Παρότι τα πρώτα δύο δισκάκια τής
Aliotta, το “Caro Johnny/ Che diritto hai
”
[ΙΤ. Odeon
MSOQ 5365, 1965] και
το
“Luglio e Agosto/ Se
vuoi andare via” [ΙΤ. Odeon MSOQ 5367, 1966] δεν πέρασαν
απαρατήρητα ήταν το τρίτο της (και πρώτο της ως
Silva Grissi), το “
Vorrei/
Sopra le nuvole” [ΙΤ. DKF Folklore KF
30052, 1968], που την έκανε ακόμη περισσότερο γνωστή. Το “
Vorrei” ήταν σε ενορχήστρωση του
Raffaele Cirulli (
Raf Cristiano), ενώ τους στίχους είχαν
γράψει η
Luciana Medini
και ο
Renato Scala.
Δεν είμαι σίγουρος αν το “Vorrei” προηγήθηκε του “Rain and tears” των Aphrodite’s Child (τώρα μιλάμε για μέρες),
αλλά η ιδέα ήταν κοινή. Να διασκευαστεί μια μπαρόκ σύνθεση και πάνω εκεί να
μπουν «σημερινοί» στίχοι. Αν στο “Rain and tears” διασκευάστηκε ο
Κανόνας in D major του γερμανού
οργανίστα του 17ου αιώνα Johann Pachelbel, πάνω στον οποίον μπήκαν τα στιχάκια
του Boris Bergman,
στην περίπτωση του “Vorrei”
διασκευάστηκε το “Adagio”
του Tomaso Albinoni
(περιέργως πώς δεν αναγράφονταν τα σχετικά στην ετικέτα του δίσκου) επί του
οποίου πάτησαν οι στίχοι των Medini
και Scala. Πότε
συνέβησαν όλα τούτα; Λογικώς περί τον Μάιο του 1968… και σε κάθε περίπτωση με
λίγες ημέρες διαφορά το ένα (τραγούδι) από το άλλο.
Έτσι λοιπόν κι ενώ το “Vorrei” αρχίζει ν’ ακούγεται στην Ιταλία και να γίνεται επιτυχία,
στην Ελλάδα τα πράγματα φαίνεται πως πάνε πιο γρήγορα! Αποτέλεσμα; Η Silva Grissi θα καταλήξει στη χώρα
μας για εμφανίσεις! Ποιοι μουσικοί, όμως, θα την συνόδευαν στην Αθήνα; Η
απάντηση είναι… οι Q Set του Ronnie Jones,
οι οποίοι είχαν ξεκινήσει από την Αγγλία, είχαν περάσει από την Γαλλία και την
Ιταλία, για να καταλήξουν τελικώς στο… Stork.
|
Ο Ronnie Jones με τους Q Set στο Rimini το 1968 (πηγή: twitter/cptstax) |
Ξεφυλλίζοντας τις
ΕΙΚΟΝΕΣ της εποχής (τεύχη της άνοιξης και
του καλοκαιριού του ’68) βλέπουμε στη στήλη «Αθηναϊκό Ημερολόγιο» πως οι
Q Set εμφανίζονταν στο Stork ήδη από τις αρχές Μαΐου του ’68, παραμένοντας εκεί τουλάχιστον μέχρι τον
Αύγουστο της ίδιας χρονιάς. Οι
Q Set
δεν ήταν καμμιά τυχαία μπάντα. Είχαν για τραγουδιστή τον μαύρο Αμερικανό
Ronnie Jones (που είχε παίξει με
τους
Blues Incorporated
του
Alexis Korner,
ενώ ήταν και ιδρυτικό στέλεχος των «μοντάδων»
Nightimers) και ακόμη τους
Chester Simon μπάσο, Tony O’Malley πλήκτρα (μετά στους Arrival, Kokomo, 10cc), Steve Ferrone drums κ.ά.
Η μουσική τους; Mod-soul με γεύση από Τζαμάικα (ska και
τέτοια). Πρέπει, δηλαδή, να γινόταν χαμός στο Stork! Αυτούς, τους Q Set, ήλθε και βρήκε στην Αθήνα η Grissi.
