Είναι γνωστό πως υπάρχουν πολλά και διάφορα ελληνικά
τραγούδια που έχουν κατά καιρούς ακουστεί στο εξωτερικό – είτε έγιναν, είτε δεν
έγιναν παγκόσμια hits. Κάποια μπορεί να τραγουδήθηκαν πριν πολλά-πολλά χρόνια,
αλλά σήμερα να είναι σε δεύτερη μοίρα («Ντιρλαντά»), ενώ κάποια άλλα μπορεί να
τραγουδήθηκαν και πιο πρόσφατα, δίχως να απασχόλησαν το πλατύ κοινό, αφορώντας
περισσότερο στους «μυημένους» (η διασκευή των ιταλών «μεταλλάδων» Holy Martyr
στα «Δειλινά» του Ζαμπέτα π.χ.). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεν είναι πολλά
εκείνα τα ελληνικά τραγούδια που εξακολουθούν να μεταδίδονται σε κάθε μήκος και
πλάτος τα τελευταία 50 χρόνια. Να ακούγονται και σήμερα σε Ανατολή και Δύση εννοώ,
και να γίνονται συνεχώς «επιτυχίες». Ένα απ’ αυτά τα τραγούδια, που… δεν το
πιάνει αναγκαστικά το μάτι και το αυτί πολλών, είναι το «Έφυγε έφυγε», που
έγραψε ο
Βασίλης Βασιλειάδης σε στίχους
Πυθαγόρα και τραγούδησε ο
Στέλιος
Καζαντζίδης (με την Λίτσα Διαμάντη στη δεύτερη φωνή). Το τραγούδι αυτό, μισόν
αιώνα μετά, εξακολουθεί να ακούγεται όχι μόνο στην Ελλάδα (βασική… συρτή απόλαυση
σε κάθε λαϊκό γλέντι) αλλά και πέραν αυτής, να «χώνεται» πάντα μέσα στα
οριενταλικά DJ sets, να μεταφράζεται σε ξένες γλώσσες και να αποτελεί ένα εκτός
λογικής hit σε ποικίλα και αντιδιαμετρικά κυκλώματα.
Το «Έφυγε έφυγε» κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα περί
τα μέσα του 1966 σ’ ένα 45άρι του Στέλιου Καζαντζίδη στην Odeon ως πρώτη πλευρά
(στη δεύτερη ήταν το «Δεν σε πιστεύω»). Και τα δύο κομμάτια εκείνου του μικρού
δίσκου, περιττό να το πω, έκαναν πάταγο και ακούστηκαν αμέσως σε όλη τη χώρα.
Σε μεγάλη φόρμα οι δύο συντελεστές (Βασιλειάδης, Πυθαγόρας) έγραψαν δύο λαϊκά
«διαμάντια», στηριγμένα στην ασυναγώνιστη φωνή του Στέλιου, στις μοντέρνες
λαϊκές απόψεις στην ενορχήστρωση που κόμιζε η farfisa (έπαιζε ο ίδιος ο Βασιλειάδης)
και φυσικά στους πολύ μελετημένους στίχους ενός τεχνίτη του λόγου (όπως ήταν ο
Πυθαγόρας Παπασταματίου), που είχαν, ως είθισται, το χάρισμα της άμεσης
απομνημόνευσης. Κατά το τυπικό της εποχής ο κινηματογράφος θα αναλάμβανε αμέσως
τα ηνία, με το «Έφυγε έφυγε» να ακούγεται στην ταινία του Κώστα Καραγιάννη Σαπίλα και Αριστοκρατία –όπου η Δέσποινα
Στυλιανοπούλου έκανε σεγόντο, υποτίθεται, στον Στέλιο–, ενώ το «Δεν σε πιστεύω»
στον Γεροντοκόρο του Ορέστη Λάσκου.
Έτσι, ο δίσκος 45 στροφών από τη μια μεριά και ο κινηματογράφος από την άλλη
έφεραν τα δύο αυτά τραγούδια στο στόμα όλου του κόσμου, με την πρώτη πλευρά να
κάνει σύντομα το πιο μεγάλο άλμα…
Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60 το «Έφυγε έφυγε» περνάει
τα ελληνικά σύνορα και γίνεται επιτυχία τόσο στην τότε Γιουγκοσλαβία, όσο και
στην Τουρκία.
