Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024

MAGNUS BAKKEN, MARILENA PARADISI / BOB NIESKE, MARKUS KAARDAL, EIVIND AUSTAD TRIO τζαζ από την Νορβηγία

MAGNUS BAKKEN: Slackline [Losen Records, 2024]
Στο “Slackline” ο νορβηγός τενόρο σαξοφωνίστας Magnus Bakken –ο οποίος σ’ ένα κομμάτι παίζει EWI, μα και κρουστά– έχει την ευκαιρία να δείξει όχι μόνον τις ικανότητές του σαν παίκτης, αλλά και να συνθέσει επτά κομμάτια, για ολάκερο το κουαρτέτο του, που σε ορισμένες περιπτώσεις μετατρέπεται σε κουιντέτο. Ποιοι στέκονται δίπλα στον Bakken, σ’ αυτό το πολύ ενδιαφέρον session;
O Jørn Øien είναι στα πλήκτρα, ο Bo Berg στο ηλεκτρικό μπάσο, με τον Amund Kleppan στα ντραμς να συμπληρώνει την τετράδα, ενώ σε τέσσερα tracks βοηθά και ο Snorre Bjerck στα κρουστά.
Το ύφος της ομάδας του Bakken είναι χοντρικώς το fusion. Μπορεί ηλεκτρική κιθάρα να μην υπάρχει εδώ, αλλά καθώς ακούς να αναπτύσσονται κομμάτια σαν το “Threes a crowd” π.χ., με το EWI να τα χώνει και με τα πλήκτρα να συνεχίζουν στο ίδιο πύρινο μοτίβο... η πρώτη λέξη που θα έρθει στο νου σου είναι αυτή. Λέμε, όμως, «χοντρικώς», γιατί στην πράξη ο Bakken με το σχήμα του κινούνται προς ποικίλες τζαζ κατευθύνσεις, είτε πιο post-bop, είτε περισσότερο contemporary, είτε ακόμη και groovy – τουλάχιστον σ’ εκείνα τα tracks όπου τα πλήκτρα (όργανο) δίνουν μια πρώτη τέτοια διάσταση (“Some one”).
Γενικώς, εκείνο που κυριαρχεί στο “Slackline” είναι η... έξω καρδιά, καθώς η διάθεση για χορό, για κινητικότητα τέλος πάντων, είναι μόνιμη σχεδόν, με όλους τους μουσικούς να παίζουν στην τσίτα, θέλοντας και να το χαρούν και να εντυπωσιάσουν.
Το ότι το άλμπουμ του Magnus Bakken είναι ηχογραφημένο μέσα σε μια μέρα (26 Μαΐου 2024, στο Musikkloftet του Asker, στη ΝΑ Νορβηγία) δείχνει πως το σχήμα έπαιξε αποφασισμένο και σίγουρο για τον εαυτό του – κάτι που φαίνεται απ’ άκρη σ’ άκρη στο “Slackline”.
MARILENA PARADISI / BOB NIESKE: Here and Now [Losen Records, 2024]
Μια πολύ ιδιαίτερη συνεργασία έχουμε εδώ – ανάμεσα σε μια τραγουδίστρια, την Marilena Paradisi και τον αμερικανό κοντραμπασίστα Bob Nieske (που έχει υπάρξει μέλος των The Jimmy Giuffre 4 ανάμεσα σε άλλα).
Για την Paradisi έχουμε ξαναγράψει στο blog, και πιο συγκεκριμένα για το άλμπουμ της με τον πιανίστα Kirk Lightsey Some Place Called Where”, επίσης στην Losen, από το 2017 – εκεί όπου είχαμε σημειώσει πως η Paradisi είναι Ιταλίδα και όχι Ελληνίδα, γεννημένη στο Μιλάνο, κάνοντας από τα nineties καριέρα στην jazz, ως τραγουδίστρια.
