Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

οι WERNER HERZOG και FLORIAN FRICKE στην Ελλάδα του ’68

Έμαθα για τον Werner Herzog μέσα από τη μουσική – δεν είναι κάτι πρωτόφαντο, συμβαίνει. Εννοώ πως πρώτα άκουσα τα σάουντρακ, που είχαν γράψει για διάφορες ταινίες του οι krautrockers Popol Vuh και μετά, παρακινούμενος από τις μουσικές, αναζήτησα τα αντίστοιχα φιλμ.
Με άλλα λόγια ήταν οι synth ήχοι τού γερμανικού γκρουπ που με είχαν σημαδέψει εκεί στα μέσα του ’80. Και αναφέρομαι, βασικά, στα άλμπουμ “Aguirre”, “Herz aus Glas” και “Fitzcarraldo”, που από μόνα τους είχαν τη δύναμη να σε μεταφέρουν σ’ ένα εξώκοσμο, φανταστικό σύμπαν. Ανάλογες, φυσικά, ήταν και οι ταινίες τού Χέρτζογκ. Ουδεμία σχέση, θέλω να πω, με το σινεμά της γενιάς του (Wim Wenders, Volker Schlöndorff, Rainer Werner Fassbinder, Margarethe von Trotta κ.ά.).
Ήταν ο λεγόμενος νέος γερμανικός κινηματογράφος, που έκανε αισθητή την παρουσία του στα φεστιβάλ και τις αίθουσες (στα χρόνια του ’70 κυρίως), επιχειρώντας, κατά πρώτον, να ξεπλύνει από πάνω του την ντροπή του πολέμου, αρθρώνοντας ένα λόγο συχνά πολιτικό, ή, ακόμη καλύτερα, με την ευρύτερη έννοια πολιτικό, εξετάζοντας τον άνθρωπο και τις ανθρώπινες σχέσεις (κοινωνικές, ερωτικές κ.λπ.) μέσα από το πλέγμα τού νέου αστικού αποσυντονισμού, που εγκλώβιζε τον πρωταγωνιστή, συχνά, στην προσωπική/ εσωτερική μοναξιά του.
Ο Florian Fricke στην Ελλάδα το 1968 (από την ταινία τού Werner Herzog “Lebenszeichen”)
Έτσι, ακόμη και στον μεταφυσικό, κατά βάση Herzog, ήταν εκείνη ακριβώς η μοναξιά, που οδηγούσε τον κονκισταδόρ Αguirre/Κlaus Kinski στο δρόμο προς την καταστροφή.
Αυτή η παράνοια, αυτή η εμμονή στον ιδιωτικό χώρο, με συνέπειες που διαχέονταν στον κοινωνικό, πυροδοτεί το έργο του Werner Herzog από το ξεκίνημά του, από τις πρώτες κιόλας… ελληνικές ταινίες του.

Η συνέχεια εδώ…

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

Ξέρετε ποιος δίσκος είναι αυτός; (Ανάρτηση για τους άσχετους και τους ηλίθιους)*

Ξέρετε ποιος δίσκος είναι αυτός; Τον έχετε υπ’ όψιν σας έστω και ως «εισαγωγής»; Τον έχετε ακούσει; Τον έχετε λιώσει στο πικάπ; Ξέρετε τι τραγούδια έχει μέσα; Έχετε διαβάσει τους στίχους; Το βλέπετε εκείνο το “MADE IN GREECE” στο κάτω μέρος; Ξέρετε πότε βγήκε; Ξέρετε πως δεν κυκλοφόρησε στην Αγγλία, έχοντας όμως κυκλοφορήσει στην Ελλάδα; Σε πόσες χώρες βγήκε σε όλον τον κόσμο, εκείνη την εποχή, ξέρετε; Για ψάξτε να βρείτε πληροφορίες στο discogs
Αν κάποιος ανεβάζει covers στο discogs να μου πει να του σκανάρω και το εξώφυλλο. Για την ώρα ας βάλει μόνο το label
*Διευκρίνιση
Μπορεί να υπάρχουν πολλοί σχετικοί και καλοπροαίρετοι, πάντα, αναγνώστες του δισκορυχείου, που να μην γνωρίζουν πως αυτή η δισκάρα του Eric Burdon είχε τυπωθεί το 1968 και στην Ελλάδα. Ο τίτλος της ανάρτησης ΔΕΝ αναφέρεται σ’ αυτούς. Το αντιλαμβάνονται, βεβαίως, όλοι.
Ο τίτλος έχει να κάνει με δυο-τρεις ηλίθιους «μαμαμάμες» (έκανα ανάρτηση για πάρτη τους – ποιος στη χάρη τους!), οι οποίοι, ενώ είναι ΕΝΤΕΛΩΣ ΑΣΧΕΤΟΙ με το ροκ, θέλουν να σχολιάσουν κιόλας με τον ανώνυμο τσαμπουκά και το θράσος (δηλαδή τη θρασυδειλία) τού φασίστα. 
 

THE GIRSHEVICH TRIO featuring EDDIE GOMEZ

Δεν είναι εύκολο να συναντήσεις ένα τόσο επαγγελματικό jazz-trio, όπως το Girshevich Trio. Και τούτο για πολλούς λόγους. Ο πρώτος σχετίζεται με τον ντράμερ του σχήματος, τον Aleks Girshevich, ο οποίος είναι μόλις 12 ετών! Ο δεύτερος έχει να κάνει με το γεγονός πως κοντραμπασίστας του trio είναι ο θρυλικός Eddie Gómez, με τον τρίτο λόγο να αφορά στον πιανίστα Vlad Girshevich (ο οποίος χειρίζεται και σύνθια) που είναι ο πατέρας τού Aleks – ένας μουσικός που μεγάλωσε στο Ουζμπεκιστάν, για να μετακινηθεί προς την Αμέρικα, και δη στο Κολοράντο, στις αρχές των nineties.
Ο Vlad έφθασε στις ΗΠΑ έτοιμος μουσικός, με αποτέλεσμα πολύ γρήγορα να ανακατευτεί με το κύκλωμα των κλαμπ, εμφανιζόμενος στη διαδρομή με σημαντικά ονόματα (Stanley Jordan, Bob Berg, Ernie Watts κ.ά.). Παρά ταύτα Vlad και Aleks θα συναντήσουν κάποια στιγμή τον Eddie Gómez μάλλον τυχαίως –όταν εκείνος εμφανιζόταν στο κλαμπ DazzleJazz, στην Denver του Κολοράντο–, και κάπως έτσι θα βρουν την ευκαιρία να του δώσουν ένα demo, ώστε να το ακούσει και να πει μια γνώμη. Ο Gómez πρέπει να εντυπωσιάστηκε, όχι μόνον από τον πατέρα πιανίστα, που κουβαλούσε στις μελωδικές φράσεις του μια «παράξενη» γοητεία, αλλά και από τον γιο-ντράμερ, ένα μικρό παιδί που, όπως το ίδιο λέει, είχε πάθει ακούγοντας τον «άσσο» κουβανό ντράμερ Horacio “El Negro” Hernandez. Μ’ αυτά και μ’ αυτά δεν θ’ αργήσει να μπει σε μια τροχιά και η συνεργασία. Το υλικό των Ουζμπέκων ήταν πολύ και καλό, για να μην πούμε εξαιρετικό, με αποτέλεσμα ο Gómez να πιάσει αμέσως δουλειά. Το Algorithmic Society [Tapestry, 2016] θα ηχογραφηθεί σε δύο sessions, τον Φλεβάρη και τον Μάρτη του 2014, με τους τρεις μουσικούς να έχουν περαιτέρω στη διάθεσή τους strings και ακόμη τα κρουστά (darbouka, riq, daf) του Λιβανέζου Rony Barrak.
Όλες οι συνθέσεις είναι λιτές, παρά το επιμέρους ενορχηστρωτικό φόρτωμα. Ενίοτε δε απομακρύνονται εντελώς από την jazz –από την jazz όπως την κατανοούν μέσα από την ιστορία τους οι Αμερικανοί–, φέρνοντας στη μνήμη world ήχους. Υπό αυτή την έννοια το “Algorithmic Society” είναι ένα άλμπουμ που αν και… έπεται του καιρού του, δεν παύει την ίδιαν ώρα να είναι αληθινό και υπερήφανο.

