Αν αναλογιστούμε πως οι Ιρλανδοί αποτέλεσαν ένα από τα
βασικά μεταναστευτικά ρεύματα προς τις ΗΠΑ τον 19ον αιώνα και τις αρχές του
20ου, είναι λογικό να υποθέσουμε πως σε αυτούς οφειλόταν ένα μεγάλο μέρος της
folk άνθησης στα τέλη του ’50 και στις αρχές του ’60 στο Νέο Κόσμο. Οι Ιρλανδοί
έφεραν στην καινούρια πατρίδα όχι μόνο το ρεπερτόριό τους, τα τραγούδια τους
δηλαδή, μα ακόμη και αυτή την ίδια την ιστορία τους, μπολιάζοντας τη σκηνή με…
επαναστατημένα vibes. Από τα πιο χαρακτηριστικά συγκροτήματα Ιρλανδών που
διέπρεψαν στην Αμερική, την εποχή της folk αναγέννησης, ήταν οι Clancy Brothers (Liam, Patrick και Tom), που συνεργάζονταν με τον Tommy Makem.
Και τι πιο χαρακτηριστικό από το LP τους “The Rising of the Moon”, που
κυκλοφόρησε το 1956 (τόσο νωρίς) στην
Tradition και περιλάμβανε ένα set εντελώς
κλασικών κομματιών, που έμελε ν’ αποκτήσουν διαχρονική αξία.
Μερικά από εκείνα τα τραγούδια αφορούσαν στη μεγάλη
επανάσταση του 1798, όταν οι Λέσχες των Ενωμένων Ιρλανδών αντιστάθηκαν στη
χειραφέτηση των καθολικών, που προωθούσε με μια σειρά μέτρων η τότε αγγλική
κυβέρνηση. Πρώτο και καλύτερο ανάμεσά τους το περίφημο “The rising of the moon”,
που γράφτηκε στη φυλακή από τον John Keegan Casey, επίλεκτο στέλεχος του Fenian.
(Οι Fenian ήταν ένα κίνημα που είχε δημιουργηθεί το 1848 από εξόριστους
Ιρλανδούς στις ΗΠΑ και την Αγγλία βασικά, και που είχε ως στόχο του την
επίτευξη με κάθε τρόπο της ανεξαρτησίας της Ιρλανδίας). Ένα άλλο κλασικό
τραγούδι ήταν το “Kelly the boy from Killane”, που ήταν σαφέστατα αφιερωμένο
στον John Kelly, έναν από τους ηγήτορες του ξεσηκωμού στην κομητεία Wexford (νότια
του Δουβλίνου) το καλοκαίρι του 1798. Η επανάσταση καταπνίγηκε, ο Kelly και οι
σύντροφοί του αποκεφαλίστηκαν και τα σώματά τους ρίχτηκαν στο ποτάμι. Μια άλλη
επανάσταση, εκείνη του 1916, αποτέλεσε και αυτή την αφορμή για πολλά σπουδαία
τραγούδια, που αποδείχτηκαν «μάννα εξ ουρανού» για τα συγκροτήματα και τους
καλλιτέχνες του ’60. Ένα απ’ αυτά ήταν και το θρυλικό “The foggy dew”. Τα
λόγια, γραμμένα από τον αιδεσιμότατο Canon Charles O'Neill, αναφέρονταν στην
πασχαλινή εξέγερση του 1916. Δύο χιλιάδες άντρες βρέθηκαν στα όπλα, καταλαμβάνοντας μεγάλο τμήμα του Δουβλίνου. Στις οδομαχίες που θ’ ακολουθούσαν θα
συντρίβονταν για ακόμη μία φορά οι εξεγερμένοι Ιρλανδοί, ενώ όσοι κατάφερναν να
επιζήσουν, ανάμεσά τους και ο αρχηγός τους Patrick Pearse, θα εκτελούνταν. Η
γενική κατακραυγή που ξέσπασε είχε σαν αποτέλεσμα να κερδίσει τις εκλογές του
’18 το κόμμα του Éamon de Valera (από τους πρωτεργάτες
της Πασχαλιάς του ’16) εγκαθιδρύοντας έτσι μια νέα δημοκρατική διακυβέρνηση. Οι
Βρετανοί επεμβαίνουν και πάλι, πνίγουν στο αίμα την ειρηνική επανάσταση
«αποκαθιστώντας την τάξη» σε όλο το νησί, εκτός από ένα μικρό κομμάτι στη
βόρεια-ανατολική μεριά, εκεί που μια νέα οργάνωση θα κρατούσε άσβηστες τις
ελπίδες (ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός).
