Το «Σχόλιο» το άκουσα πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας
του ’80, όταν είχα αγοράσει και… εμπεδώσει όλα τα κλασικά άλμπουμ του
Σαββόπουλου. Το «Φορτηγό» (σήμερα νομίζω πως είναι ό,τι σημαντικότερο
ηχογράφησε ποτέ στη μεγάλη φόρμα – ένα συγκλονιστικό άλμπουμ), το μεταβατικό
«Περιβόλι του Τρελλού», τα… αμετάβατα ροκάδικα «Μπάλλος» και «Το Βρώμικο Ψωμί», τα…
σοφά ανακατεμένα «10 Χρόνια Κομμάτια», τους... διανοουμενίστικους «Αχαρνής»,
την ετεροβαρή «Ρεζέρβα»… Είχα αγοράσει το “
Happy Day” πιο πολύ από κεκτημένη ταχύτητα («Σαββόπουλος είναι, δεν μπορεί
να είναι για πέταμα» πρέπει να είχα πει…), και τούτο παρά το γεγονός πως δεν είχα
ουδεμία παράσταση της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη (την οποίαν είδα αργότερα).
Έτσι, και με το πρώτο άκουσμα, δεν θυμάμαι να είχα συγκρατήσει και πολλά
όπως συνήθως συμβαίνει με τα
soundtracks, όταν δεν σου λέει τίποτα και
η ταινία… Πιο πολλά, μάλιστα, φαίνεται πως είχε συγκρατήσει ο μακαρίτης ο πατέρας
μου, ο οποίος ακούγοντας τον Σώτο Παναγόπουλο στη «Νινόν», με τους στίχους του Ορέστη
Λάσκου, είχε πάθει πλάκα, αφού η συγκεκριμένη τραγουδάρα ηχούσε για ’κείνον (και
δεν είχε άδικο), όπως τα… «Μόνο κοντά σου», «Θα σε λατρεύω», «Χαρά μου» και όλα
τα υπόλοιπα «ελαφρά» του καλλίφωνου τραγουδιστή. Χρειάστηκαν, θυμάμαι, μερικές
απανωτές ακροάσεις προκειμένου να προσέξω… εκεί παραπεταμένο, στο τέλος της
πρώτης πλευράς, ένα κρυμμένο τραγούδι (κρυμμένο πίσω από το «Γελεκάκι») που
άρχιζε σιγά-σιγά να μου κάνει εντύπωση. Ήταν το
«Σχόλιο» που εξέπεμπε,
σταδιακώς, αναπάντεχα και εν τέλει ανατριχιαστικά
vibes… Ακουστικές-ηλεκτρικές κιθάρες,
μια φωνή με πολύ μελετημένα «τσακίσματα», κάποια έγχορδα, λίγα κρουστά, ένα
μπουζούκι προς το τέλος, μια μελωδία που συνηγορούσε σ’ ένα κλίμα… επιταφίου,
μία ελληνική… διεθνής με άλλα λόγια, σοφά δομημένη πάνω και γύρω από το
μεγαλύτερο έγκλημα (ή έστω από τα μεγαλύτερα) της νεότερης ιστορίας μας. Τον
«Νέο Παρθενώνα», το κολαστήριο της Μακρονήσου… Άκουγα, λοιπόν, με κατάνυξη…
«Τηνε λένε Μακρονήσι/ ο λαός έχει νικήσει/
σκάει αλυσιδωτός/ μεσ’ το αίμα του παντός»… αλλά από την άλλη απορούσα
κιόλας μ’ εκείνο που διάβαζα στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ… Προσαρμόζω… Το…
«“Σχόλιο” δεν χρησιμοποιήθηκε από τον
σκηνοθέτη, ούτε και ηχογραφήθηκε για το soundtrack. Υπάρχει μόνο στο
δίσκο αυτό».