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

ροκ, ελληνικό ροκ και στρατός στην Ελλάδα του δεύτερου μισού των sixties

Όπως έχω γράψει κι άλλες φορές στο παρελθόν το ροκ (και το ελληνικό ροκ) στην Ελλάδα των late sixties αποτελούσε, συχνά, ηθελημένα ή άθελά του, μοχλό της αντίδρασης.
Οι συνταγματάρχες, εννοώ, και όχι μόνον αυτοί το χρησιμοποιούσαν ως ένα, κατ’ αρχάς, δυτικό προϊόν, ικανό να στρέψει τις (αισθητικές) αναζητήσεις τής νεολαίας σε ακίνδυνα και εντελώς ελεγχόμενα (από ’κείνους) περιβάλλοντα. Το να άκουγες ή να έπαιζες ροκ στην Ελλάδα των late sixties ισοδυναμούσε πολλάκις με την εικόνα του καλού και ευγενικού παιδιού – εκείνου που, τέλος πάντων, δεν ασχολιόταν με την πολιτική (κάτι, που, με άλλα λόγια, σήμαινε μια σιωπηρή, έστω, αποκήρυξη του κομμουνισμού), που δεν αλήτευε, που δεν έπαιρνε ναρκωτικά, εκείνου, εν πάση περιπτώσει, που έκανε το κέφι του ψυχαγωγώντας τον κόσμο (από απλούς νεολαίους και δημοσίους υπαλλήλους, μέχρι την «υψηλή κοινωνία»), δίνοντας το παρόν ακόμη και σε στρατιωτικές γιορτές! Εν ολίγοις, το ροκ είχε απόλυτη πρόσβαση στον κρατικο-χουντικό μηχανισμό, με τα συγκροτήματα και τους καλλιτέχνες να εκμεταλλεύονται και την παραμικρή ευκαιρία για λίγη παραπάνω δημοσιότητα. Γνωστά πράγματα λέω.

Ορισμένοι έχουν την εντύπωση πως μετά τη συναυλία των Rolling Stones στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, την 17/4/1967 (τέσσερις μέρες πριν το πραξικόπημα δηλαδή), και τα γνωστά σχετικά επεισόδια –μια εικόνα των οποίων έχουμε δώσει κι εδώ… http://diskoryxeion.blogspot.gr/2013/03/oi-rolling-stones-67.html– το ροκ κυνηγήθηκε από το επερχόμενο καθεστώς, πως αποκλείστηκε, τέλος πάντων, από τα μέσα και τον Τύπο. Αυτό είναι παντελώς αναληθές, καθώς, και κατ’ αρχάς, σ’ αυτή την περίπτωση δεν θα τυπώνονταν, στην Ελλάδα, ροκ δίσκοι και δισκάκια. Φυσικά, και όπως όλοι γνωρίζουμε, το εντελώς αντίθετο συνέβη. Η σχετική βιομηχανία άνθησε.
Η ελευθερία, θέλω να πω, που απολάμβανε η ροκ δισκογραφία της εποχής δείχνει απλώς πως το ροκ, ως ένα δυτικό, καπιταλιστικό να το πούμε προϊόν είχε την πλήρη αποδοχή της κεντρικής εξουσίας. Το ίδιο, δε, και οι δίσκοι των… αληταράδων Rolling Stones, οι οποίοι απασχολούσαν τον Τύπο, τότε, με τα μπλεξίματά τους με τα ναρκωτικά.
Όλες οι ελληνικές εφημερίδες έγραφαν, εννοώ, ήδη από τον Φεβρουάριο του ’67, για την περιπέτεια των Jagger και Richards με τις ουσίες (στο Λονδίνο), για την προσωρινή φυλάκιση τού πρώτου στα τέλη Ιούνη ’67, για την καταδίκη τους λίγο αργότερα, για την αποφυλάκιση του Jagger με εγγύηση στις αρχές Ιουλίου, για την έφεσή τους πιο μετά κ.λπ.
[Ένα περίεργο πράγμα ρε παιδί μου… πάντοτε οι ροκάδες πέφτανε στα μαλακά για τα ναρκωτικά, ακόμη και στην Ελλάδα ήδη από την εποχή της δικτατορίας (βλ. Πουλικάκος), ενώ άλλου είδους καλλιτέχνες, που είχαν παρόμοια ζόρια (βλ. Μπάρκουλης), τους αντιμετώπιζε το χουντοκράτος σαν κοινούς εγκληματίες, καταστρέφοντας την καριέρα τους].

Ραδιοφωνικό πρόγραμμα της 27/7/1967
Έτσι λοιπόν την ίδιαν εποχή, όπου όλα αυτά τα… ωραία απασχολούσαν τις ελληνικές εφημερίδες, το χουντικό ραδιόφωνο δεν παρέλειπε να μεταδίδει τραγούδια των Rolling Stones και άλλων βεβαίως συγκροτημάτων. (Δεν βάζω εδώ θαυμαστικό). Αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στα ραδιοφωνικά προγράμματα της εποχής, προκειμένου να διαπιστώσει τού λόγου το αληθές. Το… τρελό μάλιστα είναι πως αυτά ακριβώς τα ροκ προγράμματα δεν τα μετέδιδε όποιος κι όποιος ραδιοσταθμός, αλλά εκείνος των Ενόπλων Δυνάμεων!! Ροκ και στρατός σε συμφωνία φάσης; Αμ τι!! (Εδώ θα χρειάζονταν κάποια θαυμαστικά).
Ραδιοφωνικό πρόγραμμα της 5/10/1967
Να μερικές εκπομπές. Να μερικά συγκροτήματα (και καλλιτέχνες) δηλαδή που ακούγονταν από τον σταθμό των Ενόπλων στους πρώτους κιόλας μήνες της δικτατορίας, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του ’67 – γιατί τα μετέπειτα χρόνια γινόταν, απλώς, πανικός. Troggs (25/7), Rolling Stones (27/7), Herman Hermits (28/7), Beatles (1/8), Tommy James and the Shondells (2/8), Shadows (3/8), Monkees (4/8), Who (8/9), Spencer Davis Group (13/9), Rolling Stones (14/9), Hollies (15/9), The Mamas & the Papas (20/9), Los Bravos (22/9), Four Tops (6/10), Marc Aryan (12/10) κ.λπ., κ.λπ.
Μάλιστα, όπως είχαμε διαβάσει και στο βιβλίο του Κώστα Κατσάπη Το «Πρόβλημα Νεολαία» [εκδόσεις Απρόβλεπτες, Αθήνα 2013] το ροκ εκείνη την εποχή (λίγο πριν την χούντα δηλαδή) ήταν παντελώς αποδεκτό ακόμη και μέσα στη Σχολή Ευελπίδων! Να το απόσπασμα (τη βοηθεία ρεπορτάζ της Βραδυνής):
«Λίγους μήνες νωρίτερα, ακόμη και ένα από τα προπύργια της ηθικής ευταξίας και του ευπρεπισμού, η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, θα είχε κυριευτεί από τους ρυθμούς του σέηκ, τους οποίους έπαιζε “η ορχήστρα γιε-γιε της Σχολής”, σε έναν αποκριάτικο χορό, που όπως αναφέρεται την επομένη στα σχόλια του Τύπου, “ξεκίνησε σαν χορός, εξελίχθηκε σε ξεφάντωμα και κατέληξε σε υστερία”».
O Γιώργος Καρατζαφέρης επί το έργον 
Αφού ροκ ακουγόταν ακόμη και εντός της Ευελπίδων, φανταστείτε τι θα γινόταν στα απλά στρατόπεδα και βεβαίως… έξω απ’ αυτά!
Στο τεύχος 70 των Μοντέρνων Ρυθμών [14/12/1966] διαβάζουμε σε άρθρο του Σπύρου Καρατζαφέρη:
«Ο Γιώργος (ο αδελφός μου) εδώ και 15 μέρες υπηρετεί την Πατρίδα. Κατετάγη σμηνίτης και βρίσκεται στον Άραξο, όπου κάνει την βασική εκπαίδευσι. Παρ’ όλα τα γυμνάσια, όμως, δεν ξεχνάει τους φίλους του. Σ’ όλα του τα γράμματα μου γράφει θερμούς χαιρετισμούς σ’ όλους τους νέους και ιδιαίτερα στους αναγνώστες των Μοντέρνων Ρυθμών. Επίσης στο τελευταίο του γράμμα γράφει ότι ετοιμάζει για τα Χριστούγεννα ένα καταπληκτικό ρεσιτάλ για τους συναδέλφους του και τους αξιωματικούς του μέσα στη βάσι. Τα συγκροτήματα που θα λάβουν μέρος δεν είναι ακόμη γνωστά. Υποψηφιότητα θέτουν –αν δεν είναι κλεισμένα λόγω εορτών– οι Σάουντς και η Τάμμυ, οι Τζάγκουαρς, οι Ντράγκονς, οι Γαλαξίες κ.λπ.(…) Από τον Άραξο με αγάπη».
Και λίγο πιο κάτω στο ίδιο τεύχος, πάντα από τον ίδιο συντάκτη:
«Επ’ ευκαιρία ο Γιώργος (Καρατζαφέρης) παρακαλεί όποιο συγκρότημα επιθυμεί να λάβη μέρος στην αεροπορική γιορτή των Χριστουγέννων να του τηλεφωνήση (τηλ. 615.944 ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ), για να ρυθμίσουνε τις λεπτομέρειες».
Τότε δεν ήταν (τέλη ’66), όταν είχε κυκλοφορήσει και το δισκάκι των We Five «Σαν ήμουν στρατιώτης/ Κάποιο αγόρι, όπως κι εγώ, λάτρευε Μπητλς και Ρόλλινγκ Στώουνς» [Pan-Vox PAN 6071];  
To πρώτο τραγούδι ήταν το “Quando ero soldato” (Gianfranco Reverberi, Sergio Bardotti), που είχε τραγουδήσει εκείνη την εποχή ο Lucio Dalla. Βασικά, επρόκειτο για ένα ειρωνικό και επί της ουσίας αντιπολεμικό κομμάτι, το οποίον ο έλληνας στιχουργός (Νίκος Μαστοράκης) το είχε επιστημονικώς διαστρέψει. Ενώ ο Dalla τραγουδούσε κάποια στιγμή «ο πόλεμος ήταν εκεί, υπάρχει τώρα» (εννοώντας τον πόλεμο στο Βιετνάμ), οι We Five (δια στόματος Ντέμη Ρούσσου), μεταφέρουν τον πόλεμο από το πεδίο της μάχης στο σπίτι(!), καθώς τους ακούμε να τραγουδούν: «τώρα στο σπίτι γίνονται μάχες, κι είμαι ο εχθρός(…) Τώρα οι δικοί μου μ’ έχουν για πάντα στο πειθαρχείο»… με τη στρατιωτική θητεία, στην ελληνική απόδοση, να παρουσιάζεται καθαρά (και καθόλου ειρωνικά) σαν ευλογία!

