LES JOURNEES DE MAI 68: Par Les Journalistes de R.T.L. (Philips B 77.757 L, 1968) 1η Πλευρά
- Ο De Gaulle ανακεφαλαιώνει (7 Ιουνίου)
- Ο Cohn-Bendit και η άμεση δημοκρατία (5 Μάη)
- Ο Cohn-Bendit όπως τον έβλεπε ο Georges Seguy (17 Μάη)
- Κλείσιμο του Πανεπιστημίου στη Nanterre (3 Μάη)
- Κλείσιμο της Σορβόνης (3 Μάη)
- Τα πρώτα οδοφράγμτα, Λεωφόρος Saint-Michel (3 Μάη)
- Πρώτες εντυπώσεις από τον Alain Peyrefitte (3 Μάη)
- Η πρώτη εξέγερση του Quartier Latin (6 Μάη)
- Οι φοιτητές στην Αψίδα του Θριάμβου (7 Μάη)
- Στο Palais Bourbon: επικρίσεις των φοιτητών (7 Μάη)
- Ο Alain Peyrefitte υπόσχεται ν’ ανοίξει τη Σορβόνη (8 Μάη)
- Οι μαθητές λυκείου μπαίνουν στη δράση (8 Μάη)
- Η νύχτα των οδοφραγμάτων της οδού Gay Lussac (10 Μάη)
Διάλογος Chalin-Geismar: τα πρώτα οδοφράγματα, οι μάχες του δρόμου
- Επιστροφή του Georges Pompidou (11 Μάη)
- Γενική απεργία και κατάληψη της Σορβόνης (13 Μάη)
- Ο Jean-Paul Sartre και η βία (12 Μάη)
2η Πλευρά
- Κατάληψη της Sud Aviation, της κρατικής εταιρίας κατασκευής αεροσκαφών, στην Bouguenais (14 Μάη)
- Κατάληψη του κινηματο-θεάτρου Odeon (14 Μάη)
- Κατάληψη του Εργοστασίου της Cleon (16 Μάη)
- Γιατί αυτό το αυθόρμητο κίνημα;
Από τον Eugene Descamps, γενικό γραμματέα της C.F.D.T. (16 Μάη)
- Οι φοιτητές στη Ρενώ, στην Billancourt (17 Μάη)
- Η “chienlit” (19 Μάη)
- Κατάληψη του ξενοδοχείου Plazza Athenee (20 Μάη)
- Ο Pierre Mendes-France παίρνει θέση (19 Μάη)
- Η αυτοδιαχείριση όπως τη βλέπει η C.F.D.T. (20 Μάη)
- Ο κύριος Waldeck-Rochet (P.C.F.) στην Εθνοσυνέλευση (21 Μάη)
- Ο κύριος Pisani θα ψηφίσει τη λογοκρισία (22 Μάη)
- Ο Cohn-Bendit στη Γερμανία (23 Μάη)
- Η ανακοίνωση του δημοψηφίσματος από το Στρατηγό De Gaulle (24 Μάη)
- Νέα βραδιά εξεγέρσεων στο Quartier Latin (24 Μάη)
- Ο Francois Mitterand προτείνει μία μεταβατική κυβέρνηση (28 Μάη)
- Τα φλας στο Μέγαρο των Ιλισίων : Ο De Gaulle αναχωρεί (29 Μάη)
- Ο Pierre Mendes-France και η μεταβατική κυβέρνηση (29 Μάη)
- Το πλήρες λογίδριο του Στρατηγού De Gaulle (30 Μάη)
- Ο Michel Debre στην Champs-Elysees (30 Μάη)
Παρασκευή 30 Απριλίου 2010
Πέμπτη 29 Απριλίου 2010
ΑΤΛΑΝΤΕΣ... από Αυστρία και ολίγον από Σουηδία
Τους θυμάμαι. Από την εποχή των καταλόγων· κάπως σαν... εποχή του λίθου ακούγεται αυτό, αλλά είναι περίπου έτσι. Αυστριακό jazz-funk γκρουπ, που ηχογράφησε ένα άλμπουμ σε ετικέτα Bellaphon/Bacillus το 1977, κλεισμένο σ’ ένα παράξενο nude cover. Θυμάμαι τους Atlas και στην eBay εποχή, αφού πριν κανά-δυο χρόνια έφυγε το άλμπουμ τους στα 450$, γεγονός που με εξανάγκασε να τους διαγράψω, πάραυτα, από τη νοητή μου λίστα – υπό την έννοια ότι με τόσα λεφτά δεν αγοράζεις δίσκο, αλλά οικόπεδο... Να όμως που κάποια στιγμή η καλή εταιρία Sonorama αποφάσισε να χτυπήσει τη συλλεκτική αγορά – αν και οι «άρρωστοι» δεν χαμπαριάζουν από reissues – επανεκδίδοντας σε digipak CD και LP, αυτό το πράγματι σπάνιο άλμπουμ που έχει αρκετό ενδιαφέρον, και αξίζει, εν τέλει, τα λεφτά του· τα 15 γιούρο δηλαδή! Χωρίς ακμαία, ιδιαίτερη και γνωστή εν πάση περιπτώσει funk σκηνή, η Αυστρία φαίνεται πως πέραν της τεράστιας κλασικής και avant παράδοσής της, εμφάνιζε και εμφανίζει μίαν ιδιαίτερη έλξη προς τη μαύρη μουσική. Jazz, blues, soul, ψαγμένη disco (μεγάλωσα κι εγώ, όπως και άλλοι πολλοί με Falco – τιμή μας, μη μασάτε...) και ό,τι άλλο αγαπήθηκε και αγαπάται στην κεντρο-ευρωπαϊκή χώρα, από κοινό και μουσικούς, δημιουργώντας έδαφος για άξιες λόγου καταστάσεις. Οι Άτλαντες δεν διαφέρουν... Στηριγμένοι σε μια ομάδα πεπαιδευμένων μουσικών (Reinhard Ploil τραγούδι, Thomas Borocz κρουστά, Reinhard Kuhne κιθάρες, Hannes Seidl πλήκτρα, Helmut Pichler μπάσο, Gereon Wolter τρομπόνι, Franz Berka τενόρο, Joe Rauter και Helmut Plattner τρομπέτες) φτιάχνουν έναν κλασικό soulful τζαζ-ροκικόν ήχο, με αναφορές στους Chicago, τους Blood Sweat & Tears, τους Ides of March (“Vehicle” κ.λπ.), τους Tower of Power και τους mellow Earth Wind & Fire. Όλα τα κομμάτια έχουν πράγματα να δώσουν, κυρίως γιατί στηρίζονται σε ωραίο παίξιμο, δίχως σολιστικές καταχρήσεις, σ’ έναν εκφραστικό τραγουδιστή (ακαταμάχητος ο Ploil στη μοναδική διασκευή του άλμπουμ, το κλασικό “Ain’t no sunshine” του Bill Withers) και βεβαίως, σε μία τσιτωμένη παραγωγή, ικανεί να αποδώσει με τον τρόπο που πρέπει τα funky vibes. Εντάξει, κάποια κομμάτια ίσως ν’ αρέσουν πιο πολύ, π.χ. το “Necessity”, που βγάζει στα brass κάτι από hippy ελληνικό clip (Λαβράνο ή Πλέσσα δηλαδή), όλο, όμως, το άλμπουμ οφείλουμε να το ακούσουμε ως σύνολο κι έτσι, ως σύνολο, μετράει.
