Δεν γνώριζα από κοντά τον Τάσο Φαληρέα (τον είχα δει στο
δισκάδικο Pop Eleven
στα χρόνια του ’80, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα). Το λέω, γιατί διάφοροι,
εσχάτως, γράφουν πως γνώριζαν, τάχα, το έναν ή τον άλλον που φεύγει ή έχει
φύγει απ’ τη ζωή (μάλλον στο επίπεδο της «καλημέρας»), ανεβάζοντας απρεπώς τον
προσωπικό τους πήχη.
Γνώριζα, όμως, τον Τάσο Φαληρέα (1941-2000) από τα κείμενά
του (στα περιοδικά Τζαζ και Ντέφι βασικά, αλλά και σε μερικά ακόμη),
από τις δισκογραφικές παραγωγές του και βεβαίως από τις συνεντεύξεις του (στον Ήχο, στο Δίφωνο κ.ά.).
Η εικόνα που είχα σχηματίσει για ’κείνον και την
οποίαν έρχεται να επιβεβαιώσει το πρόσφατο βιβλίο Χαριστική Βολή [Ιστός, Αθήνα 2011] είναι πως επρόκειτο για έναν
άνθρωπο αν όχι, σε κάθε φάση τόσο βαθιά πληροφορημένο (εν σχέσει με το rock ας πούμε), πάντως σε
κάθε περίπτωση με τεράστιο αισθητήριο.
Εν αντιθέσει δηλαδή μ’ εμάς, τους
σημερινούς, που έχουμε την πληροφορία στο πιάτο και που παρ’ όλα αυτά μπορεί να
γράφουμε παπαρίες (δεν βγάζω τον εαυτό μου απ’ έξω), ο Φαληρέας, ο Τάσος
Φαληρέας –καθότι υπάρχει πάντα και ο αδελφός του ο Γρηγόρης– επιχειρούσε να δει
τι συνέβαινε πίσω από τα τείχη που ορθώνονταν μπροστά του. Και συνήθως το
κατάφερνε. Κατάφερνε δηλαδή να αναρριχηθεί μέχρι την κορυφή, περιγράφοντας σε
όσους έμεναν από κάτω ό,τι έβλεπε και δεν έβλεπε.
Αυτήν την ικανότητα ο
Φαληρέας την απέκτησε on the road,
δεν την διδάχτηκε στα καλά σχολεία που φοίτησε. Τον βοήθησαν, βεβαίως, η
εξυπνάδα και η καλλιέργειά του, περαιτέρω το ότι έζησε στην Αμερική και την
Αγγλία ανά διαστήματα στα sixties,
γνωρίζοντας συγχρόνως την αγγλική και κατανοώντας στην πορεία τα… φαινόμενα Bob Dylan, The Rolling Stones και Frank Zappa (ανάμεσα
σε άλλα), τα οποία και απετέλεσαν τον πυρήνα της πρώτης νιότης του.
Περνώντας εν τάχει (όχι γιατί στερούνται ενδιαφέροντος) τα
πρώτα κείμενα του βιβλίου, που αφορούν στις ποιητικές και λογοτεχνικές
ανησυχίες τού τιμωμένου, μένω στα δημοσιογραφικά, που έχουν κατά τη γνώμη μου
και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Από το πρώτο κιόλας κείμενο το «Σπύρος Μεϊμάρης»
(δημοσιευμένο αρχικώς, στο παρθενικό τεύχος του περιοδικού Κούρος της δεύτερης εποχής, τον Απρίλιο του ’71 και όχι το 1974, όπως αναγράφεται στο
βιβλίο, που έχει επιμεληθεί ο Μανόλης Σαββίδης – τότε προφανώς αναδημοσιεύτηκε)
ο Φαληρέας επιχειρεί να συνδεθεί με το εγχώριο υπόγειο κύκλωμα της εποχής,
τον ποιητή Σπύρο Μεϊμάρη (ο συνδετικός κρίκος του Ginsberg στην Ελλάδα και άλλα τινά να
υπενθυμίσω), ενώ θα ακολουθούσαν ανάλογα κείμενα για τον Λεωνίδα Χρηστάκη φερ’
ειπείν ή για τον Γιώργο Μακρή.
Το κείμενο στην εφημερίδα Μουσική Γενιά «Μερικές σκέψεις για τον τίτλο και καλή χρονιά»
(#2, 12/2/1972) φαίνεται πως καταγράφει –ανάμεσα σε άλλα– την πρώτη μεταστροφή του
Φαληρέα (όχι πάντως ολοκληρωτική) εν σχέσει με το λαϊκό τραγούδι, το οποίον και
αντιλαμβάνεται ως ένα κομμάτι του εγχώριου underground. Κι εδώ εντοπίζεται ένα πρώτο και σοβαρό πρόβλημα.