Άλλα τραγούδια που κουβάλησαν οι Ιρλανδοί στον Νέο Κόσμο
ήταν τα “Tipperary far away” (αναφερόταν στον θάνατο του Seán Treacy, ενός ήρωα του αγώνα, τον
Οκτώβριο του 1920), το “Kevin Barry” (για τον φερώνυμο ήρωα, που είχε και αυτός
την τύχη των υπολοίπων – μαρτύρησε τον Νοέμβριο του 1921 στα 18 του χρόνια), το
“O’Donnell Αboo”, το “Nell Flaherty’s Drake”, το “The men of the West” κ.ά.
Περιττό να πω πως τα τραγούδια αυτά ερμηνεύτηκαν στα sixties, και μετά απ’
αυτά, από μεγάλα folk ονόματα σε Αγγλία και Αμερική (Shirley Collins, The Dubliners,
The Chieftains, Alan Stivell, Marie Little, Peter Paul and Mary, Judy Collins,
Shane MacGowan And The Popes κ.ά.).
Πριν την εποχή του δίσκου ή μάλλον των πρώτων κυλινδρικών
ηχογραφήσεων, η έννοια του folklorist ήταν συνδεμένη με την καταγραφή σκοπών
και τραγουδιών που έφθαναν σ’ ένα ευρύτερο κοινό όχι μόνο προφορικά, αλλά και
μέσω της έντυπης φόρμας. Και για το δημοτικό τραγούδι στην Ελλάδα έτσι συνέβαινε,
και για το folk των βρετανικών νησιών έτσι συνέβη. Μερικές απ’ αυτές τις
καταγραφές συναντά κανείς στη σχετική βιβλιογραφία –“The English and Scottish Popular Ballads”
(1882-1898) η ιστορική δεκάτομη και αργότερα σε πέντε τόμους εργασία του
Francis James Child, “Early Ballads” (1877) του Robert Bell, “English Country Songs”
(1893) της Lucy Broadwood, “Old Irish Folk Music and Songs” (1909) του Patrick
Weston Joyce– κι απ’ όποια πλευρά και να το δει κανείς, τα βιβλία αυτά έπαιξαν
πρώτο ρόλο στη διατήρηση στη μνήμη παμπάλαιων σκοπών, που ζούσαν ακόμη τότε
μέσω της προφορικής παράδοσης.
Στην αυγή του 20ου αιώνα, όταν η τεχνολογία είχε προχωρήσει
στο Νησί και οι κύλινδροι ηχογραφήσεων έμπαιναν σιγά-σιγά σε εμπορική παραγωγή,
ο αυστραλός βιρτουόζος του πιάνου Percy Grainger κατέγραψε για πρώτη φορά folk τραγούδια
με τη φωνή του Joseph Taylor (ήταν 1908), δημιουργώντας μια καινούρια αρχή όχι
μόνο όσον αφορά στην αποτύπωση, αλλά και στη εκμετάλλευση του νέου προϊόντος.
Το 1937 συνέβη κάτι, που απεδείχθη για πολλά χρόνια
καθοριστικό όσον αφορά στην ταυτοποίηση του παραδοσιακού τραγουδιού και κυρίως
στην κατεύθυνση που πήρε εκείνο μέσα στο αριστερό πολιτικό κίνημα.
