Ο Γιώργος Μαρκόπουλος είναι από τους πιο σημαντικούς, εν
δράσει, έλληνες ποιητές. Πριν μερικούς μήνες (16/12/2012) είχα αναδημοσιεύσει στο
Δισκορυχείον την Ωδή για τον παίκτη της Α.Ε.Κ. και της Εθνικής Χρήστο Αρδίζογλου. Το
ποίημα που θα διαβάσετε παρακάτω προέρχεται από την παλαιά ποιητική συλλογή του
Οχτώ και Ένα Εύκολα Κομμάτια και Η
Κλεφτουριά του Κάτω Κόσμου [Κούρος, Αθήνα τέλη 1972 ή αρχές ’73] και όπως θα
διαπιστώσετε έχει ευρύτερο beat (ή μάλλον… αντι-beat) ενδιαφέρον. Στο εν λόγω τεύχος του Κούρου υπάρχει κι ένα
(πρώιμο) βιογραφικό του ποιητή (συνταγμένο προφανώς από τον Λεωνίδα Χρηστάκη),
το οποίον και παραθέτω: «Ο Γιώργος
Μαρκόπουλος γεννήθηκε στη Μεσσηνία το 1952 (σ.σ. βάσει άλλων, ας πούμε πιο επίσημων, βιογραφικών που υπάρχουν στο δίκτυο έχει γεννηθεί το 1951). Ζει από χρόνια στην Αθήνα με την
οικογένειά του και εργάζεται σαν τεχνίτης ασανσέρ για το μεροκάματο. Ο πατέρας
του είναι θυρωρός πολυκατοικίας. Παράλληλα σπουδάζει στη Βιομηχανική Σχολή του
Πειραιά Οικονομικά-Στατιστική. Τα πιο πολλά του ποιήματα είναι γραμμένα το 1972
και είναι αυτοτελή και ανεξάρτητα μεταξύ τους, αποτελούν όμως ένα εκφραστικό
σύνολο με τον τρόπο που παρουσιάζονται».
Κόσμε Γλυκέ Κόσμε
Βιομηχανικέ
Ο παρδαλός Τζακ Νίκολσον που αγόρασε μοτοσυκλέττα
να γυρίζει την Αμερική κι ο ποιητής Γκίνσμπεργκ
πούχε το πείσμα του διαβόλου, έβαλαν βουλή την
πορεία της μηχανής ν’ αλλάξουν κι έπεσαν θύματα κακοδαιμονίας
Οι μηχανές στοιβαγμένες σε βαπόρια ταξίδευαν σε χώρες
τα χέρια μηδένιζαν ή τα χέρια μετρούσαν
αν ήξεραν να φτιάξουν μια μηχανή.
Όλα έπαιρναν πια την πορεία τους
κι εγώ Ματίνα πόσο σ’ αγαπούσα.
Απόψε μεθύσαμε ξανά σκαλίζοντας πάλι και πάλι τα παλιά
Απόψε κρύψε τα δόντια σου
δυο παφιλένια κομματάκια στο σκοτάδι απόψε
κρυψ’ το πρόσωπό σου ασβεστωμένο
σαν μαρμάρινο άγαλμα τη νύχτα.
