Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

KARLHEINZ STOCKHAUSEN ένα κατατοπιστικό κείμενο, για μία από τις μεγαλύτερες μουσικές προσωπικότητες του 20ου αιώνα

Δεν είναι εύκολο να προσεγγιστεί, με απλές γραμμές, η «περίπτωση Stockhausen», επειδή το έργο τού φυσικού ηγέτη της Σχολής του Darmstadt είναι και τεράστιο, απλωμένο σε περισσότερο από 50 χρόνια προτάσεων και δράσεων, και πολλάκις επιδραστικό, όχι μόνο στο χώρο της «σύγχρονης μουσικής» και της πρωτοπορίας (ηλεκτρονικής ή άλλης), μα ακόμη και σ’ εκείνο της ποπ. Και τούτο, το τελευταίο, είναι επίσης σημαντικό.
Φωτογραφία: Bernard Perrine
Για παράδειγμα δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός πως ο Stockhausen υπήρξε μία από τις «εικόνες» των Beatles, όταν οι Βρετανοί άρχισαν να αλλάζουν την κατεύθυνση της δικής τους μουσικής και κατ’ επέκταση ολάκερης της pop, μετά τα μέσα του ’60, τιμώντας τον όχι μόνο με την παρουσία του στο εξώφυλλο του “Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band” (1967), αλλά και με τις ολοφάνερες αναφορές στη μουσική του στο “A day in the life” και στο “Revolution 9” (από το “White Album”). Επίσης ο Frank Zappa και οι Mothers of Invention μνημονεύουν το όνομά του στο μέσα μέρος τού cover τού “Freak Out!” (1966), ως έναν από τους ανθρώπους που έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση της μουσικής τους, ενώ στο μίνι βιογραφικό του Pete Townshend των Who στο οπισθόφυλλο της αμερικάνικης έκδοσης του “Happy Jack” (1967) διαβάζουμε: “He is very talented musician and an outspoken person with an interest in Stockhausen, brandy and painting”. Περαιτέρω οι αναφορές στη μουσική του από τους «ήρωες» του ’60 (Jefferson Airplane, Grateful Dead…), μέχρι τον Aphex Twin και την Björk και βεβαίως η καθοριστική συμβολή του στη γέννηση και την εξέλιξη του krautrock συνηγορούν και αυτές στην πλατιά επίδραση και σημασία του έργου του.
Καθοριστικό σημείο για την πορεία του Karlheinz Stockhausen αποτέλεσε η ίδρυση του πρώτου ηλεκτρονικού στούντιο (του Δυτικογερμανικού Ραδιοφώνου) στην Κολωνία το 1951 από τους Herbert Eimert, Robert Beyer και Werner Meyer-Eppler. Εκεί δεν βρήκε χώρο μόνο ο Stockhausen για να ξεδιπλώσει τις απόψεις του για τον «νέο ήχο», αλλά και μια σειρά άλλων συνθετών (Henri Pousser, Maurizio Kagel, György Ligeti, Nam June Paik κ.ά.), διαμορφώνοντας όλοι μαζί και καθένας μόνος του μια νέα ηχητική πραγματικότητα.
Προσπαθώ να φανταστώ, για παράδειγμα, την έκπληξη κάποιου που θ’ άκουγε το “Studie Nr.1” του Stockhausen, το 1953. Θα ήταν αδύνατον ν’ αντιληφθεί τι ακριβώς ήταν εκείνο που έφθανε στ’ αυτιά του. Τώρα μπορεί να είναι αλλιώς, ok… αλλά εκείνη την εποχή μιλάμε για το αδιανόητο. Χρησιμοποιώντας μία ημιτονική γεννήτρια συχνοτήτων, ο γερμανός συνθέτης κατέγραφε σε tape τους παραγόμενους ηχητικούς κυματισμούς (λέγεται ότι κατέγραψε με overdub 12 ημιτονικές σ’ ένα tape recorder) και από ’κει και κάτω, με συνεχές μανιπουλάρισμα (πίσω-μπρος, αλλαγές στην ταχύτητα, δύο ταινίες να παίζουν ταυτοχρόνως, παράγοντας μία τρίτη κ.ο.κ. – ο τρόπος χρήσης δεν διέφερε από εκείνον του πατέρα της concrète μουσικής, του Pierre Schaeffer), κατόρθωσε να παράξει έναν ήχο που δεν δαμάστηκε από το χρόνο.
