθρο στην εφημερίδα τού Communist Party of Great Britain, τον “Daily Worker”, το οποίο τιτλοφόρησε “The People’s Own Poetry”, υποστηρίζοντας πως το folk τραγούδι είναι προϊόν και μέσον έκφρασης του λαού, πηγάζει από ’κείνον και επιστρέφει μόνο σ’ εκείνον. Ο Lloyd δεν συνέβαλε απλώς στην ανάδειξη των folk songs ως εγγενές στοιχείο του λαϊκού πολιτισμού, αλλά ακολουθώντας μία πολύ κλειστή ιδεολογική γραμμή στήριξε έναν τύπο εθνικισμού, διδάσκοντας εν ολίγοις πως το αγγλικό τραγούδι έπρεπε να ερμηνεύεται μόνον από Άγγλους, το σκωτσέζικο μόνον από Σκωτσέζους και ούτω καθ’ εξής, θέλοντας κυρίως να δημιουργήσει κάποια αναχώματα εν σχέσει με όλα εκείνα τα στοιχεία της υπερατλαντικής κουλτούρας που κατέφθαναν τότε στη Μεγάλη Βρετανία. Τη γραμμή αυτή θ’ ακολουθούσε, με ακόμη μεγαλύτερη αυστηρότητα, ο συνοδοιπόρος τους Ewan MacColl.
To 1944 o Lloyd θα γράψει και θα εκδώσει μέσω της Workers’ Music Association (WMA) το ιστορικό βιβλίο του “The Singing Englishman” με το οποίο θα επιχειρήσει μία κοινωνιολογική/ ιστορική καταγραφή του χώρου, επεκτείνοντας τη βασική προβληματική του, για μιαν αριστερή θεώρηση της λαϊκής μούσας. Ο ίδιος, γιός ψαρά, θα μεταναστεύσει πριν τον Δεύτερο Πόλεμο στην Αυστραλία, θα κάνει διάφορα θαλάσσια επαγγέλματα (χρόνια μετά θα ηχογραφήσει υπέροχους δίσκους με τραγούδια της θάλασσας), ενώ θα ταξιδέψει πολύ στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη επιχειρώντας να βρει σχέσεις ανάμεσα στον «δικό μας» ήχο και στα τραγούδια της πατρίδας του. Δεν γνωρίζω αν είχε έλθει στην Ελλάδα, σίγουρα όμως είχε πάει στην Αλβανία, όπου κατέγραψε λαϊκούς σκοπούς, τους οποίους εξέδωσε μάλιστα στην Topic το 1966 (“Folk Music of Albania”). Το πόσο επηρέασε με τον τρόπο σκέψης και τις συγκριτικές μελέτες του το british folk το ομολογεί και ο Colin Harper στο βιβλίο του “Dazzling Stranger/ Bert Jansch and the british folk and blues revival” [Bloomsbury, London 2000] λέγοντας πως ο Bert Jansch, ο Martin Carthy και άλλοι πολλοί τροβαδούροι των sixties διασκεύαζαν συχνά σκοπούς που εκείνος είχε ανακαλύψει, ή μετέρχονταν βαλκανικών στοιχείων στα τραγούδια τους, επηρεασμένοι σαφώς από τις δικές του μελέτες (άκου, ας πούμε, το “Bulgarian dance” του Davy Graham).

Το 1939 ένα ακόμη καθοριστικό γεγονός θα σηματοδοτήσει νέες εξελίξεις. Ήταν η ίδρυση της εταιρείας Topic από την WMA, η οποία θα αποτελέσει για δεκαετίες το επιφανέστερο label του british folk. Το ποιοι βρέθηκαν στον κατάλογό της και τι ηχογραφήθηκε υπό την ταμπέλα της είναι αδύνατον να συνοψιστεί σε λίγες γραμμές.

