Την παραμονή της 28ης Οκτωβρίου, και ανήμερα φυσικά, τα...
αντιφασιστικά τραγούδια της Σοφίας Βέμπο έχουν την τιμητική τους. Ακόμη κι αν
θελήσεις να τ’ αποφύγεις δεν γίνεται. Κάπου θα πέσεις πάνω τους. Στους δρόμους
(κατά τη διάρκεια των παρελάσεων), στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο… Βεβαίως,
ακόμη κι αν δεν τα πάρεις χαμπάρι τώρα είναι σίγουρο πως τα ξέρεις από τότε που
ήσουνα παιδί και στα έκαναν κατάπλασμα στο σχολείο μαζί με τα… «Ζήτω ο
Στρατός», «Ζήτω το Έθνος» και τ’ ανάλογα.
Για ποια τραγούδια όμως συζητάμε; Μα για
τα «Κορόιδο Μουσολίνι», «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά», «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή
του», «
Στον πόλεμο βγαιν’ ο
Ιταλός» κ.λπ. Υπήρχαν κι άλλα, φυσικά, που ήταν ακόμη πιο ολοφάνερα γελοία,
αλλά αυτά δεν παίζονται στις γιορτές και τις επετείους –αφού ψιλοκρύφτηκαν μέσα
στα χρόνια– οπότε φτηνά τη γλιτώνουμε.
Ιδιαίτερη κατηγορία,
μέσα σ’ αυτή την ομάδα τραγουδιών, αποτελούν εκείνα που ήταν γνωστά με άλλους
στίχους πριν τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, για ν’ αποκτήσουν καινούριους κατά τη
διάρκειά του. Για παράδειγμα το «Κορόιδο Μουσολίνι» ήταν διασκευή από το
ιταλικό “Reginella Campagnola” του Eldo Di Lazzaro, στο
οποίο είχαν μπει ελληνικοί στίχοι από τον Πωλ Μενεστρέλ («Μικρή χωριατοπούλα»),
πριν τους αλλάξει ο Γιώργος Οικονομίδης, μετά την 28η Οκτωβρίου 1940, σε
«Κορόιδο Μουσολίνι». Όλοι, επίσης, ξέρουν τη «Ζεχρά» (Μιχάλης Σουγιούλ-Αιμίλιος
Σαββίδης) και πώς μετατράπηκε σε «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά» με στίχους του
Μίμη Τραϊφόρου. Όπως το ίδιο συνέβη και με το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του»,
που κι αυτό είχε άλλους στίχους στην αρχή (ήταν η «Βάσω» του Θεόφραστου
Σακελλαρίδη), για να μετατραπεί από τον Γιώργο Θίσβιο σε παρωδία για τον ιταλό
φασίστα.
Μια δεύτερη κατηγορία πατριωτικών, υποτίθεται, ασμάτων, ήταν
εκείνα που γελοιοποιούσαν τοπικές αγροτικές προφορές. Τέτοιες βλακείες τραγούδησε
και η Βέμπο, με πιο χαρακτηριστικό δείγμα το «Στον πόλεμο βγαιν' ο Ιταλός». Τα θυμόσαστε τα λόγια: «Στον μπόλεμο βγαίνει ο Ιταλός/ και ο τσουλιάς
του λέει/ έβγα Μουσουλί/ ρε μι του φσταν’ του κουρουμπλί/ γιατί δεν βγαίνεις
καταδώ/ κι έχω μια όρεξ’ ορέ να σε ιδώ».
Υποτίθεται, τώρα, πως με κάτι τέτοιες ασυναρτησίες
αναπτερωνόταν το ηθικό των στρατιωτών, που πολέμαγαν στο μέτωπο. Οι οποίοι
στρατιώτες, στο Τεπελένι και την Κορυτσά, στα διαλείμματα των μαχών, την άραζαν
στα καφενεία, άνοιγαν ραδιόφωνο και από τα βραχέα έπιαναν Αθήνα ή έπαιζαν στα
γραμμόφωνα των μονάδων τους τούς δίσκους που τους έστελναν από τα επιτελεία (γέλια)… Και
το «Στον πόλεμο βγαιν’ ο Ιταλός» είχε βεβαίως στην αρχή άλλους, κοροϊδευτικούς
πάντα, στίχους («Στη Λαρ’σα βγαιν’ η
Αυγερινός / στ’ν Ανακασά η Πούλια»…), καταχωρισμένο στους Απόστολο Μοσχούτη
και Σοφία Βέμπο.