Κι ένα τελευταίο. Οδηγημένος από μια περίεργη έξη έψαξα να βρω μήπως κάποιοι απ’ τους Atlas έπαιξαν για τον Falco στα eighties. Και ω του θαύματος! Ο Thomas Borocz υπήρξε ο βασικός του ντράμερ. Tώρα ησύχασα... Πάντως, υπάρχουν και άλλοι… ανδρείοι Άτλαντες, φερ’ ειπείν οι Σουηδοί τού “Bla Vardag”. Αλλά γι’ αυτούς θα γράψω άλλη φορά…
Κι ένα τελευταίο. Οδηγημένος από μια περίεργη έξη έψαξα να βρω μήπως κάποιοι απ’ τους Atlas έπαιξαν για τον Falco στα eighties. Και ω του θαύματος! Ο Thomas Borocz υπήρξε ο βασικός του ντράμερ. Tώρα ησύχασα... Πάντως, υπάρχουν και άλλοι… ανδρείοι Άτλαντες, φερ’ ειπείν οι Σουηδοί τού “Bla Vardag”. Αλλά γι’ αυτούς θα γράψω άλλη φορά…
για την SARA TAVARES
Το 1994 η Sara Tavares εκπροσώπησε την Πορτογαλία στη Eurovision. Από τότε και μέχρι το 2006, όταν κυκλοφόρησε το “Balance” [Times Square], φαίνεται πως κύλησε αρκετό νερό στο ποτάμι – τόσον ώστε να αναφερόμαστε πια σε μία άλλου τύπου καλλιτέχνιδα, ικανή να ανταποκριθεί στα ethnic* κελεύσματα. Η Tavares είναι τραγουδοποιός με έντονο, στις συνθέσεις της, το στοιχείο της καταγωγής της (προέρχεται από το Πράσινο Ακρωτήριο). Το ότι κάποια από τα τραγούδια της θα μπορούσε να τα ερμηνεύει ακόμη και η Cesaria Evora, είναι ένα γεγονός που δεν την... τιμά, γενικώς, εκείνη, μια νέα μουσικό, που, τότε, δεν είχε πατήσει ακόμη τα 30. Απ’ αυτό το χαμηλών τόνων άκουσμα ξεχωρίζει κάτι που θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά. Το “Planeta sukri”, ένας παράξενος συνδυασμός reggae και coladeira με λόγια σαν και τούτα: «Πάρε με σ’ έναν πλανήτη όλο γλύκα/ πάρε με σ’ ένα μέρος που να μην υπάρχουν ούτε λύπη, ούτε δάκρυα». Σας φέρνει στο νου το θρυλικό… προσωκρατικό άσμα του Τάκη Μουσαφίρη «Σε μια στίβα καλαμιές»; (Έβλεπα φωτιές στο δρόμο/ έβλεπα παντού φωτιές/ πως καιγόνταν τα κορμιά μας/ ζούσαν μόνο οι ψυχές/ και δεν είχαν ούτε πόνο ούτε και λαβωματιές/ νά’μενα στον άλλο κόσμο/ να μην ξύπναγα ποτέ). Ναι… πέρασε, αλλά δεν κόλλησε.Αυτό ακριβώς το άλμπουμ, το “Balance” αποτελεί, τώρα, το 1/3 του πακέτου “Alive! In Lisboa”. Περί τίνος ακριβώς πρόκειται; Επεξηγώ... Σαν συλλογή λογίζεται το “Alive!...” [World Connection, 2008], κι αυτό γιατί περιέχει, πέραν του “Balance”, το άλμπουμ “Mi Ma Bo” του 1999, καθώς κι ένα DVD, βιντεοσκοπημένο κάπου στη Λισαβώνα, τον Μάρτιο του ’07. Ολίγες λεπτομέρειες... Το ethnic-pop του παλαιότερου CD ήταν συμβατό οπωσδήποτε με τα χρόνια του σχετικού ξεσαλώματος, όμως, σήμερα, 10-11 χρόνια αργότερα, δεν αντέχει σε ευθεία σύγκριση-αντιπαράθεση με ό,τι, κυρίως, «παίζει» στον ευρύ pop χώρο. Για το “Balance” τα είπαμε. Όσον αφορά στο DVD, η Tavares έχει, οπωσδήποτε, ωραία σκηνική παρουσία, και όσα από τα κομμάτια τα συνοδεύει με την κιθάρα της (ακόμη καλύτερο το thumb πιάνο της εισαγωγής) έχουν μια δύναμη, η οποία καλύπτεται, θα έλεγα, από την – έστω και χαμηλών τόνων – ορχήστρα· που, σιγά-σιγά, μπαίνει στο παιγνίδι και αυτή. Το βασικό ερώτημα είναι ένα. Πώς θα μπορούσε να ηχεί ένα επόμενο κανονικό CD της Πορτογαλίδας; Την απάντηση θα μας τη δώσει το “Xinti” [World Connection, 2009], ένα άλμπουμ που μοιάζει με το “Balanco”, όντας κι αυτό χαμηλών τόνων, με… λεπτές ενορχηστρώσεις και με το τύπου ψιθύρου τραγούδισμα τής Tavares να επιτείνει την αίσθηση εκείνου… που δεν συμβαίνει· κάτι, εν πάση περιπτώσει, που εξελίσσεται μακρυά από τα πάσης φύσεως φώτα. Υπάρχουν ορισμένες καινοτομίες, κατ’ αρχάς όσον αφορά στην ισχυρότερη παρουσία των μουσικών (ανάμεσα και μία μορφή της πορτογαλικής τζαζ, ο φλαουτίστας, καλύτερα bansuri-στας, Rao Kyao), αλλά και όσον αφορά στα ηχοχρώματα, τα οποία ορισμένες, λίγες, φορές ωραία εκμοντερνίζονται (η σχεδόν ακουστική r&b αίσθηση του “Keda livre” δίνει το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του δίσκου). Σε γενικές γραμμές έχουμε να κάνουμε με μία σοβαρή καλλιτέχνιδα της ethnic σκηνής, για την οποίαν δεν μπορείς να στοιχηματίσεις προς τα πού ακριβώς κατευθύνεται.
* Ως ethnic αντιλαμβάνομαι τα σύγχρονα fusions των παραδόσεων. Για παράδειγμα οι Afro Celt Sound System, που αναμιγνύουν κέλτικους με αφρικaνικούς ήχους είναι ethnic. Φυσικά, υπάρχει καλό και κακό ethnic. Με τη λέξη world εννοώ τις παλαιές μουσικές του κόσμου (το ρεμπέτικο π.χ. είναι world). Χονδρικά αυτά. Γιατί αν κάποιος παίζει «πιστό» ρεμπέτικο σήμερα (εννοώ άνευ fusions), κοιτώντας με δέος την παράδοση, πώς θα τον πεις; Αν υπάρχει λόγος να τον πεις κάπως…
* Ως ethnic αντιλαμβάνομαι τα σύγχρονα fusions των παραδόσεων. Για παράδειγμα οι Afro Celt Sound System, που αναμιγνύουν κέλτικους με αφρικaνικούς ήχους είναι ethnic. Φυσικά, υπάρχει καλό και κακό ethnic. Με τη λέξη world εννοώ τις παλαιές μουσικές του κόσμου (το ρεμπέτικο π.χ. είναι world). Χονδρικά αυτά. Γιατί αν κάποιος παίζει «πιστό» ρεμπέτικο σήμερα (εννοώ άνευ fusions), κοιτώντας με δέος την παράδοση, πώς θα τον πεις; Αν υπάρχει λόγος να τον πεις κάπως…
Τετάρτη 28 Απριλίου 2010
OUT OF FOCUS εν ονόματι του νόμου... ηχητικώς αθάνατοι
Οι Out of Focus υπήρξαν ένα από τα σημαντικότερα γερμανικά συγκροτήματα πέραν από εποχές και… δόγματα. Μπάντα με καταπληκτικές συνθέσεις, έξοχους παίκτες, μεγαλειώδη ήχο, πολιτική στάση… Ένα υπερ-σύνολο, που ακόμη και σήμερα, 40 χρόνια μετά, εξακολουθεί να σε ταξιδεύει με τις μουσικές του. Η ελληνική Missing Vinyl χρεώνεται την, για πρώτη φορά, επανέκδοση σε βινύλιο (με απ' ευθείας licence από τον Eckart Rahn της Kuckuck Schallplatten), ταυτοχρόνως και των τριών τους άλμπουμ από το διάστημα 1970-1972· ένα πλήρες πακέτο δηλαδή, έτοιμο για ολοκληρωμένη απόλαυση. Συγκροτημένοι σε σώμα το 1968, κάπου στο Μόναχο, οι Out of Focus πρωτοεμφανίζονται με το “Wake Up!” στα τέλη του ’70 – αποτελούμενοι, όντας κουιντέτο, εκ των Remigius Drechsler κιθάρες, Hennes Hering όργανο, πιάνο, Moran Neumuller τενόρο, φλάουτο, φωνή, στίχοι, Klaus Spori ντραμς και Stephan Wischeu μπάσο. Έχοντας ως παρακαταθήκη τον ήχο των Traffic, των Jethro Tull, των Pink Floyd και των Caravan κατορθώνουν να δώσουν πνοή στο δικό τους αναγνωρίσιμο σύμπαν, το στηριγμένο στη βαρέων βαρών rhythm section, στις fat πενιές του Drechsler, στα trippy πλήκτρα του Hering (η kraut παραφυάδα), στα… γερμανο-αγγλικά φωνητικά του Neumuller. Blues, jazz, psych και prog στοιχεία αλέθονται με υποδειγματική μαεστρία, οδηγημένοι στο απόγαιο – από το πρώτο κιόλας LP τους – με κομμάτια όπως τα “See how a white Negro flies”, “God save the queen, cried Jesus” και βεβαίως με τα “World’s end” και “Dark, darker” στην side b. Ήταν η αρχή.