|
Η Silva Grissi στο 108 τεύχος των Μοντέρων Ρυθμών (3/7/1968) |
Στο 108 τεύχος των Μοντέρνων Ρυθμών, που
κυκλοφόρησε την 3/7/1968, διαβάζουμε στη στήλη “Mary’s Show”…
«Από
τις 17 μέχρι τις 22 του περασμένου μηνός σε γνωστό παραλιακό κέντρο εμφανίσθηκε
μια νέα ιταλίδα τραγουδίστρια, η Silva Grissi. Στο
προηγούμενο τεύχος υπήρχε ολόκληρο βιογραφικό σημείωμα, καθώς και η εξέλιξη της
καριέρας της νεαράς Silva.(…)
Μικροκαμωμένη, με πολύ κοντά μαλλιά και έξυπνα μάτια, μ’ ένα εγκάρδιο
μεσογειακό χαμόγελο κατέκτησε το κοινό της από την πρώτη στιγμή. Εκείνο όμως
που άφησε κατάπληκτους τους πάντας, που άλλωστε δεν την ήξεραν, ήταν η φωνή της
και η ερμηνεία των τραγουδιών: ζεστή, δυνατή, εκφραστική, σωστή, γεμάτη
ζωντάνια κι αίσθημα αξιοποιούσε το κάθε τραγούδι κι εκείνο με τη σειρά του την
παρουσία της! Εκτός από το “Vorrei”, που
επανελάμβανε κάθε βράδυ τουλάχιστον δυο φορές και που θεωρείται σαν σίγουρη
επιτυχία του καλοκαιριού, τραγούδησε καταπληκτικά στα ιταλικά το “Delilah”, στα γαλλικά την επιτυχία “Comme d'habitude” (σ.σ. κλασικό τραγούδι που
το είπαν οι Hervé Vilard, Claude François, Frank Sinatra ως “My way” και δεκάδες άλλοι), μια ωραιότατη
ιταλική καντσονέτα, ένα ρυθμικό σαίηκ, ενώ χορεύοντας χτυπούσαν μεταξύ τους οι
ασημένιες αλυσίδες που κοσμούσαν το έξαλλο φουστάνι της, πάνω από το κόκκινο
εφαρμοστό καλσόν. Η άνεσίς της, στην εμφάνιση και την συμπεριφορά, ήταν
πραγματικά μιας φτασμένης τραγουδίστριας παρ’ όλα τα 19 της χρόνια, χωρίς
κόμπλεξ και βεντετισμούς. Ένα ημίωρο σώου τής γύρισε η τηλεόρασις των Ενόπλων
Δυνάμεων (σ.σ. η στρατιωτική χουντική διοίκηση του καναλιού από κοντά, μην της ξεφύγει
τίποτα...), ενώ για δυο ολόκληρες μέρες την φιλοξένησαν τα αθηναϊκά στούντιο όπου
γύρισε ωρισμένα τραγούδια, μεταξύ των οποίων και το “Vorrei” στα ελληνικά με τίτλο “Γιατί”».
Φυσικά το “Vorrei” θα κυκλοφορήσει και
σε ελληνική εκτύπωση στο 45άρι “Vorrei/
Sopra le nuvole nel ciel” [International Polydor NHH 259], ενώ αμέσως μετά θα
τυπωθούν και τα δύο ελληνικά δισκάκια της. Το πρώτο με τα τραγούδια «Γιατί/ Ραντεβού»
[Polydor 59 988, 1968] σε
παραγωγή του Νίκου Παπαθανασίου (αδελφός του Vangelis) και το δεύτερο με τα «Η ιστορία/ Το καλοκαίρι» [Polydor 59 989, 1968]. Ας τα
δούμε ένα-ένα…
Κατ’ αρχάς να πούμε πως η φωνή της Silva Grissi ήταν
ιδιαίτερη. Ναι μεν ψιλή, αλλά ανέβαινε και ψηλά. Αν και κάποιοι θα μπορούσε να
πουν πως «τσίριζε», στην πράξη δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο επειδή η Ιταλίδα ήξερε
να παίζει με τη φωνή της, προσθέτοντας όπου χρειαζόταν ένα φαλσέτο, κατεβάζοντας
τα… υψίσυχνα vibes. Εν
τω μεταξύ έχοντας μάθει «μια χαρά» τα ελληνικά λόγια των τραγουδιών ήταν
έτοιμη και για την ακόμη μεγαλύτερη (ελληνική) επιτυχία της. Τούτο συμβαίνει κατά
πρώτον με το… Vorrei-Γιατί,
όταν τραγουδά τους στίχους του Νίκου Ελληναίου, όπως και με το flip-side «Ραντεβού» (πάλι σε στίχους
Ελληναίου).
Τώρα… η «Ιστορία» από το δεύτερο ελληνικό δισκάκι της ήταν το
τραγούδι που είχαν πει την ίδιαν εποχή και οι Olympians (μουσική Βαγγέλης Πιτσιλαδής,
στίχοι Λευτέρης Παπαδόπουλος). Ενδιαφέρουσα εκτέλεση, σε πιο γρήγορο tempo από
’κείνη των Olympians, και
γενικώς πιο… ευρωπαϊκή. Στην πίσω πλευρά είχε χαραχτεί το «Καλοκαίρι» (Ε.