Και από πού ακούγονταν όλα αυτά τα τραγούδια εκείνη την περίοδο; Φυσικά και από τον ραδιοφωνικό σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων και τις εκπομπές «Δισκοθήκη 66» (με τον Γιώργο Αναστασόπουλο), «Επιχείρησις Λεύκωμα» (με τον Γιώργο Καρατζαφέρη) κ.λπ. Ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε και τις εκπομπές του Γιάννη Πετρίδη (και επί δικτατορίας πια) στον Στρατιωτικό Ραδιοφωνικό Σταθμό της Λάρισας. Όπως έγραφε και ο ίδιος ο Πετρίδης στους Μ.Ρ. (#80, 10 Μαΐου 1967):
«Η Ραδιοφωνική Μουσική Επιθεώρηση μεταδίδεται ήδη τρεις φορές την εβδομάδα, με προοπτικές εντός του προσεχούς δεκαημέρου ν’ αρχίση και η τέταρτη εκπομπή (σ.σ. περισσότερες ώρες για ροκ επί χούντας!). Σας υπενθυμίζω τις ημέρες και ώρες μεταδόσεως και εκπομπών που παρουσιάζω από τον Στρατιωτικό Ραδιοφωνικό Σταθμό Λαρίσης: Δευτέρα 22:30 Μουσικά Θέματα διάρκεια 30 λεπτά, Τετάρτη 22:15 Μουσική Επιθεώρησι διάρκεια 45 λεπτά, Πέμπτη 21:10 Μουσική Επιθεώρησι διάρκεια 50 λεπτά, Παρασκευή 22:30 Μουσική Επιθεώρησι διάρκεια 30 λεπτά. Η εκπομπή της Πέμπτης, 50 λεπτών, κατέχει το ρεκόρ διαρκείας από κάθε άλλη ελληνική εκπομπή νεολαίας».
Και βεβαίως δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε και τον AFRS (Armed Forces Radio Station), τον σταθμό της αμερικάνικης στρατιωτικής βάσης στο Ελληνικό, που μετέδιδε «αμερικάνικη» μουσική ήδη από το 1959. Φυσικά πλήρως ελεγχόμενη και με λογοκριμένα τα αντιπολεμικά και γενικότερα τα «επικίνδυνα» τραγούδια των sixties!
Αυτό ορισμένοι βλάκες δεν το έχουν αντιληφθεί, ακόμη και σήμερα. Πιστεύουν δηλαδή πως ο AFRS ήταν κάποιος ανεξάρτητος σταθμός τύπου Radio Caroline (λέμε τώρα) και πως παρείχε πλουραλιστική και αντικειμενική ροκ πληροφόρηση. Διαβάστε, εσείς, τα διάφορα κωθώνια, οι αγράμματοι του ροκ (ξέρετε, εσείς, ποιοι είστε), τι λέει ο Johnny Carr στο Garage Hangover το 2010 (για το ποιος ήταν/είναι ο Johnny Carr μπορείτε να ρίξετε μια ματιά εδώ… http://diskoryxeion.blogspot.gr/2010/11/johnny-carr-zoo-drummer.html):
«Ωστόσο, τα σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται. Ο Μπομπ Θόρντον, βασικός τρομπετίστας στους Varsity Band, δεν μπορούσε να το γνωρίζει, αλλά τα φτερά του σκοτεινού αγγέλου είχαν ήδη αρχίσει να απλώνονται πάνω του, αφού σε λίγα χρόνια θα σκοτωνόταν στο Βιετνάμ. Η ίδια τύχη μου είπαν (αλλά δεν μπορώ να το επιβεβαιώσω) περίμενε και τον Πητ Λαζίδη. Η σκιά του Βιετνάμ είχε αρχίσει να ρίχνει δυσοίωνα το βαρύ πέπλο της. Το καψιμί (σ.σ. ας το πούμε έτσι) στη στρατιωτική βάση στο Ελληνικό, για παράδειγμα, αρνιόταν να φέρει το “Eve of destruction” του Barry McGuire, τραγούδι που είχε απαγορευτεί και από τον AFRS, προς μεγάλη απογοήτευση ορισμένων από τους αμερικανούς φίλους μου, που μου ζήτησαν απλώς να αγοράσω τον δίσκο από τα μαγαζιά τού κέντρου της Αθήνας».
Φυσικά, το θρυλικό αντιπολεμικό/κοινωνικοπολιτικό “Eve of destruction” του P.F. Sloan με τον Barry McGuire, που είχε κυκλοφορήσει το 1965, έχοντας φθάσει μέχρι το Νο 1 του αμερικανικού Billboard Hot 100 και μέχρι το Νο 3 του UK Singles Chart τον Σεπτέμβριο του ’65, είχε τυπωθεί κανονικά στην Ελλάδα σε ετικέτα RCA Victor [47g 1149] και παρότι απαγορευμένο, από τον… ελεύθερο αμερικάνικο σταθμό της στρατιωτικής βάσης στο Ελληνικό, βρήκε τον τρόπο να βλαστήσει στις ψυχές ορισμένων.
Όπως είχε πει και ο Νίκος Παπάζογλου στον Ήχο (#166, Ιανουάριος 1987):
«Από εκείνη την περίοδο ξεκίνησαν πολλά πράγματα, όπως το τραγούδι διαμαρτυρίας (σ.σ. στην Αμερική). Αυτό ήταν που με συγκινούσε στο ροκ εν ρολ. Ο Πρίσλεϊ δεν μου έλεγε τίποτα, παρότι ο νέος αυτός ήχος ήταν κάτι το συγκλονιστικό. Αυτό που με τράβηξε σαν περιεχόμενο ήταν το τραγούδι της περιόδου του πολέμου της Παλαιστίνης (σ.σ. ο Πόλεμος των Έξι Ημερών τον Ιούνιο του ’67) και του Βιετνάμ. Έχω συνδυάσει, δεν ξέρω πώς, τα γεγονότα της Λωρίδας της Γάζας (σ.σ. το 1967) με το “Eve of destruction”. Νιώθοντας λοιπόν κι εγώ αυτή την κραυγή διαμαρτυρίας που έβραζε μέσα μου άρχισα να ασχολούμαι με την κιθάρα και μαζί με διάφορους φίλους από το σχολείο αρχίζουμε να φτιάχνουμε συγκροτήματα, στα οποία παίζουμε τραγούδια σε αυτό το πνεύμα».
Άμα περίμενε ο μακαρίτης ο Παπάζογλου να ενημερωνόταν από τον AFRS για το “Eve of destruction” ζήτω που καήκαμε…