Το καλοκαίρι του ’71 ηχογραφείται (στο Μόναχο) το δεύτερο άλμπουμ τους “Out of Focus”, με την ίδιαν ακριβώς line-up. Από μουσικής πλευράς η μπάντα μετατοπίζεται προς πιο jazzy καταστάσεις, μέσα στο κλίμα των progressive συγκροτημάτων της RCA Neon, που έσκαγαν, τότε, το ένα μετά το άλλο (Tonton Macoute, Raw Material), βεβαίως των Nucleus και των Soft Machine και οπωσδήποτε των Caravan. Είναι απίστευτο πώς παίζουν σε κομμάτια όπως το 14λεπτο “Whispering”, δίνοντας full-passion μουσικές, ταξιδιάρικες και γήινες ταυτοχρόνως. Ασυναγώνιστο jazz-rock (για να το πω έτσι κάπως χοντρά), που θα μπορούσε να ταρακουνήσει συθέμελα τους αμερικανούς πιονιέρους του είδους. Ήταν η εποχή, κατά την οποίαν το γκρουπ μπαίνει βαθιά στο χώρο της επαναστατημένης Αριστεράς, με τις συναυλίες του να παρακολουθούνται στενά από την αστυνομία, η οποία συχνότατα παρενέβαινε προς άγραν υπόπτων για… τρομοκρατία (το είχε πει ο Remigius Drechsler σε μια συνέντευξή του στο βρετανικό περιοδικό Audion, issue #44, την Άνοιξη του 2001). Ήταν τα τραγούδια τους “What can a poor bοy do (but to be a streetfighting man)” που πυροδοτούσαν αντιδράσεις, η αντιτιθέμενη στάση τους σε θέματα ταμπού (θρησκεία π.χ.), όπως και η έμμεση, πλην σαφής, συμπάθειά τους προς την γκρούπα Baader-Meinhof (άλλες εποχές). Γενικώς, οι Out of Focus τα έχωναν. Είχαν γνώση/γνώμη για τον τρόπο διάχυσης της προπαγάνδας μέσω της TV, για το ρόλο του ποδοσφαίρου, για το πώς σκέφθονταν και δρούσαν οι πολιτικοί – με το έσχατο μαραθώνειο “Fly bird fly/ Television program” ν’ αποτελεί ένα ακόμη μανιφέστο τους.Το τρίτο άλμπουμ “Four Letter Monday Afternoon”, από το 1972, θεωρείται, από πολλούς, το καλύτερό τους. Ίσως, γιατί ήταν διπλό. Δύσκολο πάντως να πεις, αφού και τα τρία LP ξεπερνούν κάθε προσδόκιμο στάνταρντ. Μουσικώς, εδώ, οι Out of Focus εμφανίζονται ακόμη πιο προχωρημένοι. Το jazz-rock που παίζουν δεν έχει όμοιό του εκείνη την περίοδο. Μία σπάνιας ομορφιάς συνύπαρξη… γήινων και κοσμικών στοιχείων, που θεραπεύει. Από πεντάδα γίνονται, μάλιστα, ενδεκάδα (προστίθενται ακουστική κιθάρα, βαρύτονο και άλτο σαξόφωνο, τρομπέτα, τρομπόνι, κι άλλο όργανο, bongos), προκειμένου ο ήχος να γίνει ακόμη περισσότερο complex, δίχως, πάντως, και ποτέ, να χάνει τη… λαϊκότητά του. Το συγκρότημα ολοκληρώνει θα έλεγα την προσφορά του, με το “Huchen 55”, την 4μερή σουίτα, που καταλαμβάνει όλον τον δεύτερο original δίσκο (3η και 4η πλευρά). Εδώ, τα heavy space, α λα Amon Duul II, στοιχεία συνδυάζονται με τις improv «Soft Machine-ικές» και «Keith Tippett-ικές» περιπέτειες, υποβοηθούμενα ενίοτε από ακατάλληλους φωνητικούς τύπους, οι οποίοι διεκπεραιώνονται μέσω των, κάπως σαν Mothers, τραγουδο-απαγγελιών.
Εν ονόματι του νόμου… ηχητικώς αθάνατοι.
Τα... ελληνικά άλμπουμ
OUT OF FOCUS – Wake Up! – Missing Vinyl MV004 – 2009
OUT OF FOCUS – Out of Focus – Missing Vinyl MV005 – 2009
OUT OF FOCUS – Four Letter Monday Afternoon – Missing Vinyl MV006 – 2009
Επαφή: http://www.veamusic.com/missing_vinyl/mv
Εν ονόματι του νόμου… ηχητικώς αθάνατοι.
Τα... ελληνικά άλμπουμ
OUT OF FOCUS – Wake Up! – Missing Vinyl MV004 – 2009
OUT OF FOCUS – Out of Focus – Missing Vinyl MV005 – 2009
OUT OF FOCUS – Four Letter Monday Afternoon – Missing Vinyl MV006 – 2009
Επαφή: http://www.veamusic.com/missing_vinyl/mv
Τρίτη 27 Απριλίου 2010
FREDDY COLE... nobody knows
To 2000 o Jazzman είχε δώσει ένα split 45άρι με το τραγούδι τού Fred Johnson “A child runs free” στην πρώτη πλευρά και το “Brother where are you” με τον Freddy Cole στη δεύτερη. Ήταν εκείνος (ο Jazzman) η αιτία, ώστε να μάθει ο κόσμος το (δεύτερο) καταπληκτικό άσμα (στη συγκεκριμένη εκτέλεση εννοώ), το οποίο είχε γράψει ο μεγάλος μουσικός Oscar Brown, Jr., σπρώχνοντάς το στο άπειρο ο αδελφός τού Nat King Cole· και περαιτέρω ο λόγος, ώστε το σχετικό LP του Freddy Cole, στο οποίο ακουγόταν το κομμάτι, να ξεφύγει, ως αξία, στις δημοπρασίες και τα παζάρια. Το άλμπουμ που είχε τίτλο “The Cole Nobody Knows” είχε κάνει έως σήμερα δύο τουλάχιστον… original εκδόσεις. Η πρώτη (1976), με το μαύρο εξώφυλλο, στη μικρή εταιρία από την Georgia First Shot χτυπιέται μ’ ένα ποσό που μπορεί να ξεπερνά το 800$, ενώ η δεύτερη (1977) στην Audiophile, με το μπλε εξώφυλλο, ξεπερνάει κι αυτή τα 400. Οπότε; Οπότε έπρεπε με κάποιο τρόπο να επανεκδοθεί αυτό το σπάνιο κομμάτι, πράγμα το οποίον πράττει σε limited edition LP και digipak CD η Sonorama Records (www.sonorama.de, σε κυκλοφορία από την 21η Μαΐου), καθότι εδώ, σ' αυτόν το δίσκο υπάρχει, συναρπάζει και κυριαρχεί η εκδοχή του Cole για το “Brother where are you”, τραγούδι το οποίον είχε ερμηνεύσει ο ίδιος ο Oscar Brown, Jr. στο άλμπουμ του “Mr. Oscar Brown, Jr. Goes to Washington” [Verve, 1965], αλλά και σ’ εκείνο της Atlantic (1974) με τον ίδιο τίτλο “Brother Where Are You”. [Όπως με πληροφόρησε ο Θοδωρής η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού δεν ήταν από τον Oscar Brown, Jr., αλλά από την Abbey Lincoln, στο άλμπουμ της "Abbey Is Blue" στην Riverside, το 1959]. Έχοντας δίπλα του τον μπασίστα Ed Edwards, τον ντράμερ Paul Avery και τον κιθαρίστα Buddy Cooner, ο Freddy Cole, που χειρίζεται πιάνο, ηλεκτρικό πιάνο και τραγουδά βεβαίως, προσφέρει μιαν έξοχη groovy version στο, ούτως ή άλλως, σπουδαίο τραγούδι του Oscar Brown, αναδεικνύοντας τα ρυθμικά στοιχεία στην ενοργάνωση, αλλά και τα δραματικά των στίχων στην ερμηνεία, με παράλληλη top of the top κιθαριστική συμβολή.
Εντάξει, το “Brother where are you” εξέχει των πάντων, ανεβάζοντας το LP στα ύψη, όμως είναι κρίμα να το δει κανείς (το LP), ως το… άλμπουμ ενός μόνον τραγουδιού. Ο Freddy Cole, όσο κι αν πιάνει κάτι από την… ανάδελφη γλύκα του αδελφού του, έχει προσωπικό στίγμα, διαμορφωμένο μέσα στο soul-jazz κλίμα της εποχής, προσφέροντας πρότυπες ερμηνείες και σε άλλα tracks, όπως στο “Correct me if I’m wrong” του Ben Benjamin (δυνατή μπαλάντα, με πιάνισμα που ζωγραφίζει), αλλά και στο blues “A man shouldn’t be lonely” του Charles Singleton· όλα στην side A, με τη δεύτερη να κινείται σε περισσότερο smooth «ευγενείς» ατμόσφαιρες.
