Όπως έχω γράψει κι άλλες φορές στο παρελθόν το ροκ (και το
ελληνικό ροκ) στην Ελλάδα των
late sixties
αποτελούσε, συχνά, ηθελημένα ή άθελά του, μοχλό της αντίδρασης.
Οι συνταγματάρχες, εννοώ, και όχι μόνον αυτοί το
χρησιμοποιούσαν ως ένα, κατ’ αρχάς, δυτικό προϊόν, ικανό να στρέψει τις (αισθητικές)
αναζητήσεις τής νεολαίας σε ακίνδυνα και εντελώς ελεγχόμενα (από ’κείνους) περιβάλλοντα.
Το να άκουγες ή να έπαιζες ροκ στην Ελλάδα των late sixties ισοδυναμούσε πολλάκις
με την εικόνα του καλού και ευγενικού παιδιού – εκείνου που, τέλος πάντων,
δεν ασχολιόταν με την πολιτική (κάτι, που, με άλλα λόγια, σήμαινε μια σιωπηρή,
έστω, αποκήρυξη του κομμουνισμού), που δεν αλήτευε, που δεν έπαιρνε ναρκωτικά,
εκείνου, εν πάση περιπτώσει, που έκανε το κέφι του ψυχαγωγώντας τον κόσμο (από
απλούς νεολαίους και δημοσίους υπαλλήλους, μέχρι την «υψηλή κοινωνία»),
δίνοντας το παρόν ακόμη και σε στρατιωτικές γιορτές! Εν ολίγοις, το ροκ είχε απόλυτη
πρόσβαση στον κρατικο-χουντικό μηχανισμό, με τα συγκροτήματα και τους
καλλιτέχνες να εκμεταλλεύονται και την παραμικρή ευκαιρία για λίγη παραπάνω
δημοσιότητα. Γνωστά πράγματα λέω.
Ορισμένοι έχουν την εντύπωση πως μετά τη συναυλία των
Rolling Stones στη
Λεωφόρο Αλεξάνδρας, την 17/4/1967 (τέσσερις μέρες πριν το πραξικόπημα δηλαδή),
και τα γνωστά σχετικά επεισόδια –μια εικόνα των οποίων έχουμε δώσει κι εδώ…
http://diskoryxeion.blogspot.gr/2013/03/oi-rolling-stones-67.html–
το ροκ κυνηγήθηκε από το επερχόμενο καθεστώς, πως αποκλείστηκε, τέλος πάντων,
από τα μέσα και τον Τύπο. Αυτό είναι παντελώς αναληθές, καθώς, και κατ’ αρχάς,
σ’ αυτή την περίπτωση δεν θα τυπώνονταν, στην Ελλάδα, ροκ δίσκοι και δισκάκια.
Φυσικά, και όπως όλοι γνωρίζουμε, το εντελώς αντίθετο συνέβη. Η σχετική
βιομηχανία άνθησε.
Η ελευθερία, θέλω να πω, που απολάμβανε η ροκ δισκογραφία
της εποχής δείχνει απλώς πως το ροκ, ως ένα δυτικό, καπιταλιστικό να το πούμε
προϊόν είχε την πλήρη αποδοχή της κεντρικής εξουσίας. Το ίδιο, δε, και οι
δίσκοι των… αληταράδων Rolling Stones,
οι οποίοι απασχολούσαν τον Τύπο, τότε, με τα μπλεξίματά τους με τα ναρκωτικά.
Όλες οι ελληνικές εφημερίδες έγραφαν, εννοώ, ήδη από τον Φεβρουάριο
του ’67, για την περιπέτεια των Jagger
και Richards με τις ουσίες (στο Λονδίνο), για την προσωρινή φυλάκιση τού
πρώτου στα τέλη Ιούνη ’67, για την καταδίκη τους λίγο αργότερα, για την
αποφυλάκιση του Jagger με εγγύηση στις αρχές Ιουλίου, για την έφεσή τους πιο μετά
κ.λπ.