Τι κουβέντα ήταν τούτη; «Χώσιμο» στον Βούλγαρη, ο οποίος, αν και
είχε στη διάθεσή του ένα τέτοιο τραγούδι, τελικώς δεν το χρησιμοποίησε στην ταινία;
(Το τραγούδι δεν ακούγεται στο Χάππυ
Νταίη, αφού υπάρχει μόνον ως ορχηστρικό). Όντως δεν ηχογραφήθηκε το
«Σχόλιο» για το soundtrack;
Και τι ακριβώς σήμαινε αυτό, από την στιγμή κατά την οποίαν το τραγούδι είναι
ολοφάνερο πως σχετίζεται με την ταινία («κι
όμως τώρα που κι εγώ είμαι ’κει/ μεσ’ στο φιλμ του Παντελή»); Τι νόημα είχε
η επισήμανση… «υπάρχει μόνο στο δίσκο αυτό»; Πως στην ταινία δεν ήταν δυνατόν
(για ποιον ακριβώς λόγο) να υπάρχει, αλλά στο δίσκο υπάρχει και μπορούμε να το
ακούσουμε; Τι είχε συμβεί; Τι μπορεί να είχε συμβεί; Γιατί ο Παντελής Βούλγαρης
στην ταινία του, στα πρώτα καρέ, μας βάζει να διαβάσουμε πως… «ο χώρος της ταινίας, ο χρόνος και τα
πρόσωπα είναι φανταστικά»;
Δεν χρειάζεται να πω πως η λέξη «Μακρόνησος» ήταν απαγορευμένη
στο φιλμ. Είναι ολοφάνερο – και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο (εγώ θα πω) δεν
χρησιμοποιήθηκε και το «Σχόλιο» στο soundtrack. Δεν ήταν ανεκτή, ακόμη και το 1976, μία στροφή σαν κι
αυτήν: «Ξέρω ανθρώπους σαν κι εσάς/ που
μου λεν "μην τα ρωτάς/ γύρω στο ’48 πέρασα από ’κει κι εγώ/ ήταν μέρες φοβερές
η Μακρόνησο που λες"». Το ερώτημα είναι εύλογο. Δεν ήταν ανεκτή η λέξη στην
ταινία, και ήταν ανεκτή στην δισκογραφία; Φυσικά… θα μπορούσε να συμβεί. Και
συνέβη. Αλλιώς κινητοποιεί το σινεμά (όταν μερικές εκατοντάδες άνθρωποι
βρίσκονται σε μιαν αίθουσα) και αλλιώς κινητοποιεί ένας δίσκος, που μπορεί να τον
ακούει κάποιος σπίτι του, δίχως να αναμεταδίδεται δημοσίως. Θέλω να πω πως στο
μουσικό κομμάτι υπήρχε μεγαλύτερη ανοχή, επειδή η λογοκρισία λειτουργούσε και
σ’ ένα δεύτερο πιο αποτελεσματικό επίπεδο. Το τραγούδι «περνούσε» από τις
Επιτροπές Ελέγχου του Υπουργείου Προεδρίας, αλλά δεν μεταδιδόταν από το
(κρατικό) ραδιόφωνο και την (κρατική) τηλεόραση. Οπότε ήταν το ίδιο και καλύτερο
(για τους λογοκριτές), αφού έκαναν τη δουλειά τους βγάζοντας, ταυτοχρόνως, την
ουρά τους απ’ έξω…
Ειδικώς για την λογοκρισία είχε πει μερικές κουβέντες ο
Σαββόπουλος στο περιοδικό Καλλιτεχνική
Επιθεώρηση (Περίοδος Β, Τεύχος 2, Φλεβάρης 1979), που έβγαζαν οι αδελφοί
Χατζάρα (ο Αντώνης και ο Σπύρος Χατζάρας): «Κανείς
δεν έχει το δικαίωμα ν’ ακούει εκ των προτέρων και ν’ αποφασίζει τι είναι
κατάλληλο για τ’ αυτιά των νεοελλήνων και τι όχι. Ακόμα κι αν δεχθούμε την
περίπτωση ότι μέσα σε κάποιο τραγούδι υπάρχει κάτι που προσβάλλει τα ήθη λόγου
χάρη, νομίζω ότι είναι αρκετός ο εισαγγελέας, ο οποίος, αφού βγει το κομμάτι, κινεί
μια διαδικασία για να το σταματήσει. Αυτό είναι υπεραρκετό και δεν χρειάζονται,
από πριν, προληπτικά μέτρα, που σε αναγκάζουν να καταφεύγεις σε χίλιους δυο
τρόπους –με κίνδυνο να μειωθεί η ποιότητα– ώστε να «περάσεις» ένα τραγούδι. Για
παράδειγμα αναφέρω το “Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή”, που για να μην κοπεί
μπερδεύτηκε μέσα ο Δημοσθένης (σ.σ. καλό!), το πνεύμα το αρχαιοελληνικό (σ.σ. κι αυτό καλό! – ωραία η απομυθοποίηση) κ.λπ. Στα μέσα
μαζικής ενημέρωσης τώρα –τηλεόραση, ραδιόφωνο– έχουμε μιαν άλλη λογοκρισία,
έμμεση, ανεπίσημη και περισσότερο αποτελεσματική. Με μοναδική εξαίρεση το Γ
Πρόγραμμα, όλα τα άλλα προγράμματα έχουν λογοκρισία, που δεν ξέρω πως ακριβώς
λειτουργεί. Δεν ξέρω αν κοινοποιούν τις αποφάσεις τους –δεν έχω λάβει καμμιά–
το μόνο που ξέρω είναι ότι για κάποιο λόγο κόβονται τραγούδια (δικαίωμά μας
είναι να υποθέσουμε ότι υπάρχει “μαύρη λίστα” καλλιτεχνών)».