Πιτσιλαδής – Ευαγγελινίδου). Το τραγούδι περνάει στο ξεκίνημά του από τις νότες
της «Ανάμνησης» («Το καλοκαίρι μαζί πηγαίναμε στην αμμουδιά…», επίσης του
Πιτσιλαδή), αλλά δεν είναι το ίδιο. (Να σημειώσουμε πως το «Καλοκαίρι» το είπε
στο πρώτο 45άρι του, στην Columbia,
και ο Δημήτρης Ταμπόσης το 1969).
Εκεί κάπου η ελληνική περιπέτεια της Silva Grissi τελειώνει, αν και όχι
η επαφή της με το γενικότερο ελληνικό τραγούδι, αφού στο επόμενο δισκάκι της,
το “Il processo/
Dea dei giovani” [DKF
Folklore KF
30069, 1969] λέει το “End of the world”
των Aphrodite’s Child (είναι η πρώτη πλευρά).
Το τελευταίο 45άρι της στα sixties ήταν το “Comme d'habitude/ Vorrei”. Ξανατυπώνει το
“Vorrei”
δηλαδή, ενώ λέει και σε δίσκο το… “My way”,
που το παρουσίαζε (και) στο Stork.
Διάβασα για πρώτη φορά για τους Circus 2000, ένα από τα
καλύτερα… ψυχεδελοπρόγκ συγκροτήματα της Ιταλίας στα early seventies, στο βιβλίο του Vernon
Joynson
“After the Acid Trip/
The Flashback/
The Ultimate Psychedelic Music Guide”
[Borderline Productions,
Telford
6/1988], που έπεσε στα χέρια μου στα τέλη των eighties. Ο Joynson, τότε, δεν ήξερε ούτε
το 1/20 από εκείνα που του έμαθαν στην πορεία οι συλλέκτες, έτσι έκανε το λάθος
να θέσει τους Ιταλούς στο κεφάλαιο
με τις αμερικάνικες μπάντες! Ας
θυμηθούμε τι ακριβώς
έγραφε:
“A highly collectable eastern-style Jefferson Airplane
like album with powerful female vocals. The five tracks on the recent
‘Compositions’ compilation provide a taster to the band’s superb psychedelic
rock”.
Ο Joynson, περαιτέρω, έδινε τον
τίτλο του πρώτου, μόνον, LP
των Circus
2000 στην εταιρεία Rifi από το 1970, συνοδεύοντας μ’ ένα R2 (πως ο δίσκος,
δηλαδή, ήταν “very rare”).
Αυτό μου είχε φανεί παράξενο. Μπορεί να μην είχα ακούσει ακόμη τότε το
συγκρότημα, ήξερα όμως πως η Rifi
ήταν ιταλική εταιρεία, αφού είχα ήδη στη δισκοθήκη μου κάποια 45άρια της
(εκείνο που θυμάμαι 100%, γιατί το είχα από τα μέσα του ’80, ήταν το “La
bomba atomica/
Tema”
των Giganti
από το 1966). Τέλος πάντων, κάπου τότε πέσανε στα χέρια μας τα «πειρατικά» της
εποχής ή τα CD
(αντιγραμμένα σε κασέτα) και ακούσαμε εν τέλει αυτό το ιταλικό γκρουπ που
ξεχώριζε από τ’ άλλα της εποχής του – και που, ok, θα μπορούσε να το μπερδέψει κάποιος με…
αμερικανικό (αν δεν πρόσεχε και τόσο). Πάντως εκείνη η… “recent ‘Compositions’
compilation”,
για την οποία έγραφε ο Joynson
πρέπει να ήταν, τελικώς, το δεύτερο LP
τους “An Escape from a Box
(Fuga dall’Involucro)”, που είχε ήδη γίνει
«πειρατής».
Ποια ήταν τα μέλη των Circus 2000 το 1970; Όπως
διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο τού πρώτου LP
τους: Silvana Aliotta φωνή, κρουστά, Marcello “Spooky” Quartarone ηλεκτρικές και
ακουστικές κιθάρες, φωνητικά, Gianni Bianco μπάσο, φωνητικά, Franco “Dede” Lo
Previte ντραμς. Η μπάντα ήταν επηρεασμένη από το
ψυχεδελικό rock
της Δυτικής Ακτής, και βασικά τους Jefferson Airplane,
έπαιζε πολύ καλά, ενώ και η φωνή τής Silvana Aliotta ή Silva Grissi είναι ακόμη πιο «γερή»
και «τοποθετημένη», φέρνοντας όντως στη μνήμη, στιγμές-στιγμές, την Grace
Slick.