Ο Freddy Cole έπαιξε στην Αθήνα πριν από λίγες μέρες. Τον είδε κανείς;
Ο Freddy Cole έπαιξε στην Αθήνα πριν από λίγες μέρες. Τον είδε κανείς;
Δευτέρα 26 Απριλίου 2010
KASHMIR danish-folk υψίπεδα
Κάποιος αναγνώστης με ρώτησε στο cbox για τους Kashmir, ένα από τα καλύτερα, θα έλεγα, δανικά folk-rock LP από τα early seventies. Έχω ξαναγράψει, και προσφάτως, για τη folk σκηνή Δανία (εκείνη που ήκμασε στα χρόνια του ’60), με αφορμή την παρουσία εκεί του Γιώργου Μενέλαου Μαρίνου, έχοντας αναφέρει τα ονόματα των folkists Caesar, Per Dich, Poul ή Povl Dissing, Frode Veddinge και του τρίο Cy, Maia and Robert, στο οποίο συμμετείχε ο Άγγλος Cy Nicklin (αργότερα στους Culpeper’s Orchard), η Δανή Maia Aarskov και ο πρόωρα χαμένος Γάλλος Robert Lelievre (λίγο αργότερα στους Pan). Τα λέω αυτά για να δείξω το προφανές, πως η folk με την folk-rock σκηνή είχαν άμεση σύνδεση, με την πρώτη διάχυση να τοποθετείται περί το 1967, όταν σκάνε μύτη στη χώρα οι Steppeulvene (O Λύκος της Στέπας δηλαδή, πιθανώς να ονομάστηκαν έτσι λίγο πριν από τους Steppenwolf), ένα πρωτοπόρο δανικό κουαρτέτο (κιθαρίστας ο Stig Moller), το οποίον τραγουδούσε στη γλώσσα του (επηρεασμένο καταφανώς από τους Byrds) τραγούδια, κυρίως, κοινωνικού περιεχομένου – οι ίδιοι ανέφεραν στο back cover του μοναδικού τους άλμπουμ “Hip” [Metronome MLP 15269, 1967] ως επιρροές τούς Beatles, Rolling Stones, Ray Davies, Donovan, Bob Dylan και John Sebastian. Έτσι, στα πρώτα χρόνια του ’70 ήταν ήδη διαμορφωμένο το έδαφος πάνω στο οποίο θα πατούσαν τα καινούρια συγκροτήματα οι Culpeper’s Orchard ας πούμε, που είναι πιο γνωστοί, και βεβαίως οι Kashmir, που είναι, μάλλον, άγνωστοι. Τo 1971 φαίνεται πως ήταν η καθοριστική χρονιά γι’ αυτούς, αφού βγάζουν το πρώτο 45άρι τους στην Mascot, υπογράφοντας αμέσως μετά στη Sonet, λίγο πριν την έκδοση του πρώτου μεγάλου δίσκου τους “Jodle-Knud”. Στην μπάντα οι Nils Tuxen ηλεκτρικές και ακουστικές κιθάρες, 6χορδο μπάσο, 12χορδη κιθάρα, pedal steel κιθάρα (ο τύπος είχε προϋπηρεσία στους Savage Rose και τους Vestenvinden, ενώ αργότερα θα περάσει και από τους Culpeper’s Orchard), Carl Age Isaksen πιάνο, Jorgen Werner ηλεκτρικό μπάσο και Jorgen Thomsen ντραμς, φωνή, στίχους-μουσική σε όλα τα κομμάτια, ενώ βοηθούν οι Einar Hillebert βιολί και Mike Woods κιθάρες. Το άλμπουμ αυτό το είχα αποκτήσει πριν από 15 χρόνια περίπου, όταν οι δίσκοι ήταν ακόμη φθηνοί, από έναν σουηδό trade partner (η πάλαι ποτέ προσφιλής τακτική της ανταλλαγής) κι επειδή τότε είχα ακούσει λίγα γκρουπ της σκηνής (τους Pan ας πούμε, τους Culpeper’s Orchard, τους Young Flowers, τους Savage Rose φυσικά κι ίσως κάποια ακόμη), είχα πάθει πλάκα. Το άκουσα πάλι, τώρα. Και τώρα το βρήκα αρκετά καλό, κυρίως για ’κείνο το ολίγον τι περφεξιονιστικό country rock, για το οποίο θα ισχυριζόμουν πως πατούσε με πίστη πάνω στα διδάγματα των Flying Burrito Brothers. Τα παιξίματα του Tuxen είναι όλα τα λεφτά (και τα ηλεκτρικά, και τα ακουστικά, και τα… pedal steel), ενώ και η τραγουδοποιία τού Thomsen δεν έχει να ζηλέψει πολλά από τα καλύτερη της εποχής (και του στυλ). Υπάρχουν κομμάτια όπως το “For en krone” που παραπέμπουν (ας τραγουδούν στη δανική) σ’ εκείνο το πρώτο απίστευτο κιθαριστικό LP των Culpeper’s (με το comic cover), και άλλα που είναι τελείως… Byrds (“Uh det er sa koldt”). Πάντως το πιο ενδιαφέρον κομμάτι είναι το jazzy… στο πέντε “Hej Lille du”, δίχως να υποτιμώ το blues-rock “Min allerbedste ven”, που έχει, επίσης, εντυπωσιακές κιθάρες ή τον... ύμνο "Karen". Το δεύτερο LP των Kashmir κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά (1972) υπό το όνομα Jorgen Thomsen & Kashmir και είχε τίτλο "Forar" - δεν το έχω ακούσει. Συμμετέχουν, όμως, σχεδόν οι ίδιοι μουσικοί (Tuxen, Isaksen, Thomsen), με τη θέση του μπασίστα Werner να έχει τώρα ο Flemming Bjergby Hansen (από τους My Ship, αργότερα στους Sensory System), ενώ ντραμς παίζει ο Ken Gudman (από τους Culpeper's Orchard, και τους Young Flowers). Όσοι γνωρίζουν τα ονόματα αντιλαμβάνονται για το τι περίπου συζητάμε…Δισκογραφία
1. Sismofyt sangen/ Uh det er så koldt – 7”, Mascot MP 1037 – 1971
2. Jodle-Knud – LP, Sonet SLPS 1527 – 1971
3. Forar – LP, Sonet SLPS 1533 – 1972 (ως Jorgen Thomsen & Kashmir)
4. Various – Dansk Beat 72 – Sonet SLPS 1955 – 1972 (περιέχει ένα track από το δεύτερο LP)
5. Various – Gylden Bornetime – Sonet SLP 1316 – 1978 (περιέχει το πρώτο κομμάτι από το single)
1. Sismofyt sangen/ Uh det er så koldt – 7”, Mascot MP 1037 – 1971
2. Jodle-Knud – LP, Sonet SLPS 1527 – 1971
3. Forar – LP, Sonet SLPS 1533 – 1972 (ως Jorgen Thomsen & Kashmir)
4. Various – Dansk Beat 72 – Sonet SLPS 1955 – 1972 (περιέχει ένα track από το δεύτερο LP)
5. Various – Gylden Bornetime – Sonet SLP 1316 – 1978 (περιέχει το πρώτο κομμάτι από το single)
ΑΡΜΟΣ cretan folk