[Ένα περίεργο πράγμα ρε παιδί μου… πάντοτε οι ροκάδες
πέφτανε στα μαλακά για τα ναρκωτικά, ακόμη και στην Ελλάδα ήδη από την εποχή
της δικτατορίας (βλ. Πουλικάκος), ενώ άλλου είδους καλλιτέχνες, που είχαν παρόμοια
ζόρια (βλ. Μπάρκουλης), τους αντιμετώπιζε το χουντοκράτος σαν κοινούς
εγκληματίες, καταστρέφοντας την καριέρα τους].
|
Ραδιοφωνικό πρόγραμμα της 27/7/1967 |
Έτσι λοιπόν την ίδιαν εποχή, όπου όλα αυτά τα… ωραία
απασχολούσαν τις ελληνικές εφημερίδες, το χουντικό ραδιόφωνο δεν παρέλειπε να
μεταδίδει τραγούδια των Rolling Stones
και άλλων βεβαίως συγκροτημάτων. (Δεν βάζω εδώ θαυμαστικό). Αρκεί να ρίξει
κάποιος μια ματιά στα ραδιοφωνικά προγράμματα της εποχής, προκειμένου να
διαπιστώσει τού λόγου το αληθές. Το… τρελό μάλιστα είναι πως αυτά ακριβώς τα ροκ
προγράμματα δεν τα μετέδιδε όποιος κι όποιος ραδιοσταθμός, αλλά εκείνος των
Ενόπλων Δυνάμεων!! Ροκ και στρατός σε συμφωνία φάσης; Αμ τι!! (Εδώ θα
χρειάζονταν κάποια θαυμαστικά).
|
Ραδιοφωνικό πρόγραμμα της 5/10/1967 |
Να μερικές εκπομπές. Να μερικά συγκροτήματα (και
καλλιτέχνες) δηλαδή που ακούγονταν από τον σταθμό των Ενόπλων στους πρώτους
κιόλας μήνες της δικτατορίας, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του ’67 – γιατί τα
μετέπειτα χρόνια γινόταν, απλώς, πανικός. Troggs (25/7), Rolling Stones (27/7), Herman Hermits (28/7), Beatles
(1/8), Tommy James and the Shondells (2/8), Shadows (3/8), Monkees
(4/8), Who (8/9), Spencer Davis Group (13/9), Rolling Stones (14/9), Hollies
(15/9), The Mamas & the
Papas (20/9), Los Bravos (22/9), Four Tops
(6/10), Marc Aryan (12/10) κ.λπ., κ.λπ.
Μάλιστα, όπως είχαμε διαβάσει και στο βιβλίο του Κώστα
Κατσάπη Το «Πρόβλημα Νεολαία»
[εκδόσεις Απρόβλεπτες, Αθήνα 2013] το ροκ εκείνη την εποχή (λίγο πριν την
χούντα δηλαδή) ήταν παντελώς αποδεκτό ακόμη και μέσα στη Σχολή Ευελπίδων! Να το
απόσπασμα (τη βοηθεία ρεπορτάζ της Βραδυνής):
«Λίγους μήνες
νωρίτερα, ακόμη και ένα από τα προπύργια της ηθικής ευταξίας και του
ευπρεπισμού, η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, θα είχε κυριευτεί από τους ρυθμούς
του σέηκ, τους οποίους έπαιζε “η ορχήστρα γιε-γιε της Σχολής”, σε έναν
αποκριάτικο χορό, που όπως αναφέρεται την επομένη στα σχόλια του Τύπου,
“ξεκίνησε σαν χορός, εξελίχθηκε σε ξεφάντωμα και κατέληξε σε υστερία”».
|
O Γιώργος Καρατζαφέρης επί το έργον |
Αφού ροκ ακουγόταν ακόμη και εντός της Ευελπίδων,
φανταστείτε τι θα γινόταν στα απλά στρατόπεδα και βεβαίως… έξω απ’ αυτά!