Θα διασκεδάσουμε μαζί την τόλμη των πρωτοπλάστων
και των νεκρών της Χιροσίμα
φωνές και χέρια στον αέρα… λίγο νερό παρακαλώ…
… λίγο νερό παρακαλώ… φωνές εφιάλτες και φωτιές
… φωνές εφιάλτες και φωτιές… κι αυτοί που ’χουν
τα μάτια… κι αυτοί που ’χουν τα μάτια από μπακίρι…
… δύστροπο αγόρι… Βοζνεζένσκυ*… Βοζνεζένσκυ…
… δύστροπο αγόρι… Γκίνσμπεργκ… δύστροπο αγόρι
Γκίνσμπεργκ… η παγκόσμια γενιά τους στη βρωμιά
στην εκμετάλλευση και την αρρώστια
αφόρμησε η μάνα τους την αγωνία της μετρώντας
και η πατρίδα τους χάνεται αγνοώντας τους
τρακτέρ αριθμομηχανές σελφ σέρβις και πλυντήρια
τρακτέρ αριθμομηχανές σελφ σέρβις και πλυντήρια
και κανένα σιδερένιο αστέρι και κανένα σιδερένιο αστέρι
τις βραδιές… το κράτος με πυραύλους το κράτος με πυραύλους
και κάπου κάπου και κανένα και κανένα τανκ
στους δρόμους που βολτάρει…
στους δρόμους που βολτάρει κάποτε κάνει λάθος…
… κάποτε κάνει λάθος χάνει το δρόμο μπαίνει
σε ξένα αμπέλια… μπαίνει σε ξένα αμπέλια
σπέρνει ταπείνωση και μπόμπες
σπέρνει ταπείνωση και μπόμπες
κι ύστερα φεύγει πάλι… κι ύστερα φεύγει πάλι…
σκεπάζει το κακό σαν τη γάτα την κοπριά της
σαν τη γάτα την κοπριά της
κι ο θόρυβος κοπάζει.
Κόσμε γλυκέ κόσμε βιομηχανικέ
και συ παλιό νταούλι πώς χτυπάς
πάνω στις χορδές της νέας μας ηλεκτρικής κιθάρας
και πώς γεννάς παιδιά που βγαίνουν απ’ την πείνα
μέσα απ’ τα τραγούδια της Μπαέζ
κόσμε γλυκέ κόσμε βιομηχανικέ
και του Ζακ Ωντιμπερτί** κι εγώ τα λόγια λέγοντας
στης ειρωνείας μου την κάψα
σιγανή βροχή του 1815 πώς αντηχείς ακόμα
πάνω στις λαμαρίνες των καινούργιων μας αυτοκινήτων
στα χωράφια στις βίλες στη δημοσιά στους κήπους.
Την πυρηνική αγωνία μάθαμε
την απρόσωπη ανεργία μάθαμε
την ανασφάλεια μάθαμε
όμως το σκάκι χάνεται, το σκάκι χάθηκ’ απ’ το πλήθος.
Και συ γκρινιάρικο ζουλάπι Γκίνσμπεργκ
τράβα να σκίζεις έναν έναν από τις αστικές
βιβλιοθήκες όλους τους χρυσοδεμένους τόμους
των επαναστατικών σου ποιημάτων.
*Andrei Voznesensky (1933-2010): ρώσος ποιητής, που βρέθηκε στην Αμερική στα 60s συμπορευόμενος με την counter culture. Ιστορική, ανάμεσα σε άλλες, είναι η εμφάνισή του στο Fillmore Auditorium του San Francisco την 7/4/1966, μαζί με τον Lawrence Ferlinghetti και τους Jefferson Airplane. Δες κι εδώ http://diskoryxeion.blogspot.gr/2011/12/blog-post_18.html.
**Jacques Audiberti (1899-1965): γάλλος θεατρικός συγγραφέας του «παραλόγου» και ποιητής.
Ο παρδαλός Τζακ Νίκολσον που αγόρασε μοτοσυκλέττα
να γυρίζει την Αμερική κι ο ποιητής Γκίνσμπεργκ
πούχε το πείσμα του διαβόλου, έβαλαν βουλή την
πορεία της μηχανής ν’ αλλάξουν κι έπεσαν θύματα κακοδαιμονίας
Οι μηχανές στοιβαγμένες σε βαπόρια ταξίδευαν σε χώρες
τα χέρια μηδένιζαν ή τα χέρια μετρούσαν
αν ήξεραν να φτιάξουν μια μηχανή.
Όλα έπαιρναν πια την πορεία τους
κι εγώ Ματίνα πόσο σ’ αγαπούσα.
Απόψε μεθύσαμε ξανά σκαλίζοντας πάλι και πάλι τα παλιά
Απόψε κρύψε τα δόντια σου
δυο παφιλένια κομματάκια στο σκοτάδι απόψε
κρυψ’ το πρόσωπό σου ασβεστωμένο
σαν μαρμάρινο άγαλμα τη νύχτα.