Πρώτη που φαίνεται να το ανακαλύπτει ήταν η… γειτόνισσα Esma Redžepova, η «βασίλισσα των Τσιγγάνων»
από τα Σκόπια –ο κόσμος την έμαθε στην Ελλάδα στα nineties, την εποχή του
ethnic πανικού, παρότι τραγούδια της κυκλοφορούσαν στη χώρα μας από τα χρόνια
του ’60–, η οποία προς τα τέλη του 1969 δισκογραφεί το τραγούδι στη γλώσσα της,
ως “Cigančica mala” (Γυφτοπούλα) σ’ ένα
EP της RTB (πάντα με την αρωγή του συγκροτήματος του άντρα της, του Stevo Teodosievski). Φυσικά, το τραγούδι
έγινε αμέσως επιτυχία (εξάλλου ό,τι τραγουδούσε η Esma γινόταν πάντα επιτυχία
στη νότια Γιουγκοσλαβία), με την εκτέλεση να είναι χάρμα ώτων. Η Esma έχει τη
φωνή τού… Διονύσου, ενώ τα ακορντεόν της ορχήστρας τού Teodosievski σβήνουν
κάπως από τη μνήμη μας την farfisa του Βασιλειάδη.
Έτσι, δεν είναι παράξενο το γεγονός πως ακόμη
ένα «όνομα» της περιοχής, ο Pepi Baftirovski
τραγουδά την επόμενη χρονιά (1970) το «Έφυγε έφυγε», στα ελληνικά(!) αυτή τη
φορά, σ’ ένα επίσης 7ιντσο EP της Beograd Disk. Το πόσο ακούστηκαν αυτά
τα κομμάτια στα Σκόπια αποδεικνύεται από το γεγονός πως στη συγκεκριμένη
εγγραφή συνοδεύει τον Baftirovski η ορχήστρα του Tale Ognenovski, του μεγαλύτερου σλαβομακεδόνα μουσικού του 20ου αιώνα
(διαβάζεις το άρθρο τής Wikipedia και αντιλαμβάνεσαι «τι παίζει»). Η διασκευή
έχει ενδιαφέρον οπωσδήποτε (και όχι μόνο λόγω γλώσσας), δίχως να φθάνει πάντως
την «τρέλα» της Esma…
Η πορεία του
τραγουδιού στην Τουρκία υπήρξε ακόμη πιο εντυπωσιακή. Ανυπολόγιστα εντυπωσιακή
θα έλεγα, αφού το «Έφυγε έφυγε» διασκευάζεται και «πειράζεται» συνεχώς στη
γείτονα τον τελευταίο μισόν αιώνα! Είναι γνωστό, εξάλλου, πως οι Τούρκοι
νοιώθουν πολύ κοντά τους την ελληνική λαϊκή μουσική, αφού ήδη από τα χρόνια του
’60 τραγούδια των Καζαντζίδη, Μενιδιάτη, Αγγελόπουλου, Γαβαλά κ.ά. μεταφράζονταν
στην τουρκική και ερμηνεύονταν από τα δικά τους ανάλογα «αστέρια». (Θέλω να πω πως κάτι τέτοιο
δεν συνέβη εσχάτως με το λεγόμενο «άνοιγμα» των αγορών. Και όταν ήταν… κλειστές
οι αγορές τα ελληνικά τραγούδια εύρισκαν τρόπο να ταξιδέψουν προς Τουρκία).
Όλοι, επίσης, γνωρίζουν τα τούρκικα τραγούδια που είχε πει ο Στέλιος στις αρχές
του ’60, όπως επίσης και τον αλληλοσεβασμό που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα σ’
εκείνον, τον Μανώλη Αγγελόπουλο και τον Zeki
Müren. Και είναι κι άλλα… πολλά… αλλά θα ξεφύγουμε από το θέμα μας.