Ο Λονδρέζος A.L. “Bert” Lloyd (1908-1982) έγραψε ένα άρθρο στην
εφημερίδα τού Communist Party of Great Britain, τον “Daily Worker”, το οποίο
τιτλοφόρησε “The People’s Own Poetry”, υποστηρίζοντας πως το folk τραγούδι
είναι προϊόν και μέσον έκφρασης του λαού, πηγάζει από ’κείνον και επιστρέφει
μόνο σ’ εκείνον. Ο Lloyd δεν συνέβαλε απλώς στην ανάδειξη των folk songs ως
εγγενές στοιχείο του λαϊκού πολιτισμού, αλλά ακολουθώντας μία πολύ κλειστή
ιδεολογική γραμμή στήριξε έναν τύπο εθνικισμού, διδάσκοντας εν ολίγοις πως το
αγγλικό τραγούδι έπρεπε να ερμηνεύεται μόνον από Άγγλους, το σκωτσέζικο μόνον
από Σκωτσέζους και ούτω καθ’ εξής, θέλοντας κυρίως να δημιουργήσει κάποια αναχώματα
εν σχέσει με όλα εκείνα τα στοιχεία της υπερατλαντικής κουλτούρας που
κατέφθαναν τότε στη Μεγάλη Βρετανία. Τη γραμμή αυτή θ’ ακολουθούσε, με ακόμη μεγαλύτερη
αυστηρότητα, ο συνοδοιπόρος τους Ewan MacColl.
To 1944 o Lloyd θα γράψει και θα εκδώσει μέσω της Workers’ Music
Association (WMA) το ιστορικό βιβλίο του “The Singing Englishman” με το οποίο
θα επιχειρήσει μία κοινωνιολογική/ ιστορική καταγραφή του χώρου, επεκτείνοντας
τη βασική προβληματική του, για μιαν αριστερή θεώρηση της λαϊκής μούσας. Ο
ίδιος, γιός ψαρά, θα μεταναστεύσει πριν τον Δεύτερο Πόλεμο στην Αυστραλία, θα
κάνει διάφορα θαλάσσια επαγγέλματα (χρόνια μετά θα ηχογραφήσει υπέροχους
δίσκους με τραγούδια της θάλασσας), ενώ θα ταξιδέψει πολύ στα Βαλκάνια και την
Ανατολική Ευρώπη επιχειρώντας να βρει σχέσεις ανάμεσα στον «δικό μας» ήχο και
στα τραγούδια της πατρίδας του. Δεν γνωρίζω αν είχε έλθει στην Ελλάδα, σίγουρα
όμως είχε πάει στην Αλβανία, όπου κατέγραψε λαϊκούς σκοπούς, τους οποίους
εξέδωσε μάλιστα στην Topic το 1966 (“Folk Music of Albania”). Το πόσο επηρέασε
με τον τρόπο σκέψης και τις συγκριτικές μελέτες του το british folk το ομολογεί
και ο Colin Harper στο βιβλίο του “Dazzling Stranger/ Bert Jansch and the british
folk and blues revival” [Bloomsbury,
London 2000] λέγοντας
πως ο Bert Jansch, ο Martin Carthy και άλλοι πολλοί τροβαδούροι των sixties
διασκεύαζαν συχνά σκοπούς που εκείνος είχε ανακαλύψει, ή μετέρχονταν βαλκανικών
στοιχείων στα τραγούδια τους, επηρεασμένοι σαφώς από τις δικές του μελέτες
(άκου, ας πούμε, το “Bulgarian dance” του Davy Graham).
Το 1939 ένα ακόμη καθοριστικό γεγονός θα σηματοδοτήσει νέες
εξελίξεις. Ήταν η ίδρυση της εταιρείας Topic από την WMA, η οποία θα αποτελέσει
για δεκαετίες το επιφανέστερο label του british folk. Το ποιοι βρέθηκαν στον
κατάλογό της και τι ηχογραφήθηκε υπό την ταμπέλα της είναι αδύνατον να
συνοψιστεί σε λίγες γραμμές.