Το συγκρότημα Αρμός είναι σχετικώς νέο, έρχεται από την Κρήτη και υποστηρίζει με το δικό του τρόπο, πώς είναι δυνατόν να υπάρξει ένα σύγχρονο τραγούδι, που να μην αρνείται τη μουσική παράδοση (της νήσου εν προκειμένω), αλλά, ταυτοχρόνως, να μην ποδηγετείται από το φολκλόρ και τη γραφικότητα. Φυσικά, οι Αρμός δεν μένουν μόνο στις προθέσεις – εννοώ πως οι προθέσεις δεν μπορεί να είναι αρκετές, αν το συνολικό έργο υπολείπεται –, αφού ενδιαφέρονται, κυρίως, για την προσωπική κατάθεση· να υπηρετήσουν δηλαδή ένα είδος τραγουδιού, που να μπορεί να στέκεται από μόνο του, άνευ παρελκομένων, βασισμένο σε παλαιά, δοκιμασμένα υλικά. Μουσικές που να γράφουν, λόγια που να μιλούν, ενορχηστρώσεις που, με σύνεση, να τολμούν, φωνές νέες, άφθαρτες, να υπηρετούν.Κατ’ αρχάς, αναφερόμαστε σ’ ένα τετραμελές συγκρότημα (Γιάννης Κιαγαδάκης μπάσο, Απόστολος Ξυριτάκης πιάνο, Μάνος Σμαργιανάκης κιθάρες, Λευτέρης Μουρτζάκης φωνή), που γράφει το ίδιο τα τραγούδια του. Υπάρχουν βεβαίως και συμμετοχές – μία σύνθεση είναι του Γιάννη Ζουγανέλη, μία άλλη του Γιάννη Νικολάου..., όμως η γενική εντύπωση δεν αλλάζει· κι αυτή έχει να κάνει με τις δυνάμεις συνοχής που εμφανίζουν τα κομμάτια (δικά τους ή μη), κάτι που δεν είναι άμοιρο, εννοείται, της παραγωγής. Οι μουσικές είναι εκείνο που, με γενικούς όρους, θα περιέγραφα ως folk. Όπως folk ήταν οι Pentangle και οι Steeleye Span κάποτε, ή οι Espers και οι Vetiver σήμερα. Ένα folk όμως που υπερσκελίζει τις εκάστοτε παραδόσεις, φέρνοντάς τες σ’ επαφή με «άλλα» ρεύματα, τα οποία συνάδουν όμως με τις τοπικές ιδιαιτερότητες. Οι Αρμός δηλαδή δεν είναι ένα folk-rock γκρουπ με αγγλοσαξωνικές αναφορές, αλλά ένα cretan-folk σχήμα που έχει σκύψει πάνω από τα άνθη του τόπου του κυρίως, τον Μουντάκη, τον Σκορδαλό, τον Φουσταλιέρη (υποθέτω), τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη (σίγουρα), έχει αφουγκραστεί το λυγμό του Ξυλούρη, το trance του Ψαραντώνη, μεταφέροντας στο φως κάτι δικό του. Οι ενορχηστρώσεις (κόρνο, βιολί, τσέλο, κλαρινέτο, αλλά και μπουζούκι, σάζι, βεβαίως λύρα, λαούτο, αλλά και ηλεκτρική κιθάρα και πιάνο και keyboards και, και...) επίσης δείχνουν. Κι εδώ είναι η αξία. Ότι ο ήχος των Αρμός στο «Αμόνι και Νερό» [Legend, 2007] είναι «ένα πράγμα», μία συμπαγής φωνή, που μπαίνει κάτω από τ’ όνομά τους και όχι δίπλα ή πάνω απ’ αυτό. Αν και οι «άγνωστοι» τραγουδιστές είναι επαρκέστατοι (Σμαργιανάκης, Μουρτζάκης), είναι ο Μανώλης Λιδάκης εκείνος που κάνει τη διαφορά στις ερμηνείες, θέτοντας εαυτόν στην υπηρεσία του γκρουπ, ποζάροντας όχι τύποις, αλλά στην ουσία, ως πέμπτο μέλος. Το «Σκοτάδι γυμνός» είναι σπουδαίο τραγούδι και δεν είναι το μόνο. Και ο «Αρχάγγελος» και το «Ήλιος ήσουν και φεγγάρι» και το «Αμόνι και νερό» και το «Καρδιά έχω άδεια» και το «Ασυνόδευτο τραγούδι» και το «Μ’ έμαθες μάτια να διαβάζω», συγκινούν με την απλότητά τους, τη διάθεσή τους να εκφράσουν κάτι (έστω κάτι...) που να μην έχει ειπωθεί, που να είναι ή να φαντάζει αυθόρμητο, γηγενές και υπερήφανο. Κυρίως, υπερήφανο... Περίπου τα ίδια θα ισχυριστώ και για το πιο πρόσφατο CD του συγκροτήματος, που έχει τίτλο «Άνεμοι και Παλίρροιες» [Legend, 2009], ένα επίσης ελληνικότατο άλμπουμ, το οποίο ναι μεν μπορεί ν’ ανήκει στη λεγόμενη «έντεχνη παραγωγή», όμως, απέχει παρασάγγας από την «κλαψο-κατάσταση» του χώρου. Οι Αρμός εξακολουθούν να είναι τέσσερις (Κιαγιαδάκης, Μουρτζάκης, Ξυριτάκης, Σμαργιανάκης). Οι συνθέσεις ανήκουν σε όλους, ενώ λόγια γράφει ο Σμαργιανάκης, καθώς και 3-4 ακόμη. Εκείνο που φαίνεται κι εδώ, αμέσως σχεδόν, είναι, πρώτον, οι πηγαίες μελωδίες, και δεύτερον οι λίγο «στραβές» ενορχηστρώσεις – δεν αρνούνται τα ηλεκτρικά όργανα π.χ. –, οι οποίες, σε κάθε περίπτωση, δεν εμπίπτουν στην ευκολία του fusion. Διακρίνεται δηλαδή μία σαφής αισθητική γραμμή, την οποία δίδουν τα βιολιά, τα λαούτα, το μπουζούκι, τα κρουστά, οι λύρες, όλα «τοποθετημένα» με τρόπους που τ’ αναδεικνύουν (τα όργανα)· καθότι, σε ορισμένα θέματα υπάρχει μία «έντεχνη» κατάχρηση. Το «Θάλασσα και γυναίκα» σε στίχους Γιώργου Λεκάκη, με τη φωνή του Μπάμπη Στόκα (θυμίζει ένα τραγούδι από τα Φεστιβάλ της Κέρκυρας του Μάνου Χατζιδάκι, το 1981-82 – μάλλον περισσότερα από ένα...) είναι ωραίο, αλλά ακόμη ωραιώτερο είναι το «κρητικής» διάθεσης, με κάποια ψήγματα ενετικής καντάδας, «Τ’ ανθρώπου η έχθρα». Γενικώς, οι χαμηλοί λυρικοί τόνοι και το ενορχηστρωτικό φινίρισμα είναι το «πεδίο ασκήσεων» των Αρμός, ενός... folk κρητικού συγκροτήματος με δική του φωνή και ήχο.
PATRIZIO FARISELLI Βαρύ φως
Ακόμη ένας μουσικός από την ιταλική παρέα, ο οποίος δεν σταμάτησε να παράγει καινούριους ήχους, βρίσκοντας την τελευταία δεκαετία όλο και συχνότερα τον τρόπο να επικοινωνεί με τους ακροατές του. Ο πιανίστας Patrizio Fariselli, γεννημένος το 1951 στα βόρεια παράλια της Αδριατικής, στην πόλη Cesenatico, ήταν, μαζί με τον Demetrio Stratos, ο πιανίστας-κιμπορντίστας των Area, ο άνθρωπος στον οποίον οφειλόταν μεγάλο κομμάτι του ηχητικού πλουραλισμού τού... International Popular Group. Επηρεασμένος από τον τρόπο και τα διδάγματα του John Cage, ο Fariselli ήδη από το 1977 και την “Antropofagia” [Cramps] έχει προσδιορίσει το δικό του... προετοιμασμένο σύμπαν – κατεβαίνει και αυτό από το Mutant Sounds – στο οποίο επιστρέφει, ανά τακτά διαστήματα, μέσα στους... αιώνες. Από τις αρχές των 00s, με το Patrizio Fariselli Project ή χωρίς, και μέσω του label Curved Light το οποίον ο ίδιος ιδρύει, ο Fariselli επαναπροσδιορίζει το παρελθόν του με το άλμπουμ “Area, Variazioni per Pianoforte” (2005) διασκευάζοντας για σόλο πιάνο κομμάτια του ιστορικού γκρουπ [Cometa rossa, Il bandito del deserto, Gioia e rivoluzione, Gerontocrazia, Megalopoli, La mela di Odessa, Luglio Agosto Settembre (nero), Arbeit macht frei], επεκτεινόμενος σε διαρκείς avant περιοχές· με το τελευταίο του άλμπουμ π.χ. που έχει τίτλο “Notturni” και το οποίο κυκλοφόρησε πρόπερσι από την ιταλική εταιρία Auditorium. Το «Τραγούδι του Σείκιλου» είναι η αιτία για μία περιπλάνηση του Fariselli σε ήχους του... τότε (τα notturni του έχουν περισσότερο σχέση με τον Satie, παρά με τον Faure), δίνοντας, ειδικώς με το “Notturno afoso”, έναν πλήρη ορισμό, γύρω από το τι θα μπορούσε να σημαίνει, σήμερα, ο όρος avant-jazz· ή κάτι ανόλογο. Κρουστή «προετοιμασία, «ξεκούρδιστοι» αρπισμοί από τον κιθαρίστα Roberto Cecchetto, ηλεκτρονικές παρηχήσεις, jazz-ρομάντζα... Όλα σε τάξη...