Ακόμη πιο προχωρημένη ήταν η “Studie Nr.2” από το 1954. Αρνούμενος την πρωτόλεια εκείνη μείξη των ημιτονικών, ο Stockhausen επεξεργάστηκε με μεγαλύτερη φαντασία τις… καμπύλες του, ενώνοντάς τες διαδοχικά, προβάροντας επί της ουσίας μία λούπα. Φαίνεται πως εκείνη τη λούπα την πέρασε στη συνέχεια μέσα από echo chamber, δημιουργώντας ένα αρχέτυπο αναδράσεως. Απίστευτο άκουσμα.
Σε μία άλλη ιστορική σύνθεσή του από το 1955-56, την “Gesang der Jünglinge, ο Stockhausen συσσωματώνει στο γεννητριακό καμβά του (επεξεργασμένη φυσικά) τη φωνή ενός 12χρονου. Όχι όμως ως «ανεξάρτητη-μεμονωμένη», αλλά ως «ένα και το αυτό» με το ηλεκτρονικό του υλικό.
Την ίδια εποχή (1955-57) ολοκληρώνει μία από τις σημαντικότερες συνθέσεις του, την “Gruppen”, για τρεις ορχήστρες και 109(!) συνολικά μουσικούς κινούμενος στο πνεύμα του σειραϊσμού. Το “Kontakte” του 1958-60, πάντα σε παραγωγή του στούντιο της Δυτικογερμανικής Ραδιοφωνίας (Westdeutscher Rundfunk - WDR) είναι ένα από τα τελευταία έργα του για μαγνητοταινία, στα οποία ο σειραϊσμός (έτσι όπως τον «διδάχθηκε» ο Stockhausen, και οι πάντες, από τον Arnold Schoenberg) είχε τον πρωτεύοντα ρόλο.
Αν στα χρόνια του ’50 ο Stockhausen απέκτησε τεράστια φήμη στο χώρο της πρωτοπορίας, για να γίνει «όνομα» πρώτα-πρώτα μεταξύ των ομοτέχνων του, στη δεκαετία του ’60 θα τον γνωρίσει πλατύτερα το μουσικόφιλο κοινό μέσα από μια σειρά έργων, που θα επηρεάσουν καθοριστικά και τον κόσμο της ευρείας pop. Τα έργα αυτά ήταν, βασικά, το “Hymnen” (σύνθεση του 1966-67), το “Stimmung” (1968) και το “Aus den sieben Tagen” (Μάιος του ’68).
Στο πρώτο, έργο με ισόποσα ηλεκτρονικά και concrète στοιχεία, ο Stockhausen, με τη βοήθεια κάποιων σολίστ (ανάμεσά τους και ο Αμερικανός David Johnson, πρωταρχικό μέλος των CAN), θα παραλλάξει σε τέσσερα μέρη μια σειρά ύμνων και «εθνικών ύμνων» (από την Διεθνή και τη Μασσαλιώτιδα, μέχρι τον ισπανικό, τον αμερικανικό και τον ελβετικό) δημιουργώντας ένα masterpiece. Κάποιοι θα στηλίτευαν τις επιλογές του κατηγορώντας τον για μεγαλοϊδεατισμό και πως έκλεινε το μάτι προς τα… δεξιά, ενώ κάποιοι άλλοι θα ισχυρίζονταν το ακριβώς αντίθετο.