Μακεδονία της 20/2/1969
Κάποτε ένας άλλος μακαρίτης ο Παύλος Σιδηρόπουλος είχε πει τις εξής ασυναρτησίες για τη ροκ σκηνή της Θεσσαλονίκης στα τέλη των sixties (όπως είχαμε γράψει και λίγο καιρό πριν), αναφερόμενος στα συγκροτήματα Fratelli, Μακδεδονομάχοι κ.λπ. (Ήχος & Hi-Fi #96, Μάρτης ’81):
«Στη Θεσσαλονίκη (όπου πήγα εγώ σαν φοιτητής, γιατί έχω κάνει μαθηματικός μέχρι το τρίτο έτος) είχανε μια φοβερά δυναμική, συμπαγή και σκληρή σκηνή ροκ εν ρολ την εποχή ’65-’75».
Και λίγο πιο αργότερα στη Μουσική (#78, 5/1984) για το ίδιο θέμα (τη ροκ σκηνή της Θεσσαλονίκης):
«Ροκ σκηνή σήμαινε: όχι στα ιταλικά τραγούδια, μίσος για τη Δεξιά και για οποιαδήποτε απόχρωσή της(…) Σημειωτέον δε ότι το κύκλωμα αυτό ήταν στεγανό. Όσον αφορά δε τη μουσική, όποιος τολμούσε ν’ ακούσει και Beatles ακόμα υπήρχε περίπτωση να μην του ξαναπούν ούτε καλημέρα. Εάν στην Αθήνα αυτό ήταν λιγάκι μαλακό, στη Θεσσαλονίκη ήταν απόλυτα αυστηρό».
Τι σόι… σκληρή, απόλυτα αυστηρή και… αντιδεξιά σκηνή ήταν εκείνη τής Θεσσαλονίκης, όταν τα συγκροτήματά της έπαιζαν σε αποκριάτικους χορούς, που διοργάνωναν χουντο-στρατιωτικοί;
Όντως; Όντως, αφού την 20η Φεβρουαρίου 1969 οι Fratelli, μαζί με τους Up-Tight, τους Blue Velvet, τους Strangers και τους Juniors εμφανίστηκαν στη σκηνή του Αλεξάνδρειου Αθλητικού Μελάθρου, σε μιαν αποκριάτικη συναυλία (ροκ, αποκριές και στρατός ήταν κάτι σαν… κώλος και βρακί), που διοργάνωσε το Γ Σώμα Στρατού, προκειμένου να ψυχαγωγηθούν στρατιώτες και σπουδαστές!

Θέλω να πω με όλα τούτα πως το ροκ μπορεί να είναι πολλά πράγματα ταυτοχρόνως, άλλα αποδεκτά από το σύστημα της δεξιάς και ακροδεξιάς προπαγάνδας και πολιτικής και άλλα όχι. Και γι’ αυτό το λόγο θα πρέπει κάποιος που θέλει ν’ ασχολείται σοβαρά μ’ αυτά τα θέματα να μελετά το φαινόμενο όσο πιο βαθιά γίνεται, και από πολλές μεριές, ώστε εκείνο που θα λέει κάθε φορά να έχει κι ένα κάποιο νόημα. Να μην είναι αρλούμπα δηλαδή τού τύπου «το ροκ είναι επανάσταση», «η ροκ ιδεολογία», «ο ροκ τρόπος ζωής» και άλλες τέτοιες σαχλαμάρες (που μόνον από αγράμματους Έλληνες τις ακούς!), οι οποίες το μόνο που φανερώνουν είναι ηλιθιότητα και ασχετοσύνη.

Πριν λίγες μέρες βρέθηκα σε μια παρέα ενός ξαδέλφου μου, και όπως ήταν φυσικό αφού περάσαμε, σαν κουβέντα, από την επικαιρότητα, πήγαμε και στα μουσικά. Κάτι είπαμε για το ροκ, κάτι είπαμε για το πανκ… Κάποιος, μάλιστα, μας έλεγε ότι πανκ και στρατός δεν πάνε μαζί, και τότε εγώ του θύμισα πως τη στρατιωτική και πολύ περισσότερο τη μιλιταριστική/ναζιστική κουλτούρα στο ροκ την έφερε το πανκ. Και του είπα να μου πει, το κλασικό δηλαδή, αν τα “Blitzkrieg bop” και “Commando” των Ramones (και όχι μόνον αυτά) είναι τελικά ναζιστικά/ πολεμοχαρή τραγούδια, και αν τέτοια τραγούδια θα μπορούσε ποτέ να ευδοκιμήσουν στην ακμή του ροκ, στα late sixties. Να μην πω πώς κατέληξε η συζήτηση…
Μπορεί και το ροκ να είχε βεβαίως τους… φαντάρους του, από τον «βασιλιά» Elvis, μέχρι τον Ray Manzarek, τον Jerry Garcia και τον Jimi Hendrix, όμως ένας απ’ αυτούς τους «φαντάρους του ροκ» ο Country Joe McDonald (που υπηρέτησε σχεδόν τέσσερα χρόνια στο αμερικανικό ναυτικό στην Ιαπωνία!) ήταν εκείνος που έγραψε λίγο καιρό αργότερα μερικά από τα πιο συγκλονιστικά αντιπολεμικά τραγούδια. Αυτή είναι η διαφορά…
 