Νέα καμπή στην ιστορία θα αποτελέσει ο ερχομός του Alan Lomax (1915-2002) στο Νησί, τον Οκτώβριο του 1950. Οι δραστηριότητές του εκεί υπήρξαν, μάλιστα, τόσο σημαντικές, όσο εκείνες στην πατρίδα του, τις ΗΠΑ όλα τα προηγούμενα χρόνια. Ο Lomax δεν ασχολήθηκε μόνο με field recordings, που ήταν πάντα η βασική δουλειά του, αλλά ακόμη επιμελήθηκε προγραμμάτων στο ραδιόφωνο του BBC, οργάνωσε συναυλίες, παρήγαγε τηλεοπτική σειρά αφιερωμένη στους μεγάλους folk τραγουδιστές της εποχής, ενώ ηγήθηκε και συγκροτήματος – των περιώνυμων Ramblers, σε συνεργασία με τους Ewan MacColl, Peggy Seeger και Shirley Collins, ένα αδιαμφισβήτητο σούπερ γκρουπ για τα δεδομένα της περιόδου (skiffle era, 1956), που κατέγραψε τη δυναμική του σε 6 μόλις τραγούδια. Όπως μαρτυρά ο ίδιος ο Ewan MacColl στην αυτοβιογραφία του (“Journeyman: an AutobiographySidgwick & Jackson, London 1990), ο Lomax αποτέλεσε τη λυδία λίθο προκειμένου ν’ αρχίσει να μορφοποιείται η κατάσταση και να λαμβάνει δίπλα στην πολιτική/κοινωνική της διάσταση και μιαν επιστημονική σκέπη. Από τη δράση του Lomax παραδειγματίστηκαν οι Peter Kennedy και Seamus Ennis, προβαίνοντας και αυτοί σε επιτόπιες ηχογραφήσεις, και ακόμη ο folklorist και ποιητής Hamish Henderson, οι τραγουδίστριες Peggy Seeger και Shirley Collins και βεβαίως οι Lloyd και MacColl, που βρήκαν στο πρόσωπο του αμερικανού ερευνητή έναν θερμό συμπαραστάτη. Μερικοί από τους βρετανούς παραδοσιακούς τραγουδιστές που αποτυπώθηκαν στις ταινίες του Lomax ήταν οι Thomas Moran, John Strachan, Elizabeth Cronin, Jeannie Robertson, Harry Cox και Jimmy McBeath. Στο επίπεδο των εκδόσεων λόγος πρέπει να γίνει για τη σειρά “The Folk Songs of Britain” (10 LP στην Topic/UK και την Caedmon/USA το 1961), η οποία απετέλεσε βασική πηγή πληροφόρησης για το βρετανικό folk και folk-rock στη δεκαετία του ’60 και πέραν αυτής. 

Ewan MacColl, Peggy Seeger (πηγή: ewanmaccoll.co.uk)
Από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες του folk circuit στα χρόνια του ’50, νωρίτερα, αλλά και αργότερα, υπήρξε ο Σκωτσέζος Ewan MacColl (1915-1989). Γεννημένος το 1915 ως James Henry Miller από γονείς με προοδευτική συνείδηση, βρέθηκε νέος μέσα στην περίοδο της Ύφεσης στη δεκαετία του ’30, δραστηριοποιούμενος στο πολιτικό θέατρο. Το 1946 όντας ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας και τροβαδούρος ιδρύει το Theatre Workshop μαζί με την Joan Littlewood, που θα γίνει η πρώτη σύζυγός του, και μαζί αρχίζει να δημιουργούν παραστάσεις, που στόχο είχαν την πολιτική ενδυνάμωση της εργατικής τάξης, μέσα από μια μαρξιστική οπτική. Στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου το 1948 ο MacColl θα γνωριστεί με τον ιρλανδό songwriter Dominic Behan (αδελφός του Brendan Behan) και από ’κει με την τραγουδίστρια Jeannie Robertson, τον Jimmy McBeath και τον folklorist Hamish Henderson. Οι γνωριμίες εκείνες και βεβαίως ο ερχομός του Alan Lomax στη Βρετανία θα οδηγήσουν τον MacColl συν τω χρόνω να αντιληφθεί ακόμη περισσότερο τη σημασία του τραγουδιού ως φορέα μηνυμάτων, αρχίζοντας να συγκεντρώνει γύρω του μια παρέα μέλη οι περισσότεροι, όπως και ο ίδιος εξάλλου, του Κομμουνιστικού Κόμματος της Μεγάλης Βρετανίας (A.L. Lloyd, Peggy Seeger, Isla Cameron, Shirley Collins, Malcolm Nixon, Karl Dallas κ.ά.), κάτι που και οι ίδιοι, όπως γράφει ο Colin Harper, δεν είχαν πρόβλημα να παραδεχτούν.
Το 1954 ο MacColl ιδρύει το κλαμπ Ballads & Blues (από τη φερώνυμη ραδιοφωνική σειρά του BBC). Το μαγαζί δούλεψε καλά, με τον MacColl να έχει ανοίξει δίαυλο επικοινωνίας ανάμεσα στα live events και στα προγράμματά του στο ραδιόφωνο. Το 1958, αυτός ένας κομμουνιστής, σπάει τις ακροαματικότητες στο BBC, όταν με αφορμή το θάνατο ενός υπαλλήλου των τρένων, του John Axon, βρίσκει την ευκαιρία να υμνήσει την εργατική τάξη και την προσφορά της στη σιδηροδρομική ιστορία της χώρας. Η δισκογραφία του τεράστια σε όγκο ξεχωρίζει για την ποιότητά της και φυσικά για τη σημασία της, κυρίως όσον αφορά στη γέννηση της folk σκηνής στη δεκαετία του ’60. Το ντούο με τη σύντροφό του Peggy Seeger, την οποία γνώρισε το 1956, είναι κλασικό και υπεύθυνο συγχρόνως, για μερικές καθοριστικές εγγραφές της περιόδου.