Στο τεύχος 70 των Μοντέρνων Ρυθμών [14/12/1966] διαβάζουμε
σε άρθρο του Σπύρου Καρατζαφέρη:
«Ο Γιώργος (ο αδελφός
μου) εδώ και 15 μέρες υπηρετεί την Πατρίδα. Κατετάγη σμηνίτης και βρίσκεται
στον Άραξο, όπου κάνει την βασική εκπαίδευσι. Παρ’ όλα τα γυμνάσια, όμως, δεν
ξεχνάει τους φίλους του. Σ’ όλα του τα γράμματα μου γράφει θερμούς χαιρετισμούς
σ’ όλους τους νέους και ιδιαίτερα στους αναγνώστες των Μοντέρνων Ρυθμών. Επίσης
στο τελευταίο του γράμμα γράφει ότι ετοιμάζει για τα Χριστούγεννα ένα
καταπληκτικό ρεσιτάλ για τους συναδέλφους του και τους αξιωματικούς του μέσα
στη βάσι. Τα συγκροτήματα που θα λάβουν μέρος δεν είναι ακόμη γνωστά.
Υποψηφιότητα θέτουν –αν δεν είναι κλεισμένα λόγω εορτών– οι Σάουντς και η
Τάμμυ, οι Τζάγκουαρς, οι Ντράγκονς, οι Γαλαξίες κ.λπ.(…) Από τον Άραξο με
αγάπη».
Και λίγο πιο κάτω στο ίδιο τεύχος, πάντα από τον ίδιο
συντάκτη:
«Επ’ ευκαιρία ο
Γιώργος (Καρατζαφέρης) παρακαλεί όποιο συγκρότημα επιθυμεί να λάβη μέρος στην
αεροπορική γιορτή των Χριστουγέννων να του τηλεφωνήση (τηλ. 615.944 ΤΡΑΠΕΖΑ
ΙΔΕΩΝ), για να ρυθμίσουνε τις λεπτομέρειες».
Τότε δεν ήταν (τέλη ’66), όταν είχε κυκλοφορήσει και το
δισκάκι των We Five
«Σαν ήμουν στρατιώτης/ Κάποιο αγόρι, όπως κι εγώ, λάτρευε Μπητλς και Ρόλλινγκ
Στώουνς» [Pan-Vox PAN 6071];
To πρώτο τραγούδι
ήταν το “Quando ero soldato” (Gianfranco
Reverberi, Sergio Bardotti), που είχε
τραγουδήσει εκείνη την εποχή ο Lucio Dalla.
Βασικά, επρόκειτο για ένα ειρωνικό και επί της ουσίας αντιπολεμικό κομμάτι, το
οποίον ο έλληνας στιχουργός (Νίκος Μαστοράκης) το είχε επιστημονικώς
διαστρέψει. Ενώ ο Dalla τραγουδούσε κάποια στιγμή «ο πόλεμος ήταν εκεί, υπάρχει τώρα» (εννοώντας τον πόλεμο στο
Βιετνάμ), οι We Five
(δια στόματος Ντέμη Ρούσσου), μεταφέρουν τον πόλεμο από το πεδίο της μάχης στο
σπίτι(!), καθώς τους ακούμε να τραγουδούν: «τώρα
στο σπίτι γίνονται μάχες, κι είμαι ο εχθρός(…) Τώρα οι δικοί μου μ’ έχουν για
πάντα στο πειθαρχείο»… με τη στρατιωτική θητεία, στην ελληνική απόδοση, να
παρουσιάζεται καθαρά (και καθόλου ειρωνικά) σαν ευλογία!