Το «Σχόλιο» μπορεί να μην κόπηκε εξ ολοκλήρου από την
λογοκρισία, ταλαιπωρήθηκε όμως σε μια πολύ κρίσιμη φάση της πορείας του. Είναι
η τελευταία και πιο σημαντική στιγμή του τραγουδιού. Ο Σαββόπουλος έχει
περιγράψει την εμπειρία που είχε μπαίνοντας στο πετσί της ταινίας (ή μάλλον της
Ιστορίας), έχει συγκλονιστεί από ’κείνα που αντιλήφθηκε ότι συνέβαιναν στο
κάτεργο της Μακρονήσου, ξυπνάει μέσα του η φωνή της βασανισμένης Αριστεράς και
γεμάτος έπαρση και υπερηφάνεια τραγουδά, χρωματίζοντας αναλόγως τη φωνή του: «Νιώθω άλλος, κι άλλη μια/ χαιρετώ με την
πρωτ(θ)ιά/ δεν έχει τι, δεν έχει που/ στις οθόνες του λαού». Μα για μια
στιγμή… Τι ανοησία είναι αυτό το… «χαιρετώ
με την πρωτ(θ)ιά»; Βγαίνει κανένα νόημα; Άκου ’κει «πρωτ(θ)ιά»… Προφανώς…
«γροθιά» ήθελε να τραγουδήσει ο άνθρωπος και τον εμπόδισαν.
Το τραγούδι θα είχε περάσει έτσι «σακατεμένο» στον κόσμο, αν
κάποιος outis 27 δεν
είχε ανεβάσει στο YouTube
(την 7/12/2009) την ορθή απόδοση του «Σχολίου», επιτελώντας… εθνικόν έργο. Η
πλάκα, μάλιστα, είναι πως όσοι έχουν αντιγράψει, στο δίκτυο, τους στίχους του
Σαββόπουλου από το «Σχόλιο», το έκαναν όχι από τον δίσκο, αλλά από το βίντεο
του outis 27 – γεγονός
που σημαίνει δύο πράγματα. Ή πως είναι τόσο ξύπνιοι (λες;), ή
αντέγραψαν ό,τι βρήκαν μπροστά τους αφού ούτε το δίσκο είχαν, ούτε την «πρωτ(θ)ιά»
είχαν προσέξει. Δεν χρειάζεται να πω πως αν χτυπήσεις το «χαιρετώ με την πρωτιά» ή «πρωτ(θ)ιά»
στο Google (τον επίσημο
στίχο δηλαδή) δεν θα βρεις ούτε ένα αποτέλεσμα! Το βίντεο λοιπόν του outis 27,
που προέρχεται από το αρχείο της ΕΡΤ Α.Ε., είναι «τραβηγμένο» στην τελετή λήξης
του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1976 (προφανώς την 3/10/1976, όταν
έπεσε η αυλαία της γιορτής) με τον Σαββόπουλο να αρνείται το Βραβείο Μουσικής
για το Χάππυ Νταίη, προσφέροντας στον
κόσμο ένα μοναδικό τραγούδι. Πρόκειται για μεγάλη στιγμή, για ένα έπος, που
εξελίσσεται μπροστά από τα μάτια της κριτικής επιτροπής, η οποία, δυστυχώς, δεν
δείχνει και τόσο… συγκεντρωμένη. Δεν αντιλαμβάνεται, εννοώ, τι ακριβώς
«παίζει». (Για την ιστορία… την αποτελούσαν οι Γεώργιος Σαββίδης, Θόδωρος
Αγγελόπουλος, Απόστολος Μαγγανάρης, Φιλοποίμην Φίνος, Τώνης Τσιρμπίνος,
Γρηγόρης Δανάλης, Μελίνα Μερκούρη, Μάνος Λοΐζος και Αντώνης Σαμαράκης – οι
περισσότεροι φαίνονται, κανα-δυο είναι «κρυμμένοι»).
Προσέξτε το χρώμα της φωνής του Σαββόπουλου όταν τραγουδά
«ΧΑΙΡΕΤΩ ΜΕ ΤΗ ΓΡΟΘΙΑ»… Πόσο «μέσα» είναι, πόσο βαθιά νοιώθει εκείνο που τραγουδά
σ’ αυτή την ανεπανάληπτη στιγμή…