Στον αντίποδα του MacColl έμελλε να κινηθεί ένας άλλος τροβαδούρος, ο Alex Campbell (1925-1987), ο πρώτος μοντέρνος folk ήρωας στη Βρετανία. Περισσότερο εξωστρεφής και διαλλακτικός, και με μιαν αίσθηση hobo από πολύ νωρίς, ο Campbell δημιούργησε έναν τύπο καλλιτέχνη, που έθρεψε τα όνειρα των μικρότερων (Davy Graham, Martin Carthy, Bert Jansch, John Renbourn…), κάνοντάς τους όλους να τρέχουν στο κατόπι του. Εκτιμούσε τον Ewan MacColl, όμως ο άνθρωπος που φαίνεται να τον επηρέασε περισσότερο απ’ όλους ήταν ο Ramblin’ Jack Elliott. Από ’κει ο Campbell «γνώρισε» τον Woody Guthrie και μπόρεσε να κατανοήσει εγκαίρως τη σημασία τραγουδοποιών όπως ο Bob Dylan και η Joan Baez στα πρώτα χρόνια του ’60.

Άλλοι Βρετανοί που είχαν ρόλο στο folk κύκλωμα εκείνα τα χρόνια ήταν το ντούο Robin Hall/Jimmie McGregor, ο Steve Benbow και οι λίγο νεώτεροι στη σκηνή Davy Graham, Martin Carthy, Wizz Jones και Clive Palmer. Πώς, όμως, διαχύθηκε το folk μέσα στο rock;

Ο Robin Denselow στη μελέτη “The Electric Muse/ The Story of Folk into Rock” [Methuen Paperbacks, London 1975] ξεκινά την ιστορία από τον Lonnie Donegan (1931-2002) και δεν έχει άδικο. Από τα κατορθώματα του Donegan στα fifties (ή μάλλον από ΤΟ κατόρθωμα) δεν πήρε γραμμή μόνο το folk, αλλά και το ίδιο το βρετανικό rock, που θ’ άλλαζε δια παντός στην πορεία την παγκόσμια pop έκφραση.
Ο Anthony James Donegan μπορεί να είχε γεννηθεί στην Γκλασκώβη το 1931, αλλά μεγάλωσε στο Λονδίνο, στο East Ham, όταν μετακόμισε μικρός με την οικογένειά του. Τo 1952, στα 21 του, κατορθώνει να βρεθεί στη σκηνή με τον θρύλο bluesman Lonnie Johnson, που τότε επισκεπτόταν τη Βρετανία… κι ενώ δανείζεται το όνομα τού ειδώλου του, μπαίνει λίγο αργότερα στους Ken Colyer’s Jazzmen (1953), στους οποίους συμμετείχε και ο τρομπονίστας Chris Barber. Γίνονται διάφορες ανακατατάξεις και τον Ιούλιο του ’54 ο Chris Barber, με τη δική του jazz μπάντα στην οποία συμμετείχε και ο Lonnie Donegan (έπαιζε μπάντζο, κιθάρα και τραγουδούσε), ηχογραφεί το δεκάιντσο LP “New Orleans Joys” [Decca, 1954], στο οποίο ο Donegan θα ερμήνευε δύο skiffle θέματα, το “Rock island line” και το “John Henry”, υπό τη συνοδεία των Lonnie Donegan Skiffle Group. (Το skiffle ήταν η απόλυτη ποπ έκφραση της εποχής, ένα αμάλγαμα jazz, blues και folk, το οποίο αποδιδόταν από αυτοσχέδια όργανα). Ο δίσκος θα πουλήσει εντελώς απροσδόκητα 10 χιλιάδες αντίτυπα, κι ένα χρόνο αργότερα (περί τα Χριστούγεννα του ’55) είχε εξαντληθεί.