Ο Stockhausen φαίνεται πως είχε μία περίεργη ψυχοσύνθεση και αυτή δεν ήταν άμοιρη, ενδεχομένως, της δύσκολης παιδικής και εφηβικής ηλικίας του, που συνέπεσε με διάφορα οικογενειακά προβλήματα και κυρίως με το ναζισμό. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία μουσικοί του krautrock (όπως ο Hans Joachim Roedelius π.χ., που είχε γεννηθεί το ’34), αλλά και οι… καθοδηγητές της σκηνής, όπως ο ίδιος ο Stockhausen ή ο εικαστικός Joseph Beuys είχαν υπάρξει στα μικράτα τους μέλη της Hitler-Jugend, της χιτλερικής νεολαίας δηλαδή. Δίπλα στον Beuys ανατράφηκε ο Conrad Schnitzler (από τους Tangerine Dream, τους Eruption και τους Kluster) και δίπλα στον Stockhausen οι Holger Czukay, Irmin Schmidt (αμφότεροι στους CAN) και Peter Michael Hamel (των Between). Φαίνεται, λοιπόν, πως οι άνθρωποι που είχαν γνωρίσει το ναζιστικό πλέγμα από τα μέσα (στην παιδική ή την εφηβική τους ηλικία) ήταν εκείνοι που σκόρπισαν στους μαθητές τους τις πιο ριζοσπαστικές μουσικές ιδέες – έχοντας ήδη, οι ίδιοι, αλλάξει πορεία στη ζωή μέσα από την τέχνη τους. Παράξενα πράγματα μα τω θεώ. Άβυσσοι οι ψυχές των... Γερμανών.
Να πούμε επί τη ευκαιρία πως το πιο «στοκχαουζεν-ικό» άλμπουμ που παρήχθη ποτέ από την ομήγυρη του krautrock ήταν το “Canaxis 5” (1969) των Technical Space Composer’s Crew (Holger Czukay, Rolf Dammers), που χρωστούσε τα πάντα στο “Telemusik” του 1966. Το έργο, ένα μεγαλεπήβολο ηχογραφικό επίτευγμα που συνέπιπτε με το όραμα ενός μελλοντολόγου, έφερνε τον Stockhausen (για ακόμη μία φορά) έτη μπροστά από την εποχή του. Οι αποσπασματικές καταγραφές «όλων» των μουσικών του κόσμου (από κάθε γωνιά της γης) και η περαιτέρω ηλεκτρονική επεξεργασία τους μετέτρεπε το “Telemusik” σε μια… κιβωτό της μουσικής διαθήκης.
Στο “Stimmung”, για έξι τραγουδιστές (τρεις άντρες, τρεις γυναίκες) και έξι μικρόφωνα, ο Stockhausen πειραματίζεται με τη φωνή (ακούγονται από βόμβοι έως overtone singing) δημιουργώντας καινοφανείς αρμονικές καταστάσεις. Το έργο φαίνεται να έχει μία μυστικιστική / τελετουργική χροιά (πιθανώς αυτή να περιστρέφεται γύρω από τη φιλοσοφία του «τέλειου τόνου», που πρέσβευε τότε ο La Monte Young και οι Theater of Eternal Music), όμως από την άλλη μπορεί να έχει και πιο πεζή αφετηρία, που να άρχεται από την «προγλώσσα» των νεογέννητων και την «άναρθρη» επικοινωνία.
Στο Aus den Sieben Tagen” οι… επτά μέρες του τίτλου έχουν να κάνουν με το διάστημα 7-13 Μαΐου 1968. Δεν είναι σίγουρο πως ο Stockhausen είχε πάρει χαμπάρι ή εν πάση περιπτώσει είχε εμπνευστεί το έργο από τα διαδραματιζόμενα στη γαλλική πρωτεύουσα τον Μάη του ’68. Παρά ταύτα κανείς δεν μπορεί να το αποκλείσει εντελώς ακούγοντας τούτο το θαυμάσιο free-improv έργο, που καταγράφηκε με την βοήθεια ορισμένων προσωπικοτήτων της γαλλικής τζαζ σκηνής, όπως του κλαρινετίστα, τενορίστα κ.λπ. Michel Portal, του μπασίστα Jean-François Jenny-Clark κ.ά.
Στα seventies πια ο Stockhausen συνεχίζει να συνθέτει μανιωδώς, αν και νεότεροι συνάδελφοί του αρχίζουν σιγά-σιγά να τον αμφισβητούν. Πρώτος, ανάμεσά τους, ο Άγγλος Cornelius Cardew (1936-1981), γνωστός ευρύτερα από τα σχήματα AMM και Scratch Orchestra, τα “Treatise” του κ.λπ.