Ο πρώτος, λοιπόν,
που τραγούδησε το «Έφυγε έφυγε» στην τουρκική ως “Duyduk duymadιk
demeyin” [EMI/ Sahibinin Sesi] ήταν ο Özdemir Erdoğan, το 1969. Γεννημένος
στην Κωνσταντινούπολη το 1940, ο Erdoğan
γνώρισε μεγάλη φήμη στα τέλη του ’60 και κυρίως στη δεκαετία του ’70,
ηχογραφώντας πολυάριθμα singles και LP, ανακατεύοντας δυτικά (jazz, rock, soul,
funk) και τοπικά στοιχεία, προτείνοντας και αυτός (ιδίως με το παίξιμό του στην
κιθάρα) το γνωστό anadolu pop
ιδίωμα. Το “Duyduk duymadιk demeyin” (Μην πεις ότι τ’ ακούσαμε, δεν έχουμε
ακούσει τίποτα – η μετάφραση με την αρωγή του… αυτόματου) είναι εξαιρετικό,
κάτι που οφείλεται στην ενορχήστρωση του μπασίστα τής Özdemir Erdogan
Orkestrasi, του Günnur Perin και κυρίως στη χρήση του σάζι και του πνευστού
(που μοιράζονται τη μελωδία). Επίσης και το hammond τού Ugur Dikmen ανεβάζει το
κομμάτι, παρότι χρειάζεται να στήσεις αυτί για να τ’ ακούσεις. Από την άλλη ο Erdoğan μπορεί να μην είναι
Καζαντζίδης, αλλά το τραγούδι το υποστηρίζει με μεγάλη άνεση, έχοντας δίπλα του
μια σπουδαία ορχήστρα (με το σάζι να τα ρίχνει, ως ήχος όχι ως σόλο, στο…
φτωχομπούζουκο).
Η επιτυχία του “Duyduk duymadιk demeyin” υπήρξε άμεση. Το
1970 το τραγουδούσε όλη η Τουρκία, αφού σ’ ένα top της εποχής είναι δεύτερο, πίσω
μόνον από το “Venus” των Shocking Blue. Βοήθησε, βεβαίως, όπως και στην Ελλάδα
στις ανάλογες περιπτώσεις, ο κινηματογράφος, μιας και την ίδια χρονιά
προβάλλεται στις αίθουσες το δράμα του Aram Gülyüz με τον
ίδιο τίτλο, και με το “Duyduk duymadιk demeyin” ν’ ακούγεται καθώς
πέφτουν τα «γράμματα» της αρχής. Σχετικό άσχετο. Ο Özdemir Erdoğan είχε στείλει τη σύνθεσή του “Gurbet” (Ξενιτιά) να
διαγωνιστεί στην 5η Ολυμπιάδα
Τραγουδιού στο Παναθηναϊκό Στάδιο (Ιούλιος 1972) με ερμηνεύτρια τη σύζυγό
του Ayşen Erdoğan. Το τραγούδι,
παρότι ήταν «μια χαρά», δεν διακρίθηκε (επειδή δεν ήταν δυτικότροπο θα πω),
αλλά πέρασε στη δισκογραφία ερμηνευμένο από τον ίδιο. Φυσικά, και με την
ευκαιρία, το ζεύγος Erdoğan δεν
παρέλειψε να φωτογραφηθεί στο Σύνταγμα, μπροστά από τον Άγνωστο Στρατιώτη…
Το “Duyduk duymadιk demeyin” γίνεται
φυσικά «χρυσός δίσκος», γνωρίζοντας στα
πρώτα χρόνια του ’70 απανωτές διασκευές και μάλιστα με τρεις τουλάχιστον
διαφορετικούς τίτλους/στίχους!! Ως “O gitti” («Πήγε») το είχε πει η Nermin
Candan (είναι η… ψυχεδελική version) και ως “Nereye?” («Πού;») η Ayla Dikmen σε
ενορχήστρωση του Emin Fındıkoğlu (άξιος
μαέστρος – ακούστε οπωσδήποτε την “Çeçen
Kızı” του). Ακόμη, με τους πρώτους στίχους του κορυφαίου τούρκου
στιχουργού Sezen Cumhur Önal το τραγούδησαν μέσα στα χρόνια η Türkan
Şoray, η Nesrin Sipahi, οι Önder Bali ve Dörtlüsü, ο Hurşid Yenigün και το 2002 η Hande Yener (κορυφαία pop
icon της γείτονος). Αναφερόμαστε δηλαδή σ’ ένα ελληνικό τραγούδι με απίστευτη
όσο και διαχρονική εμπορική πορεία στην Τουρκία. Εννοείται πως τα ακόμη πιο
πρόσφατα χρόνια το έχουν περιλάβει και οι DJs (DJ Senol)…
Να προσθέσουμε ακόμη πως ως “Duyduk duymadιk demeyin” το
είπε και ο Nino Nikolaidis
στο Ισραήλ (στο δίσκο μάλιστα χαρακτηρίζεται ως “turkish folk song”!).