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

DIRTY FUSE επιτέλους το “Last Wave” σε δίσκο

Μετά από δύο χρόνια περιπετειών και αναμονής τυπώθηκε εν τέλει σε βινύλιο το πρώτο πραγματικό (12ιντσο) LP των Dirty Fuse – γράφω για το «πρώτο πραγματικό», επειδή μέχρι τώρα το πολύ καλό αυτό αθηναϊκό γκρουπ είχε κυκλοφορήσει μόνο 7ιντσα, CD ή 10ιντσα. Τώρα, δηλαδή, έχουμε ένα καθαρό-καθαρό (clear vinyl) long play, τυπωμένο σε 300 αντίτυπα από το καινούριο label Ikaros Records.
Δεν χρειάζεται να πω σε τι συνίστανται εκείνα τα «περιπέτεια» και «αναμονή» – τι πήγε στραβά, εννοώ, με αποτέλεσμα αυτή τη δίχρονη καθυστέρηση. Σημασία, τώρα, έχει αυτή ταύτη η έξοχη κυκλοφορία ενός συγκροτήματος, που διακρίνεται στη surf σκηνή τόσο εδώ όσο και στο εξωτερικό τα τελευταία χρόνια. Μπορεί, βεβαίως, σήμερα, Dirty Fuse να μην είναι οι Dirty Fuse τού Last Wave, αφού έχει αλλάξει πια η σύνθεση της μπάντας, όμως ούτε αυτό είναι το θέμα μας. Το θέμα μας είναι αυτά τα 15 tracks τού «τελευταίου κύματος», που εμφανίζουν, άλλα έτσι κι άλλα αλλιώς, εκείνη τη γνωστή από τα early sixties ινστρουμένταλ surf αίσθηση. Και όχι μόνον αίσθηση, αλλά και διάθεση και περαιτέρω ουσία και αποτελεσματικότητα, και αληθινή απόλαυση.
Με τον Βραζιλιάνο Duda Victor ακόμη στην line-up τους σε κιθάρες και τζουρά, και ακόμη τους Κώστα Μπάκουλα κι άλλη κιθάρα, Μανώλη Κισαμιτάκη σαξόφωνα, John Drake μπάσο και Χρήστο Κόγιο ντραμς, οι Dirty Fuse καταγράφονται στο “Last Wave” σε διαβολεμένη φόρμα, δίνοντας έναν ακατέργαστο surf αδάμαντα. Λέω «ακατέργαστο» επειδή οι συνθέσεις και ο ήχος των παιδιών δεν κάνει παραχωρήσεις σε μεσοβέζικες καταστάσεις. Να ανακατεύει δηλαδή το surf με άλλα άσχετα rock genres. Υπάρχει, με άλλα λόγια, μια πιστότητα στις συνθέσεις, με παραταγμένα όλα τα τυπικά καλούδια και με τους οριενταλισμούς, περαιτέρω, να δίνουν και να παίρνουν – καθότι εμείς το surf έτσι ξέρουμε να το παίζουμε… μισιρλούδικα. Και αυτό το γνωρίζει, πρώτα και καλύτερα, ο Jim Skiathitis των θρύλων Αυστραλών Atlantics, ο οποίος χαρίζει στους έλληνες φίλους του δύο θανατηφόρα tracks, ένα για το άνοιγμα κάθε πλευράς – το “Islands in the surf” στη Side A και το “Stranger on Mykonos” στη Side B. Πανέμορφες μελωδίες, «χιώτικα» (εκ του Χιώτη) παιξίματα, με έξοχα breaks σε σαξόφωνα και κιθάρες και με την αίσθηση του κύματος πανταχού παρούσα, τα κομμάτια αυτά είναι τόσο φοβερά, που θα διέπρεπαν ακόμη και στα sixties (αν έμπαιναν, δηλαδή, στο ρεπερτόριο των Atlantics). Φυσικά και ο τζουράς του Duda τα σπάει (στη… Μύκονο), δεν υπάρχει θέμα, είναι όμως συνολικά τα tracks που δείχνουν το πόσο αληθινά μετράνε. Και δεν είναι τα μόνα… αφού κάθε κομμάτι του “Last Wave” (εμένα με συναρπάζει και ο… αυστραλέζικος τίτλος, που με παραπέμπει στη φερώνυμη ταινία-αριστούργημα του Peter Weir) έχει νόημα και λόγο ύπαρξης.
Από την Side A φερ’ ειπείν δεν μπορεί να μην σταθείς στην ευφράδεια και τις αλλαγές στο τέμπο τού “Teenage cactus twist”, στην περιπετειώδη και φουριόζα “Oasi” με την άριστη διπλοπενιά, στην «ανοιχτή» μπασο-εισαγωγή τού “Monsoon diva” (κομμάτι που ασυστόλως «γκαραζ-ίζει»), με τα σαξόφωνα να προσφέρουν αυτή την… βορειοδυτική frat αίσθηση, και ακόμη στην «Καταιγίδα», που μοιάζει, στιγμές-στιγμές, περισσότερο… ’67 (AtlanticsCome on” και τα λοιπά).
Αλλά και από την Side B πώς να μη μείνεις ικανοποιημένος από την “Potiguara” μ’ εκείνο το κλασικό «κυματιστό» reverb να σε… βουλιάζει και αμέσως μετά να σε ξαναβγάζει στον αφρό, τον «Άτλαντα» που σπάει ανάμεσα σε Ευρωασία και Αφρική (γαμιστερό κομμάτι), την ντελικάτη μελωδία του “Surfness”, τη ρεμπέτικη ψυχή του «Δόκτορα» και την… πιο ρεμπέτικη του “The new victor” (διασκευή στο περίφημο “The victor” του Dick Dale).
Το αργό κλείσιμο τού άλμπουμ με το “Dark sands” και το τουμπελέκι τού Nour Hanouf μοιάζει κάπως… σαν οι Dirty Fuse να μας κλείνουν το μάτι. Μάγκες το ξέρουμε, περάσατε πολύ καλά, αλλά την επόμενη φορά θα περάσετε ακόμη καλύτερα…
Επαφή: www.dirtyfuse.com
  

OPALUNA jazz και λατινικά

Ντουέτο είναι οι Opaluna, αποτελούμενοι από την κολομβιανή τραγουδίστρια Susana Pineda και τον αμερικανό κιθαρίστα Luis Salcedo. ΤοOpaluna [Ridgeway Records, 2016] είναι μάλλον το ντεμπούτο τους, ένα άλμπουμ που επιχειρεί, σε γενικές γραμμές, να συνδέσει την jazz με τις ποικίλες παν-λατινικές μουσικές. Ο διακεκριμένος μπασίστας και παραγωγός Jeff Denson, που έχει κάνει πολύ καλή δουλειά, βοηθάει σε μπάσο, κρουστά και φωνητικά (σε ορισμένα tracks), καθώς σε άλλα δύο κομμάτια ακούγονται και έξτρα κρουστά από τον John Santos.
Οι Opaluna έχουν στυλ, ύφος και ήχο και αυτό δεν κρύβεται. Μάλιστα, και σε συνδυασμό με το γεγονός πως τα περισσότερα tracks του CD είναι δικά τους (από τις δέκα συνθέσεις που ακούγονται εδώ μόλις οι τρεις είναι versions), οδηγούμαστε να συμπεράνουμε πως οι δύο μουσικοί το έχουν ψάξει πολύ το θέμα, δημιουργώντας ένα κιθαριστικό-φωνητικό σχήμα πολύ υψηλών προδιαγραφών, ή, αν θέλετε, ένα σχήμα όπως εκείνα που συναντάμε συχνά στη βραζιλιάνικη σκηνή. Οι ρυθμοί, οι μελωδίες, οι αρμονίες, οι φωνές, οι ενορχηστρώσεις και βεβαίως η συνολική παραγωγή δημιουργούν ένα πολυσήμαντο patchwork, μια ηχητική ταπετσαρία δηλαδή με γερές δόσεις jazz-funk, folk και modern jazz και φυσικά samba, afro-caribbean και κολομβιάνικου joropo, ικανής ώρες-ώρες να συναρπάσει.
Από τα κομμάτια που ξεχωρίζω είναι το funky “Instinto Ornitológico” (με φωνές, κιθάρες και ακόμη το μπάσο του Jeff Denson να ίπτανται), το περισσότερο jazz-folk/ folk-rockDos gardenias”, τη διασκευή στο “Mahjong” του Wayne Shorter, που διατηρεί ένα περισσότερο δυτικο-αφρικανικό world feeling στο παίξιμο της ηλεκτρικής κιθάρας, το κολομβιάνικο “Baile de Opuestos (Inchworm)” και ακόμη το έσχατο “Once were gone”, που εμφανίζει ένα απέριττο folk/jazz αίσθημα.
Ένα άλμπουμ όχι αναγκαστικώς χαμηλού δυναμικού είναι το “Opaluna”, φτιαγμένο με τόλμη και φαντασία από ένα πολύ ψαγμένο ντούο.