Όλες οι συνθέσεις ήταν πρωτότυπες και τραγουδισμένες στην αγγλική, γραμμένες όμως
όχι από τα μέλη του γκρουπ, αλλά από τους Bob Michaels και
Vermar (Marinco Rigaldi). Δεν ξέρω αν είναι
περίεργο το γεγονός πως ενώ στο LP
δεν υπάρχει ούτε ένα ιταλικό κομμάτι, τα tracks που «κόβονταν» στα 45άρια ήταν στην ιταλική. Ίσως στα
δισκάκια η «επιτυχία» να ήταν πιο εύκολη, όταν ο στίχος ήταν στη μητρική
γλώσσα… τέλος πάντων. Πολύ καλά τα “I am the witch”, “The Lord, he has no hands” και άλλα διάφορα…
Το δεύτερο και τελευταίο LP των Circus
2000 κυκλοφορεί το 1972, ξανά στη Rifi, έχει τίτλο “An Escape
from a Box
(Fuga dall’Involucro)” όπως προείπαμε,
εμφανίζοντας την ίδιαν ακριβώς line-up – με τα τραγούδια αυτή
τη φορά, που είναι επίσης στην αγγλική (μεταφράζονται στην ιταλική στο μέσα
μέρος του gatefold),
να είναι συντεθιμένα από το ντούο Visir/
Vermar. Το
άλμπουμ, σε χοντρές γραμμές, δεν διαφέρει και τόσο πολύ από το προηγούμενο (αν
και στ’ αυτιά μου ηχεί… κάπως κατώτερο, δίχως τούτο να σημαίνει πως δεν
υπάρχουν κι εδώ ωραία tracks).
Οι συνθέσεις είναι πιο λίγες στον αριθμό (και άρα μεγαλύτερες σε διάρκεια),
συνδυάζοντας (περισσότερα) ψυχεδελικά και (λιγότερα) progressive rock στοιχεία. Πολύ καλό το “Need”, με την Silvana Aliotta να δίνει μια μεστή/ δυναμική
ερμηνεία και τον Quartarone
να κάνει ωραία δουλειά στις κιθάρες.
Οι Circus 2000 κάπου εκεί
διαλύονται, με την Aliotta να εμφανίζεται για κάποιο διάστημα (στη
δισκογραφία) ως… Silvana Dei Circus
2000 (1973) και πιο μετά ως απλώς… Silvana
(1974). Μάλιστα ως Silvana θα τραγουδήσει στην ιταλική το κλασικό
(που τότε ακόμη δεν ήταν) “Long train runnin’” των Doobie Brothers ως “Manie”. Θα την συναντήσουμε επίσης να παίζει κρουστά
στο “Io Sono Nato Libero”
[Dischi Ricordi, 1973] των Banco del
Mutuo Soccorso και να τραγουδά στο “Fiaba” [Fonit, 1974] των Procession, πριν… εξοκείλει προς την
disco,
μετά τα μέσα του ’70 με τις Le Streghe
(σε παραγωγή του και-ροκ μάγκα Shel Shapiro).
Η Silvana Aliotta
έχει κανάλι στο YouTube
κι εκεί έχει ανεβάσει μερικά τωρινά «δικά της». Κάτι “The house of the rising sun”, κάτι “I’m so glad”, το “Need” των Circus 2000 (live στο Τορίνο
από τον Απρίλιο
του 2015)… Επίσης
σε πρόσφατη συνέντευξή της, απόσπασμα της οποίας διαβάζουμε στο ιταλικό blog Le
note di Euterpe, φαίνεται να απορεί πως υπάρχουν κάποιοι, που ακόμη την
θυμούνται στην Ελλάδα ανεβάζοντας τα τραγούδια της στο YouTube. Αυτό δεν είναι τίποτα…
θα πρέπει να πούμε στην signora Aliotta.
Εδώ ανεβαίνουν άλλα κι άλλα, όχι το «Γιατί» και το “Vorrei” που ήταν επιτυχίες
και που μπαίνουν σε ελληνικές συλλογές με pop/rock sixties
τραγούδια («Πάρτυ στον ANT1»,
«60's & 70's No2», «60s Η Χρυσή Δεκαετία», «Η Μικρή μας
Ιστορία», «Μοντέρνοι Ρυθμοί του ’60» κ.λπ.) τουλάχιστον εδώ και μια 25ετία – ή μήπως και
περισσότερο;