Νέα καμπή στην ιστορία θα αποτελέσει ο ερχομός του Alan Lomax
(1915-2002) στο Νησί, τον Οκτώβριο του 1950. Οι δραστηριότητές του εκεί
υπήρξαν, μάλιστα, τόσο σημαντικές, όσο εκείνες στην πατρίδα του, τις ΗΠΑ όλα τα
προηγούμενα χρόνια. Ο Lomax δεν ασχολήθηκε μόνο με field recordings, που ήταν πάντα η βασική δουλειά του, αλλά ακόμη επιμελήθηκε
προγραμμάτων στο ραδιόφωνο του BBC, οργάνωσε συναυλίες, παρήγαγε τηλεοπτική
σειρά αφιερωμένη στους μεγάλους folk τραγουδιστές της εποχής, ενώ ηγήθηκε και
συγκροτήματος – των περιώνυμων Ramblers, σε συνεργασία με τους Ewan MacColl, Peggy
Seeger και Shirley Collins, ένα αδιαμφισβήτητο σούπερ γκρουπ για τα δεδομένα
της περιόδου (skiffle era, 1956), που κατέγραψε τη δυναμική του σε 6 μόλις
τραγούδια. Όπως μαρτυρά ο ίδιος ο Ewan MacColl στην αυτοβιογραφία του (“Journeyman: an Autobiography” Sidgwick
& Jackson, London 1990), ο Lomax αποτέλεσε
τη λυδία λίθο προκειμένου ν’ αρχίσει να μορφοποιείται η κατάσταση και να
λαμβάνει δίπλα στην πολιτική/κοινωνική της διάσταση και μιαν επιστημονική
σκέπη. Από τη δράση του Lomax παραδειγματίστηκαν οι Peter Kennedy και Seamus Ennis,
προβαίνοντας και αυτοί σε επιτόπιες ηχογραφήσεις, και ακόμη ο folklorist και
ποιητής Hamish Henderson, οι τραγουδίστριες Peggy Seeger και Shirley Collins
και βεβαίως οι Lloyd και MacColl, που βρήκαν στο πρόσωπο του αμερικανού
ερευνητή έναν θερμό συμπαραστάτη. Μερικοί από τους βρετανούς παραδοσιακούς τραγουδιστές
που αποτυπώθηκαν στις ταινίες του Lomax ήταν οι Thomas Moran, John Strachan, Elizabeth
Cronin, Jeannie Robertson, Harry Cox και Jimmy McBeath. Στο επίπεδο των
εκδόσεων λόγος πρέπει να γίνει για τη σειρά “The Folk Songs of Britain” (10 LP στην
Topic/UK και την Caedmon/USA το 1961), η οποία απετέλεσε βασική πηγή
πληροφόρησης για το βρετανικό folk και folk-rock στη δεκαετία του ’60 και πέραν
αυτής.
|
Ewan MacColl, Peggy Seeger (πηγή: ewanmaccoll.co.uk) |
Από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες του folk circuit στα
χρόνια του ’50, νωρίτερα, αλλά και αργότερα, υπήρξε ο Σκωτσέζος Ewan MacColl (1915-1989).
Γεννημένος το 1915 ως James Henry Miller από γονείς με προοδευτική συνείδηση,
βρέθηκε νέος μέσα στην περίοδο της Ύφεσης στη δεκαετία του ’30,
δραστηριοποιούμενος στο πολιτικό θέατρο. Το 1946 όντας ηθοποιός, σκηνοθέτης,
συγγραφέας και τροβαδούρος ιδρύει το Theatre Workshop μαζί με την Joan Littlewood,
που θα γίνει η πρώτη σύζυγός του, και μαζί αρχίζει να δημιουργούν παραστάσεις,
που στόχο είχαν την πολιτική ενδυνάμωση της εργατικής τάξης, μέσα από μια
μαρξιστική οπτική. Στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου το 1948 ο MacColl θα γνωριστεί
με τον ιρλανδό songwriter Dominic Behan (αδελφός του Brendan Behan) και από ’κει
με την τραγουδίστρια Jeannie Robertson, τον Jimmy McBeath και τον folklorist Hamish
Henderson. Οι γνωριμίες εκείνες και βεβαίως ο ερχομός του Alan Lomax στη
Βρετανία θα οδηγήσουν τον MacColl συν τω χρόνω να αντιληφθεί ακόμη περισσότερο
τη σημασία του τραγουδιού ως φορέα μηνυμάτων, αρχίζοντας να συγκεντρώνει γύρω
του μια παρέα μέλη οι περισσότεροι, όπως και ο ίδιος εξάλλου, του Κομμουνιστικού
Κόμματος της Μεγάλης Βρετανίας (A.L. Lloyd, Peggy Seeger, Isla Cameron, Shirley
Collins, Malcolm Nixon, Karl Dallas κ.ά.), κάτι που και οι ίδιοι, όπως γράφει ο
Colin Harper, δεν είχαν πρόβλημα να παραδεχτούν.