Το 1972 ο Cardew παρουσιάζει για πρώτη φορά στο ραδιόφωνο του BBC το κείμενό του Stockhausen serves imperialism (Ο Στοκχάουζεν υπηρετεί τον ιμπεριαλισμό), το οποίο δημοσιεύεται λίγο αργότερα στο περιοδικό The Listener, ενώ το 1974 τυπώνεται και στο βιβλίο του με τον ίδιο τίτλο [Latimer New Dimensions Limited]. Μάλιστα, το κείμενο αυτό το είδαμε και στην Ελλάδα στο τέλος του 2016, στο βιβλίο με τον ίδιο τίτλο, των εκδόσεων ουαπίτι.
Εκείνη την περίοδο ο Cardew ήταν μέλος του μαοϊκού Communist Party of England (Marxist-Leninist), που αργότερα μετεξελίχθηκε στο αλβανόφιλο-χοτζικό Revolutionary Communist Party of Britain (Marxist–Leninist) με την κριτική του στον Stockhausen, και γενικότερα στη σκηνή του Darmstadt, να αποκτά πολεμικά χαρακτηριστικά. Γράφει ο Cardew: «Οι Ναζί στιγμάτισαν την αβάν-γκαρντ ως τέχνη “εκφυλιστική”, την εξευτέλισαν δημοσίως και φυσικά την κατέστειλαν. Στη μεταπολεμική Γερμανία χρησιμοποιήθηκε μια πιο διακριτική τεχνική: αντί της καταστολής, μια αυταρχική ανοχή. Η ευρωπαϊκή αβάν-γκαρντ δημιούργησε τον πυρήνα του Ντάρμσταντ, όπου ο δυσνόητος και ασαφής χαρακτήρας της, μαζί με τις ψευδοεπιστημονικές της τάσεις, προωθήθηκαν μέσα στο περιβάλλον ενός γυάλινου πύργου».
Στη συνέχεια ο Cardew καταφέρεται εναντίον του έργου του Stockhausen Refrain (1959), το οποίο αναγορεύει σε κομβικό όσον αφορά στις μυστικιστικές διαστάσεις τής μουσικής τού γερμανού συνθέτη. Βασικά, ο Cardew κάνει σφοδρή κριτική στο μυστικισμό, που τον θεωρεί έναν μηχανισμό καταστολής των μαζών, εξαπολύοντας μύδρους κατά του Stockhausen, αποδίδοντάς του… αλαζονεία, ανυπακοή, ανορθολογισμό, αντισυμβατική εμφάνιση και εγωμανία.
Από τα πάμπολλα έργα που συνέθεσε ο Stockhausen στα seventies σημειώνω δύο, που, σαν σύμβολο, ανοίγουν και κλείνουν τη συγκεκριμένη περίοδο – το “Mantra” (1970) για δύο πιανίστες (Alfons Kontarsky, Aloys Kontarsky) και ηλεκτρονικά, καθώς και το “Der Jahreslauf” για ιαπωνική ορχήστρα Gagaku ή για ανάλογα «δυτικά» όργανα με neo-classical / avant περιεχόμενο (πρώτη παρουσίαση στο WDR της Κολωνίας, το 1979).
Στις πιο πρόσφατες δεκαετίες ο Stockhausen φαίνεται πως βρέθηκε κάπως στο περιθώριο των ουσιαστικών μουσικών εξελίξεων, πράγμα που αντανακλά και στα έργα του αυτής της εποχής.
Πρόκειται συχνά για συνθέσεις μεγαλεπήβολες, στα όρια της μεγαλομανίας ή και της εξτραβαγκάντζας –ας θυμηθούμε το “Helikopter-Streichquartett” του 1995 για κουαρτέτο εγχόρδων, τέσσερα ελικόπτερα(!) κ.λπ.–, οι οποίες συνδέονται και με τις γενικότερες θεωρητικές και φιλοσοφικές απόψεις του.