Σ’ αυτό το άλμπουμ για δύο, που αποκαλείται “Here and Now” και που είναι ηχογραφημένο, τον Μάιο του ’24, στα PBS Studios, στο Westwood της Μασαχουσέτης, η Paradisi, με την αληθινά ξεχωριστή φωνή της έχει τον πρώτο λόγο, δίχως τούτο να σημαίνει πως ο Nieske απλώς την συνοδεύει με τον κοντραμπάσο του. Το λέω, γιατί ο αμερικανός μουσικός δεν είναι όποιος κι όποιος, είτε τον ακούς μαζί με τη φωνή είτε τον ακούς μόνο του – σ’ ένα μεγάλο μέρος τού άκρως εντυπωσιακού “Portrait in black and white” του Antônio Carlos Jobim π.χ., με τους ιταλικούς στίχους να είναι γραμμένους από την Paradisi. Εκεί, και παντού, ο Nieske είναι όντως ο «ογκόλιθος», που επιζητά κάθε φωνή για να στηριχθεί «επάνω του», προκειμένου να αρθρώσει στην διαδρομή τον δικό της λόγο.
Αυτό πράττει η Paradisi και στα δώδεκα tracks του “Here and Now”, τα οποία είναι, όλα, στάνταρντ ή versions. Συνθέσεις των Bobby Hutcherson, Wayne Shorter, Chick Corea, Henry Mancini, Charles Mingus, Carla Bley, Billy Strayhorn κ.ά., οι οποίες προσαρμόζονται για τις ανάγκες τούτου του ιδιαίτερου ντούο – ενός ντούο, που βρίσκει, πάντα, τρόπους να σε εκπλήσσει. Όπως σ’ εκείνα τα tracks, στα οποία η Paradisi εφαρμόζει μία κάπως παράξενη τεχνική τραγουδίσματος, την οποία δεν μπορείς να την αποκαλέσεις σκέτο scat. Την απολαμβάνεις (την τεχνική) στο “My friend Flora” της Astrud Gilberto, ας πούμε (μα και σε άλλες συνθέσεις), και είναι αυτό που σε οδηγεί να σκεφθείς τελικώς πως οι μεγάλες βραζιλιάνες τραγουδίστριες (σαν την Tania Maria) δεν μπορεί να μην αποτελούν «αναφορές» για την Ιταλίδα.
Ξεχωριστό κομμάτι είναι και το “Duke Ellingtons sound of love” του Charles Mingus, με τους στίχους να αποτελούν μια προσαρμογή από λόγια του Σαίξπηρ από τον «Έμπορο της Βενετίας», όπως και το εισαγωγικό “Little Bs poem” (του Hutcherson), στο οποίο η Paradisi φανερώνει, άπλετα, όλα εκείνα τα φωνητικά επινοήματα, που θα ακολουθήσουν στην εξέλιξη του “Here and Now”.
Ένα παράξενο εκ πρώτης, αλλά πέρα για πέρα ενδιαφέρον άλμπουμ.
MARKUS KAARDAL: Kaarma [Losen Records, 2024]
Ένα από τα καλύτερα progressive-jazz-fusion άλμπουμ, που έχω ακούσει τους τελευταίους μήνες, είναι αυτό του κιθαρίστα Markus Kaardal. Το άλμπουμ αποκαλείται “Kaarma” και σ’ αυτό συμμετέχουν, πλην του Kaardal, και οι Oskar Goedvriend Lindberget τενόρο σαξόφωνο, Torjus Gravir Klykken μπάσο και Tobias Rønnevig ντραμς. Το “Kaarma” περιέχει οκτώ συνθέσεις (όλες του Kaardal) και είναι ηχογραφημένο τον Ιανουάριο του ’24.
Με δύο κατά βάση σολιστικά όργανα, την κιθάρα και το τενόρο, το άλμπουμ κάνει εν τέλει... πολύ θόρυβο. Εννοώ πως στις «κόκκινες» περιοχές του είναι σαν ν’ ακούς κάτι σαν σεξτέτο, με τρομερές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στους οργανοπαίκτες και με τον μπασίστα Gravir Klykken να προσθέτει συνεχώς σε όγκο. Οπωσδήποτε συγκροτήματα της παλαιάς βρετανικής σκηνής, από τους Soft Machine τoυ 1972-73-74, τα σχήματα του Keith Tippett κ.λπ., μα και μπάντες σαν τους King Crimson, μα και άλλα γκρουπ του progressive rock της εποχής (ακόμη και οι Van der Graaf Generator), έχουν επιδράσει πάνω στον Kaardal, οι συνθέσεις του οποίου συνδυάζουν την αμεσότητα (των κομματιών εκείνης της περιόδου) με μια σχετική πολυπλοκότητα, που είναι απολύτως μετρήσιμη και μελετημένη.