Το 1954 ο MacColl ιδρύει το κλαμπ Ballads & Blues (από
τη φερώνυμη ραδιοφωνική σειρά του BBC). Το μαγαζί δούλεψε καλά, με τον MacColl
να έχει ανοίξει δίαυλο επικοινωνίας ανάμεσα στα live events και στα προγράμματά
του στο ραδιόφωνο. Το 1958, αυτός ένας κομμουνιστής, σπάει τις ακροαματικότητες
στο BBC, όταν με αφορμή το θάνατο ενός υπαλλήλου των τρένων, του John Axon, βρίσκει
την ευκαιρία να υμνήσει την εργατική τάξη και την προσφορά της στη
σιδηροδρομική ιστορία της χώρας. Η δισκογραφία του τεράστια σε όγκο ξεχωρίζει
για την ποιότητά της και φυσικά για τη σημασία της, κυρίως όσον αφορά στη
γέννηση της folk σκηνής στη δεκαετία του ’60. Το ντούο με τη σύντροφό του Peggy
Seeger, την οποία γνώρισε το 1956, είναι κλασικό και υπεύθυνο συγχρόνως, για
μερικές καθοριστικές εγγραφές της περιόδου.
Στον αντίποδα του MacColl έμελλε να κινηθεί ένας άλλος
τροβαδούρος, ο Alex Campbell (1925-1987), ο πρώτος μοντέρνος folk ήρωας στη
Βρετανία. Περισσότερο εξωστρεφής και διαλλακτικός, και με μιαν αίσθηση hobo από
πολύ νωρίς, ο Campbell δημιούργησε έναν τύπο καλλιτέχνη, που έθρεψε τα όνειρα
των μικρότερων (Davy Graham, Martin Carthy, Bert Jansch, John Renbourn…), κάνοντάς
τους όλους να τρέχουν στο κατόπι του. Εκτιμούσε τον Ewan MacColl, όμως ο
άνθρωπος που φαίνεται να τον επηρέασε περισσότερο απ’ όλους ήταν ο Ramblin’ Jack
Elliott. Από ’κει ο Campbell «γνώρισε» τον Woody Guthrie και μπόρεσε να
κατανοήσει εγκαίρως τη σημασία τραγουδοποιών όπως ο Bob Dylan και η Joan Baez
στα πρώτα χρόνια του ’60.
Άλλοι Βρετανοί που είχαν ρόλο στο folk κύκλωμα εκείνα τα
χρόνια ήταν το ντούο Robin Hall/Jimmie McGregor, ο Steve Benbow και οι λίγο
νεώτεροι στη σκηνή Davy Graham, Martin Carthy, Wizz Jones και Clive Palmer. Πώς,
όμως, διαχύθηκε το folk μέσα στο rock;
Ο Robin Denselow στη μελέτη “The Electric Muse/ The Story of
Folk into Rock” [Methuen Paperbacks, London 1975] ξεκινά την ιστορία από τον Lonnie
Donegan (1931-2002) και δεν έχει άδικο. Από τα κατορθώματα του Donegan στα
fifties (ή μάλλον από ΤΟ κατόρθωμα) δεν πήρε γραμμή μόνο το folk, αλλά και το
ίδιο το βρετανικό rock, που θ’ άλλαζε δια παντός στην πορεία την παγκόσμια pop
έκφραση.