πηγή: discogs.com
Τότε η Decca έκανε την απόλυτη έξυπνη κίνηση. Τύπωσε τα δύο τραγούδια (το “Rock island line” και το “John Henry”) σε 78άρι και 45άρι δίσκο, ρίχνοντάς τα ξανά στην αγορά. Κάπου μυρίστηκαν τα κομμάτια οι DJs Chappie d’Amato και Jack Payne κι άρχισαν να τα μεταδίδουν (ιδίως το “Rock island line”) τακτικά από το ραδιόφωνο. Δεν ήθελε το πράγμα και πολύ για να φουντώσει. Οι εγγλέζοι πιτσιρικάδες, που δεν ήθελαν να διαφέρουν σε τίποτα από τους Αμερικανούς, τουλάχιστον όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο δημιουργούνταν οι «επιτυχίες» μέσω του ραδιοφώνου, άρχισαν ν’ αγοράζουν με μανία το τραγούδι. Το “Rock island line”, με τον Lonnie Donegan μπροστά, θα πουλούσε το προσεχές διάστημα πάνω από 2 εκατομμύρια αντίτυπα, μπαίνοντας στο chart την 6/1/1956, παραμένοντας εκεί για 17 εβδομάδες και φθάνοντας έως το νούμερο 6 του καταλόγου επιτυχιών. Το σοκ, για την ευρισκόμενη στα σπάργανα, βρετανική pop, ήταν μεγάλο. Τα skiffle συγκροτήματα θα αρχίσουν να εμφανίζονται κατά εκατοντάδες –μόνο γύρω από το Λονδίνο υπήρχαν πάνω από 600 τέτοια γκρουπ– μέσα από τα οποία ανατράφηκαν μουσικώς δεκάδες πασίγνωστοι, τα επόμενα χρόνια, καλλιτέχνες. Συγκρατείστε ονόματα: John Lennon, Paul McCartney, Cliff Richard, Tommy Steele, Hank Marvin, Marty Wilde, Adam Faith, Spencer Davis, Jeff Beck, Joe Cocker, Johnny Kid, Chris Farlowe, Wayne Fontana, Alex Harvey, Van Morrison, Gary Glitter… είναι ατελείωτος ο κατάλογος.
Το “Rock island line”, που ήταν αμερικάνικο, παραδοσιακό, blues/folk τραγούδι ήταν η αρχή για τα «πάντα» στο Νησί, αφού πυροδότησε τη νεανική μουσική έκφραση, χαράσσοντας όλους τους επόμενους δρόμους.