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

QUINSIN NACHOFF πέραν της jazz… με νόημα

Ιδιαίτερο άλμπουμ (το “Flux”) και ακόμη πιο ιδιαίτερη μπάντα εκείνη που συνοδεύει τον τενόρο σαξοφωνίστα Quinsin Nachoff· ας την δούμε πιο αναλυτικά.
Στο άλτο λοιπόν είναι ο David Binney, ένας πολύ γνωστός σαξοφωνίστας που ηχογραφεί από τα nineties στην εταιρεία Mythology (δικό της και το “Flux”, που εξετάζουμε εδώ), σε πιάνο, fender rhodes, wurlitzer, moog και όργανο είναι ο Matt Mitchell, σε ντραμς και σε διάφορα άλλα κρουστά είναι ο επίσης γνωστός μας Kenny Wollesen, που έχει παίξει με δεκάδες, αλλά κυρίως με τον John Zorn, ενώ ως guest στη θερεμίνη είναι η Christine Duncan. Όλοι αυτοί συνασπίζονται για να αποδώσουν έξι συνθέσεις του Quinsin Nachoff, μέσης και μεγάλης διάρκειας, που κινούνται στο χώρο της κάπως… chamber jazz – εκείνης, τέλος πάντων, που διατηρεί κάποια «τριτορευματικά» στοιχεία, μαζί με πληθώρα οργανωμένων αυτοσχεδιασμών και κομψές αναφορές στις μουσικές του κόσμου.
Κομμάτι-χάρτης για την μπάντα του Quinsin Nachoff αποτελεί το 10λεπτο “Complimentary opposites”, μια σύνθεση ικανή από μόνη της να σε ταρακουνήσει, καθώς συνδυάζει επιστημονική ανάπτυξη, με συνεχείς μελωδικές περικοκλάδες (στα σαξόφωνα) και με ηχοχρωματισμούς, που μπορεί να ξεκινούν από την ethio-jazz και την reggae, για να καταλήγουν στους οριενταλισμούς. Πραγματικά, απίθανο track. Αλλά το ίδιο θα μπορούσα να πω και για το διμερές “Minds ear” (σπάει σε δύο κομμάτια, των εννέα και πεντέμισι λεπτών), που πέραν της αρμονικής περιπέτειάς του και των «αταίριαστων» τονικών εναλλαγών, έχει και κάτι keyboard breaks μούρλια (ιδίως το μέρος ΙΙ είναι έξοχο). Μνεία, επίσης και στο προτελευταίο “Astral echo poem”, που αποτελεί αναγραμματισμό του ονόματος του Hermeto Pascoal όπως διάβασα (δεν το τσέκαρα με προσοχή) και που δείχνει τις πολλές και διαφορετικές επιρροές μιας μπάντας, της μπάντας του  Quinsin Nachoff, που κλείνει αυτό το first class σετ μ’ ένα πυρωμένο jazz-rock… χωρίς πενιές, αλλά με όλα τα χαρακτηριστικά του ορμητικού beat παρόντα.
Επαφή: www.quinsin.com

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

BRUCE LEE η πολεμική τέχνη του θρυλικού πρωταγωνιστή, έτσι όπως αποτυπώθηκε στις καλύτερες ταινίες του

Ο Bruce Lee είναι ένα θρυλικό όνομα, ένα μυθικό όνομα. Ελάχιστοι «ήρωες» και «ηρωίδες» του λαϊκού κινηματογράφου, όπως και του ποπ/ροκ τραγουδιού, που είχαν τον τρόπο και τη δύναμη να ταρακουνούν τα πλήθη, θα μπορούσε να συγκριθούν μαζί του.
Δεν είναι θέμα ενός καθαρά οικονομικού brand name (που ακόμη κι έτσι αν το δεις, δύσκολα θα βρισκόταν κάποιο άλλο ικανό να σταθεί στο ίδιο ύψος, κι ας αφορούσε στον James Dean, την Marilyn Monroe, τον Jim Morrison, τον Hendrix ή την Joplin), είναι κυρίως η ταύτιση, η έκσταση και η λύτρωση που προσέφεραν οι ταινίες του στα παιδιά των seventies και πέραν αυτών –οι λιγοστές «καράτε», που γύρισε μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, το 1973, εννοώ– και βεβαίως η ίδια η προσωπικότητά του, έτσι όπως εκείνη ξεχείλιζε από το φιλμ και κατακυρίευε το πανί.
Φαντάζομαι, δε, πως κάτι από την αλήθεια του, κάτι από την αλήθεια των ταινιών τού Bruce Lee, θα πρέπει να κουβαλούν και πλείστα όσα σημερινά games, που είναι βασισμένα στην τέχνη και τον χαρακτήρα του και που εξακολουθούν να συναρπάζουν, μ’ έναν μοναχικό πια τρόπο, τα παιδιά της εποχής μας.
Γιατί, αυτή είναι μια διαφορά που αξίζει να επισημανθεί. Η ιεροτελεστία της παρακολούθησης στη δεκαετία του ’70 και νωρίς στα eighties –πριν τον ερχομό της βιντεοταινίας δηλαδή και της απόλαυσης οίκαδε –μιας ταινίας με τον Bruce Lee, μαζί με άλλους, σε μια γεμάτη αίθουσα. Συχνά, μετά από μια τσόντα (το γνωστό δίδυμο «τσόντα-καράτε») ή ένα καουμπόικο.
Η τσόντα ή το καουμπόικο μπορεί να ήταν βαρετά, φυσικά, αλλά μια ταινία με τον Bruce Lee δεν υπήρχε περίπτωση – και γι’ αυτό το λόγο έπεφτε, συνήθως, δεύτερη. Μια βαθιά σιωπή και μετά η απόλυτη έκρηξη…

Η συνέχεια εδώ…

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

ΠΑΖΑΡΙ ΔΙΣΚΩΝ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΟΠΟΛΗ

Το Σάββατο 24 και την Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου το Mega Vinyl Market οργανώνει παζάρι δίσκων στην Τεχνόπολη. Εκεί θα βρίσκονται πάνω από 60 περίπτερα με δίσκους βινυλίου, στα οποία θα συμμετέχουν καταστήματα δίσκων της πόλης, δισκογραφικές εταιρείες, όπως και πολλοί ιδιώτες με πλούσιες συλλογές απ’ όλη τη γκάμα της μουσικής. Rock, soul, funk, jazz, psychedelic, blues, indie, alternative, britpop, heavy metal, avant garde, dance/ dj/ electronic και πολλά άλλα. Συγχρόνως, όλες αυτές οι μουσικές θα παίζονται σε sets, που θα λάβουν χώρα στο Mega Vinyl Market, από παλιούς και νέους DJ.
Επίσης, οι επισκέπτες θα έχουν τη δυνατότητα ν’ ακούσουν, κατά τη διάρκεια του παζαριού, σε πρώτη παρουσίαση, το δεύτερο άλμπουμ των Dreamline (ex-South of No North κ.λπ.), καθώς και συνέντευξη του George K. (μέλος του γκρουπ).
Έχω επισκεφτεί τα περισσότερα παζάρια δίσκων, που γίνονται στην Ελλάδα από το 1993 (West). Καλύτερος χώρος από την Τεχνόπολη δεν υπάρχει. Ευκολία πρόσβασης, άνεση, ωραίο γενικότερο και φιλικότερο περιβάλλον. Άμα στο παζάρι υπάρχουν και καλές τιμές (που θα υπάρχουν – γιατί οι καιροί είναι δύσκολοι) και βεβαίως «ευκαιρίες» (γιατί εκεί συμπυκνώνεται το νόημα ενός παζαριού – να βρεις κάτι περίεργο δηλαδή, σε τιμή που να μην έχει σχέση με discogs και τα λοιπά) τότε όλα θα είναι τέλεια.

Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων, Πειραιώς 100, Γκάζι
Ωράριο λειτουργίας: Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου: 11:00 – 22:00, Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου: 11:00 – 22:00 
Είσοδος ελεύθερη

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

Όταν η χούντα… βασάνιζε τους κρατούμενους στο ΕΑΤ-ΕΣΑ με τον «Στέφανο» του Δήμου Μούτση

Τον τελευταίο καιρό, τα τελευταία χρόνια, γράφονται φοβερά πράγματα σε σχέση με τη μουσική στην Ελλάδα. Και δεν μιλάω για τα απλά δημοσιογραφικά κείμενα, μιλάω για τα… χοντρά χαρτιά, για τις λεγόμενες «έρευνες».
Όλα αυτά τα πρότζεκτ, ας τα πούμε κι έτσι, έχουν ενδυθεί τον χαρακτήρα της «μελέτης» και καθώς καθοδηγούνται από διάφορα ελληνικά πανεπιστήμια ή χρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκά κεφάλαια (ή και τα δύο ταυτοχρόνως καμμιά φορά) αποκτούν έναν «αέρα», ένα εκδοτικό τουπέ, εμφανιζόμενα στο χώρο κάπως σαν θέσφατα, σαν τις… δέκα εντολές. Σ’ ένα στυλ, να πούμε, πως… όταν μιλάμε εμείς οι επιστήμονες (σ.σ. βάλτε-βγάλτε-βάλτε εισαγωγικά) όλοι εσείς οι υπόλοιποι οφείλετε να το βουλώνετε.
Το έδαφος εν τω μεταξύ, για να βλαστήσουν όλα αυτά τα «συγγράμματα», το καλλιεργούν, όπως όλοι ξέρουμε, και διάφοροι ανόητοι και απερίσκεπτοι μουσικογραφιάδες (ή απλώς γραφιάδες) στις φυλλάδες και το δίκτυο, που, όντας περισσότερο άσχετοι από εκείνους που θαυμάζουν, από εκείνους που γράφουν ή καλύτερα φαντασιώνονται τις… ιστορίες της ζωής τους, μένουν έκθαμβοι (τρομάρα τους!), αδυνατώντας να αρθρώσουν ακόμη και τον πιο τυπικό κριτικό λόγο. Αποδέχονται οτιδήποτε τους ξεφουρνίσουν. Το είπε… πανεπιστημιακός; Το ανακάτεψε με λίγο… Φουκώ και λίγο Μποντριγιάρ; Πάει και τελείωσε… έτσι είναι.