Και από πού ακούγονταν όλα αυτά τα τραγούδια εκείνη την
περίοδο; Φυσικά και από τον ραδιοφωνικό σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων και τις
εκπομπές «Δισκοθήκη 66» (με τον Γιώργο Αναστασόπουλο), «Επιχείρησις Λεύκωμα»
(με τον Γιώργο Καρατζαφέρη) κ.λπ. Ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε και τις εκπομπές
του Γιάννη Πετρίδη (και επί δικτατορίας πια) στον Στρατιωτικό Ραδιοφωνικό
Σταθμό της Λάρισας. Όπως έγραφε και ο ίδιος ο Πετρίδης στους Μ.Ρ. (#80, 10
Μαΐου 1967):
«Η Ραδιοφωνική Μουσική
Επιθεώρηση μεταδίδεται ήδη τρεις φορές την εβδομάδα, με προοπτικές εντός του
προσεχούς δεκαημέρου ν’ αρχίση και η τέταρτη εκπομπή (σ.σ. περισσότερες ώρες
για ροκ επί χούντας!). Σας υπενθυμίζω τις ημέρες και ώρες μεταδόσεως και
εκπομπών που παρουσιάζω από τον Στρατιωτικό Ραδιοφωνικό Σταθμό Λαρίσης: Δευτέρα
22:30 Μουσικά Θέματα διάρκεια 30 λεπτά, Τετάρτη 22:15 Μουσική Επιθεώρησι
διάρκεια 45 λεπτά, Πέμπτη 21:10 Μουσική Επιθεώρησι διάρκεια 50 λεπτά, Παρασκευή
22:30 Μουσική Επιθεώρησι διάρκεια 30 λεπτά. Η εκπομπή της Πέμπτης, 50 λεπτών,
κατέχει το ρεκόρ διαρκείας από κάθε άλλη ελληνική εκπομπή νεολαίας».
Και βεβαίως δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε και τον AFRS (Armed Forces Radio Station), τον σταθμό της αμερικάνικης στρατιωτικής βάσης στο Ελληνικό, που μετέδιδε «αμερικάνικη» μουσική ήδη από το 1959. Φυσικά πλήρως
ελεγχόμενη και με λογοκριμένα τα αντιπολεμικά και γενικότερα τα «επικίνδυνα»
τραγούδια των sixties!
Αυτό ορισμένοι βλάκες δεν το έχουν αντιληφθεί, ακόμη και
σήμερα. Πιστεύουν δηλαδή πως ο
AFRS
ήταν κάποιος ανεξάρτητος σταθμός τύπου
Radio Caroline (λέμε τώρα) και πως παρείχε πλουραλιστική και
αντικειμενική ροκ πληροφόρηση. Διαβάστε, εσείς, τα διάφορα κωθώνια, οι
αγράμματοι του ροκ (ξέρετε, εσείς, ποιοι είστε), τι λέει ο
Johnny Carr στο
Garage Hangover το
2010 (για το ποιος ήταν/είναι ο
Johnny Carr
μπορείτε να ρίξετε μια ματιά εδώ…
http://diskoryxeion.blogspot.gr/2010/11/johnny-carr-zoo-drummer.html):
«Ωστόσο, τα σύννεφα
άρχισαν να μαζεύονται. Ο Μπομπ Θόρντον, βασικός τρομπετίστας στους Varsity
Band, δεν μπορούσε να το γνωρίζει, αλλά τα φτερά του σκοτεινού αγγέλου είχαν
ήδη αρχίσει να απλώνονται πάνω του, αφού σε λίγα χρόνια θα σκοτωνόταν στο
Βιετνάμ. Η ίδια τύχη μου είπαν (αλλά δεν μπορώ να το επιβεβαιώσω) περίμενε και
τον Πητ Λαζίδη. Η σκιά του Βιετνάμ είχε αρχίσει να ρίχνει δυσοίωνα το βαρύ
πέπλο της. Το καψιμί (σ.σ. ας το πούμε έτσι) στη στρατιωτική βάση στο Ελληνικό,
για παράδειγμα, αρνιόταν να φέρει το “Eve of destruction” του Barry McGuire, τραγούδι που είχε απαγορευτεί και
από τον AFRS, προς μεγάλη απογοήτευση ορισμένων από τους αμερικανούς φίλους μου,
που μου ζήτησαν απλώς να αγοράσω τον δίσκο από τα μαγαζιά τού κέντρου της
Αθήνας».