Ο Stockhausen ήταν βαθειά επηρεασμένος από τη φιλοσοφία του Νίτσε. Πίστευε πως η μουσική του εκπαίδευε ένα νέο είδος ανθρώπου, που δεν είχε έως τότε υπάρξει, και πως η καθημερινή μουσική ήταν τόσο «φυσική» που δεν θα μπορούσε να αφορά, με τίποτα, στον… υπεράνθρωπο που είχε στο νου του. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο θα μπορούσε κάποιος να εντάξει κι εκείνες τις αμετροεπείς (τουλάχιστον) δηλώσεις του μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη, όταν μίλησε… για το μεγαλύτερο έργο Τέχνης που θα μπορούσε ποτέ να συμβεί! Ο Stockhausen αντιμετώπισε την σώριασμα των Διδύμων Πύργων του WTC και το θάνατο των 3000 ανθρώπων σαν μια… παράσταση, σαν μια απόδειξη της θεωρίας της καταστροφής υψηλού αισθητικού κύρους, που δεν θα μπορούσε ποτέ να την ονειρευτεί και να την υλοποιήσει κανένας συνθέτης επί γης. Συμπληρώνοντας, δε, πως επρόκειτο περί εγκλήματος, και τούτο επειδή οι άνθρωποι που «συμμετείχαν» δεν θα το έπρατταν, αν γνώριζαν πως θα πέθαιναν… μάλλον το έκανε χειρότερο. Ήταν σαν να ισχυριζόταν πως η «επιτυχία» της «παράστασης» οφειλόταν στο γεγονός πως οι «συμμετέχοντες» ήταν επί της ουσίας αναλώσιμο υλικό, κάτι δηλαδή σαν… πρόβατα επί σφαγήν! Τι να πει κανείς…
Η ελληνική διασύνδεση
Στην Ελλάδα ο Karlheinz Stockhausen είναι γνωστός στους κύκλους της πρωτοπορίας ήδη από τα μέσα του ’60. Το Εργαστήρι Σύγχρονης Μουσικής σε μια σειρά εκδηλώσεων για την ηλεκτρονική μουσική παρουσιάζει στο αθηναϊκό κοινό (στο Ινστιτούτο Γκαίτε) τον Karlheinz Stockhausen το 1965. Για το έργο του είχε μιλήσει ο γερμανός συνάδελφός του Günther Becker. Στην «3η Ελληνική Εβδομάδα Σύγχρονης Μουσικής» (15-22/12/1968) ο γερμανός συνθέτης Josef Anton Riedl (που είχε υπάρξει και διευθυντής τού στούντιο ηλεκτρονικής μουσικής της Siemens) παρουσιάζει επίσης έργα Stockhausen, Cage, Kagel κ.ά., πράγμα που συμβαίνει και στην «4η Εβδομάδα» (19-26/9/1971), ενώ είχε προηγηθεί και σχετική εκδήλωση με τον Γ.Γ. Παπαϊωάννου να παρουσιάζει επίσης έργα Stockhausen κ.ά. την 18/3/1970. 
Στα χρόνια που ακολούθησαν το κοινό θα μεγαλώσει, καθότι ο Stockhausen δεν θα απασχολεί μόνο τους έλληνες συνθέτες ηλεκτρονικής και σύγχρονης μουσικής, και βεβαίως ένα περιορισμένο αριθμό ακροατών, αλλά και τους φαν του «προχωρημένου» rock, που θα τον γνωρίσουν μέσα από τους CAN, τους πρώιμους Tangerine Dream και τους υπόλοιπους krautrockers, μα ακόμη και από τα γραπτά του Julian Cope, τα αφιερώματα στα περιοδικά (The Wire) κ.λπ. Νέα (ελληνικά) συγκροτήματα θα ερμηνεύουν έργα του, όπως οι Ergon Ensemble, ενώ το Ελληνικό Συγκρότημα Σύγχρονης Μουσικής υπό τον Θόδωρο Αντωνίου (από το 1967 ήδη) θα φροντίζει να μεταφέρει την ουσία και το πνεύμα των μουσικών του Stockhausen μέχρι τις μέρες μας. Μαζί με όλα τούτα και οι εκδόσεις των δικών του έργων στην Deutsche Grammophon, την Harmonia Mundi και αλλού, που θ’ αρχίσει κάποια στιγμή να φθάνουν και στην Ελλάδα, θα βοηθήσουν στη σχετική εξάπλωση.