Επαφή: www.fariselliproject.it
Σάββατο 24 Απριλίου 2010
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΚΟΥΤΑΡΑΣ κατα-κάλτ… εικονοκλάστης
Ο blogger BlackCatBone άφησε μερικά σχόλια στην ανάρτηση τής 16 Απριλίου 2010, που αφορά στον Σωτήρη Κοματσιούλη (http://diskoryxeion.blogspot.com/2010/04/strange-stories.html), θυμίζοντάς μου έναν άλλο Λαρισαίο της εποχής (ο Κοματσιούλης δεν ήταν Λαρισαίος, αλλά έκανε καριέρα στη Λάρισα), τον Κώστα Κουκουτάρα. Με αφορμή την επανέκδοση του άλμπουμ του, που είχε συμβεί στα τέλη του 2006, από την Anazitisi Records, είχα γράψει ένα μικρό κομμάτι στο J&T, το οποίον εδώ επαναλαμβάνω…Το όνομα του λαρισαίου… εικονοκλάστη τραγουδοποιού Κώστα Κουκουτάρα το γνωρίζουν ελάχιστοι στην Ελλάδα. Πρόκειται για μία μοναδική ροκόβια περσόνα, από 'κείνες που σπανίως (διεθνώς και ελληνικώς) δρασκελούν την πόρτα κάποιου στούντιο προκειμένου να ηχογραφήσουν. Στην αλλοδαπή, βεβαίως, εκεί όπου τα πράγματα είναι περισσότερο σοβαρά και οι μουσικόφιλοι ξέρουν να εκτιμούν ακόμη και τα... z-τραγούδια τους, υπάρχει ένα κίνημα, το οποίο έχει βαλθεί να αποκαταστήσει το όνομα των πιο απροσάρμοστων songwriters στην ιστορία του δίσκου, τοποθετώντας τους σε θέση… ισάξια μ’ εκείνους που αναγνωρίζουμε όλοι μας ως «σπουδαίοι καλλιτέχνες». Μάλιστα, ένας από τους πρώτους επωνύμους που έσκυψε με συμπάθεια και αληθινό ενδιαφέρον πάνω από την z-κλάση ήταν ο Frank Zappa, ο οποίος είχε μιλήσει με τα καλύτερα λόγια για τον χειρότερο δίσκο όλων των εποχών, το “Philosophy of the World” των Αμερικανίδων Shaggs. Στην Ελλάδα, εννοείται, κανείς «επώνυμος», δεν επέδειξε ποτέ κάτι από την μεγαλοθυμία του θείου Frank, να πει δηλαδή δύο κουβέντες παραπάνω, γι’ αυτόν τον απίθανο τύπο από τον θετταλικό κάμπο, τον Κώστα Κουκουτάρα, που πρώτος έκανε πράξη την… ψυχο-τονωτική διδαχή κάν’το όπως-όπως, αλλά κάν’το μόνος σου. Ο Κώστας Κουκουτάρας και οι Azite’i’sions [sic] – ήτοι οι Κώστας Παραβάνος κιθάρες, αργότερα στους blues-rockers Pax, όπως με πληροφόρησε ο BlackCatBone, Παντελής Κλεισάρης κιθάρες, Δημήτρης Παπαευαγγέλου μπάσο, Αντρέας Φούλιας ντραμς – ηχογράφησαν το μοναδικό τους άλμπουμ (βγήκε κι ένα 45άρι από 'κει) στην εταιρία Belphon, το 1974. Εξώφυλλο, τίτλος («Από που και που…»), και βεβαίως μουσική (rock 'ο θεός να τις κάνει' μπαλάντες), στίχοι και ερμηνεία δεν αντέχουν σε κριτική. Αλλά εδώ βρίσκεται και η ουσία. Αν κριθεί ο Κουκουτάρας με τα μέτρα που κρίνονται ο Σαββόπουλος ή ο Χατζής (που φαίνεται να τον έχουν επηρεάσει) τότε το παιγνίδι έχει χαθεί. Αν όμως κριθεί ο φίλος μας, ως κάποιος που νομίζει ότι πάτησε στο φεγγάρι, δίχως να έχει προλάβει να πατήσει ούτε στο απέναντι πεζοδρόμιο, τότε ναι. Το «άριστα», έστω και με αρνητικό πρόσημο, το αξίζει.(όσο νά'ναι τραβούσαν κι οι λογοκριτές τα ζόρια τους...)
Η Anazitisi Records έψαξε λοιπόν και βρήκε πριν από μερικά χρόνια τον Κώστα Κουκουτάρα… και τον έπεισε να ξανατυπωθεί το «Από πού και που…» σε βινύλιο 100(!) αριθμημένων αντιτύπων, τα οποία - περιττό να το πω - εξαφανίστηκαν αυτοστιγμεί. Άψογη κίνηση και όσον αφορά στην επιλογή, αλλά και για την εκατοντάδα. Καθότι έπρεπε, δια της μικροποσότητας, να προστατευθεί, πάση θυσία, η κατά-κάλτ «κουκουτάρειος» φιγούρα – μοναδική σχεδόν στα εγχώρια δισκογραφικά χρονικά. (Ο όρος cult, που χρησιμοποιείται χωρίς φειδώ και συνήθως απ’ όσους δεν γνωρίζουν τι σημαίνει, ταιριάζει απολύτως σ’ αυτόν τον τύπο. Δεν μπορεί να είναι ποτέ cult κάποιος, π.χ. ο Φλωρινιώτης, όταν τον ξέρει όλη η Ελλάδα).
Φίλε αναγνώστη, αν δεν γουστάρεις το downloading (κατεβαίνει από το Mutant Sounds), το μόνο που ελπίζω για 'σένα είναι να μην ήσουν ο 101…
Η Anazitisi Records έψαξε λοιπόν και βρήκε πριν από μερικά χρόνια τον Κώστα Κουκουτάρα… και τον έπεισε να ξανατυπωθεί το «Από πού και που…» σε βινύλιο 100(!) αριθμημένων αντιτύπων, τα οποία - περιττό να το πω - εξαφανίστηκαν αυτοστιγμεί. Άψογη κίνηση και όσον αφορά στην επιλογή, αλλά και για την εκατοντάδα. Καθότι έπρεπε, δια της μικροποσότητας, να προστατευθεί, πάση θυσία, η κατά-κάλτ «κουκουτάρειος» φιγούρα – μοναδική σχεδόν στα εγχώρια δισκογραφικά χρονικά. (Ο όρος cult, που χρησιμοποιείται χωρίς φειδώ και συνήθως απ’ όσους δεν γνωρίζουν τι σημαίνει, ταιριάζει απολύτως σ’ αυτόν τον τύπο. Δεν μπορεί να είναι ποτέ cult κάποιος, π.χ. ο Φλωρινιώτης, όταν τον ξέρει όλη η Ελλάδα).
Φίλε αναγνώστη, αν δεν γουστάρεις το downloading (κατεβαίνει από το Mutant Sounds), το μόνο που ελπίζω για 'σένα είναι να μην ήσουν ο 101…
ΜΕΡΑ ΟΡΓΗΣ...
Το “Dies Irae” είναι ένα από τα αγαπημένα μου… rock κομμάτια. Το θυμήθηκα, σήμερα, μ’ αυτά που βλέπω και ακούω. Μιλώ, φυσικά, για τον θρησκευτικό (λατινικό) ύμνο του 13ου αιώνα, που έχει επηρεάσει, έκτοτε, κάθε μουσική έκφραση. «Κλασική», avant, pop… ο,τιδήποτε. Οι εκδοχές του δεκάδες, για να μην πω εκατοντάδες. Μία από τις καλύτερες που έχω ακούσει (εννοώ στο pop στερέωμα) είναι εκείνη των Γερμανών Kiss Inc. στο 45άρι “Hey Mr.Holy man/ Kids are cryin’” [Admiral AD 1152, early seventies]. Τον ύμνο έχουν διασκευάσει επίσης ο Ολλανδός Rob Boot, ο Ennio Morricone (στο soundtrack της ταινίας “Escalation” του Roberto Faenza το 1968), οι Γάλλοι Visitors και Offenbach, οι Ιταλοί (με κάτι από Σλοβένους) Devil Doll και οι επίσης Ιταλοί Samurai και Formula Tre, ο Ισπανός Juan Carlos Calderon, που τον αντέγραψαν οι Enigma, οι Γερμανοί Golgatha και Shannondoa, οι Βέλγοι Les Falcon’s και Mec Op Singers το 1966, οι οποίοι ήταν οι… pop πρώτοι, επηρεασμένοι φυσικά από τους Yardbirds και το “Still I’m sad” (ηχογραφημένο τον Μάρτιο του ’65) και δεκάδες άλλοι. Ακόμη και cosmic disco έγινε από τους Venus Gang στα late seventies… Δεν έχω, τώρα, περισσότερα να γράψω. Θα τα γράψω, όμως, κάποια στιγμή στο περιοδικό…
…αγαπήσαμε τόσο τους κερδοσκόπους…
Με φόντο… βαρκούλες ν’ αρμενίζουν ο Πρωθυπουργός της χώρας είπε το… «ναι». Θα δανειστούμε δηλαδή, μέσα σε τρία χρόνια, 90 δις, με τα κερδοσκοπικά επιτόκια των «φίλων» μας, κουβαλώντας το σταυρό του μαρτυρίου, για να τα κάνουμε τι; Για να τα προσθέσουμε στα υπόλοιπα 300; Από τη στιγμή, κατά την οποίαν οι αγορές μάς θεωρούν αφερέγγυους η… σούπα έκοψε. Η μόνη λύση είναι η στάση πληρωμών και η επαναδιαπραγμάτευση του χρέους. Να μας τα χαρίσουν να τελειώνουμε. (Έπαιξαν. Έχασαν). Να μηδενίσει το κοντέρ και να πάμε πάλι απ’ την αρχή. Ας βρούμε τη φόρμουλα (μέσα ή έξω από την ΟΝΕ - δηλαδή έξω) για να κάνουμε τώρα, αυτό που θα κάνουμε, αργότερα.