Ο Anthony James Donegan μπορεί να είχε γεννηθεί στην Γκλασκώβη
το 1931, αλλά μεγάλωσε στο Λονδίνο, στο East Ham, όταν μετακόμισε μικρός με την
οικογένειά του. Τo 1952, στα 21 του, κατορθώνει να βρεθεί στη σκηνή με τον θρύλο bluesman Lonnie Johnson, που τότε επισκεπτόταν τη Βρετανία… κι ενώ
δανείζεται το όνομα τού ειδώλου του, μπαίνει λίγο αργότερα στους Ken Colyer’s Jazzmen
(1953), στους οποίους συμμετείχε και ο τρομπονίστας Chris Barber. Γίνονται
διάφορες ανακατατάξεις και τον Ιούλιο του ’54 ο Chris Barber, με τη δική του
jazz μπάντα στην οποία συμμετείχε και ο Lonnie Donegan (έπαιζε μπάντζο, κιθάρα και
τραγουδούσε), ηχογραφεί το δεκάιντσο LP “New Orleans Joys” [Decca, 1954], στο
οποίο ο Donegan θα ερμήνευε δύο skiffle θέματα, το “Rock island line” και το “John
Henry”, υπό τη συνοδεία των Lonnie Donegan Skiffle Group. (Το skiffle ήταν η
απόλυτη ποπ έκφραση της εποχής, ένα αμάλγαμα jazz, blues και folk, το οποίο
αποδιδόταν από αυτοσχέδια όργανα). Ο δίσκος θα πουλήσει εντελώς απροσδόκητα 10
χιλιάδες αντίτυπα, κι ένα χρόνο αργότερα (περί τα Χριστούγεννα του ’55) είχε εξαντληθεί.
|
πηγή: discogs.com |
Τότε η Decca έκανε την απόλυτη έξυπνη κίνηση. Τύπωσε τα δύο
τραγούδια (το “Rock island line” και το “John Henry”) σε 78άρι και 45άρι δίσκο,
ρίχνοντάς τα ξανά στην αγορά. Κάπου μυρίστηκαν τα κομμάτια οι DJs Chappie d’Amato
και Jack Payne κι άρχισαν να τα μεταδίδουν (ιδίως το “Rock island line”) τακτικά
από το ραδιόφωνο. Δεν ήθελε το πράγμα και πολύ για να φουντώσει. Οι εγγλέζοι
πιτσιρικάδες, που δεν ήθελαν να διαφέρουν σε τίποτα από τους Αμερικανούς,
τουλάχιστον όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο δημιουργούνταν οι «επιτυχίες»
μέσω του ραδιοφώνου, άρχισαν ν’ αγοράζουν με μανία το τραγούδι. Το “Rock island
line”, με τον Lonnie Donegan μπροστά, θα πουλούσε το προσεχές διάστημα πάνω από
2 εκατομμύρια αντίτυπα, μπαίνοντας στο chart την 6/1/1956, παραμένοντας εκεί
για 17 εβδομάδες και φθάνοντας έως το νούμερο 6 του καταλόγου επιτυχιών. Το
σοκ, για την ευρισκόμενη στα σπάργανα, βρετανική pop, ήταν μεγάλο. Τα skiffle συγκροτήματα
θα αρχίσουν να εμφανίζονται κατά εκατοντάδες –μόνο γύρω από το Λονδίνο υπήρχαν
πάνω από 600 τέτοια γκρουπ– μέσα από τα οποία ανατράφηκαν μουσικώς δεκάδες
πασίγνωστοι, τα επόμενα χρόνια, καλλιτέχνες. Συγκρατείστε ονόματα: John Lennon, Paul McCartney, Cliff Richard,
Tommy Steele, Hank Marvin, Marty Wilde, Adam Faith, Spencer Davis, Jeff Beck,
Joe Cocker, Johnny Kid, Chris Farlowe, Wayne Fontana, Alex Harvey, Van
Morrison, Gary Glitter… είναι ατελείωτος ο
κατάλογος.