Ο Δημήτρης Τερζάκης ήταν ένας από τους λίγους έλληνες συνθέτες που γνώρισε τον Stockhausen στα χρόνια του ’60 (ένας άλλος ήταν ο Αντωνίου), όταν ο Γερμανός ήταν παγκόσμιο είδωλο και σχεδόν απλησίαστος. Στο περιοδικό Mουσικής Πολύτονο (τεύχος 26, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2008) υπάρχει μία σχετική μαρτυρία, που έχει ιδιαίτερη αξία και τη μεταφέρω. Γράφει ο Τερζάκης:
«Ήταν μια μέρα του 1966. Φρέσκος ακόμα στην Κολωνία, το κέντρο τότε της σύγχρονης μουσικής. Έκανα μάθημα με τον Bernd Alois Zimmermann. Σαν τελειώσαμε με παρακάλεσε να πάω στο ηλεκτρονικό στούντιο της WDR να του φέρω μια μαγνητοταινία, κόπια ενός έργου που έγραφε. Πρόθυμος ξεκίνησα, χαρούμενος να δω επιτέλους το θρυλικό στούντιο, όνειρο όλων των συνθετών που περίμεναν ουρά για να φτιάξουν έργο. Κέρβερος στη θύρα του στεκόταν ο διευθυντής του, τότε, Karlheintz Stockhausen, που έδινε τις άδειες σύμφωνα με τις συμπάθειες ή (συχνότερα) σύμφωνα με τις αντιπάθειές του.
Χτυπάω την πόρτα και ανοίγει ο ίδιος! Τα ’χασα… Μπροστά μου στεκόταν ένας θρύλος, αλλά κι ένας ανελέητος εχθρός του δασκάλου μου. Μ’ ένα πλατύ χαμόγελο ανθρώπου που ήξερε τη μεγάλη του ακτινοβολία μου λέει: “Περάστε. Έρχεστε σε μία πολύ ωραία στιγμή. Σήμερα τελειώνω ένα μέρος των Ύμνων [Hymnen, 1966-67]. Θέλετε να ακούσετε;”. Πριν προλάβω να απαντήσω: “Μπορώ να κάνω κάτι για σας;”.
Κατάλαβα. Είχε ήδη αρχίσει την τακτική του πολέμου του με τον δάσκαλό μου: να παίρνει τους μαθητές του με δελεαστικές υποσχέσεις εκτελέσεων των έργων τους. Αρκετοί είχαν τσιμπήσει το δόλωμα.
“Όχι ευχαριστώ” του λέω, “είμαι βιαστικός”.
“Ξέρω” μου λέει, “σας περιμένει ο δάσκαλός σας”.
Πού το ήξερε; Ήμουν τότε ένα άγραφο χαρτί. Πήρα την ταινία και το ’βαλα στα πόδια…
Η δεύτερη συνάντηση ήταν στο σπίτι του. Πήγα γιατί το Ινστιτούτο Γκαίτε στην Αθήνα ήθελε να τον καλέσει. “Στον καναπέ που κάθεστε” μου λέει, “κοιμήθηκε 24 ώρες συνέχεια ο Ligeti, όταν ήλθε πάμπτωχος από τη Βιέννη, αυτοεξόριστος μετά την ουγγρική επανάσταση”. “Εγώ” συνέχισε “δεν έχω πολιτικές ιδεολογίες. Είδα πολλούς στη ζωή μου να αλλάζουν στρατόπεδο ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Δεν εκτιμώ τους πολιτικούς. Δεν έχουν ιδέα από Τέχνη. Είχα παίξει κάποτε στο σπίτι του Βίλλυ Μπραντ (ήταν τότε καγκελάριος). Δεν κατάλαβε τίποτα. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι από κακούς πίνακες”.