Παρασκευή 23 Απριλίου 2010
ΔΙΣΚΟΙ SONORAMA I
Το 1969 ένας από τους σημαντικότερους χαμοντίστες στην πρώην Δυτική Γερμανία ο Ingfried Hoffmann ηχογραφεί το “Soul Club”, ένα επισκιασμένο low-budget LP αυθεντικού groovy sound. Πρωτο-κυκλοφορημένο για την Sunset, το φθηνιάρικο label της Liberty, υπογραφόταν από ένα περιστασιακό γκρουπ, τους Μemphis Black, leader του οποίου ήταν φυσικά ο Hoffmann. Παρότι η παραγωγή ήταν οικονομική, εντούτοις ήταν πολύ προσεγμένη ελέω Siegfried E. Loch (το σημερινό αφεντικό της ACT), βγάζοντας ένα ωραίο ‘Stax’ αίσθημα. Οι συνθέσεις, αν και ήταν μοιρασμένες ανάμεσα σε πρωτότυπες του Hoffmann και αμερικανικές (“Stagger Lee”, “Hey Joe”, “Soul man” του Isaac Hayes, “I’m a midnight mover” των Pickett/ Womack...), εμφάνιζαν απόλυτη ενότητα, λες και ήταν όλες φτιαγμένες από το ίδιο πρόσωπο. Η δουλειά της Sonorama, ως συνήθως, ήταν άψογη τόσο στην έκδοση του βινυλίου, όσο και στο σιντάκι, κάνοντας ευρύτερα γνωστό ένα πρώτης τάξεως άλμπουμ.
Η “Puppet Jazz” είναι μία άψογη groovy συλλογή, προερχόμενη από τα τρίσβαθα των παλαιών δυτικογερμανικών αρχείων, με ιδιαίτερη στόχευση στην club-jazz και το jazz-funk των δεκαετιών του ’60 και του ’70. Δεκατέσσερα κομμάτια συνολικώς – τα δέκα ανέκδοτα – φισκαρισμένα στα κιθαριστικά και χαμοντικά riffs, συχνά με εξωφρενικά drum breaks, όπως εκείνο το άπιαστο open στο εναρκτήριο “Don’t play that game 1” του Klaus Weiss ή ένα ανάλογο από τον ίδιο φουριόζο ντράμερ στο “Watch out 3” (αμφότερα από το 1973). Κι αν ο Klaus Weiss είναι ένας από τους αξιοσέβαστους, και γνωστούς θα έλεγα, γερμανούς κρουστούς, με συμμετοχές στα συγκροτήματα Sunbirds και Niagara, συνεργασίες με μουσικούς όπως ο Klaus Doldinger ή ο Kristian Schultze, αλλά και καλή προσωπική δισκογραφία, δεν θα έλεγα πως το ίδιο ισχύει (όσον αφορά στην αναγνωρισιμότητα) και για τους υπόλοιπους συμμετέχοντες, που μπορεί να είναι «ονόματα» στην πατρίδα τους, αλλά όχι ιδιαιτέρως δημοφιλείς έξω απ’ αυτήν. Ο πιανίστας και οργανίστας Joe Haider, ο Berry Lipman, από τους «ηγέτες» των library recordings και του γερμανικού wall of sound, ο Gustav Brendel, saxman με ιδιαίτερο groovy γούστο, ο Fred Rabold, ξεχωριστή φιγούρα της χορευτικής jazz στην π. Δυτική Γερμανία, με ιδιαίτερη έφεση στον «μπιγκμπαντικό» ήχο (έγινε κι αυτός περισσότερο funky στα mid 70s), ο Eugen Illin, ο πιο cinematic απ’ όλους, με δεκάδες μουσικές για ταινίες του σινεμά και της TV σε π. Τσεχοσλoβακία, Πολωνία και π. Δυτική Γερμανία, ο Bob Elger, session man με παρελθόν δίπλα στους Roland Kovac, Hans Koller, Kurt Edelhagen, Erwin Lehn κ.ά., ο πιανίστας Edgar Schlepper, ο Gerhard Narholz, που διακρίθηκε κυρίως ως εκδότης (δικό του, ήταν το library label Sonoton), ο Klaus Esser, ο οργανίστας Ady Zehnpfennig ή ο θρύλος σαξοφωνίστας της light-jazz Ambros Seelos, είναι ονόματα «άγνωστα» (αν και ο Seelos όχι τόσο), που έγραψαν όμως ιστορία. Στη συγκρότηση του euro-groovy παρελθόντος βοήθησε τα μάλα και ο λεγόμενος ψυχρός πόλεμος. Με όλους εκείνους του αμερικανούς (εγχρώμους κυρίως) φαντάρους, τους σκορπισμένους σε όλη τη Δυτική Ευρώπη, μπόρεσε και αναπτύχθηκε μία soul/ mod σκηνή, που απαρτιζόταν από τοπικές μπάντες οι οποίες επιχειρούσαν να διασκεδάσουν, όπως-όπως, τους «καταταλαιπωρημένους» GIs. Και στην Ελλάδα υπήρχαν τέτοια γκρουπ και βεβαίως στην τότε Δυτική Γερμανία, που... έσφιζε από υπερ-ατλαντική... παραλλαγή. Καλλιτέχνες, μουσικοί και τραγουδιστές, που, στις χώρες τους, ήταν κάπως σαν έξω απ’ τα νερά τους, στην Γερμανία έκαναν καριέρα, βγάζοντας μεροκάματο και, που και που, και κάποιον δίσκο. Έτσι κάπως σκάει μύτη και το “Watts Happening” [Sunset, 1969] του Σκωτσέζου Don Adams... Με φωνή «τρυπημένη» από τις πρόωρες καταχρήσεις (o Αdams θα πεθάνει το 1995, στα 53 του, από κίρρωση) και βαθύτατα επηρεασμένος από το ερμηνευτικό στυλ του Otis Redding, ο φίλος μας δεν θ’ αργήσει ν’ αποκτήσει φήμη στο κύκλωμα της νύχτας, παίζοντας στο κορυφαίο γερμανικό jazz club της εποχής, το Domicile του Μονάχου. Εκεί και στο Tabarin, ο Adams δεν θα φτιάξει απλώς όνομα, αλλά θα έρθει σ’ επαφή με τους καλύτερους μουσικούς της πόλης (οι Lothar Meid, Jimmy Jackson, Wolfgang Pap, Olaf Kuebler υπήρξαν μέλη των Amon Duul II, Embryo, Passport, Brainticket, Can κ.λπ., ενώ ο τρομπετίστας Dusko Goykovich ήταν «ιστορία» από μόνος του), με τους οποίους θα μπει τελικώς στο στούντιο για την ηχογράφηση του “Watts Happening”, ενός άλμπουμ που εμφάνιζε τον Adams να ερμηνεύει με δύναμη πρωτότυπα σοουλ-τράγουδα, συνοδευόμενος από ψημένους μουσικούς, που ήταν εκεί όχι για να εντυπωσιάσουν, με σόλο και άστοχες δεξιοτεχνίες, αλλά για να συνοδεύσουν μ’ έναν ολίγον τι... υπαινικτικό τρόπο κάποιον φίλο τους. Συνήθως έτσι γίνεται. Κάποια στιγμή ανθολογείται ένα... rare track από κάποιο άλμπουμ σε κάποια συλλογή, και τότε, ξαφνικά, το εν λόγω άλμπουμ από ’κει που μπορεί να κόστιζε 5$, όντας στις κούτες με τ’ αζήτητα, στοκάρεται από τους επιτηδείους, προκειμένου να βγει ξανά στην αγορά με τιμή 100πλάσια της αρχικής. Συλλέκτες και εσχάτως DJs θα σπεύσουν να εκμεταλλευθούν την... προσφορά, πλουτίζοντας τις δισκοθήκες και τα σετ τους, τουλάχιστον μέχρι να συμβεί κάποια κανονική επανέκδοση, που και τις τιμές θα ρίξει και – το σημαντικότερο όλων – θα δώσει την ευκαιρία σε όλους μας να γίνουμε, με πενταροδεκάρες, κοινωνοί της ανακάλυψης. Ήταν 1994, όταν η Soul Jazz κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ υπό τον τίτλο “London Jazz Classics 2”, εντός του οποίου υπήρχε και το “Cocoa funk” του αργεντινού μαέστρου Carlos Franzetti, ένα φάνκικο lounge (με ψευδο-strings και Fender Rhodes) που ξεχώρισε αμέσως, κάνοντας τη δική του πορεία στα κλαμπ. Προερχόταν δε από ένα αμερικανικό LP του Franzetti, το “Grafitti” [Guinness, 1977], το οποίο επανακυκλοφόρησε και αυτό η Sonorama. Ο Franzetti δεν είναι (ήταν) κάποια αμελητέα ποσότητα. Αν μπείτε στο site του θα δείτε πως και βραβευμένος με Grammy είναι, και συνεργασίες έχει με μουσικούς κλάσης (Ray Barretto, Art Blakey, Terence Blanchard κ.