πηγή: ianaanderson.com
Τα κλαμπ δεν ήταν άμοιρα της εξέλιξης του folk. Από τα τέλη του ’50 έως τα μέσα του ’60, όπως σημειώνει ο Denselow, είχαν δημιουργηθεί δεκάδες απ’ αυτά στο Λονδίνο και αλλαχού, στα οποία ακούγονταν τραγούδια του Woody Guthrie, του Ramblin’ Jack Elliott και του Tom Paxton. Υπήρχαν φωνητικά τρίο, που κόπιαραν το Kingston Trio και τους Peter Paul and Mary, άλλα που απέδιδαν ακόμη και τραγούδια των Απαλαχίων, ενώ κατά τη διάρκεια της CND (Campaign for Nuclear Disarmament), της Καμπάνιας για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό δηλαδή (εκεί γύρω στο ’63) έσκασαν ντουζίνες τραγουδοποιών, που αντέγραφαν με ταλέντο ή λιγότερο ταλέντο τον Bob Dylan.
Στα early sixties το folk club, συνεχίζει ο Denselow, ήταν ένα συναρπαστικό μέρος. Μπορούσες ν’ ακούσεις, εκεί, από τυπικούς folkists, σαν τον Redd Sullivan ας πούμε, μέχρι αβαντγκαρντίστες όπως τον Ron Geesin. Ίσως, δε, το πιο διάσημο και σημαντικότερο απ’ αυτά να ήταν το Les Cousins, που είχε ανοίξει το 1965 στην Greek Street στο Soho, κι είχε πάρει το όνομά του από το φερώνυμο κινηματογραφικό δράμα του Claude Chabrol που είχε προηγηθεί (με τους Gérard Blain και Jean-Claude Brialy). Από το Les Cousins πέρασαν οι πάντες. Και όταν λέμε οι πάντες, εννοούμε οι πάντες. Τα ονόματα, που μνημονεύονται και από τη Wikipedia, είναι χαρακτηριστικά: Jackson C. Frank, Al Stewart, Davey Graham, Bert Jansch, John Renbourn, Sandy Denny, John Martyn, Alexis Korner, The Strawbs, Roy Harper, Alex Campbell, Wizz Jones, Nick Drake, The Incredible String Band, Cat Stevens, Martin Carthy, Linda & Richard Thompson, Julie Felix, Bridget St John, Donovan, The Watersons, Anne Briggs και άλλοι πολλοί.
John Martyn, Andy Matheou 
(Photo: Ray Stevenson, ianaanderson.com)
Περαιτέρω δεν ήταν και λίγοι οι καλλιτέχνες που ηχογράφησαν στο Les Cousins… Από τον Al Stewart τον Ιούνιο του ’68 και τον John Martyn την ίδια πάνω κάτω εποχή, μέχρι τους Spontaneous Music Ensemble (που δεν ήταν folk φυσικά) και τον Roy Harper (το περίφημο “I hate the white man” από το LP “Flat Baroque And Berserk”, αλλά και το 2CD “August 30, 1969/ Live At Les Cousins/ 49 Greek St, Soho, London”).
Μάλιστα, το 1970 η RCA είχε κυκλοφορήσει κι ένα LP υπό τον τίτλο “49 Greek Street” (η διεύθυνση του Les Cousins) με κομμάτια των Al Jones, Andy Roberts, Tin Angel, Synanthesia, Keith Christmas, Robin Scott, Nadia Cattouse και Mike Hart. Πρόκειται, απλώς, για μία από τις καλύτερες folk συλλογές της εποχής.
Και κάτι που έχει τη σημασία του. Το Les Cousins, που ήταν πιο πριν skiffle κλαμπ, ανήκε στον Ελληνοκύπριο Andy Matheou.

(η ιστορία κάποια στιγμή θα συνεχιστεί) 

