COLLAPSE UNDER THE EMPIRE: The Fallen Ones
[Finaltune Records, 2017]
Από τα καλά ονόματα-σχήματα
του σύγχρονου γερμανικού rock
(τα… post-rock ξεχάστε τα στο δισκορυχείον), οι Collapse Under the Empire, δηλαδή οι Chris Burda και
Martin
Grimm, έχουν καινούριο
άλμπουμ που τιτλοφορείται “The Fallen Ones”,
έχοντας περαιτέρω για βάση (αισθητική) το βρετανικό synth-wave τής δεκαετίας του ’80. Πάνω σ’ αυτή,
λοιπόν, τη βάση χτίζουν οι Γερμανοί, προσθέτοντας βαριά έως βαρύγδουπα vibes, τροφοδοτημένα μέσω
κιθαρών και το ίδιο «ασήκωτων» rhythm sections.
Εδώ δεν είναι όλα τα tracks μόνο βαρύγδουπα στη δύναμή τους, μα ακόμη και στην… ηρεμία
τους. Εννοώ, πως ακόμη και στους πιο χαμηλούς τόνους οι Collapse Under the Empire διαθέτουν ένα επικό
στοιχείο, πάντα σκοτεινό και πάντα ανεξερεύνητο.
Υπάρχουν πολλά συγκροτήματα
σήμερα, στον κόσμο, που παίζουν έτσι και ανάμεσά τους και ελληνικά φυσικά, όπως
οι Electric Litany
ας πούμε – αν και οι δικοί μας είναι πιο φωτεινοί-λυρικοί. Όχι, δεν λείπει ο
λυρισμός από τους Burda
και Grimm, απλώς
περνάει μέσα από τευτονικές συμπληγάδες και βγαίνει κάπως… ταλαιπωρημένος. Λέω
και τούτο. Όπου τα πλήκτρα παίρνουν το πάνω χέρι στις ενοργανώσεις του ντούο τα
πράγματα είναι μάλλον καλύτερα (το λέω, γιατί οι κιθάρες κατά βάση στριγγλίζουν
παρατεταμένα στα περισσότερα tracks,
υποκαθιστώντας επί της ουσίας τα πλήκτρα). Κι είναι ένα θέμα τούτο με τα
συγκεκριμένα γκρουπ. Ο minimal τρόπος, δηλαδή, που χρησιμοποιούν τις κιθάρες, που είναι
οπωσδήποτε μονότονος και εν τέλει λιγωτικός. Θες και κάτι ακόμη…
Μεταξύ των ωραιότερων κομματιών του CD θα τοποθετούσα οπωσδήποτε τα “A place beyond” και “Blissful” (αμφότερα στη μέση
του άλμπουμ), και ακόμη το έσχατο “The end falls”.
THE SPACELORDS: Water Planet [Tonzonen Records,
2017]
Και οι Spacelords
είναι Γερμανοί, με ήχο τούτη τη φορά περισσότερα αγκιστρωμένο στα early seventies –
στους Hawkwind π.χ.,
όπως και σε άλλα… αγγλογερμανικά γκρουπ τού τότε space-rock. Μέλη τους είναι οι Hazi Wettstein κιθάρες, Akee Kazmaier μπάσο και Marcus Schnitzler ντραμς, ενώ τους
βοηθάει και ο Didi Holzner στα πλήκτρα. Τα τρία κομμάτια τού “Water Planet” (που δεν είναι το
πρώτο άλμπουμ των Spacelords,
αλλά το έβδομο (τουλάχιστον), είναι συνθέσεις πρωτότυπες (έντεκα, δώδεκα και
είκοσι λεπτών), διατηρώντας όλα τα χαρακτηριστικά του progressive space rock. Ατελείωτα ουρανομήκη
σόλι στην κιθάρα, μονότονο rhythm section
(ώστε δια της επαναλήψεως να επιτυγχάνεται η έκσταση, κατά τα κλασικά),
βοηθητική μα ουσιαστική χρήση των πλήκτρων (όσον αφορά στο γέμισμα του κάδρου
και στην κατάφαση των διαστημικών ατμοσφαιρών) κι ένα τρίτο κομμάτι, το ελεύθερο
“Nag kanya (remix)”, το οποίο έρχεται να υπογραμμίσει
την αξία τούτων εδώ των Γερμανών, που έχουν διαβάσει καλά τη «χαμένη στο
διάστημα» ιστορία τους, ερχόμενοι να πλασαριστούν δίπλα στους Vibravoid (ναι, το “Nag kanya” είναι ένα space-psych track, σωστό… ταξίδι) και στ’
άλλα μεγάλα σύγχρονα γκρουπ του είδους. Πολύ καλοί!