Η Μπέλλου π.χ. δεν είχε
ουδεμία σχέση με ό,τι κατανοούμε όλοι μας(;) ως underground (παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα του Φαληρέα). Η
προσπάθεια να περιβληθούν μ’ αυτόν τον απίθανο μανδύα οι λαϊκοί δημιουργοί θα
οδηγήσει σταδιακώς την κατάσταση σε ακατανόητες φαιδρότητες τύπου o Καζαντζίδης είναι ροκ (για τον Φαληρέα ροκ ήταν ο Διονυσίου
πάντως, δες σελ.323), ο Βαμβακάρης είναι
ο… Robert Johnson, ο Γιώργος Μαργαρίτης ο… Johnny Cash και η Ευτυχία
Παπαγιαννοπούλου η… θεία μου η χίπισσα. Ο κάθε βλαξ θα πάρει γραμμή,
αρχίζοντας να λέει και από μία ανάλογη μπαρούφα, νομίζοντας πως έτσι θα
υψωνόταν στα όμματα των… ιθαγενών αναγνωστών του. Εν πάση περιπτώσει...
Βλέποντας
λοιπόν το τέλμα τού ροκ (από αυτήν την περίοδο και το απολαυστικό «Γερομαλάκα
Ντύλαν», Ντέφι 7, 6-8/1983), ο
Φαληρέας σκύβει ακόμη περισσότερο προς την ελληνική
πλευρά του μυαλού του (ακόμη και στο ροκ ελληνικό τραγούδι, ψάχνει να βρει τους επιγόνους του
Σαββόπουλου, ενδιαφέρεται να το κάνει, και τους βρίσκει στους Φατμέ – ορθώς),
διατηρώντας την ευαισθησία του, την οποίαν διοχετεύει προς πάσα κατεύθυνση
(τζαζ, σινεμά, πολιτικό σχόλιο τουρλού-τουρλού, μπάσκετ – η μεγάλη του αγάπη),
ακόμη και προς τους εχθρούς του.
Γιατί ο Φαληρέας είχε εχθρούς. Ή, μάλλον,
λάθος. Τους κατασκεύαζε με την πένα του. Τα κείμενά του ήταν τέτοια που
τροφοδοτούσαν την αντιπαράθεση. Να πως τελειώνει στο «Καραμανλή Roll Over» (Τζαζ, #8, 9/1979):
«…τώρα που
η ιδεολογική μάχη μεταφέρεται στη μουσική και στον κινηματογράφο, τώρα που
ουσιαστικά έληξε η ξεδιάντροπη συμμαχία των ‘προοδευτικών δυνάμεων’
μεταπολιτευτικά, τώρα αρχίζει το παιγνίδι και η αναπόφευκτη σύγκρουση».
Μια
σύγκρουση που παίρνει οριακές διαστάσεις σ’ ένα από τα ωραιότερα κείμενα τού
βιβλίου, το «Πρέπει να ’ρθει η Δεξιά;» (Ντέφι,
#14, 2-3/1987), στο οποίο συνοψίζονται ευφυώς όλες οι παραμύθες που μετάλλαξαν
την ελληνική κοινωνία των 80s προς κάτι απροσδιόριστο (κοινωνικώς ανήθικο και αισθητικώς
ανάπηρο).
Ο Μανόλης Σαββίδης, που επιμελήθηκε την 359 σελίδων Χαριστική Βολή έχει κάνει καλή δουλειά. Μάζεψε πολύ υλικό (κείμενα άλλων για τον Φαληρέα, τα κείμενα του Φαληρέα,
συνεντεύξεις), το οποίον και χτένισε
(διόρθωσε όσα λάθη ή μικρολάθη μπορούσε, ορθόγραψε, έκανε τον «Ντύλαν» “Dylan”, υποσημείωσε).
Μην περιμένετε, πάντως, να βρείτε
τα άπαντα τού Τάσου Φαληρέα εδώ (υπάρχει πάντως –γιατί κάποιος με ρώτησε– το «Bob Dylan: Ελεύθερες πληροφορίες για όλους», ο πρόλογος δηλαδή στο βιβλίο με τους
στίχους τού Dylan Bob Dylan: approximately complete works, που εκδόθηκε, μάλλον, το καλοκαίρι του 1974 με το ωραίο
εξώφυλλο του Δημήτρη Αρβανίτη).
Δεν κάθισα να ξεφυλλίσω όσα Τζαζ και Ντέφια έχω, όπως και άλλα περιοδικά ενδεχομένως, αλλά με μία πρώτη ματιά
διαπίστωσα πως απουσιάζουν τα κείμενα της Δισκογραφίας
(πιθανώς και άλλα). Ιδίως για το «Πότε θα κάνει ξαστεριά; Καλύτερα ποτέ. (μέρος Β)» λέω πως
δεν θα έπρεπε...