Μεγάλωσα με το ραδιόφωνο, αλλά εδώ και χρόνια μεγαλώνω χωρίς
αυτό. Πλέον ακούω ραδιόφωνο μόνο στις διακοπές, ενώ
δεν ακούω καθόλου στο σπίτι,
στο γραφείο (που δεν έχω) και στο αυτοκίνητο. Ειδικώς τα γραφεία και κυρίως τα
αυτοκίνητα νομίζω πως έχουν καταστρέψει κάθε συνετή ραδιο-ακροαματική
διαδικασία. Οι εκπομπές, στην πλειονότητά τους, είναι προσαρμοσμένες, στον
τρόπο ζωής των οδηγών και των υπαλλήλων. Στα μιλιούνια, βασικά, που ξεχύνονται
στους δρόμους, περιδιαβαίνοντας μηχανικά την μπάντα των
FM (δεν υπάρχει εξάλλου και τίποτ’
άλλο). Κάπως έτσι ένας οδηγός, σε μια σύντομη διαδρομή στην πόλη, θ’ ακούσει
έναν ή περισσότερους σταθμούς, όμως είναι σίγουρο πως δεν θα τους ακούσει σε
τόσο χρόνο ώστε να σχηματίσει μια πλήρη γνώμη για τα προγράμματά τους – ο σκοπός του εξάλλου δεν είναι η κριτική. Λίγο από ’δω, λίγο από ’κει και πάμε παρακάτω… Στα δε γραφεία, ως γνωστόν, παίζουν οι σταθμοί με τις ετοιματζίδικες
λίστες, που επαναλαμβάνουν τραγούδια-μαστίχες μέσα από τα πιο προφανή και
εκνευριστικά
airplays. Αφήνω
το γεγονός πως ραδιόφωνο άνευ ραδιοφωνικού λόγου, άνευ παραγωγού εννοώ, είναι
μόνο για τα… πανηγύρια. Κάπως έτσι, και μ’ όλα τούτα κατά νου, αποφάσισα στις διακοπές
να ξανακούσω ραδιόφωνο με τον τρόπο που ακούγαμε παλιά. Με τη σχετική προσοχή και για πολλές
ώρες, ώστε να το ευχαριστηθώ βρε αδελφέ… Προς τούτο κόλλησα τη βελόνα στα
κρατικά κανάλια, αυτά που πληρώνουμε δηλαδή, το Πρώτο και το Δεύτερο Πρόγραμμα της
ΕΡΑ, και αράζοντας ξεκίνησα…
Η πρώτη και η τελευταία εντύπωση περικλείεται σε μια λέξη –
απογοήτευση. Μπορεί να ήταν Αύγουστος, μπορεί κάποιοι παραγωγοί να ήταν ξέρω ’γω
σε άδεια, μπορεί τον Αύγουστο να μην υπάρχουν ειδήσεις κατά το κοινώς-φαιδρώς λεγόμενο,
μπορεί δεν-ξέρω-τι, όμως, και σε κάθε περίπτωση, με τίποτα δεν δικαιολογείται
αυτή η κατάντια. Γιατί περί κατάντιας επρόκειτο. Οι λίγες εκπομπές με κάποιο
ενδιαφέρον δεν έσωναν φυσικά την κατάσταση, αφού ακόμη και σ’ αυτές δεν
αποφεύγονταν οι ανακρίβειες και τα χοντρά λάθη.
Το κρατικό ραδιόφωνο πάσχει, κατ’ αρχάς, από τα ποικίλα άχρηστα
ήθη του πιο ηλίθιου ιδιωτικού ραδιοφώνου. Οι ίδιες βλακώδεις διαφημίσεις που
πέφτουν βροχή (π.χ. τα απαράδεκτα σποτ της Εφημερίδας των Συντακτών με τα… λιοντάρια
και τα κοκόρια), τα γελοία πειράγματα και χαριεντίσματα μεταξύ των παρουσιαστών (σοβαρότης
μηδέν), τα ανόητα μηνύματα και τα SMS των ακροατών και όλες οι υπόλοιπες… τρίχες κατσαρές. Πόσες
φορές θ’ ακούσεις για παράδειγμα τον αφόρητα κουραστικό «Αύγουστο» του Νίκου
Παπάζογλου, δίχως να ξεριζώσεις τα… λυτά της μαλλιά, πόσες φορές ν’ ακούσεις τα…
χιλιάδες τραγούδια του Μαχαιρίτσα (τι έχει γράψει αυτός ο
άνθρωπος, τον άμμο της θάλασσας;), πόσες φορές ν’ ακούσεις ξανά-μανά Μάλαμα, Τσαλιγοπούλου και Αρβανιτάκη δίχως να πλαντάξεις; Η κατάσταση
είναι αφόρητη. Δεν διορθώνεται με τίποτα. Ούτε με λίγο... προπασοκικό Νταλάρα (τον
μεγάλο Νταλάρα των seventies εννοώ, για να μην παρεξηγηθώ), ούτε με λίγο ασ’-τον-κι-ας-σέρνεται
Leonard Cohen.