Πολλές συνθέσεις εκκινούν από αργές θέσεις, για να «πάρουν φωτιά» στην πορεία, ενώ άλλες όπως η σχεδόν εισαγωγική “Banjogoblins” (προηγείται ένα μονόλεπτο κομμάτι) και η τελική “Wellington” καίγονται από την αρχή.
Γενικώς η τετράδα, υπό τον Markus Kaardal, το χαίρεται, είναι ολοφάνερο αυτό, και αυτή η... χαρά, δεν μπορεί παρά να περνάει και στον ακροατή.
EIVIND
AUSTAD TRIO: Explore [Losen Records, 2024]
Είναι πολλοί οι jazz-fans, που ομνύουν στα piano-trios και δεν έχουν άδικο. Το υπ’ αριθμόν ένα μικρό σχήμα της jazz είναι ό,τι πιο ιδανικό, για να δείξεις το πόσο μετράς σαν συνθέτης και πόσο μπορείς να κρατήσεις το ενδιαφέρον ενός ακροατηρίου τεταμένο, έχοντας να προτείνεις κάποια πολύ συγκεκριμένα ηχοχρώματα. Επειδή, λοιπόν, ως ακροατής ξέρεις τι ήχος θα φθάσει πάνω-κάτω στ’ αυτιά σου (δεν περιμένεις, θέλω να πω, ν’ ακούσεις κάποια τεράστια ηχητική έκπληξη) δεν μένει παρά να ρίξεις το ενδιαφέρον σου στις συνθέσεις καθ’ αυτές. Κάτι που το γνωρίζουν πρωτίστως τα piano-trios, με αποτέλεσμα όσοι μουσικοί δοκιμάζουν, σ’ αυτή την απαιτητική φόρμα, να ξέρουν εκ των προτέρων γιατί το κάνουν.
Ο νορβηγός πιανίστας Eivind Austad μάς έχει απασχολήσει ξανά στo blog, καθώς έχουμε ήδη αναφερθεί σε δύο παλαιότερες δουλειές του – τα άλμπουμ “That Feeling” [Losen, 2020] (με Eivind Austad New Orleans Trio) και Northbound” [Losen, 2019] (με Eivind Austad Trio). Μάλιστα, οι Magne Thormodsæter κοντραμπάσο και Håkon Mjåset Johansen ντραμς είναι παρόντες και στο πιο νέο CD του σχήματος, που αποκαλείται “Explore”, συμμετέχοντας συνθετικώς σε όλα τα κομμάτια.
Το άλμπουμ ανοίγει με μια διασκευή (τη μοναδική) στο “Moonage daydream” του David Bowie (με Arnold Corns η πρώτη εκτέλεση από το 1971, αλλά το κομμάτι ο κόσμος θα το μάθαινε την επόμενη χρονιά από το “Ziggy Stardust”). Καταπληκτική version, με τον Austad να βγάζει όλα τα μελωδικά vibes της σύνθεσης, στηριζόμενος σ’ ένα γεμάτο κίνηση ρυθμικό τμήμα. Από ’κει και κάτω, όμως, είναι οι υπόλοιπες οκτώ συνθέσεις του Eivind Austad Trio, που κλέβουν την παράσταση με τις λεπταίσθητες μελωδίες τους, δημιουργώντας μοναδικές διαδρομές, ονειρικές σχεδόν, οι οποίες διαθέτουν μεγάλη αφηγηματική συνέπεια. Ακόμη και όταν κάποια στοιχεία πρωτοπορίας παρεισφρέουν στα κομμάτια (όπως συμβαίνει με τα “Eastbound meditation” και “Before the storm”) δεν παύει εκείνο που αποκαλούμε «ταξίδι» να παραμένει ακλόνητο καθ’ όλη τη διάρκεια της σύνθεσης.
Σίγουρα η επικοινωνία των τριών μουσικών έχει μεγάλη σημασία, για το τελικό αποτέλεσμα που φθάνει στ’ αυτιά μας – το οποίο, σε όλες τις περιπτώσεις, είναι nordic, διαυγές και πάντα ενδιαφέρον.
Επαφή: www.losenrecords.no