Θα διασκεδάσουμε μαζί την τόλμη των πρωτοπλάστων
και των νεκρών της Χιροσίμα
φωνές και χέρια στον αέρα… λίγο νερό παρακαλώ…
… λίγο νερό παρακαλώ… φωνές εφιάλτες και φωτιές
… φωνές εφιάλτες και φωτιές… κι αυτοί που ’χουν
τα μάτια… κι αυτοί που ’χουν τα μάτια από μπακίρι…
… δύστροπο αγόρι… Βοζνεζένσκυ*… Βοζνεζένσκυ…
… δύστροπο αγόρι… Γκίνσμπεργκ… δύστροπο αγόρι
Γκίνσμπεργκ… η παγκόσμια γενιά τους στη βρωμιά
στην εκμετάλλευση και την αρρώστια
αφόρμησε η μάνα τους την αγωνία της μετρώντας
και η πατρίδα τους χάνεται αγνοώντας τους
τρακτέρ αριθμομηχανές σελφ σέρβις και πλυντήρια
τρακτέρ αριθμομηχανές σελφ σέρβις και πλυντήρια
και κανένα σιδερένιο αστέρι και κανένα σιδερένιο αστέρι
τις βραδιές… το κράτος με πυραύλους το κράτος με πυραύλους
και κάπου κάπου και κανένα και κανένα τανκ
στους δρόμους που βολτάρει…
στους δρόμους που βολτάρει κάποτε κάνει λάθος…
… κάποτε κάνει λάθος χάνει το δρόμο μπαίνει
σε ξένα αμπέλια… μπαίνει σε ξένα αμπέλια
σπέρνει ταπείνωση και μπόμπες
σπέρνει ταπείνωση και μπόμπες
κι ύστερα φεύγει πάλι… κι ύστερα φεύγει πάλι…
σκεπάζει το κακό σαν τη γάτα την κοπριά της
σαν τη γάτα την κοπριά της
κι ο θόρυβος κοπάζει.
Κόσμε γλυκέ κόσμε βιομηχανικέ
και συ παλιό νταούλι πώς χτυπάς
πάνω στις χορδές της νέας μας ηλεκτρικής κιθάρας
και πώς γεννάς παιδιά που βγαίνουν απ’ την πείνα
μέσα απ’ τα τραγούδια της Μπαέζ
κόσμε γλυκέ κόσμε βιομηχανικέ
και του Ζακ Ωντιμπερτί** κι εγώ τα λόγια λέγοντας
στης ειρωνείας μου την κάψα
σιγανή βροχή του 1815 πώς αντηχείς ακόμα
πάνω στις λαμαρίνες των καινούργιων μας αυτοκινήτων
στα χωράφια στις βίλες στη δημοσιά στους κήπους.
Την πυρηνική αγωνία μάθαμε
την απρόσωπη ανεργία μάθαμε
την ανασφάλεια μάθαμε
όμως το σκάκι χάνεται, το σκάκι χάθηκ’ απ’ το πλήθος.
Και συ γκρινιάρικο ζουλάπι Γκίνσμπεργκ
τράβα να σκίζεις έναν έναν από τις αστικές
βιβλιοθήκες όλους τους χρυσοδεμένους τόμους
των επαναστατικών σου ποιημάτων.
*Andrei Voznesensky (1933-2010): ρώσος ποιητής, που βρέθηκε στην Αμερική στα 60s συμπορευόμενος με την counter culture. Ιστορική, ανάμεσα σε άλλες, είναι η εμφάνισή του στο Fillmore Auditorium του San Francisco την 7/4/1966, μαζί με τον Lawrence Ferlinghetti και τους Jefferson Airplane. Δες κι εδώ http://diskoryxeion.blogspot.gr/2011/12/blog-post_18.html.
**Jacques Audiberti (1899-1965): γάλλος θεατρικός συγγραφέας του «παραλόγου» και ποιητής.