Το “Rock island line”, που ήταν αμερικάνικο, παραδοσιακό,
blues/folk τραγούδι ήταν η αρχή για τα «πάντα» στο Νησί, αφού πυροδότησε τη
νεανική μουσική έκφραση, χαράσσοντας όλους τους επόμενους δρόμους.
|
πηγή: ianaanderson.com |
Τα κλαμπ δεν ήταν άμοιρα της εξέλιξης του folk. Από τα τέλη
του ’50 έως τα μέσα του ’60, όπως σημειώνει ο Denselow, είχαν δημιουργηθεί
δεκάδες απ’ αυτά στο Λονδίνο και αλλαχού, στα οποία ακούγονταν τραγούδια του
Woody Guthrie, του Ramblin’ Jack Elliott και του Tom Paxton. Υπήρχαν φωνητικά
τρίο, που κόπιαραν το Kingston Trio και τους Peter Paul and Mary, άλλα που
απέδιδαν ακόμη και τραγούδια των Απαλαχίων, ενώ κατά τη διάρκεια της CND
(Campaign for Nuclear Disarmament), της Καμπάνιας για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό
δηλαδή (εκεί γύρω στο ’63) έσκασαν ντουζίνες τραγουδοποιών, που αντέγραφαν με
ταλέντο ή λιγότερο ταλέντο τον Bob Dylan.
Στα early sixties το folk club, συνεχίζει ο Denselow, ήταν ένα
συναρπαστικό μέρος. Μπορούσες ν’ ακούσεις, εκεί, από τυπικούς folkists, σαν τον
Redd Sullivan ας πούμε, μέχρι αβαντγκαρντίστες όπως τον Ron Geesin. Ίσως, δε,
το πιο διάσημο και σημαντικότερο απ’ αυτά να ήταν το Les Cousins, που είχε ανοίξει
το 1965 στην Greek Street στο Soho, κι είχε πάρει το όνομά του από το φερώνυμο
κινηματογραφικό δράμα του Claude Chabrol που είχε προηγηθεί (με τους Gérard
Blain και Jean-Claude Brialy). Από το Les Cousins πέρασαν οι πάντες. Και όταν
λέμε οι πάντες, εννοούμε οι πάντες. Τα ονόματα, που μνημονεύονται και
από τη Wikipedia, είναι χαρακτηριστικά:
Jackson C. Frank, Al Stewart, Davey Graham, Bert Jansch, John Renbourn, Sandy
Denny, John Martyn, Alexis Korner, The Strawbs, Roy Harper, Alex Campbell, Wizz
Jones, Nick Drake, The Incredible String Band, Cat Stevens, Martin Carthy,
Linda & Richard Thompson, Julie Felix, Bridget St John, Donovan, The
Watersons, Anne Briggs και άλλοι πολλοί.
|
John Martyn, Andy Matheou
(Photo: Ray Stevenson, ianaanderson.com) |
Περαιτέρω δεν ήταν και λίγοι οι καλλιτέχνες που ηχογράφησαν
στο Les Cousins… Από τον Al Stewart τον Ιούνιο του ’68 και τον John Martyn την
ίδια πάνω κάτω εποχή, μέχρι τους Spontaneous Music Ensemble (που
δεν ήταν folk φυσικά) και τον Roy Harper (το περίφημο “I hate the white man”
από το LP “Flat Baroque And Berserk”, αλλά
και το 2CD “August 30, 1969/ Live At Les Cousins/ 49 Greek St, Soho, London”).
Μάλιστα, το 1970 η RCA
είχε κυκλοφορήσει κι ένα LP υπό τον τίτλο “49 Greek Street” (η διεύθυνση του
Les Cousins) με κομμάτια των Al Jones, Andy Roberts, Tin Angel, Synanthesia, Keith
Christmas, Robin Scott, Nadia Cattouse και Mike Hart. Πρόκειται, απλώς, για μία
από τις καλύτερες folk συλλογές της εποχής.
Και κάτι που έχει τη
σημασία του. Το Les Cousins, που ήταν πιο πριν skiffle κλαμπ, ανήκε στον
Ελληνοκύπριο Andy Matheou.
(η ιστορία κάποια
στιγμή θα συνεχιστεί)