Εσχάτως στις γενικώς ενδιαφέρουσες 34 Ασκήσεις Ελευθερίας, γνωστές και ως πρόγραμμα Δημόσιων Δράσεων της documenta 14, που εξελίσσονται αυτή την εποχή (και έως 24/9) στο Πάρκο Ελευθερίας, αναπτύχθηκε δράση, όπως με πληροφόρησε καλός μουσικός και αναγνώστης του δισκορυχείου, με τον εξής τίτλο: Ηχοτοπία των κρατητηρίων: μουσική και βασανιστήρια κατά τη χούντα (1967–1974) υπό Άννας Παπαέτη – η οποία κ. Παπαέτη είναι, όπως διαβάζουμε, «ανεξάρτητη ερευνήτρια και μουσικολόγος».
Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να παραβρεθώ στην ομιλία, στη δράση –δεν γνωρίζω τι ακριβώς ήταν αυτό το πράγμα–, πληροφορήθηκα όμως για κάποια στοιχεία από τον αγαπητό αναγνώστη, έχοντας επιπλέον στη διάθεσή μου κι ένα κείμενο που είχε δημοσιευτεί στην… έγκριτη Καθημερινή την 24/4/2016 και το οποίον είχε τίτλο Όταν σε βασανίζουν με τη… μουσική (συντάκτης: Σάκης Ιωαννίδης). Δεν χρειάζεται να σας πω πως έπεσα από τα σύννεφα και πως ακόμη πέφτω… και δεν νομίζω πως θα σταματήσω να πέφτω για πολλές ακόμη μέρες!
Μεταφέρω ένα πρώτο απόσπασμα:
«“Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν τον παιδικό μου φίλο, παρέα με τον ελέφαντα να μη μου δίνουν ξύλο. Κι αν θα με φάνε τ’ άγρια θηρία, θα με γράψουν και στην ιστορία, πως με φάγανε τα ζώα και όχι η μπόρα του αιώνα”. Αυτοί είναι μερικοί στίχοι από το γνωστό τραγούδι του Γιάννη Μαρκόπουλου, ένα “σουξέ” του 1973, που ακόμη και σήμερα προκαλούν ανατριχίλα σε όσους υπέφεραν τα σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια στο διαβόητο ΕΑΤ/ΕΣΑ κατά τη διάρκεια της επταετίας. Το συγκεκριμένο τραγούδι αναπαραγόταν συνέχεια (λούπα) μέσα στα κολαστήρια των Εσατζήδων, όχι μόνο για να καλύπτουν τις κραυγές τους όπως είναι γνωστό, αλλά ως μια από τις μεθόδους ψυχολογικού βασανισμού που μαζί με τη στέρηση ύπνου οδηγούσε τους κρατουμένους να “σπάσουν” ευκολότερα, όπως προκύπτει από την έρευνα της μουσικολόγου Αννας Παπαέτη, η οποία καταπιάνεται με ένα εν πολλοίς άγνωστο κεφάλαιο της επταετίας».
Συμπληρώνοντας να πω πως η κ. Παπαέτη υποστηρίζει ότι… ο «Ταρζάν» ήταν κοινή αναφορά σε όλα τα θύματα με τα οποία μίλησε για την έρευνά της!!
Δηλαδή, για να καταλάβουμε… Οι ΕΣΑτζήδες άκουγαν τον «Ταρζάν» όλη τη μέρα, βασανίζοντας τους κρατουμένους; Και πώς βασανίζονταν οι κρατούμενοι και όχι και οι ΕΣΑτζήδες μαζί – αφού κι αυτοί θα άκουγαν ολημερίς και ολονυχτίς το ίδιο τραγούδι; Εκτός αν είχαν δέσει με… βίδες τίποτα ακουστικά στα κεφάλια των κρατουμένων, ώστε ν’ ακούν τον «Ταρζάν» μόνον εκείνοι (οι κρατούμενοι εννοώ). Προς επίρρωση, δε, των όσων «κουφών» υποστηρίζει η κ. Παπαέτη σπεύδει ο κ. Μαυρογένης –συλληφθείς κι αυτός του 1973– ο οποίος δηλώνει: «όταν το ακούω το μυαλό μου πάει εκεί. Δεν μπορώ να το ξεχάσω».
Ο Διονύσης Μαυρογένης, μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής Κατάληψης του Πολυτεχνείου, είναι εκείνος ο οποίος στο βιβλίο του Νταλούκα είχε πει το αμίμητο: «Το Πολυτεχνείο μορφή ροκ. Το ροκ δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά επανάσταση.(…) Το Πολυτεχνείο είναι η μεγαλύτερη εκδήλωση του ροκ στην Ελλάδα».
Τιμώ τους αγώνες των φοιτητών της εποχής (και του κ. Μαυρογένη – και όχι «Μαυρογέννη», όπως τον γράφει ο Νταλούκας), αλλά τούτο δεν σημαίνει πως σώνει και καλά οφείλω να συμφωνώ με κάθε τι που λένε σήμερα. Εν προκειμένω, και εν ολίγοις, η σύνδεση του Πολυτεχνείου το ’73 με το ροκ, είναι μία από τις μεγαλύτερες μπαρούφες που έχουν ακουστεί τα τελευταία χρόνια (γιατί, παλιά, οι άνθρωποι δεν τα έλεγαν αυτά – ας πήγαινε π.χ. ο Μαυρογένης να έλεγε κάτι τέτοιο το 1974 ή το ’75 και θα τον έτρωγαν στο ΕΚΚΕ), καθώς το «Πολυτεχνείο», και ως γνωστόν εγώ θα πω, δεν εκφράστηκε σε καμμία φάση του με κανενός είδους ροκ τραγούδια. Εκτός, κι αν έπαιζε ροκ τραγούδια ο ραδιοφωνικός σταθμός του και δεν το γνωρίζουμε… ακόμη. Ας μας πληροφορήσουν οι πανεπιστημιακοί μας, όμως, και γι’ αυτό…