Να πούμε, βεβαίως, πως μετά τη γερμανική κατοχή τα δημοτικά
τραγούδια (και τα δημοτικοφανή) περνούσαν από σκληρή κρησάρα, από τη λογοκρισία
(τη δοσιλογική, τού κατοχικού υπουργείου Τύπου και Ραδιοφωνίας, και την ιταλογερμανική
των κατακτητών), προκειμένου να τους επιτραπεί ν’ ακουστούν στα θέατρα ή σε
συναυλίες. Ακόμη και οι παραδοσιακές φορεσιές συχνά δημιουργούσαν ζόρια, επειδή
παρέπεμπαν στην αδούλωτη ύπαιθρο, ενώ και τα ντεκόρ (ζωγραφισμένα βουνά π.χ.)
λογοκρίνονταν επειδή παρέπεμπαν στους αντάρτες. Για την πορεία του δημοτικού
τραγουδιού στην Αθήνα την περίοδο της Κατοχής λέει πολλά ενδιαφέροντα η
μακαρίτισσα ηθοποιός και τραγουδίστρια (σύζυγος του Λαυρέντη Διανέλλου) Φρόσω
Κοκκόλα στο βιβλίο της Ήλιε Ανάτειλε Ήλιε
Λάμψε και Δωσ’ μου [Ιδιωτική Έκδοση, 1989].
Εκείνο που θέλω να πω είναι πως τη χειμερινή περίοδο 1940-41
είχε στηθεί μια «μηχανή», που έκοβε πατριωτικές επιθεωρήσεις της χλαπάτσας
(Αέρα Ντούτσε, Κορόιδο Μουσολίνι, Μπράβο Κολονέλλο, Φινίτο Μπενίτο κ.ά.) και
αντιφασιστικά υποτίθεται τραγούδια, με όχημα τη Σοφία Βέμπο (κυρίως),
παραπλανώντας κατά βάση τον κόσμο και σπέρνοντας μιαν αναίτια μακαριότητα και εφησυχασμό,
όταν η αστική τάξη (από την οποία προέρχονταν αυτά τα τραγούδια και την οποίαν,
κατά πρώτον, εξέφραζαν) προετοίμαζε τα δικά της σχέδια για τη χώρα. Ποια σχέδια;
Μα μαρτυρά επί τούτου το γελοίο άσμα τής Σοφίας Βέμπο «Αγγλοελληνική
συμμαχία» από το 1941 (μουσική Βέμπο –δεν ήταν δικό της, αγγλικό μαρς
ήταν–, στίχοι Πωλ Μενεστρέλ), στο οποίο άκουγες λόγια σαν και τούτα:
«Η Αθήνα τώρα έχει
αλλάξει/ με των πραγμάτων τη νέα τάξη/ μα όχι ευτυχώς εκείνη/ που ήθελε ο
Μουσολίνι.(…) Με τους Βρετανούς εμείς/ έχουμε κοινά σημεία/ το συναίσθημα
τιμής/ και ψυχή στην τρικυμία. Σκώτο αυτοί, εμείς Τσολιά/ ένα σκοπό τη
Λευτεριά/ Γιώργο οι δυο μας βασιλιά/ ζήτω το ουίσκι και η ρετσίνα».
Αντιλαμβάνεστε λοιπόν τον… πατριωτισμό τού «Βάζει ο Ντούτσε
τη στολή του» και των υπολοίπων χαζοτράγουδων, όπως και τις πραγματικές
επιλογές τής άρχουσας τάξης (βασιλιάδες, αστοί πολιτικοί, ηγεσία του στρατού
κ.λπ.) και βεβαίως το πώς απροκάλυπτα αποτυπώνονταν μέσα σε τούτες τις
στιχουργικές αηδίες.