Άρχισε κατόπιν να κατηγορεί τον Kagel, που του είχε μπει στο ρουθούνι…
Έφυγα σκεπτόμενος. Τι επικίνδυνη γοητεία είχε αυτός ο άνθρωπος! Και πράγματι πήρε πολλούς στο λαιμό του, που πίστεψαν ότι τους δείχνει το δρόμο του μέλλοντος. Είχε εξαιρετικά πρωτότυπες ιδέες. Η εφαρμογή τους στην πράξη με άφηνε πάντα σκεπτικό.
Τώρα που έφυγε από τη ζωή θυμάμαι και τη φράση του, όταν έμαθε πως ο άσπονδος εχθρός του, ο δάσκαλός μου Zimmermann είχε αυτοκτονήσει (σ.σ. τον Αύγουστο του ’70). “Και σε αυτό ακόμα με πρόλαβε…” μου είχε πει».
Δεν είμαι σίγουρος αν ο Stockhausen είχε έλθει τελικά στην Ελλάδα, στο Γκαίτε, στα χρόνια της καγκελαρίας του Willy Brandt (1969-1974). Έψαξα, ρώτησα, αλλά δεν βρήκα άκρη… Πάντως μας επισκέφθηκε σίγουρα το 1978, όταν παρουσίασε στο Ηρώδειο το “Inori”, ένα παράξενο (εν μέρει μουσικό) και μάλλον μυστικιστικό έργο του.
Τον Δεκέμβριο του 2007 ο Karlheinz Stockhausen θα πεθάνει στο σπίτι του, στην πόλη Kürten της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας (ήταν 79 ετών). Ένα μεγάλο μέρος του έργου του δεν θα παραμείνει απλώς αθάνατο, αλλά και αξεπέραστο, φάρος παντοτινός για κάθε νεότερο που θα θελήσει να βαδίσει στο δικό του δρόμο.

3 σχόλια:

  1. Costas Arvanitis
    Στην εφημερίδα Μουσική Γενιά, κάποιος είχε αναφέρει τον Stockhausen ‎σε σχέση με τους Pink Floyd και πήγα και αγόρασα δίσκο του.

    Το 1978, είχε κυκλοφορήσει το LP “Ceylon / Bird of Passage” σε ελληνική έκδοση και το είχα πάρει από τις προσφορές. Η έκδοση αυτή δεν υπάρχει στο discogs. Aς το επιβεβαιώσει κάποιος, αν το ξέρει, γιατί εκεί που βρίσκεται ο δίσκος είναι αδύνατον να ψάξω.

    Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
    Εγώ πάντως δεν το ξέρω. Δεν το έχω δει ποτέ ελληνικό.

    Costas Arvanitis
    Έκανα τον κόπο και βρήκα τον δίσκο. Το εξώφυλλο, στην πίσω μεριά, έχει τον αγγλικό κωδικό CHR 1110 και κάτω κάτω γράφει: Printed in England by Robor Limited, κάτι που δεν το γράφει το αγγλικό εξώφυλλο που δείχνει το discogs (εκεί γράφει τη διεύθυνση της εταιρείας). Η ετικέτα έχει κωδικό 6307 573, παρόμοιο δηλαδή με τον γερμανικό και γράφει ΒΙΕΜ, Ρ (μέσα σε κύκλο) 1978 PHONOGRAM 410 X. CHRISALIS Records κι από κάτω Ρ (μέσα σε κύκλο) 1976. Ο δίσκος κυκλοφόρησε δηλαδή στην Ελλάδα δύο χρόνια αργότερα απ' ό,τι στις άλλες χώρες. Η δική μου κόπια έχει τρύπα στο εξώφυλλο, κοντά στη δεξιά γωνία και σφραγίδα OBS (μέσα σε κύκλο) στο οπισθόφυλλο και στη μία ετικέτα, λόγω προσφοράς με μειωμένη τιμή.

    Nektarios Papadimitriou
    Ωραιο αρθρο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. κι ο Μιles Davis τον αναφέρει ως επιρροή στην τελευταία περίοδο του πριν τη σιωπή

    κώστας παπαθανασίου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. https://www.musiccentre.ca/node/136689 Interviews with Stockhausen, Xenakis and other Post World War II Pioneers of Electronic Music

    ΑπάντησηΔιαγραφή