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 618

25/12/2024
Ο Bob Behling και η Jane Lyle στην ταινία «Τα Παιδιά του Διαβόλου» του Νίκου Μαστοράκη, στις «Cult Όψεις του Ελληνικού Κινηματογράφου» [LiFO Books, 2024]...
Καλά Χριστούγεννα!

24/12/2024
Με χαρά την αυριανή και μακριά από τσιφούτηδες γενικώς... (γέλιο)
(δια χειρός Γιάννη Καλαϊτζή - κάποτε στα έιτις)

24/12/2024
Τα κάλαντα των χίπιδων... Λείπει αυτό το κείμενο από τις "Cult Όψεις του Ελληνικού Κινηματογράφου". Άγγελος Μαστοράκης (με το καπέλο και τα γυαλιά), Λεωνίδας Αλαχαδάμης (ο ξανθός) και ο άλλος ο αρκουδόμαγκας δίπλα, που τους μάζεψαν από το... Κύτταρο του '72, για να τους χώσουν στην ταινία...

23/12/2024
To Στέλιο δεν τον είχα ακούσει ποτέ live προφανώς (τον είχε ακούσει, όμως, ο μπάρμπας μου ο Στέλιος κι είχα πληροφόρηση από πρώτο χέρι), αλλά είχα ακούσει (live) τον Στάθη τον αδελφό του, που ήταν πολύ καλός και βεβαίως ουκ ολίγους «καζαντζιδικούς», με πρώτο και καλύτερο τον αείμνηστο Χρήστο Στυλιανέα...
https://www.youtube.com/watch?v=gOKrl6lVo4A

23/12/2024
O Κώστας Καραγιάννης κινηματογραφεί τον Donald Pleasence στο "The Devil's Men" (1976), που είχε μουσική του Brian Eno.
Στις "Cult Όψεις του Ελληνικού Κινηματογράφου" [LiFO Books, 2024]...

23/12/2024
Θυμάμαι τον Γιώργο Χρονά, σε μια παλιά συνέντευξή του, που έλεγε πως όταν είχε βγάλει το δεύτερο ποιητικό βιβλίο του «Οι Λάμπες», το 1974, εκείνοι που το αγοράζανε περισσότερο ήταν οι... ηλεκτρολόγοι.
Ελπίζω και το «Ραντεβού στο Κύτταρο» να πούλησε, κάπως παραπάνω, στους... κυτταρολόγους, καθώς στο νετ το βλέπεις γκρουπαρισμένο και με ιατρικά βιβλία... (γέλιο)

21/12/2024
ώπα-ώπα... Esma Redzepova - Cigancica mala - 1969
https://www.youtube.com/watch?v=5ZXpAUKPofE