Όταν τον Απρίλη του ’41 οι Γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα η
δισκογραφία πεθαίνει. Το εργοστάσιο τής Columbia, στη Ριζούπολη, κλείνει και παραδίδεται στους
κατακτητές. Η λογοκρισία, όπως και ο γενικότερος έλεγχος στις παραστάσεις είναι
ανηλεής. Η Βέμπο, που αποτελεί… εθνικό κεφάλαιο, είναι προτιμότερο να
φυγαδευτεί, παρά να μείνει εδώ και να δουλέψει όπως μπορεί. Εξάλλου την είχε
ανάγκη και ο αποδεκατισμένος ελληνικός στρατός στη Μέση Ανατολή (μαζί με το
βασιλιά και τους υπόλοιπους σφουγγοκωλάριους). Όπως γράφει και ο Ηλίας
Βολιότης-Καπετανάκης στο βιβλίο του Μούσα
Πολύτροπος [Μετρονόμος, 2007]:
«Ορισμένοι καλλιτέχνες
της επίσημης κουλτούρας φεύγουν στο εξωτερικό (σ.σ. η Βέμπο έφυγε τέλη του ’42
για τη Μέση Ανατολή) μαζί με την κουστωδία των πολιτικών και των άλλων ποντικών
της γραφειοκρατίας. Όσοι παραμένουν ακολουθούν το ίδιο προπολεμικό ελαφρό ύφος.
Μολονότι περιορίζεται, φυσικά, ο χαρούμενος τόνος, το επίσημο τραγούδι, που
ακούγεται σε χοροεσπερίδες, άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις και στο ραδιόφωνο είναι
γερμανικό ή γερμανογενές. Όταν δεν έχει εμβατηριακό, ναζιστικό περιεχόμενο,
ζέχνει ερωτικής ευθυμίας, σα να μη συμβαίνει τίποτα κακό. Ατάραχη η εγχώρια…
καλή κοινωνία κάνει παιχνίδι στις βεγγέρες του κατακτητή. Πού να τρέχει να βρει
τον… χοντρό λαό, ο οποίος πεθαίνει της πείνας στους δρόμους, αλλά και
αγωνίζεται».
Το Φλεβάρη του ’46 η Βέμπο επιστρέφει στην Ελλάδα από την
Αίγυπτο, μέσω Ρόδου, με το αντιτορπιλικό Κρήτη. Είναι πλέον η επίσημη
τραγουδίστρια της εθνικής αφήγησης, έτσι όπως εκείνη έχει διαμορφωθεί μετά τα
Δεκεμβριανά. Επειδή οι καιροί είναι δύσκολοι η «Τραγουδίστρια της Νίκης πιάνει
αμέσως δουλειά. Όμως, για ποιαν ακριβώς Νίκη συζητάμε;
Ο χαρακτηρισμός αυτός δόθηκε στη Βέμπο, αφότου γύρισε από
την Αίγυπτο (μετά και τα Δεκεμβριανά). Δεν δόθηκε ούτε το ’40, ούτε το ’41.
Νονός της, δε, ήταν ο γνωστός δημοσιογράφος και κριτικός Αχιλλέας Μαμάκης, ο
οποίος έγραφε το 1949:
|
Εμπρός (7 Ιουνίου 1949) |
«Τώρα όλοι την ξέρουν
“Η τραγουδίστρια της Νίκης”. Έλαχε να είμαι ο “νονός”, γιατί πρωτόγραψα τον
όρον ύστερα από την απελευθέρωσι. Το αισιόδοξο τραγούδι της μιλεί βαθειά στην
ψυχή του Έθνους. Μίλησε στον πόλεμο της Αλβανίας. Μίλησε στην κατοχή και
συνήγειρε τις φούκτες των πολεμιστών της Μέσης Ανατολής. Μίλησε ύστερα από το
τέλος της καταιγίδος και από την μεταδεκεμβριανή Αθηναϊκή σκηνή, σκόρπισε τα
πρώτα κηρύγματα της εθνικιστικής εξορμήσεως εναντίον των νέων εχθρών της
Πατρίδος. Μίλησε στη συνείδησι των ομογενών της Αμερικής. Και μιλεί ξανά τώρα
τρέχοντας απ’ το Γράμμο και το Βίτσι έως τον Πάρνωνα και μετά στα προκεχωρημένα
φυλάκια των φαντάρων, που αντιμετωπίζουν τα τελευταία υπολείμματα του
συμμοριτισμού».