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2015

MUSIC FROM THE BASEMENT μια ελληνική συλλογή με pop-psych απ’ όλο τον κόσμο

Η “Music from the Basement” είναι μια ελληνικής παραγωγής συλλογή, που συντάσσεται από την γνωστή μας G.O.D. Records σε συνεργασία με το site from-the-basement.com/To-ypogeio/. Το αποτέλεσμα είναι μια σούμα 17 σύγχρονων συγκροτημάτων από διάφορες χώρες του κόσμου, που περιδιαβαίνουν ποικίλα… νεοψυχεδελικά μονοπάτια. Επειδή, εγώ, έχω εκφράσει και παλαιότερα τις αντιρρήσεις μου γύρω από το τι μπορεί να σημαίνει σήμερα «ψυχεδέλεια» (απολύτως τίποτα!) –μιας και δεν συνιστά ψυχεδελική μουσική μια κάποια εξωτερική ομοιότητα με τον ήχο των sixties– προτιμώ να αντιμετωπίσω αυτό που ακούω κάπως ξεκομμένα. Έχουμε ωραία τραγούδια εδώ; Εκείνο μ’ ενδιαφέρει. Υπάρχουν μπάντες, που να δείχνουν τσαγανό (να μην ντρέπονται να σολάρουν), δίχως να προβάλλουν αυτή την διαλυμένη σύγχρονη pop-psych, που μου κάθεται στο στομάχι, ιδίως όταν τραγουδούν κορίτσια; Αυτό με νοιάζει. (Δεν θέλω να γενικεύσω, αλλά φτάνει πια μ’ αυτά τα… female dreamy vocals και τα εφφέ, αμφότερα αφόρητα κουραστικά).
Ένα άλλο που θέλω να επισημάνω είναι το… κακό, που έχουν κάνει, σε ό,τι τέλος πάντων αποκαλείται σήμερα ψυχεδελικός ήχος ή pop-psych ήχος, τα ιταλικά soundtracks των sixties και των seventies (Morricone, Piccioni, Umiliani κ.λπ.). Οι συνθέτες εκείνοι δεν είχαν καμμιά σχέση με την ψυχεδέλεια… ήταν σαν τον Πλέσσα. Τσίμπαγαν (με το μεγάλο ταλέντο τους) από ’δω κι από ’κει, και όντας μέσα στο κλίμα της εποχής, έφτιαξαν εκείνα που έφτιαξαν (για να χορεύει ο Alberto Sordi ή η Sylva Koscina). Με τις βινυλιοεμμονές δεν συντίθεται ψυχεδέλεια (είναι χαζό να πιστεύεται κάτι τέτοιο). Όταν όμως ανιχνεύεται ταλέντο, δεν μπορεί, θα βγουν κομματάρες και απαυτή τη διαδρομή, κι αυτό έχει τη σημασία του.
Ορισμένοι (μουσικοί εννοώ) προσπαθούν να ανακατέψουν ό,τι φθάνει στ’ αυτιά τους από ’δω κι από ’κει – ό,τι ανακαλύπτουν. Παρατηρείται, έτσι, το αστείο φαινόμενο ο ένας δίσκος τους να είναι «έτσι», ο άλλος «αλλιώς»… και ο τρίτος ακόμη «πιο αλλιώς»… και ορισμένοι αυτό να το αποκαλούν «ψάξιμο»! Μα… αγαπητά μου παιδιά, όταν αυτό συνέβαινε στα sixties (όταν…) ήταν απότοκο πειραματισμού και γέννησης εκ του μηδενός, δεν ήταν συνέπεια… ακρόασης δίσκων. Όχι πως δεν άκουγαν δίσκους οι Beatles (άκουγαν), απλώς εκείνο που έφτιαχναν ενώ εμπεριείχε τα ακούσματά τους (το blues, την jazz, το folk, την avant), τα ξεπερνούσε ταυτοχρόνως. Ήταν κάτι άλλο. Να ’μαστε σαφείς σ’ αυτό και να μη λέμε ό,τι θέμε… Το να ψάχνει κάποιος είναι δικαίωμα και μαγκιά του. Το να το δημοσιοποιεί, όμως, δίχως τρόπο, προσποιούμενος την αφέλεια, είναι βλακεία.
Ψηλέ φαίνεσαι, δεν χρειάζεται ν’ ανεβαίνεις και σε σκαμπό…
Τι επιζητώ εγώ προσωπικώς από τα σημερινά pop-psych ή σκέτο psych συγκροτήματα (ας τα λέμε έτσι για να συνεννοούμαστε); Το απλούστερο. Το ξαναλέω. Να φτιάχνουν τραγούδια που να στέκουν… Κι εδώ, στη συλλογή “Music from the Basement” υπάρχουν τέτοια. Γι’ αυτό ας γίνω πιο αναλυτικός…
Από τα 17 κομμάτια της συλλογής δύο είναι φοβερά, ενώ άλλα 6-7 στέκουν πάρα πολύ καλά. Κάτι παραπάνω από τα μισά κομμάτια δηλαδή «σκοτώνουν», πράγμα που σημαίνει πως το CD έχει «ψωμί» και δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο. Η συλλογή μας μπορεί να μην ξεκινάει πολύ καλά, αλλά προς τη μέση ανεβαίνει και προς το τέλος απογειώνεται… Ας πούμε πως είναι σωστό κι αυτό. Να σε κερδίζει κάτι στη διαδρομή…
Τα έξοχα tracks είναι το 14 και το 16, ήτοι το “Blow” των Εγγλέζων Blossoms (τι Arctic Monkeys και κουραφέξαλα, αυτοί χτυπάνε Attack και Open Mind μαζί!) και το “Forget everything” των Αγγλογάλλων (Os) Noctàmbulos (τεξανέζικη γκαραζοψυχεδέλεια που μου έφερε στο νου εκείνο το απίστευτο 45άρι των Bourbons). Πέραν αυτών… τα σέβη μου στους Βοστωνέζους Faces on Film με το μονότονο, μελαγχολικό “Percy” (απίθανο το break στη μέση), ο θαυμασμός μου στους Γάλλους Tara King Th με το γυναικείο, φιλμικό, αλλά τόσο αληθινό “L'Enquête” (το harpsichord θα μπορούσε να θυμίζει ακόμη και… Γιάννη Μαρκόπουλο των sixties), η αγάπη μου στον Γάλλο Arnold Fish και το “The guilty” (ένα σπουδαίο σύγχρονο exploitation track), η υπόκλισή μου στους Αμερικανούς από το L.A. Entrance Band και το “No needs” (κάτι από Lemon Fog ακούω εδώ, με το μαντολίνο –μάλλον– και το φλάουτο να κάνουν τη μεγαλύτερη ζημιά), το αμέριστο ενδιαφέρον μου στους συντοπίτες τους Buttertones και το “Nu suave” (σε πιο δυναμικές φόρμες και με κάπως τενόρικα φωνητικά), για να κλείσω αυτή την προσωπική επιλογή με τους Γάλλους Madcaps και το “Melody maker” (πάντα κοντά στην γκαραζοψυχεδελική παράδοση των Vietnam Veterans).
Όχι πως τα υπόλοιπα tracks δεν λένε τίποτα, δεν λέω κάτι τέτοιο –εξάλλου σε άλλους ακροατές μπορεί ν’ αρέσουν άλλα– αυτά όμως για μένα ξεχωρίζουν. Και όχι απλώς ξεχωρίζουν, αλλά ξεσκίζουν…