Ο Θέμης Ανδρεάδης σε μπουάτ της εποχής
Ο «Ταρζάν», κατ’ αρχάς, ήταν ένα καλυμμένο αντιχουντικό τραγούδι, του Γιάννη Μαρκόπουλου, που είχε κυκλοφορήσει σχεδόν ταυτοχρόνως, το 1973, σε δύο εκτελέσεις (στις 45 στροφές). Στην πρώτη, σε ετικέτα Columbia, το τραγουδούσαν οι Θέμης Ανδρεάδης & Λιλή Χριστοδούλου, ενώ στη δεύτερη, σε ετικέτα Polydor, το τραγουδούσε ο Γιάννης Ντουνιάς. Ο «Ταρζάν» υπήρξε μεγάλη επιτυχία εκείνη την εποχή και, το ξαναλέω, στη συνείδηση πολλών –όσων, τέλος πάντων, αντιλαμβάνονταν και πέντε πράγματα παραπάνω, και δεν ήταν λίγοι– έκρυβε αντικαθεστωτικό περιεχόμενο. Τούτο, εξάλλου, μας το υπενθυμίζει και ο ίδιος ο Θέμης Ανδρεάδης σε μια συνέντευξή του στο gossip-tv.gr (20/3/2013), που εντόπισα στο δίκτυο. Λέει ο Ανδρεάδης: «Σας θυμίζω ότι και η πρώτη παρουσία μου πριν από 40 περίπου χρόνια ήταν μέσα στην χούντα, με κρυμμένα τραγούδια τα οποία είχαν και κάτι παραπάνω. Θυμίζω ότι ξεκίνησα να τραγουδάω “θα πάω στην ζούγκλα με τον Ταρζάν”».
Πώς λοιπόν ένα αντιχουντικό, στην έστω και κρυμμένη βάση του, τραγούδι, το χρησιμοποιούσαν οι ΕΣΑτζήδες για να βασανίζουν τους αριστερούς; Δεν είναι αστείο αυτό; Δεν είναι παράλογο; Κι αν υποθέσουμε πως οι ΕΣΑτζήδες ήταν στόκοι και δεν καταλάβαιναν τα υπονοούμενα, οι πιο ψυλλιασμένοι αριστεροί γιατί να είχαν πρόβλημα με στίχους σαν και τούτους; 
«Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν/ τον παιδικό μου φίλο/ παρέα με τον ελέφαντα/ να μη μου δίνουν ξύλο. Κι αν θα με φάνε τ’ άγρια θηρία/ θα με γράψουν και στην ιστορία/ πως με φάγανε τα ζώα/ κι όχι η μπόρα του αιώνα».
Μήπως το τραγούδι, θα πει κάποιος, καλοπροαίρετα πάντα, ακουγόταν σε κανα ραδιόφωνο κάθε λίγο και λιγάκι (ως επιτυχία που ήταν) και ορισμένοι νομίζουν, σήμερα, πως οι ΕΣΑτζήδες το είχαν λουπάρει σε κανένα AMPEX, μεταδίδοντάς το σε εμπλοκή, σκορπώντας τον… τρόμο στους φυλακισμένους; Μήπως ορισμένοι έχουν συνδέσει γενικότερα την εποχή (και όχι μόνον την παραμονή τους στα κρατητήρια) με κάποια συγκεκριμένα τραγούδια, την ίδιαν ώρα που κάποιοι άσχετοι, σήμερα, οι οποίοι μπορεί να μην είχαν καν γεννηθεί επί Πολυτεχνείου, να φαντασιώνονται τα απίστευτα;
Παρακάτω η κ. Παπαέτη… διαπιστώνει το εξής (μπερδεύοντας τα αμπέρδευτα): «Η επαναλαμβανόμενη μουσική του “Ταρζάν” και ορισμένων ακόμη τραγουδιών της εποχής, όπως η “Μαρία με τα κίτρινα”, τα “Φιλαράκια τα καλά” και το “Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε, ο εξαναγκασμός των βασανισθέντων να στέκονται όρθιοι για ώρες και να τραγουδάνε, η συνακόλουθη στέρηση ύπνου, καταδεικνύουν ένα σχεδιασμένο σύστημα ψυχολογικού βασανισμού που εφαρμοζόταν σε συνδυασμό με τις εκτεταμένες σωματικές βλάβες».
Φαίνεται λοιπόν πως όλες οι επιτυχίες της περιόδου, τα τραγούδια δηλαδή «Μαρία με τα κίτρινα» (του Βασίλη Δημητρίου, με την Δήμητρα Γαλάνη από το 1972), το «Όλοι θα ζήσουμε (Τα παιδιά)» (του Γιώργου Κοινούση από το 1973) και το «Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε» (Δήμος Μούτσης, Γιάννης Λογοθέτης, Βίκυ Μοσχολιού από το 1972) αποτελούσαν ένα «όργανο» στα χέρια των βασανιστών, μέσω του οποίου «έσπαγαν» τη ρωμαλεότητα των κρατουμένων!! Άμα ήταν έτσι τότε τύφλα να’ χουν οι (συγκλονιστικές) «επιστημονικές ανακρίσεις», για τις οποίες γράφει ο Περικλής Κοροβέσης στους Ανθρωποφύλακες!!

Ίσως, εδώ, χρειάζεται να υπενθυμίσω κάτι που το είχα γράψει για πρώτη φορά (στο δισκορυχείον) την 17/11/2010, σε σχέση με το… τραγούδι των βασανιστών (γέλια!), που έλεγε τότε ο Κοινούσης. Μιλάω για το «Όλοι θα ζήσουμε (Τα παιδιά)», που αποδίδει τιμή στο «Θα σημάνουν οι καμπάνες» του Μίκη Θεοδωράκη (τα δύο κομμάτια έχουν την ίδια εισαγωγή!), ένα τραγούδι από τη «Ρωμιοσύνη», που είχε πρωτοβγεί το ’66, αλλά ήταν απαγορευμένο κατά τη διάρκεια της χούντας. Ο Κοινούσης, σαν μάγκας που ήταν, είχε πράξει τότε το καθήκον του στο ακέραιο. Να έρχονται τώρα, 43 χρόνια μετά, κάποιοι και να κατατάσσουν το τραγούδι του στα «τεκμήρια» βασανιστηρίων της δικτατορίας είναι, πράγματι, ανήκουστο.

Το χειρότερο όλων, όμως, το κράτησα για το τέλος. Στο άρθρο τής πάντα… έγκριτης Καθημερινής διαβάζουμε:
«Στο τέλος των βασανισμών, προτού οι κρατούμενοι επιστρέψουν στο μαρτύριο της απομόνωσης, οι βασανιστές του ΕΑΤ/ΕΣΑ τελείωναν την αδυσώπητη “παράστασή” τους με ένα συγκεκριμένο τραγούδι, τον “Στέφανο” του Αντώνη Καλογιάννη που μόνο τρόμο θα μπορούσαν να προκαλέσουν οι στίχοι του στο μυαλό των κρατουμένων: “Πάει κι ο Στέφανος, ο καλός ο άνθρωπος, με το φωτοστέφανο, που λες. Πάει κι ο Στέφανος, πάει μ’ ένα παράπονο. Έκλαιγαν οι φίλοι του προχθές».
Τι μας λένε ρε οι άνθρωποι; Πού τα είδανε αυτά γραμμένα; Ποιος τους τα είπε; Ο «Στέφανος», από το LP «Συνοικισμός Α» [Olympic, 1972], είναι ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του Δήμου Μούτση σε στίχους Γιώργου Μιχαηλίδη (δεν είμαι 100% σίγουρος αν πρόκειται για τον γνωστό σκηνοθέτη, του περιοδικού και θεάτρου «Ανοιχτό Θέατρο», της «Φουέντε Οβεχούνα» κ.λπ.). Ένα εκπληκτικό αγέρωχο άσμα, με στίχους που δηλώνουν πίστη στη ζωή και που μόνον ένας βλάκας θα τους αντιμετώπιζε ως… καταθλιπτικούς. Και δεν είναι μόνο τα λόγια του «Στέφανου» (που… «για χατίρι του θα πω ένα παλιό τραγούδι») είναι και η έξοχη μουσική τού Δήμου Μούτση, που σου αναπτερώνει από μόνη της το ηθικό και βεβαίως η φωνή του Καλογιάννη που σε γεμίζει με δύναμη.
Αυτό το τραγούδι είναι καθαρή ευχή, δροσερό νεράκι, βάλσαμο ψυχής ρε αχαΐρευτοι και όχι… τεκμήριο βασανισμού. Δείτε τα σχόλια που γράφει ο κόσμος στο YouTube, αν δεν πιστεύετε εμένα («Καταπληκτικό κι αξέχαστο τραγούδι», «Ένα υπέροχο τραγούδι», «η εισαγωγή όλα τα λεφτά», «FOVERO. HYMNOS», «Λατρεμένο τραγούδι», «Τέλειο!!», «Πολύ όμορφο τραγούδι!!», «ti megalo tragoudi einai ayto.dimos moutsis = megaloprepeia. respect», «Mega Tragudi !!!!!!!!!!!»...).
Έτσι κι έφθαναν στ’ αυτιά του Δήμου Μούτση, αλλά και του Μαρκόπουλου και του Κοινούση, όλα τούτα είμαι σίγουρος πως θα έπαιρναν με τις πέτρες εκείνους που ισχυρίζονται, σήμερα, τέτοιες ασυναρτησίες.
Όρσε (με τον κερκυραϊκό τρόπο) στις... μελέτες και τα διδακτορικά σας αστοιχείωτοι!