[από το Μούσα Πολύτροπος, όπως και πιο πριν]
Ένα από τα πρώτα τραγούδια που ηχογραφεί η Βέμπο μετά την
επιστροφή της, το 1946, είναι και το «Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου» (Σουγιούλ-Τραϊφόρος)
στο οποίο ελέγχονται οι Άγγλοι και γενικότερα οι σύμμαχοι (γιατί μας έριξαν στη
μοιρασιά). Διατυπώνονται δηλαδή, μέσω των στίχων, μερικά από τα πιο κλασικά
εθνικά-ιμπεριαλιστικά ιδεώδη.
Περαιτέρω, όταν η Βέμπο επισκέφτηκε τη σύμμαχη χώρα ΗΠΑ, το
1948, βρέθηκαν εφημερίδες που θέλησαν να την μετατρέψουν ακόμη και σε σύμβολο
της αντίστασης! Διαβάζουμε στο Εμπρός (4/8/1948):
«ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ
ΔΙΑ ΤΗΝ ΒΕΜΠΟ Ν. ΥΟΡΚΗ . 3. Η Ελληνίς καλλιτέχνις Σοφία Βέμπο κατά σημερινήν
απογευματινήν εφημερίδα της Ν. Υόρκης πρόκειται να τραγουδήση Αμερικανικόν
τραγούδι υπό τον τίτλον “Το παιδί της Φύσεως” (σ.σ. το “Nature boy” του Eden Ahbez). Το
τραγούδι αυτό θα καταστή το μέλλον λαϊκόν τραγούδι εις τας Ηνωμένας Πολιτείας,
γράφει η ίδια εφημερίς ήτις δημοσιεύει και φωτογραφίαν της Σοφίας και σχετικόν
άρθρον εις το οποίον εξαίρει την στάσιν της εις την κατοχήν. Αναφέρει ότι κατά
την κατοχήν η Βέμπο τραγουδούσε εις τον σταθμόν Αθηνών άσματα με αλληγορικήν
έννοιαν και ότι εν εξ αυτών με τον τίτλον “Κάθε βραδάκι στις οκτώ” εσήμαινε και
από μίαν απόπειραν εναντίον των Γερμανών εκ μέρους του Ελληνικού κινήματος αντιστάσεως
εις το οποίον ήτο αναμεμιγμένη. Τελικώς όμως οι Γερμανοί ηνόησαν περί τίνος
επρόκειτο και την εκακοποίησαν, χωρίς όμως να κατορθώσουν να καταστρέψουν και
το ποίημά της».
Άρες-μάρες κουκουνάρες δηλαδή. Άκου αντιστασιακό άσμα το
«Κάθε βραδάκι στις οκτώ» (που ήταν προπολεμικό τραγούδι της Δανάης)!!
Το καλοκαίρι του ’49, όταν οι μάχες μεταξύ δημοκρατικού και
εθνικού στρατού περνούσαν στο τελευταίο και πιο κρίσιμο στάδιό τους στη
Μακεδονία, η Βέμπο τίθεται ξανά στην υπηρεσία του Έθνους. Διαβάζουμε από το
Εμπρός (7 Ιουνίου 1949):
«Προερχόμενη εκ
Λευκωσίας της Κύπρου αφίκετο χθες την 2.30 μ.μ. εις Αθήνας δια του ελληνικού
αεροπλάνου ‘Κόρη των Αθηνών’ η ‘Τραγουδίστρια της Νίκης’ κ. Σοφία Βέμπο. Η
εκλεκτή καλλιτέχνις από της 10ης τρέχοντος τίθεται εις την διάθεσιν του Γενικού
Επιτελείου Στρατού το οποίον και θα κανονίσει τα της μεταβάσεώς της εις την
Βόρειον Ελλάδαν προς ψυχαγωγίαν των Ενόπλων Δυνάμεων. Παραλλήλως η κ. Βέμπο θα
οργανώση εντός του μηνός και μίαν συναυλίαν, αι εισπράξεις της οποίας θα
διατεθούν εξ ολοκλήρου υπέρ των συμμοριοπλήκτων».
Και πάλι από την ίδια εφημερίδα οκτώ μέρες αργότερα (15
Ιουνίου 1949):
«Παρούσα πάλιν εις τον
αγώνα του Έθνους η Σοφία Βέμπο. Την ακούσαμε προχθές από το σταθμό των Ενόπλων
Δυνάμεων και η φωνή της, η γεμάτη έκφρασιν και θερμόν παλμόν μας εθύμισε τας
ωραίας συγκινήσεις του Αλβανικού πολέμου.(…) Αργότερα εις την Μ.
Ανατολήν η Βέμπο συνέχισε την πατριωτικήν της δράσιν(…). Τα τελευταία δύο
χρόνια, ευρίσκουν την καλλιτέχνιδα εις την Αμερικήν να προπαγανδίζη με τα ωραία
τραγούδια της και τα ελληνικά κοστούμια της την υπόθεσιν της Ελλάδος. Από εκεί
μας ήλθε, έπειτα από πρόσκλησιν του Γεν. Επιτελείου Στρατού και φεύγει σήμερα
ακριβώς για την Βόρειον Ελλάδα. Θα τραγουδήση για τους στρατιώτας μας που
αγωνίζονται εκεί επάνω δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος. Όπως εις τον Αλβανικόν
πόλεμον, έτσι και τώρα η Βέμπο δίδει το παρόν εις την πρόσκλησιν της Πατρίδος».
Φυσικά το τραγούδι θα μπει και πάλι αρωγός για την… εθνική
προσπάθεια, που στόχο τώρα έχει τον αφανισμό εκείνων που αγωνίστηκαν για την
απελευθέρωση της πατρίδας και την παράλληλη στήριξη (ηθική, οικονομική και
άλλη) των εθνικοφρόνων, των δοσίλογων και των παιδιών τους, που υπηρετούσαν
τότε στο στράτευμα.
Σ’ αυτή την κατεύθυνση η «Ζεχρά», δηλαδή το «Παιδιά της
Ελλάδος παιδιά», αποκτά και πάλι νέους στίχους και ως «Άρχισε ο χειμώνας πάλι»,
γίνεται ένας νέος ύμνος για τους πρώην χίτες και ταγματασφαλίτες.
«Κάθε βράχος και
ποτάμι/ και τα Βίτσια και οι Γράμμοι το προστάζουνε/ να ντυθούν οι
αντρειωμένοι, που η Ελλάδα δεν πεθαίνει/ πάντα κράζουνε…».
|
Με τους... μαχητές του Γράμμου (Εμπρός, 30/6/1949) |
Ακόμη και μετά την κατατρόπωση των… εαμοβούλγαρων, που είχαν
απελευθερώσει εν τω μεταξύ την πατρίδα, εκτός από το Σύνταγμα και το Κολωνάκι, πριν τα «απελευθερώσουν»
κι εκείνα οι… Σκόμπιδες πνίγοντας την Αθήνα στο αίμα, η Βέμπο δεν σταματά την
εθνική αποστολή της, καθώς η χάρη της φτάνει πια μέχρι και τον… Νέο Παρθενώνα
τής εθνικής αναμορφώσεως. Πάντα από το Εμπρός (16 Οκτωβρίου 1949):
«Η κ. Σοφία Βέμπο
ανεχώρησε χθες δια Μακρόνησον. Η “Τραγουδίστρια της Νίκης” θα παραμείνει εκεί
επί τρεις ημέρας, κατά τας οποίας θα εκτελέση τρία διαφορετικά προγράμματα με
τα ωραιότερα τραγούδια του ρεπερτορίου της. Την κ. Βέμπο συνώδευσαν εις την
Μακρόνησον ο κ. Τραϊφόρος και ο μουσικός συνεργάτης της κ. Μανωλιτσάκης».
Ας βάλουμε κάπου εδώ μια τελεία.
Το κλιπ που ακολουθεί είναι γυρισμένο επί χούντας (1968),
αλλά τον φάκελο «Βέμπο-χούντα» θα τον ανοίξουμε άλλη φορά…