Πουθενά μιαν «έκπληξη». Μια επιλογή που να δείχνει γούστο και ψάξιμο μαζί. Ακόμη
κι εκείνο το «Να γελάς» του Γιώργου Αντωνίου που κάποτε μετέφερε μια δροσιά κατάντησε
πλέον τσίχλα – το κατάντησαν δηλαδή, γιατί το τραγούδι ήταν-είναι πραγματικά
ωραίο. Πολλάκις προτιμότερο από τους διάφορους «Αυγούστους»…
Δείτε τώρα τι γίνεται στο κρατικό ραδιόφωνο – σε ονόματα
παραγωγών δεν θα αναφερθώ, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά επειδή δεν κρατούσα
σημειώσεις (σε διακοπές βρισκόμουν). Υπάρχουν λοιπόν ορισμένοι που
κάνουν δουλειά αρχείου, έχοντας και σωστό ραδιοφωνικό λόγο. Οι λίγες εκπομπές τους
είναι ενδιαφέρουσες οπωσδήποτε, αλλά, ταυτοχρόνως, είναι και μόνες.
Θέλω να πω πως μόνο με το καλό ρεμπέτικο και με το αντίστοιχο λαϊκό δεν
στέκεται πρόγραμμα (σε κρατικό ραδιόφωνο). Αφήνω το γεγονός πως τα περισσότερα
άγνωστα λαϊκά από το ’50 και το ’60, που βρίσκουν χώρο στα προγράμματα, δεν
λένε τίποτα ιδιαίτερο. Δηλαδή, καλός είναι ο λόγος για τα στοιχεία και τις εταιρείες,
τις χρονιές έκδοσης, τους συνθέτες και τους στιχουργούς, και βεβαίως τους
ερμηνευτές, αλλά αν το τραγούδι είναι αδιάφορο, όλα τα υπόλοιπα χάνουν
αυτομάτως και την παραμικρή αξία τους. Εκπομπές αρχείου λοιπόν, ναι, αλλά με
καλά τραγούδια και όχι με ό,τι να ’ναι.
Το ένα πέμπτο του ελληνικού τραγουδιού μπορεί να έχει την
μερίδα του λέοντος στο κρατικό ραδιόφωνο, αλλά τα υπόλοιπα τέσσερα πέμπτα
σχεδόν απουσιάζουν. Και μιλώ μόνο για το τραγούδι, γιατί αν μιλήσω για τη μουσική
(σκέτη μουσική), απουσιάζει το 99%. Έτσι, δεν άκουσα ποτέ ένα «άγνωστο» τραγούδι
του Μαμαγκάκη, δεν άκουσα ποτέ έναν ελαφρώς σκοτεινό Λίνο Κόκοτο (κάτι από τις
«Ώρες» θέλω να πω) κι έναν ακόμη πιο σκοτεινό Χριστόδουλο Χάλαρη (έναν Χρύσανθο
φερ’ ειπείν), δεν άκουσα έναν ελαφρό Γιάννη Πάριο κι έναν Τόλη Βοσκόπουλο των seventies (για να μη μιλήσω
για τραγουδιστές τύπου Λάκη Αλεξάνδρου ή Λευτέρη Μυτιληναίου), δεν άκουσα
ελληνικό ροκ από τα eighties
(τους KDS… λέμε τώρα), δεν
άκουσα ethnic-jazz από
τα nineties (έναν Τάκη
Μπαρμπέρη ας πούμε), δεν άκουσα χιλιάδες άλλα πράγματα… Απεναντίας, άκουσα πολύ
Κραουνάκη, Πορτοκάλογλου, τα ίδια και τα ίδια τραγούδια του Τσιτσάνη, λίγο
Χατζιδάκι (κάτι από τους «Όρνιθες» δεν έχει ρε φίλε;) και σχεδόν καθόλου
Θεοδωράκη… (Κάποιες φορές μου φαίνεται πως έχει δίκιο όταν φωνάζει ο Μίκης πως
δεν παίζονται καθόλου τα τραγούδια του…). Το σύνηθες και το προφανές στην
ημερησία διάταξη. Η προσπάθεια ελάχιστη και ο κόπος μηδέν.
Το «ξένο» τραγούδι (και αναφέρομαι στο rock και την pop) είναι
υπό διωγμό στην ΕΡΑ. Ελάχιστο και πλημμελώς παρουσιασμένο λάμπει δια της απουσίας
του. Τα δε βραζιλιάνικα, αφρικανικά και βαλκανικά δεν σώζουν την κατάσταση,
αφού ακούγονται σαν υπολείμματα από το ethnic ξεσάλωμα των nineties. Καλό ήταν το αφιέρωμα στους Eloy, ένα απόγευμα, αλλά όταν
ακούς από τον παρουσιαστή πως τα γερμανικά συγκροτήματα του rock στα τέλη των sixties αναλώνονταν
σε διασκευές (οι CAN λέω εγώ ή οι Amon Düül II) και πως οι Eloy έκαναν το break γίνεσαι, όπως και να
το κάνουμε, επιφυλακτικός σε σχέση με όλα εκείνα που φθάνουν στ’ αυτιά σου.
Ορισμένες πολιτικές/οικονομικές εκπομπές είχαν κάποιο ενδιαφέρον,
αλλά η μονομανία κι ένα είδος εγωπάθειας ορισμένων δημοσιογράφων σε απέτρεπαν
από το να τις παρακολουθήσεις με άνεση. Χρειάζεται περισσότερο πλάτος, και κυρίως ακόμη
περισσότερη ταπεινότητα, ώστε να γίνεις αποδοτικότερος. Πάντως το γενικότερο ενοχλητικό, εδώ, ήταν το γλείψιμο προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Εντάξει, μπορεί να μην ήταν χυδαίο, αλλά υπήρχε και δεν το ανεχόσουν.
Προσωπικώς, από ένα κρατικό ραδιόφωνο της… ριζοσπαστικής λέμε-τώρα Αριστεράς θα περίμενα
έναν πιο σκληρό και άτεγκτο λόγο, που να μην χαρίζει κάστανα σε κανέναν.
Μετέδιδαν συνέντευξη Τύπου του Θεοδωράκη, αλλά ένα μεσημέρι από την αντίστοιχη
του Λαφαζάνη «έφαγαν» τις ερωτήσεις των δημοσιογράφων. Αν στις συνεντεύξεις Τύπου
δεν μεταδίδονται οι ερωτήσεις-απαντήσεις και μεταδίδονται μόνον οι αρχικές
τοποθετήσεις δεν βγαίνει νόημα. Ή μάλλον βγαίνει…
Υπήρχαν και ορισμένες εκπομπές λόγου, που είχαν κάποιο ενδιαφέρον. Θυμάμαι μιαν ωραία απογευματινή με καλεσμένο τον συγγραφέα Θοδωρή Καλλιφατίδη. Τα
έλεγε ωραία ο Καλλιφατίδης, αλλά ο δημοσιογράφος που συζητούσε μαζί του δεν
είχε πάρει χαμπάρι πως ο φίλος τού συγγραφέα Διαγόρας Χρονόπουλος, το όνομα του οποίου είχε αναφερθεί στη συζήτηση (βασικό στέλεχος της ΕΡΤ για χρόνια, ανάμεσα σε πολλά
άλλα), είχε πεθάνει τον προηγούμενο Μάρτιο. Την «πατάτα» τού παρουσιαστή αναγκάστηκε να την διορθώσει με σεμνό τρόπο ο ίδιος ο Καλλιφατίδης...
Ανήμερα της Παναγίας οι της ΕΡΑ μάς τα πρήξανε με… αφιερώματα, τα οποία
θα μπορούσε ν’ ακούγονταν ακόμη κι από ένα ραδιόφωνο της χούντας. Η «Παναγιά» –όχι
«Παναγία»– τα προσωνύμιά της, τα έθιμα, τα θαύματα, τα νησιώτικα, το
αντιτορπιλικό «Έλλη» και η… Μεσόγειος φλέγεται. Παρά ταύτα τέτοιο κομμάτι δεν
παίξανε…