Κι αν όλα τα προηγούμενα μπορεί να φαίνονται κάπως… άγνωστα,
το επόμενο δεν είναι καθόλου μα καθόλου άγνωστο. Την περίοδο 2002-2008
προβαλλόταν στο καλωδιακό αμερικανικό κανάλι HBO η σειρά The Wire, ένα… δραματικό κοινωνικό και αστυνομικό θρίλερ σχετικό με
την «άλλη» ζωή στην Βαλτιμόρη, που είχε και… ελληνικό ενδιαφέρον, αφού εμφανιζόταν
σε κάποια επεισόδια μια εγκληματική συμμορία, οι… Greeks, αρχηγός της οποίας
ήταν ο Έλληνας (αγνώστων λοιπών στοιχείων) και υπαρχηγός της κάποιος… Σπύρος
Βονδόπουλος. Οι Greeks ήταν «λουλούδια». Ανακατεύονταν με όλες τις βρωμιές (λαθρεμπόριο
όπλων, trafficking, ναρκωτικά κ.λπ.) και κάποια στιγμή, σ’ ένα δείπνο,
ακούγεται, στην καλύτερη ηχογραφική απόδοση που θα μπορούσε να αναμένει ο
καθείς, το «Έφυγε έφυγε» με τη φωνή του Στελάρα (είχε, δε, προηγηθεί ως
background το «Ψωμί της ξενιτιάς»). Τα τραγούδια είχε χώσει ανάμεσα ο
ελληνοαμερικανός συγγραφέας και σεναριογράφος George Pelekanos (από τους
βασικούς συντελεστές της σειράς), με το… “Efuge-efuge” να περιλαμβάνεται και
στο soundtrack, που είχε κυκλοφορήσει από την Nonesuch το 2008. Έτσι, θα
μπορούσε κάποιος ν’ απολαύσει τον Στέλιο Καζαντζίδη δίπλα στους Blind Boys of Alabama,
στον Solomon Burke ή τον Tom Waits... Ε ρε χαρές και πανηγύρια! Το «Έφυγε,
έφυγε» γινόταν δηλαδή ένα «παγκόσμιο» τραγούδι, αφού τόσο η σειρά, όσο και το
soundtrack αγαπήθηκαν από εκατομμύρια θεατές / ακροατές σε κάθε γωνιά του
κόσμου.
Όμως, σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να σημειωθεί κάτι…
Ο άνθρωπος εκείνος που τοποθέτησε το «Έφυγε έφυγε» στον
αμερικανικό χάρτη, προτείνοντάς το σ’ ένα «άλλο» κοινό, φαίνεται πως ήταν ο
πρόωρα χαμένος rapper και παραγωγός J Dilla, ο οποίος είχε σαμπλάρει το κομμάτι
ήδη από το 2002! Φυσικά, μετά την προβολή τού The Wire το σάμπλαραν κι άλλοι, όπως ο Action Bronson στο “Eastern Promises”
το 2010…
Όπως γίνεται αντιληπτό μια τέτοια (αμερικάνικη) διαφήμιση
του τραγουδιού των Βασιλειάδη & Πυθαγόρα δεν θα μπορούσε παρά να το φέρει
και πάλι στην επικαιρότητα. Το αποτέλεσμα είναι οι νεότερες εκτελέσεις (και δεν
εννοώ τις ελληνικές) να διαδέχονται η μία την άλλη τα τελευταία χρόνια, αφού ο
οριενταλισμός πήρε κάποια στιγμή τα σκήπτρα στις πίστες από το afrobeat, όπως
τα είχε πάρει κι εκείνο (τα σκήπτρα) από το lounge και την bossa nova στα μισά
των 00s… Αν και τελικώς όλα «μέσα» είναι. Από τη στιγμή που δεν παράγεται
τίποτα καινούριο, το οποίο να παρουσιάζει αληθινό ενδιαφέρον (για την πλατιά, ή
την κάπως πιο πλατιά κατανάλωση – δεν αναφέρομαι στα ειδικά γούστα), ας ακούμε
το «Έφυγε έφυγε»… απ’ όπου κι αν προέρχεται.