Φυσικά, το θρυλικό αντιπολεμικό/κοινωνικοπολιτικό “Eve of destruction” του P.F. Sloan με τον Barry McGuire, που είχε
κυκλοφορήσει το 1965, έχοντας φθάσει μέχρι το Νο 1 του αμερικανικού Billboard
Hot 100 και μέχρι το Νο 3 του UK Singles Chart τον Σεπτέμβριο του ’65,
είχε τυπωθεί κανονικά στην Ελλάδα σε ετικέτα RCA Victor [47g
1149] και παρότι απαγορευμένο, από τον… ελεύθερο αμερικάνικο σταθμό της
στρατιωτικής βάσης στο Ελληνικό, βρήκε τον τρόπο να βλαστήσει στις ψυχές
ορισμένων.
Όπως είχε πει και ο Νίκος Παπάζογλου στον Ήχο (#166,
Ιανουάριος 1987):
«Από εκείνη την
περίοδο ξεκίνησαν πολλά πράγματα, όπως το τραγούδι διαμαρτυρίας (σ.σ. στην
Αμερική). Αυτό ήταν που με συγκινούσε στο ροκ εν ρολ. Ο Πρίσλεϊ δεν μου έλεγε
τίποτα, παρότι ο νέος αυτός ήχος ήταν κάτι το συγκλονιστικό. Αυτό που με
τράβηξε σαν περιεχόμενο ήταν το τραγούδι της περιόδου του πολέμου της
Παλαιστίνης (σ.σ. ο Πόλεμος των Έξι Ημερών τον Ιούνιο του ’67) και του Βιετνάμ.
Έχω συνδυάσει, δεν ξέρω πώς, τα γεγονότα της Λωρίδας της Γάζας (σ.σ. το 1967)
με το “Eve of destruction”.
Νιώθοντας λοιπόν κι εγώ αυτή την κραυγή διαμαρτυρίας που έβραζε μέσα μου άρχισα
να ασχολούμαι με την κιθάρα και μαζί με διάφορους φίλους από το σχολείο
αρχίζουμε να φτιάχνουμε συγκροτήματα, στα οποία παίζουμε τραγούδια σε αυτό το
πνεύμα».
Άμα περίμενε ο μακαρίτης ο Παπάζογλου να ενημερωνόταν από
τον AFRS για το “Eve of destruction” ζήτω που
καήκαμε…
|
Μακεδονία της 20/2/1969 |
Κάποτε ένας άλλος μακαρίτης ο Παύλος Σιδηρόπουλος είχε πει τις εξής ασυναρτησίες για τη ροκ σκηνή της
Θεσσαλονίκης στα τέλη των sixties (όπως είχαμε γράψει
και λίγο καιρό πριν), αναφερόμενος στα συγκροτήματα Fratelli,
Μακδεδονομάχοι κ.λπ. (Ήχος & Hi-Fi #96, Μάρτης ’81):
«Στη Θεσσαλονίκη (όπου
πήγα εγώ σαν φοιτητής, γιατί έχω κάνει μαθηματικός μέχρι το τρίτο έτος) είχανε
μια φοβερά δυναμική, συμπαγή και σκληρή σκηνή ροκ εν ρολ την εποχή
’65-’75».
Και λίγο πιο αργότερα στη Μουσική (#78, 5/1984) για
το ίδιο θέμα (τη ροκ σκηνή της Θεσσαλονίκης):
«Ροκ σκηνή σήμαινε:
όχι στα ιταλικά τραγούδια, μίσος για τη Δεξιά και για οποιαδήποτε
απόχρωσή της(…) Σημειωτέον δε ότι το κύκλωμα αυτό ήταν στεγανό. Όσον
αφορά δε τη μουσική, όποιος τολμούσε ν’ ακούσει και Beatles ακόμα
υπήρχε περίπτωση να μην του ξαναπούν ούτε καλημέρα. Εάν στην Αθήνα αυτό ήταν
λιγάκι μαλακό, στη Θεσσαλονίκη ήταν απόλυτα αυστηρό».