21/12/2024
"Cult Όψεις του Ελληνικού Κινηματογάφου" [LiFO Books, 2024], Γιώργος Εμιρζάς "βλέπε ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ" και Γιώργος Ρωμανός...
21/12/2024
Από τις 11 έως τις 12 μιλάω στο ogdoo radio στην εκπομπή του Νίκου Θρασυβούλου «Αυτοπροσώπως» για το «Ραντεβού στο Κύτταρο» [Όγδοο, 2024]. Η εκπομπή θα μεταδοθεί και αύριο Κυριακή την ίδια ώρα...
20/12/2024
Είχα να πιάσω Athens Voice στα χέρια μου πολλά χρόνια – έντυπη εννοώ. Και βρήκα σήμερα μία στο Παγκράτι, σ’ ένα πάγκο, και την πήρα. Πάντα μ’ ενδιαφέρει να ξεφυλλίζω έντυπα. Σπάνια το βαριέμαι αυτό.
Διάβασα λοιπόν τη συνέντευξη του Τσεμπερόπουλου για το «Υπάρχω». Θα ’θελα πολλά να σχολιάσω, αλλά μένω σ’ αυτό που σκανάρω.
Κατ’ αρχάς την ταινία δεν την έχω δει. Θα την δω τις επόμενες μέρες. Και τον Τσεμπερόπουλο σαν σκηνοθέτη τον εμπιστεύομαι. Δεν νομίζω ότι θα έχει κάνει καλύτερη ταινία από το «Ο Εχθρός μου» (που ήταν γροθιά στην κοιλιά – η κορυφαία των ελληνικών 2010s), αλλά σε κάθε περίπτωση η ταινία θα έχει κάποια στάνταρντ ποιότητας. Επίσης ξέρω ότι η ταινία δεν πιάνει τον Στέλιο σε όλη τη ζωή του, και πως σταματάει στο «Υπάρχω», ουσιαστικά.
Αυτό που θέλω να πω είναι πως ο Στέλιος δεν σταμάτησε ποτέ να τραγουδά. Πάντα τραγουδούσε όποτε του δινόταν η ευκαιρία. Και φυσικά στο τέλος των 80s έβγαλε τρεις μεγάλους δίσκους με καινούρια και παλιά λαϊκά. Και φυσικά σε όλα τα έιτις πρωταγωνιστούσε με συνεντεύξεις του, με αφιερώματα στα περιοδικά, που ποτέ δεν θα τον ξεχνούσαν, ενώ τραγουδούσε κιόλας επίσημα στην τηλεόραση στους Ρεπόρτερς και αλλού.
Για να μη μιλήσω για τη δεκαετία του ’90, την τελευταία δεκαετία της ζωής του και ίσως μία από τις πιο ενδιαφέρουσες, που θα μπορούσε να γίνει από μόνη της μια φοβερή ταινία, σε σχέση με το πώς διαχειρίστηκε το μύθο του ο Στέλιος και όλα αυτά, που θα τον οδηγούσαν τελικά, πρόωρα, στο θάνατο. Αλλά αυτά είναι καυτά ζητήματα, που θέλουν μεγάλη διεισδυτική ματιά για να γίνουν σενάριο, που να σπάει κόκαλα.
Και αυτό που λέει ο Τσεμπερόπουλος ότι ο κόσμος ήξερε από τον Καζαντζίδη μόνο τα τραγούδια του και ότι γκρίνιαζε (ο Στέλιος) δεν ισχύει – στη γενικότητά του. Σε ποιον κόσμο αναφέρεται; Σ’ αυτούς που γεννήθηκαν μετά το 1980; Αν η Ελλάδα είναι δέκα εκατομμύρια, σχεδόν τα πέντε εκατομμύρια είναι πάνω από 50 χρονών.
Αν πας να ρωτήσεις έναν 50άρη για το Στέλιο δεν θα σου πει ό,τι θα σου πει ένας 30άρης. Μη νομίζεις, δε, ότι αν δείξεις Κουλουριώτη, Τριάνα του Χειλά, Κατελάνους, «Αδίστακτους» του Κατσουρίδη, Χιώτη, Δερβενιώτη, Μάτσα κ.λπ. (δεν ξέρω τι δείχνει η ταινία – έτσι τα λέω αυτά) θα κοιτάει ο κόσμος με ανοιχτό το στόμα. Αυτά όλα ανήκουν στη συλλογική συνείδηση του Έλληνα. Πες μας ότι έκανες μια ταινία για τους 30άρηδες να το δεχτώ.

20/12/2024
Οι «Cult Όψεις του Ελληνικού Κινηματογράφου» [LiFO Books, 2024] βρίσκονται αυτή τη στιγμή στην 62η θέση στον ΓΕΝΙΚΟ ΚΑΤΑΛΟΓΟ των ευπώλητων, που αφορά ΟΛΑ τα βιβλία, του βιβλιοπωλείου Πολιτεία.
Η θέση είναι πολύ υψηλή, κατά τη δική μου γνώμη, για ένα βιβλίο, που δεν είναι λογοτεχνικό, ιστορικό (με τη στενή έννοια), βιογραφία κ.λπ. Είναι ένα βιβλίο για μια ειδική πτυχή του ελληνικού κινηματογράφου, αφορώντας κυρίως υποψιασμένους κινηματογραφόφιλους και μουσικόφιλους.
Αγοράστε το βιβλίο για εσάς (ή κάνετέ το δώρο στους φίλους και τις φίλες σας) είτε από την Πολιτεία είτε από οποιοδήποτε άλλο βιβλιοπωλείο στην Αθήνα ή έξω από την Αθήνα – και βοηθήστε το να ανεβεί ακόμη πιο ψηλά... Σας ευχαριστώ.

20/12/2024
Αύριο 11-12 το πρωί μιλάω για το «Ραντεβού στο Κύτταρο» [Όγδοο, 2024] στο Radio - Ogdoo. gr (το βρίσκεις εύκολα με search στο google - ιντερνετικό ραδιόφωνο είναι) και στον Νίκο Θρασυβούλου. Η εκπομπή θα μεταδοθεί και την Κυριακή την ίδια ώρα. Για όσους πιστούς και πιστές...
https://www.facebook.com/ogdoomusicgroup/videos/1282733819530465?locale=el_GR

19/12/2024
Το αποκλείω να υπάρχει ρόλος στην ταινία για τον Enrico Macias. Eδώ με Γιώργο Οικονομίδη και Στέλιο…

19/12/2024
Στις «Cult Όψεις του Ελληνικού Κινηματογράφου» [LiFO Books, 2024] θα διαβάσεις και για μερικά από τα σπανιότερα ελληνικά σάουντρακ. Εντάξει, η «Αναζήτησις...» του Σπανού, δεν είναι σαν το τέρας σπανιότητας «Ο Θάνατος του Αλέξανδρου» του Μαρκόπουλου ή σαν τα «Κοράλλια» του Πιτσιλαδή (για τα οποία επίσης γίνεται λόγος στο βιβλίο), αλλά πλέον για το CD θέλεις κανα 40άρι και για το βινύλιο τα διπλάσια...
Μου τη σπάει που το λένε «Αναζήτηση» και όχι «Αναζήτησις...», αλλά ok η διασκευή είναι ευπρόσωπη...
https://www.youtube.com/watch?v=fWmJYALQ8co

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

ZDENĚK LIŠKA οι μουσικές του για τις εξωφρενικές ταινίες του Jan Švankmajer

Η περίπτωση του τσέχου (τσεχοσλοβάκου) συνθέτη Zdeněk Liška (1922-1983) είναι πολύ ιδιαίτερη. Όπως είχαμε γράψει και παλαιότερα, ο Liška... είναι γνωστός βασικά, και πρώτα-πρώτα στην πατρίδα του, μέσα από τα διάφορα σάουντρακ που συνέθεσε, για ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους, κινούμενα σχέδια, τηλεταινίες, τηλεοπτικά σίριαλ, ντοκιμαντέρ κ.λπ. – μια τεράστια, σε κάθε περίπτωση, δουλειά που ξεπερνά τους 200 τίτλους!
Διεθνώς, παγκοσμίως να πούμε, ο Zdeněk Liška είναι γνωστός για το σάουντρακ της ταινίας των Ján Kadár-Elmar KlosObchod Na Korze” (1965) («Το μαγαζάκι της κεντρικής οδού»), που είχε βραβευθεί με OscarBest Foreign Language Film” το 1965. Μάλιστα πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα, σε πρώτο χρόνο, δισκογραφημένα σάουντρακ του Liška, καθώς είχε τυπωθεί από την αμερικανική εταιρεία Mainstream το 1966 (“The Shop οn Main Street”). Ένα άλλο σάουντρακ του Zdeněk Liška, τυπωμένο στην Αμερική, είναι και το “Adrift” [MPO Records, 1971], συντεθειμένο για μιαν άλλη ταινία των Jan Kadár-Elmar Klos, που είχε τίτλο “Touha Zvaná Anada” (1971). Γενικώς, ο Liška θεωρείται τεράστια μορφή στην πατρίδα του, ενώ και διεθνώς –κατόπιν εορτής φυσικά– η «αξία» τού ονόματός του, λόγω της αποθησαύρισης του έργου του, ανεβαίνει συνεχώς. Προς αυτή την κατεύθυνση έχουν βοηθήσει, τα τελευταία χρόνια, οι απανωτές εκδόσεις της βρετανικής εταιρείας Finders Keepers (“Ikarie XB-1” κ.λπ.), ενώ και η παρουσίαση του δικού του σάουντρακ για την πιο σημαντική τσεχοσλοβακική ταινία όλων των εποχών, την “Marketa Lazarová” (1967) του František Vlácil, για την οποία έχουμε γράψει σχετικώς παλαιότερα, συνέβαλε σε μια κάποια (διεθνή) εδραίωση της φήμης του. Τα καλά νέα, όμως, για την περίπτωση του Zdeněk Liška, δείχνει πως τώρα ξεκινούν. Και το λέμε τούτο με αφορμή την πιο πρόσφατη τσεχική κυκλοφορία, με κινηματογραφικές μουσικές του, που τιτλοφορείται Archives Vol.1 / Music to Films by Jan Švankmajer [Animal Music / Recordisc, 2024]. Φαίνεται, δηλαδή, πως υπάρχει πρόσβαση στο αρχείο του Liška με το πρώτο άλμπουμ της σειράς αυτής να είναι, πλέον, γεγονός.
Τώρα για το ποιος ακριβώς είναι ο συμπατριώτης του σκηνοθέτης, συγγραφέας κ.λπ.
Jan Švankmajer (γενν. 1934) δεν είναι εύκολο να το περιλάβουμε σε μια δισκοπαρουσίαση (υπάρχουν εξάλλου το σχετικό λήμμα της Wikipedia, δεκάδες άλλα άρθρα στο ίντερνετ, μα και το σχετικό βιβλίο, που είχε επιμεληθεί το 2006 ο Μπάμπης Ακτσόγλου, στο πλαίσιο των εκδόσεων του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης). Χοντρικά, θα γράφαμε για έναν μάγο του τσεχοσλοβακικού σινεμά, που έκανε σουρεαλιστικές ταινίες με κούκλες (και άλλες τεχνικές), εντελώς ανατρεπτικές, κάτι σαν οπτικά ποιήματα, που ακόμη και σήμερα, μετά από εξήντα και πενήντα χρόνια, μοιάζουν τελείως εξωπραγματικές.
Ο Zdeněk Liška ήταν στενός συνεργάτης του Jan Švankmajer και τα σάουντρακ τριών φημισμένων ταινιών του, των “Don Šajn” (Don Juan) (1969, διάρκεια 30 λεπτά) (μια αποτύπωση του μύθου των Δον Ζουάν), “Žvahlav aneb Šatičky Slamněného Huberta” (Jabberwocky) (1971, διάρκεια 14 λεπτά) (μια σουρεαλιστική επικοινωνία του ποιήματος “Jabberwocky” του Lewis Carroll και του παιδικού βιβλίου “Anička skřítek a Slaměný Hubert” του Vítězslav Nezval) και “Leonardův deník 72” (Leonardos Diary) (1974, διάρκεια 12 λεπτά) (μια φανταστική κινητική απεικόνιση των σχεδίων του Leonardo da Vinci, που κόβονται από παράξενες κανονικές λήψεις επικαίρων ή μη), εκδίδονται τώρα για πρώτη φορά σε δίσκο. Οι ηχογραφήσεις είναι οι πρωτότυπες φυσικά και σ’ αυτές συμμετέχουν η The Film Symphony Orchestra υπό τον František Belfín (για τις ταινίες Don Šajn” και “Jabberwocky”), όπως και η Prague Brass Soloists (τρομπέτες, γαλλικό κόρνο, τρομπόνι, τούμπα) μαζί με τον ντράμερ Vladimir Žižka, όλοι υπό τον František Belfín (για την ταινία “Leonardos Diary”).
Φυσικά, τα σάουντρακ του Liška είναι σαγηνευτικά, όπως τ’ ακούς σ’ αυτή την άψογη, από τεχνικής-ηχογραφικής πλευράς έκδοση, αλλά στην πράξη τα απολαμβάνεις, κατά την διάρκεια της εξέλιξης των ταινιών. Αυτό το πίστευε και ο ίδιος ο Liška –πως οι μουσικές του ήταν στενά συνδεμένες με τις ταινίες– και γι’ αυτό, ενόσω ζούσε, δεν είχε ενδιαφερθεί για τις «σκέτες» αποτυπώσεις τους σε δίσκους. Ευτυχώς, λοιπόν, καθώς οι ταινίες του Švankmajer υπάρχουν στο YouTube κι έτσι μπορείς όχι απλώς να τις απολαύσεις, οπτικώς, αλλά και να διαπιστώσεις πώς ακριβώς λειτουργούν τα σάουντρακ του Liška «επάνω» τους.
Η βασική προτεραιότητα του τσέχου συνθέτη ήταν να «πιάσει» των ρυθμό των ταινιών. Να μεταφέρει μέσω του ήχου του, όλη τη ρυθμική δυναμική τού εκάστοτε φιλμ – γι’ αυτό και τα δικά του σάουντρακ επεκτείνονται σχεδόν σε όλη τη διάρκεια των ταινιών. Τα σάουντρακ δηλαδή λειτουργούν σαν ολοκληρωμένα έργα, χωρίς κενά, χωρίς θέματα και με πολύ ιδιαίτερη χρήση των leitmotifs, με τις φωνές (διάλογοι, τραγούδι κ.λπ.), που επίσης αντιμετωπίζονται ως κάτι ξεχωριστό στις δύο πρώτες ταινίες, να αποκτούν και αυτές ηχητικό ρόλο.
Οι αισθητικές αναφορές του Liška έχουν επίσης ενδιαφέρον, καθώς εδώ, στο “Archives Vol.1”, αποτυπώνονται πολλές από τις επιρροές του, οι οποίες μπορεί να εκκινούν από την κλασική, με τις βαριές δραματικές καταγραφές, και να φθάνουν έως τις σύγχρονές του αντιλήψεις, για την πρωτοπορία, διανθισμένες συχνά με στοιχεία folklore και με ιδιόμορφα ακουστικά εφφέ.
Το όλον αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να μαγεύει.
[Το άλμπουμ εισάγεται από την Recordisc και οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να πληροφορηθούν γι’ αυτό από το κατάστημα Music Corner, Πανεπιστημίου 56, Αθήνα, τηλ. 210-3304000, www.musiccornerstore.gr]

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

οι SPHERE ζωντανοί στο Umbria Jazz

Το 1987 είχε κυκλοφορήσει από την RED Records, σε βινύλιο, το άλμπουμ των SphereLive at Umbria Jazz”, που αποτύπωνε αυτό το μετα-bop αμερικανικό κουαρτέτο –που χρωστούσε το όνομά του στον Thelonious Monk φυσικά–, σε μια παράστασή του στο θέατρο Morlacchi της Perugia (της πρωτεύουσας της Umbria), στις 14 Ιουλίου 1986.
Ποιοι αποτελούσαν τους Sphere; Σημαντικότατα ονόματα, σαν τους Charlie Rouse τενόρο σαξόφωνο, Kenny Barron πιάνο, Buster Williams μπάσο (σου παίρνει το σκαλπ ήδη από το πρώτο track, το δικό του 11λεπτο “Tokudo”) και Ben Riley ντραμς.
Εκείνο το παλαιό “Live at Umbria Jazz”, λοιπόν, με τα τέσσερα tracks (“Tukudo” του B. Williams, “Sauds song” του Κ. Barron, “Trinkle, tinkle” του Monk και “Decepticon” ξανά του B. Williams) επεκτείνεται τώρα, μέσω του παρόντος 2CD, δηλαδή του The Complete Live at Umbria Jazz[RED Records / AN Music, 2024], με τρία ακόμη tracks εξίσου μεγαλόπνοα –το 9λεπτο “Christina” (B. Williams), το 14λεπτο “Pumpkins delight” (C. Rouse) και το 18λεπτο “If I should lose you” (το στάνταρντ του Ralph Rainger)–, τα οποία συντελούν στην ηχογραφική ολοκλήρωση του κονσέρτου.
Για ένα live του 1986 η αποτύπωση κατ’ αρχάς (της σημερινής RED) κρίνεται ως καλή ή και αρκετά καλή. Ο ήχος μπορεί να μην είναι τεχνικά όσο θα του ταίριαζε δυναμικός και πλούσιος, όμως είναι το συγκρότημα εκείνο, που, σε κάθε περίπτωση, μπορεί να σε αποζημιώσει με τα δικά του strong passages, τα ατελείωτα και βεβαίως συναρπαστικά soli, τις διαδοχικές αλλαγές, που προσδίδουν στις μεγάλης διάρκειας συνθέσεις, νέες ζωές, και τη γενικότερη «ζωντανή» ατμόσφαιρα – εκείνη, που φροντίζει να αποτυπώσει κάθε μεγάλο σχήμα, όπως οι Sphere, που γνωρίζει ότι εμφανίζεται σ’ ένα ιστορικό τζαζ φεστιβάλ, το οποίο παρακολουθούν δεκάδες-εκατοντάδες συνάδελφοι-μουσικοί και απλώς κόσμος.
Υπό αυτή την έννοια οι Shpere τα «δίνουν όλα», προσφέροντας το καλύτερο.