SHADOW RAY: Eyes, Gleaming Through the Dark
[Rillbar, 2017]
Δανός είναι ο Shadow Ray (το πραγματικό όνομά του είναι Anders Holst) και με παρελθόν στην
τοπική σκηνή, καθώς έχει υπάρξει μέλος διαφόρων γκρουπ (Won’t Lovers Revolt Now, Ektoplasma,
Cirklen…). Εδώ,
βεβαίως, στο “Eyes, Gleaming Through the Dark”, εμφανίζεται μόνος του
και με ανεξακρίβωτες βοήθειες, σ’ ένα άλμπουμ που ανήκει χοντρικά στο χώρο της…
κάπως πειραματικής electro-pop. Οι Japan με άλλα λόγια και ο David Sylvian είναι μια-δυο καλές
αναφορές, ίνα κατανοήσουμε το στυλ τού δανού μουσικού – που σε κάθε περίπτωση
διατηρεί καλά στοιχεία προσωπικού γούστου. Τα κομμάτια του Shadow Ray δεν είναι εύκολα. Έχουν
την περιπέτειά τους, και, χωρίς να εκβιάζουν καταστάσεις, στέκονται αρκετά καλά
και μεμονωμένα και ως σύνολο. Υπάρχει, δε, δουλειά όχι μόνο σε επίπεδο οργάνων
και παραγωγής μα και σ’ εκείνο των φωνών, που παίζουν, εν τέλει, πολύ σημαντικό
ρόλο στην ταυτοποίηση του άλμπουμ (LP με τέσσερα κομμάτια και digital με οκτώ). Δεν χρειάζεται να πω (τρόπος του λέγειν), πως ο
Shadow
Ray δεν
ενδιαφέρεται για το electro-pop hit, αλλά για μια
συνολικότερη πρόταση, που να είναι πολύ μακριά, σχεδόν πάντα, από κάθε…
ραδιοφωνική μεταχείριση. Φοβερό, κινούμενο σ’ αυτή τη φάση, το 9λεπτο “Runway”, που θα έκανε τον Brian Eno να…
σκάσει από τη ζήλεια του (όπως έγραφαν παλιά οι κριτικοί). Πολύ κρίμα αυτό το
κομμάτι να μην υπάρχει στο βινύλιο, όπως και όλα τα υπόλοιπα της digital έκδοσης.
CUT THE NAVEL STRING: The Black Box Session by
Peter Deimel [Atypeek Music, 2017]
Περίεργη ιστορία εδώ
πέρα. Το συγκρότημα, οι Γάλλοι Cut The Navel String ήταν σε κίνηση τα πρώτα χρόνια των nineties και τότε (1995) είχαν
κυκλοφορήσει το μοναδικό άλμπουμ τους (“Takis”) στη γνωστή (ολλανδική) Roadrunner Records. Είκοσι δύο χρόνια μετά (δηλαδή τώρα) εμφανίζεται
στην αγορά ένα δεύτερο LP τους (κυκλοφορεί και digital), που έχει τίτλο “The Black Box Session by Peter Deimel” και είναι γραμμένο τον Μάιο του ’93 (είναι
παλαιότερο από το “Takis” δηλαδή) κάπου στη Γαλλία.
Ποιος ξέρει σε τι ακριβώς αποσκοπεί αυτή η
κυκλοφορία – αλλά αυτό είναι, μάλλον, το πιο αδιάφορο, που μπορεί να ρωτήσει
κάποιος. Οι Cut The Navel String είναι ένα εξαιρετικό rock συγκρότημα (έτσι όπως τους ακούμε εδώ), κάπως πάνκικο και κάπως noisy (δηλαδή πολύ πάνκικο και πολύ noisy στα όρια του hardcore, αλλά πριν απ’
αυτό…), όχι πολύ μακριά (συχνά) από τον ήχο των Killing Joke ας πούμε. Το άλμπουμ είναι τρομερό, σκέτος
δυναμίτης και κάθε κομμάτι του είναι καλύτερο από το προηγούμενο! Αν
αναρωτιέστε, δε, για το ποιος είναι εκείνος ο… Peter Deimel να πούμε πως είναι παραγωγός και πως έχει συνεργαστεί με πολύ γνωστά ονόματα (dEUS, Shellac, We Insist!, The Wedding Present, The Monochords κ.ά.), ενώ κάτι
εκατοντάδες είναι τα άλμπουμ στα οποία έχει δουλέψει και καταχωρίζονται στο discogs…
HELIOGABALE: Ecce Homo [Atypeek Music/ Les
Disques de Hangar 221, 2017]
Οι Heliogabale
είναι γαλλική μπάντα, που υπάρχει από τις αρχές των 90s, έχοντας κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα
κάμποσα άλμπουμ (κι έχοντας δουλέψει ανάμεσα σε άλλους και με τον Steve Albini). Μέλη της είναι η Sasha Andrès τραγούδι και
ακόμη οι Philippe Thiphaine
κιθάρες, Brice Pirotais
μπάσο και Marcel Perrin
ντραμς, με το “Ecce Homo”
να αποτελεί το πιο πρόσφατο και μάλλον έβδομο άλμπουμ της. Η μπάντα έχει καλή
σχέση με το noise rock,
με τις κιθάρες να κάνουν συνεχώς τα δικά τους, δίχως όμως… ακραίες ακρότητες,
παρουσιάζοντας σε κάθε περίπτωση καλά ή και πολύ καλά τραγούδια (στη γαλλική),
στα οποία η φωνή της Andrès, που είναι τραβηγμένη
οπωσδήποτε, έχει τον πρώτο ρόλο. Ο συνδυασμός πάντως φωνής (αυτής της
συγκεκριμένης φωνής) και κιθάρας λειτουργεί πολύ καλά, με το rhythm section ξερό,
αλλά επαρκέστατο, να σπρώχνει πιότερο τα κομμάτια σε ένταση και δύναμη – και
τούτο συμβαίνει όχι μόνο στα πιο γρήγορα tracks, αλλά και στα πιο… σκοτεινά και τελετουργικά. Πολύ καλοί. Και
πειστικοί. Το ζούνε.