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

ΠΑΝΟΣ ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΟΥΣΗΣ τι έγιναν οι ήρωες;

Δεν καλπάζουν άλλο πια
με πράσινες λάμες
ίσια καταπάνω
και μέσα
απ’ τις καμπύλες του τοπίου
ματωμένοι
τα μαλλιά ν’ ανεμίζουν ελεύθερα
κραυγάζοντας το κάλεσμά τους
έναν γεμάτον κίνδυνο βρυχηθμό
ενάντια σε γιγάντιους πύργους από αστραφτερό βράχο
δόρατα με χίλια μάτια
μαυρίλα σε κόκκινο
ανθρωποβόρους ν’ ανασαίνουν φωτιές
να ενεδρεύουν
κοντά σε σκοτεινά ποτάμια,
σχιστά παράθυρα
να ξεχύνουν μαύρο υγρό
να ουρλιάζουν παρθένες σε απάντηση

Τώρα συχνάζουν
φυσώντας ντουμάνια,
σε δωμάτια με πλήθη·
τα ονόματά τους ξεθωριασμένα
σε σπασμένα μάρμαρα,
καπνός από καμένα βιβλία.
Παλάμες γλιστρούν πάνω από κλεφτές ματιές
βγάζουν μικρούς ήχους αγωνίας 
Game over/ Tilt me Later 
σχεδόν δεν ακούγονται
(μεταλλικά, επαναλαμβανόμενα φώτα
στις χαίνουσες οδούς πόλεων
προωθούν ευτυχία
τυλιγμένη σε βρεμμένο χαρτί)

Κοιμούνται κάτω από στρώματα μπουκάλια
σειρές ασημογάλαζου γυαλιού
με τα χέρια στις τσέπες
καμένοι σαν γόπες τσιγάρων
όχι όπως παλιά
αλλά με απελπισία
χωρίς διαφορά απ’ τον εχθρό·
ξανά γλιστρούν παλάμες πάνω από κλεφτές ματιές
βγάζουν μικρούς ήχους αγωνίας

Το γέλιο τους έρχεται απ’ όλους
Δεν υπάρχει διαβολεμένο πύρινο μπουμπουνητό
καταπέλτης απ’ τη μια μεριά
στην άλλη τ’ ουρανού
μόνο το σπαρκ - σπαρκ
κλιν - ζινκ
άχρηστης ηλεκτρικής πληροφόρησης
να σκεπάζει όλους τους ορίζοντες
να πολλαπλασιάζεται ακόμη

Τα δέντρα είναι γυμνά
ξύνοντας εμετικά νέφη
και οι ήρωες
εξαρτώνται

Το ποίημα του Πάνου Κουτρουμπούση «Τι έγιναν οι ήρωες;» προέρχεται από το δίγλωσσο βιβλίο του Η Εποχή των Ανακαλύψεων/ The Age of Discoveries [Futura, Αθήνα 2002]

Ο Πάνος Κουτρουμπούσης στο δισκορυχείον…