Σημειώστε μερικές από τις εκτελέσεις που αναδείχθηκαν τον
τελευταίο καιρό.
Το τραγουδάει κατ’ αρχάς η… underground bellydancer Cherry Bandora
(“Duyduk…” και τα λοιπά) στο σχετικώς πρόσφατο άλμπουμ της “The Golden Years”
(2014). Το hammond είναι τονισμένο, το μπουζούκι παίζει σωστά, αλλά η κάπως… spooky version δεν μπορεί να
συγκριθεί με τις παλαιότερες. Μία άλλη μπάντα από το ανύπαρκτο… Kikiristan, οι Impérial
Kikiristan τραγουδούν το “Efige efige” στη γλώσσα μας (2010) και το λένε ωραία
– αν και ακόμη ωραιότερα λένε το «Τεφαρίκι» των Μιχάλη Μενιδιάτη
/ Μίμη Θειόπουλου, που εκτόξευσε, στα seventies, ο Aris San. Υπάρχει επίσης
κάποιος Σκανδιναυός, φρονώ, ονόματι Jonas Eriksson που τραγουδά κι αυτός
“Efige efige”, όπως κι
ένα ακόμη καινούριο γκρουπ οι Mike Malak & The Fakers
από τη Γερμανία. Το δικό τους “Efige, efige” το λένε στη γλώσσα μας κάπως σαν…
μεθυσμένοι, και γι’ αυτό, ίσως, ακούγονται στ’ αυτιά μου συμπαθείς. Στο βίντεο,
όμως, που έχουν ανεβάσει στο YouTube μιλάνε για… “greek pop music after a serbian
gypsy song”. Αφήνω εκείνο το “pop” που δεν σηματοδοτεί σωστά (“popular” θα ήταν
το σωστότερο), αλλά να εμφανίζεται το τραγούδι των Bασιλειάδη & Πυθαγόρα
κάπως σαν επηρεασμένο από σέρβικο… ρομοτράγουδο είναι ενοχλητικό. Εδώ, η Ρομά
Esma Redžepova στο δισκάκι της το 1969 το παρουσιάζει ως “Efige, efige” με
τα στοιχεία (Vasiliadi/ Pitagora – S. Teodosievski) και θα ’ρθει μετά από 45
χρόνια ο Γερμανός για να μας τα πει αλλιώς;
Πάντως εγώ, όταν δεν ακούω Στέλιο, Esma
ή Erdoğan, προτιμώ τον Ανδρέα
Ζακυνθινάκη του ’78, που διαθέτει φωνάρα έχοντας και βαρβάτη γκρούβα, ή ακόμη
και τον Χρύσανθο βρε αδερφέ που λέει το άσμα χύμα και στα ποντιακά! Για να μη
γράψω για τους «δημοτικούς» μας, μιας και το τραγούδι έχει περάσει προ πολλού
και στα κλαρίνα...
Είναι αλήθεια πως τα τελευταία χρόνια μάς πήρε η κάτω βόλτα
–με τη διάλυση των γραπτών και άγραφων κοινωνικών συμβολαίων βασικά, όπως και
με όλα τα υπόλοιπα σιχάματα που ήρθαν για να κοντύνουν τις ζωές μας– και
λησμονούμε ώρες-ώρες τα αυτονόητα. Τη δύναμη της μουσικής που μπορεί να φέρει
αντάμα τους ανθρώπους (τους κανονικούς ανθρώπους) και εννοώ εμάς, τους
Τούρκους, τους Σκοπιανούς, τους Αμερικάνους ή τους Γερμανούς, κάτι που δεν
μπορεί να το πράξει, όπως το πράττει η μουσική, ούτε ο κινηματογράφος, ούτε το
θέατρο, ούτε η γλυπτική, ούτε η ζωγραφική.
Γι’ αυτό σας λέω… Ένα σίδερο αναμμένο…