DERBY DERBY: Love Dance [Atypeek Music / Ormo Records, 2016/17]
Kι άλλοι Γάλλοι (μετά τους Cut The Navel String και τους Heliogabale). Οι τρίτοι στη σειρά και οι πιο πειραματικοί απ’ όλους. Ο λόγος για τους Derby Derby (δηλαδή τους Alan
Regardin ενισχυμένη ηλεκτρικώς τρομπέτα, Sylvain Didou μπάσο και Fabrice L’Houtellier ντραμς) και το ντεμπούτο τους “Love Dance”, που αποτελείται από δύο tracks, το 20λεπτο “Love” και το 11λεπτο “Dance”, κινούμενα γύρω από
rock/drone καταστάσεις.
Το “Love” είναι ένα minimal βασικά κομμάτι. Πάνω σ’ ένα, βαρύ και σταθερό μέσο τέμπο, αραδιάζεται μια τρομπέτα (επεξεργασμένη) που θα μπορούσε να ήταν ακόμη και κιθάρα. Παίζει αυτό το ρόλο δηλαδή – και το γεγονός πως δεν υπάρχει αληθινή κιθάρα στο άλμπουμ ίσως κάτι να σημαίνει. Κάτι να δηλοί σε σχέση με τις αναφορές του γκρουπ ενδεχομένως ή ό,τι άλλο. Το κομμάτι κυλάει έτσι, βαριά, και με ανεπαίσθητες αλλαγές καθ’ όλη τη διάρκειά του, ενσταλάζοντας hints από ακραίο kraut και japanoise. Το “Dance” δεν διαφέρει και τόσο – αν εξαιρέσεις πως έχει τη μισή διάρκεια από το “Love”. «Και τόσο» λέω, γιατί, αν και η minimal λογική παραμένει, το κομμάτι είναι πιο βαρύ και πιο kraut/φλοϋντικό. Το μανιπουλάρισμα στην τρομπέτα είναι σε κάθε περίπτωση φοβερό και αν δεν ξέρεις από πριν πολύ δύσκολα θα μαντέψεις τι ακριβώς είναι εκείνο που ακούς. Ας το μετρήσουμε κι αυτό στα «συν»…
Το “Love” είναι ένα minimal βασικά κομμάτι. Πάνω σ’ ένα, βαρύ και σταθερό μέσο τέμπο, αραδιάζεται μια τρομπέτα (επεξεργασμένη) που θα μπορούσε να ήταν ακόμη και κιθάρα. Παίζει αυτό το ρόλο δηλαδή – και το γεγονός πως δεν υπάρχει αληθινή κιθάρα στο άλμπουμ ίσως κάτι να σημαίνει. Κάτι να δηλοί σε σχέση με τις αναφορές του γκρουπ ενδεχομένως ή ό,τι άλλο. Το κομμάτι κυλάει έτσι, βαριά, και με ανεπαίσθητες αλλαγές καθ’ όλη τη διάρκειά του, ενσταλάζοντας hints από ακραίο kraut και japanoise. Το “Dance” δεν διαφέρει και τόσο – αν εξαιρέσεις πως έχει τη μισή διάρκεια από το “Love”. «Και τόσο» λέω, γιατί, αν και η minimal λογική παραμένει, το κομμάτι είναι πιο βαρύ και πιο kraut/φλοϋντικό. Το μανιπουλάρισμα στην τρομπέτα είναι σε κάθε περίπτωση φοβερό και αν δεν ξέρεις από πριν πολύ δύσκολα θα μαντέψεις τι ακριβώς είναι εκείνο που ακούς. Ας το μετρήσουμε κι αυτό στα «συν»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου