Κυριακή 31 Μαΐου 2020

EYTYXIA MHΤΡΙΤΣΑ το πρώτο βλέμμα

Άλμπουμ (CD) λιτό, σύντομο, ψαγμένο, ουσιαστικό. «Έντεχνο» φυσικά (καθότι... Μετρονόμος), αλλά με μιαν αίσθηση διαφορετικού και πρωτοτυπίας.
Κατ’ αρχάς εδώ έχουμε την Ευτυχία Μητρίτσα, που συνθέτει και τραγουδά, κάνοντας και τα δύο με τον καλύτερο τρόπο. Έπειτα έχουμε τα λόγια της Νάντιας Δουλαβέρα, και τέλος υπάρχει η ενορχήστρωση του Γιώργου Καγιαλίκου (που δεν έχει μπουζούκι –υπάρχουν άλλα έγχορδα–, ενώ έχει διάφορα πνευστά, έντεχνα και λαϊκά, και ακόμη βιολί και βιολοντσέλο). Για να τα δούμε όλα αυτά κάπως πιο αναλυτικά.
«Το Πρώτο Βλέμμα» (2020) περιλαμβάνει οκτώ τραγούδια (συνθέσεις της Μητρίτσα, σε στίχους Δουλαβέρα), τα οποία συναποτελούν και συνδιαμορφώνουν ένα concept
Το concept είναι η γυναίκα στις διάφορες μορφές της, μέσα στον μύθο και την Ιστορία. Στις μορφές, οι οποίες συμβολοποιούνται μέσα από τα κύρια ονόματα Εύα, Ελένη, Χτισμένη (η γυναίκα του πρωτομάστορα, που χτίστηκε για να στεριώσει το γεφύρι της Άρτας), Ηλέκτρα, Περσεφόνη, Πηνελόπη, Ισμήνη και Μαγδαληνή.
Οι στίχοι τής Δουλαβέρα είναι πολύ καλοί – έτσι όπως εντάσσονται μέσα στο πλαίσιο του «έντεχνου». Λιτοί, σαφείς, χωρίς πολλά σούξου-μούξου, καλλωπισμούς και τα τοιαύτα. Διακρίνονται φυσικά, στους στίχους, κάποιες βασικές παράμετροι τού εκάστοτε μύθου κ.λπ., αλλά από ’κει και πέρα υπάρχουν και νοήματα, τα οποία βγαίνουν «πάνω» από τα λόγια, επιπλέουν, και που μπορεί να αποτελούν και διδάγματα για την σημερινή εποχή – και τούτο, παρότι ο στίχος δεν είναι στεγνά διδακτικός.
Έχω λοιπόν τη γνώμη πως τέτοιοι στίχοι μπορεί να εμπνεύσουν και ανάλογες μελωδίες – όταν υπάρχει και από την άλλη μεριά (την συνθετική) το ανάλογο ταλέντο. Και όντως, συμβαίνει τούτο στο «πρώτο βλέμμα». 
Οι μελωδίες τής Μητρίτσα είναι, επίσης, πολύ καλές, έχοντας ωραία αφομοιωμένες επιρροές από το «έντεχνο» έως και την παράδοση, τις οποίες (μελωδίες) υπηρετεί και δια της φωνής της (η τραγουδίστρια), που επίσης είναι δυνατή, στιβαρή, καθαρή και εκφραστική.
Αν σε όλα αυτά προσθέσεις τις αληθινά προσεγμένες ενορχηστρώσεις του Γ. Καγιαλίκου, τότε το τελικό αποτέλεσμα ανεβαίνει ακόμη περισσότερο.
Το άλμπουμ κυλάει μέσα σε μιαν αδιαμφισβήτητη ενότητα και δύσκολα θα μπορούσες να διαλέξεις ένα κομμάτι, για να προτείνεις, ως χαρακτηριστικό τού κλίματος. Την «Ηλέκτρα» ίσως, εκεί στη μέση.
Επαφή: www.metronomos.gr

Σάββατο 30 Μαΐου 2020

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 265

29/5/2020 
«Όταν ο νεαρός Ντένζιλ Ντάουελ πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε από ανθρώπους του σερίφη, στο Ρίτσμοντ της Καλιφόρνιας την 1η Απριλίου 1967, φάνηκε σαν άλλο ένα συνηθισμένο γεγονός στην ρουτίνα της τραγωδίας των γκέτο, που συνεχιζόταν. Ο Τύπος των λευκών έγραψε ελάχιστες λεπτομέρειες: καθώς πιάστηκε την ώρα που δοκίμαζε να κάνει διάρρηξη, ο Ντάουελ είχε τρέξει για να σώσει τη ζωή του και έχασε την κούρσα, όταν τρεις καλοσημαδεμένοι πυροβολισμοί τον έριξαν, καθώς σκαρφάλωνε σ’ ένα τοίχο στην προσπάθειά του ν’ αποφύγει τη σύλληψη. Άλλος ένας κλέφτης μαύρος ήταν νεκρός και αυτό ήταν τρομερά ρουτινιάρικο. Όχι όμως για την οικογένεια και τους φίλους τού Ντάουελ, ούτε για τους Μαύρους Πάνθηρες. Αντιφάσεις της επίσημης ιστορίας άρχισαν αμέσως να έρχονται στην επιφάνεια.(...) 
Μια εξέταση της σκηνής με τους πυροβολισμούς αποκάλυψε μερικά ενδιαφέροντα γεγονότα: οι γείτονες θυμήθηκαν ότι άκουσαν δέκα ή περισσότερους πυροβολισμούς εκείνη τη μοιραία νύχτα, και τα σημάδια από τις σφαίρες στην αυλή, όπου πέθανε ο Ντάουελ, φαίνονταν να επιβεβαιώνουν τον υπολογισμό τους. Ακόμα, οι μόνες κηλίδες από αίμα που βρέθηκαν βρίσκονταν σε απόσταση είκοσι ποδιών από το μέρος που είχε πέσει ο Ντάουελ, γεγονός που έκανε τους Μαύρους Πάνθηρες να υποθέσουν ότι το σώμα του είχε μετακινηθεί ύστερα από τον θάνατό του, για να γίνει πιο πιστευτή η ιστορία της αστυνομίας. Η υποψία τους φάνηκε να επιβεβαιώνεται από πληροφορίες ότι ένα παλιό τραύμα στο γοφό θα είχε εμποδίσει τον Ντάουελ να τρέξει και να σκαρφαλώσει τους τοίχους, όπως περιέγραψαν οι αστυνομικοί που βρίσκονταν εκεί. Κυκλοφόρησαν φήμες ότι ο Ντάουελ είχε δολοφονηθεί εν ψυχρώ, όταν πυροβολήθηκε, καθώς στεκόταν στην αυλή με τα χέρια σηκωμένα πάνω από το κεφάλι του δείχνοντας ότι παραδίνεται».
Michael Newton: Πικρός Κόκκος / Η ιστορία της οργάνωσης Μαύροι Πάνθηρες [Fox best seller, 1985]

29/5/2020
Κάπως draggy (δηλαδή τι κάπως... εντελώς), μα φανταστικό. Σπουδαίος Tiny Tim...

28/5/2020
Αυτό το απόσπασμα το έχω ανεβάσει παλαιά, αλλά επειδή γράφτηκαν ενδιαφέροντα σχόλια το ανεβάζω και τώρα.  
«Από τη Βαγδάτη πήγαμε στην Τεχεράνη. Στην εξουσία ήταν ακόμα αυτός ο εγκληματίας ο Σάχης. Ήταν σα να έρχεσαι στη Γερμανία.(…) Υπήρχαν ακριβώς οι ίδιες αφίσες με φωτογραφίες καταζητούμενων, όπως και στη Γερμανία, αλλά με κόκκινο πλαίσιο. Ήταν αυτοί που καταζητούσε ο Σάχης: Μουτζαχεντίν και μερικοί Σιίτες. Μετά, ήταν τα σπίτια με τις κεραίες τηλεοράσεων. Νωρίς το πρωί δεν υπήρχαν άνθρωποι στους δρόμους. Φαινόταν σαν ένα προάστιο γερμανικής πόλης. Όλα τα σπίτια νεόκτιστα, με τις Μερσεντές μπροστά στην πόρτα. Ήταν ανυπόφορο. Εκείνη την εποχή οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν στους δρόμους κοιτάζοντας πάντα κάτω. Κανένας δεν ύψωνε το κεφάλι, εκτός από τους Μουλάδες. Πάνω στις στέγες στέκονταν στρατιώτες με αυτόματα, για να ελέγχουν την περιοχή· βλέπετε είχε γίνει μία σειρά από ένοπλα χτυπήματα. Όπως στη Γερμανία. Η γενική διάθεση στην Τεχεράνη ήταν τελείως καταθλιπτική, αντίθετα με την κίνηση στους δρόμους που ήταν επιθετική. Νομίζω πως ήταν η χειρότερη κυκλοφορία του κόσμου. Μεθάνε και μετά ορμάνε εμπρός. Στην Τεχεράνη αισθάνεται κανείς αυτή την διαφωνία που υπάρχει όταν συναντιούνται δύο κόσμοι: Ανατολή και Δύση. Επιβάλανε τον Δυτικό τρόπο ζωής, ακόμα και με την χρήση των όπλων. Αλλά ο κόσμος δεν τον καταλαβαίνει αυτό τον τρόπο, δεν τα βγάζει πέρα μαζί του. Πρέπει να διαλέξουν την Μερσεντές ή το Τζαμί. Και διαλέγουν το Τζαμί. Αυτή η σύγκρουση τους εξουθενώνει. Αργότερα πήγαινα συχνά στην Τεχεράνη, και κάθε φορά ο πολιτισμός είχε προχωρήσει κι ένα βήμα. Όλα τα δυτικά σκατά ήταν εκεί. Μπορούσες, στο δρόμο, ν’ αγοράσεις την Bild Zeitung της ημέρας. Ακριβώς όπως στη Γερμανία. Οι δρόμοι είχαν μία σχεδόν ευρωπαϊκή εικόνα. Επίσης, οι άνθρωποι φοράγανε ευρωπαϊκά ρούχα. Όλοι οι άντρες και οι περισσότερες γυναίκες· και προ πάντων στις πόλεις. Υπό το καθεστώς του Σάχη, οι γυναίκες γυρνάγανε με μίνι φούστες, μαλλιά βαμμένα ξανθά και κραγιόν. Παντού υπήρχαν μπουτίκ με τζην, και κτιζόντουσαν κολοσσοί από μπετόν, εμπορικά κέντρα με μπουτίκ και καφετέριες. Μέσα στο κέντρο της Ασίας βρίσκεις μια γωνιά της Ku’damn (σ.σ. εμπορικός δρόμος του Δυτικού Βερολίνου). Τελείως παράλογο· έξω από κάθε πραγματικότητα».
Μπόμι Μπάουμαν: Οδοιπορικό [Αμηχανία, Μάης 1989]

28/5/2020
Άμα γουστάρεις ηλεκτρική κιθάρα αυτό είναι ένα από τα καλύτερα αμερικανικά LP, εκεί στα late sixties.
Εντάξει, υπάρχουν διάφορες μεγάλες μπάντες, αλλά αν θες κάτι από το σκοτεινό μέρος της βιτρίνας, έτσι κάπως χωμένο πίσω από Hendrix, Cream κ.λπ., τότε αυτό θα πρέπει να σου κάνει. Είναι για σένα. Savage Resurrection...
Έτσι προσπαθούν να παίξουν και σήμερα αρκετοί, ασχέτως από το τι καταφέρνουν...

LUCA COLLIVASONE / GIANNI MIMMO jazz-improv με ηλεκτρονικά

Παράξενο άλμπουμ, αλλά πάντα στα μέτρα της ιταλικής Amirani Records, το Rumpus Room(2020) φέρνει μαζί δύο αναγνωρισμένους αυτοσχεδιαστές, τον γνωστό μας σοπρανίστα Gianni Mimmo και τον συμπατριώτη του πολυοργανίστα Luca Collivasone. Ο Collivasone μπορεί να παίζει, σε διάφορες εγγραφές κιθάρες, σύνθια ή τρομπέτα, αλλά εδώ το βασικό όργανό του είναι το cacophonator. Τι είναι αυτό; Μια γεννήτρια παραγωγής ήχων, που έχει κατασκευασθεί από τον ίδιον και που παράγει ιδιόμορφους ηλεκτρονισμούς. Δριμείς, τραχείς συχνά, αλλά και πιο «χαμηλού επιπέδου», όμως το ίδιο βαθειά αποτυπωμένους.
Άρα το “Rumpus Room” είναι ένα «ακραίο» θα το λέγαμε improv-ηλεκτρονικό άλμπουμ, που ισορροπεί επί του ακαθόριστου, μ’ έναν περίτεχνο τρόπο. Εννοούμε πως ακούγεται με άνεση και πως καταγράφει ενδιαφέρουσα μουσική, η οποία δεν λειτουργεί ως αυτοσκοπός.
Μη-καθορισμός διακρίνεται, όμως, και όσον αφορά στις ηχητικές προσαρμογές τού σοπράνου σαξοφώνου, που παίζει στις ίδιες σκληρές και νευρώδεις περιοχές, δημιουργώντας από μόνο του συγκεκριμένα-ιδιότροπα ηχοτοπία, τα οποία έρχεται να διαβρώσει, έτι περαιτέρω, το cacophonator.
Η ηχογράφηση, που είναι ζωντανή φυσικά, γραμμένη απ’ ευθείας, άνευ multitracking και overdubbing, σε διαφορετικές sessions, στο στούντιο L#, στην Παβία, στο διάστημα Σεπτέμβριος 2018-Αύγουστος 2019, έρχεται και αυτή φυσικά να υπογραμμίσει την ελευθερία στις κινήσεις, να επιβεβαιώσει την γοητεία του αυθόρμητου και του ανεπεξέργαστου, παρέχοντας στο “Rumpus Room” μια πειραματική αίσθηση άλλης εποχής.
Ίσως γι’ αυτό το λόγο να μην διαβάζονται εκτός τόπου και χρόνου τα γραφόμενα στο μέσα μέρος του digipak (Mark BartonThe Sunday Experience / Losing Today”, December 2019), στα οποία γίνεται λόγος για μιαν ηχογράφηση η οποία θα μπορούσε να αναφέρεται στην περιώνυμη Nurse With Wound list. Βεβαίως η NWW list κατέγραφε μόνον καλλιτέχνες και συγκροτήματα (και όχι δίσκους), όμως, και σε κάθε περίπτωση είναι σαφές το τι ήθελε να πει ο αείμνηστος Mark Barton από το blog The Sunday Experience. Εξάλλου η NWWlist είχε μέσα και Steve Lacy (ο πνευματικός πατέρας του Gianni Mimmo), ο οποίος ουκ ολίγες φορές είχε ηχογραφήσει και με ηλεκτρονικά.
Σε κάθε περίπτωση, και πέραν τούτων, το “Rumpus Room” είναι ένα άλμπουμ σκληρά πειραματικό, αλλά φτιαγμένο με μια... μαγική συνταγή που το κάνει αληθινά απολαυστικό.

Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

DAVE GLASSER ένα τζαζ άλμπουμ για την υποκριτική δημοκρατία

«Ρωτάς ποια είναι η υποκρισία της δημοκρατίας; Ίσως κάτι διαφορετικό για τον καθέναν μας. Ελπίζω, πάντως, ότι αυτή η ηχογράφηση θα ενθαρρύνει την σκέψη, οδηγώντας προς μια πιο ειρηνική και βιώσιμη καθημερινότητα».
Μ’ αυτά τα λόγια μάς εισάγει στο άλμπουμ του “Hypocrisy Democracy” [Tiz Music, 2020] o άλτο, σοπράνο σαξοφωνίστας και φλαουτίστας Dave Glasser (γιος του παλαιού διευθυντή της Αμερικανικής Ένωσης Πολιτικών Ελευθεριών, ή ACLU, Ira Glasser), ένα άλμπουμ για ένα κλασικό τζαζ κουαρτέτο, σε κάθε περίπτωση, το οποίο συναποτελούν οι Andy Milne πιάνο, Ben Allison μπάσο και Matt Wilson ντραμς, κρουστά. Jazz λοιπόν, η οποία ακόμη και όταν δεν είναι πολιτική ως ήχος, είναι πολιτική ως προς τις προθέσεις της – κάτι που επιβεβαιώνεται και από τα γραφόμενα του Glasser, μα και από τους τίτλους των tracks (“Justice”, “Its nothing new”, “Freedom” κ.λπ.).
Από ηχητικής πλευράς, τώρα, το κουαρτέτο του Dave Glasser κινείται σε σταθερούς bop δρόμους. Jazz σκληρή, δυναμική, με ελευθερία κινήσεων, στρωμένη και αναπτυγμένη πάνω σε μεσαία και γρήγορα κυρίως tempi (δεν απουσιάζουν πάντως και οι –λίγες– μπαλάντες) και με πιο ειδικές αναφορές... ποικίλες. Υπάρχει το funk εδώ (“Its nothing new”), υπάρχει ο Thelonious Monk (“Dilemonk”), το blues βεβαίως (“Coffee, dogs and telelogs”), οι αναφορές στην ποπ κουλτούρα μέσω του Disney-ικού “Its a small world”, o λυρισμός (“Deep dark”), όπως και συνθέσεις με ιδιαίτερο χρώμα και παιξίματα σαν το “Freedom” (με το άλτο να «βραχνιάζει» σε τόνους τενόρου και με το ρυθμικό τμήμα να κάνει εξαιρετική «πίσω» δουλειά ανελέητου swinging).
Σε γενικές γραμμές κάθε track εδώ, κάθε σύνθεση δείχνει τις «πνευστές» ικανότητες του Glasser (ενός μουσικού που έχει πάρει μαθήματα από τον Lee Konitz, έχοντας βρεθεί στο πάλκο με γίγαντες σαν τους Dizzy Gillespie, Clark Terry, Illinois Jacquet κ.ά.), όπως και την πληρότητα του σχήματος συνοδείας που αποτελείται από άξιους επαγγελματίες. Τον πιανίστα Andy Milne τον ακούσαμε προσφάτως στο άλμπουμ “Imaginary Friends” (2019) του Ralph Alessi στην ECM, τον μπασίστα Ben Allison που τον γνωρίζουμε και ως μέλος του Pete Malinverni Trio (υπάρχει σχετικό review στο blog) και τον ντράμερ Matt Wilson, ο οποίος λάμπει δια της παρουσίας του σε πάμπολλους σχηματισμούς (Heliosonic Tone-Tette, Matt Wilsons Honey and Salt, Ken Schaphorst Big Band, Matt Wilsons Big Happy Family κ.λπ.).
Επαφή: www.daveglasser.com