Τι σόι… σκληρή, απόλυτα αυστηρή και… αντιδεξιά σκηνή ήταν
εκείνη τής Θεσσαλονίκης, όταν τα συγκροτήματά της έπαιζαν σε αποκριάτικους
χορούς, που διοργάνωναν χουντο-στρατιωτικοί;
Όντως; Όντως, αφού την 20η Φεβρουαρίου 1969 οι Fratelli, μαζί με τους Up-Tight, τους Blue Velvet, τους Strangers και τους Juniors εμφανίστηκαν στη
σκηνή του Αλεξάνδρειου Αθλητικού Μελάθρου, σε μιαν αποκριάτικη συναυλία (ροκ,
αποκριές και στρατός ήταν κάτι σαν… κώλος και βρακί), που διοργάνωσε το Γ Σώμα
Στρατού, προκειμένου να ψυχαγωγηθούν στρατιώτες και σπουδαστές!
Θέλω να πω με όλα τούτα πως το ροκ μπορεί να είναι πολλά
πράγματα ταυτοχρόνως, άλλα αποδεκτά από το σύστημα της δεξιάς και ακροδεξιάς
προπαγάνδας και πολιτικής και άλλα όχι. Και γι’ αυτό το λόγο θα πρέπει κάποιος
που θέλει ν’ ασχολείται σοβαρά μ’ αυτά τα θέματα να μελετά το φαινόμενο όσο πιο
βαθιά γίνεται, και από πολλές μεριές, ώστε εκείνο που θα λέει κάθε φορά να έχει
κι ένα κάποιο νόημα. Να μην είναι αρλούμπα δηλαδή τού τύπου «το ροκ είναι
επανάσταση», «η ροκ ιδεολογία», «ο ροκ τρόπος ζωής» και άλλες τέτοιες
σαχλαμάρες (που μόνον από αγράμματους Έλληνες τις ακούς!), οι οποίες το μόνο που
φανερώνουν είναι ηλιθιότητα και ασχετοσύνη.
Πριν λίγες μέρες βρέθηκα σε μια παρέα ενός ξαδέλφου μου, και
όπως ήταν φυσικό αφού περάσαμε, σαν κουβέντα, από την επικαιρότητα, πήγαμε και
στα μουσικά. Κάτι είπαμε για το ροκ, κάτι είπαμε για το πανκ… Κάποιος, μάλιστα,
μας έλεγε ότι πανκ και στρατός δεν πάνε μαζί, και τότε εγώ του θύμισα πως τη
στρατιωτική και πολύ περισσότερο τη μιλιταριστική/ναζιστική κουλτούρα στο ροκ
την έφερε το πανκ. Και του είπα να μου πει, το κλασικό δηλαδή, αν τα “Blitzkrieg bop” και “Commando” των Ramones (και όχι
μόνον αυτά) είναι τελικά ναζιστικά/ πολεμοχαρή τραγούδια, και αν τέτοια
τραγούδια θα μπορούσε ποτέ να ευδοκιμήσουν στην ακμή του ροκ, στα late sixties. Να μην πω πώς
κατέληξε η συζήτηση…
Μπορεί και το ροκ να είχε βεβαίως τους… φαντάρους του, από
τον «βασιλιά» Elvis,
μέχρι τον Ray Manzarek,
τον Jerry Garcia και τον Jimi Hendrix,
όμως ένας απ’ αυτούς τους «φαντάρους του ροκ» ο Country Joe McDonald (που υπηρέτησε
σχεδόν τέσσερα χρόνια στο αμερικανικό ναυτικό στην Ιαπωνία!) ήταν εκείνος που
έγραψε λίγο καιρό αργότερα μερικά από τα πιο συγκλονιστικά αντιπολεμικά
τραγούδια. Αυτή είναι η διαφορά…