ά.), και τ’ όνομά του φιγουράρει στους καταλόγους δεκάδων labels (ναι, και στην ECM). Μιλάμε εν ολίγοις για έναν πολυπράγμονα μουσικό, που είχε και έχει τον τρόπο να διακρίνεται. Λίγο μετά τα μέσα των seventies, όταν η... πνευματικότερη χορευτική μουσική αντιπροσωπευόταν από έναν συνδυασμό jazz, space-funk, λατινοαμερικάνικου easy και κάποιων προκεχωρημένων disco vibes, ο Franzetti με το “Grafitti” έδειχνε πως είχε εμπεδώσει καλώς τη συνταγή, στην προσπάθειά του να παράξει ένα έργο που θα μείνει. Έφτιαξε λοιπόν ένα... προϊόν της εποχής, μέσα στο οποίο σκόρπισε όλα όσα τον απασχολούσαν. Και τον πιανιστικό νεορομαντισμό και την ψαγμένη disco και το latin jazz-funk και την jazz α λα ύστερους Weather Report και πρώιμους Spyro Gyra, σχηματίζοντας, ανάμεσα σε άλλα, και όμορφα contemporary τοπία. Αξίζει επίσης ν’ αναφέρω δύο 7ιντσα EP που έδωσαν άλλη διάσταση στον ήχο της Sonorama. To πρώτο έχει τίτλο “Wordless Blues”, προέρχεται από το 1969 και υπογράφεται από κάποιους Ray Christoph’s New Sound. Το φερώνυμο κομμάτι είναι μία σεισμοφόρα rockin’ bossa, με «αδιανόητα» ανδρικά scat φωνητικά, ικανή να μετακινήσει οικοσκευή βαριά. Το δεύτερο, το “Cold Sweat” (1969), το διεκδικούν οι Kadri Six με την τουρκάλα τραγουδίστρια Lamia. Αυτοί ηχογράφησαν ελάχιστο υλικό, πιθανώς ένα LP, γεμάτο από soul, alla James Brown, music. Το ότι διασκευάζουν, ανάμεσα σε άλλα, τα “Cold sweat” και “I got the feeling” του Νονού δεν λέει κάτι παραπάνω... Οι Kadri Six ήταν... μικροί, αλλά θαυμαστοί.
Η “Puppet Jazz” είναι μία άψογη groovy συλλογή, προερχόμενη από τα τρίσβαθα των παλαιών δυτικογερμανικών αρχείων, με ιδιαίτερη στόχευση στην club-jazz και το jazz-funk των δεκαετιών του ’60 και του ’70. Δεκατέσσερα κομμάτια συνολικώς – τα δέκα ανέκδοτα – φισκαρισμένα στα κιθαριστικά και χαμοντικά riffs, συχνά με εξωφρενικά drum breaks, όπως εκείνο το άπιαστο open στο εναρκτήριο “Don’t play that game 1” του Klaus Weiss ή ένα ανάλογο από τον ίδιο φουριόζο ντράμερ στο “Watch out 3” (αμφότερα από το 1973). Κι αν ο Klaus Weiss είναι ένας από τους αξιοσέβαστους, και γνωστούς θα έλεγα, γερμανούς κρουστούς, με συμμετοχές στα συγκροτήματα Sunbirds και Niagara, συνεργασίες με μουσικούς όπως ο Klaus Doldinger ή ο Kristian Schultze, αλλά και καλή προσωπική δισκογραφία, δεν θα έλεγα πως το ίδιο ισχύει (όσον αφορά στην αναγνωρισιμότητα) και για τους υπόλοιπους συμμετέχοντες, που μπορεί να είναι «ονόματα» στην πατρίδα τους, αλλά όχι ιδιαιτέρως δημοφιλείς έξω απ’ αυτήν. Ο πιανίστας και οργανίστας Joe Haider, ο Berry Lipman, από τους «ηγέτες» των library recordings και του γερμανικού wall of sound, ο Gustav Brendel, saxman με ιδιαίτερο groovy γούστο, ο Fred Rabold, ξεχωριστή φιγούρα της χορευτικής jazz στην π. Δυτική Γερμανία, με ιδιαίτερη έφεση στον «μπιγκμπαντικό» ήχο (έγινε κι αυτός περισσότερο funky στα mid 70s), ο Eugen Illin, ο πιο cinematic απ’ όλους, με δεκάδες μουσικές για ταινίες του σινεμά και της TV σε π. Τσεχοσλoβακία, Πολωνία και π. Δυτική Γερμανία, ο Bob Elger, session man με παρελθόν δίπλα στους Roland Kovac, Hans Koller, Kurt Edelhagen, Erwin Lehn κ.ά., ο πιανίστας Edgar Schlepper, ο Gerhard Narholz, που διακρίθηκε κυρίως ως εκδότης (δικό του, ήταν το library label Sonoton), ο Klaus Esser, ο οργανίστας Ady Zehnpfennig ή ο θρύλος σαξοφωνίστας της light-jazz Ambros Seelos, είναι ονόματα «άγνωστα» (αν και ο Seelos όχι τόσο), που έγραψαν όμως ιστορία. Στη συγκρότηση του euro-groovy παρελθόντος βοήθησε τα μάλα και ο λεγόμενος ψυχρός πόλεμος. Με όλους εκείνους του αμερικανούς (εγχρώμους κυρίως) φαντάρους, τους σκορπισμένους σε όλη τη Δυτική Ευρώπη, μπόρεσε και αναπτύχθηκε μία soul/ mod σκηνή, που απαρτιζόταν από τοπικές μπάντες οι οποίες επιχειρούσαν να διασκεδάσουν, όπως-όπως, τους «καταταλαιπωρημένους» GIs. Και στην Ελλάδα υπήρχαν τέτοια γκρουπ και βεβαίως στην τότε Δυτική Γερμανία, που... έσφιζε από υπερ-ατλαντική... παραλλαγή. Καλλιτέχνες, μουσικοί και τραγουδιστές, που, στις χώρες τους, ήταν κάπως σαν έξω απ’ τα νερά τους, στην Γερμανία έκαναν καριέρα, βγάζοντας μεροκάματο και, που και που, και κάποιον δίσκο. Έτσι κάπως σκάει μύτη και το “Watts Happening” [Sunset, 1969] του Σκωτσέζου Don Adams... Με φωνή «τρυπημένη» από τις πρόωρες καταχρήσεις (o Αdams θα πεθάνει το 1995, στα 53 του, από κίρρωση) και βαθύτατα επηρεασμένος από το ερμηνευτικό στυλ του Otis Redding, ο φίλος μας δεν θ’ αργήσει ν’ αποκτήσει φήμη στο κύκλωμα της νύχτας, παίζοντας στο κορυφαίο γερμανικό jazz club της εποχής, το Domicile του Μονάχου. Εκεί και στο Tabarin, ο Adams δεν θα φτιάξει απλώς όνομα, αλλά θα έρθει σ’ επαφή με τους καλύτερους μουσικούς της πόλης (οι Lothar Meid, Jimmy Jackson, Wolfgang Pap, Olaf Kuebler υπήρξαν μέλη των Amon Duul II, Embryo, Passport, Brainticket, Can κ.λπ., ενώ ο τρομπετίστας Dusko Goykovich ήταν «ιστορία» από μόνος του), με τους οποίους θα μπει τελικώς στο στούντιο για την ηχογράφηση του “Watts Happening”, ενός άλμπουμ που εμφάνιζε τον Adams να ερμηνεύει με δύναμη πρωτότυπα σοουλ-τράγουδα, συνοδευόμενος από ψημένους μουσικούς, που ήταν εκεί όχι για να εντυπωσιάσουν, με σόλο και άστοχες δεξιοτεχνίες, αλλά για να συνοδεύσουν μ’ έναν ολίγον τι... υπαινικτικό τρόπο κάποιον φίλο τους. Συνήθως έτσι γίνεται. Κάποια στιγμή ανθολογείται ένα... rare track από κάποιο άλμπουμ σε κάποια συλλογή, και τότε, ξαφνικά, το εν λόγω άλμπουμ από ’κει που μπορεί να κόστιζε 5$, όντας στις κούτες με τ’ αζήτητα, στοκάρεται από τους επιτηδείους, προκειμένου να βγει ξανά στην αγορά με τιμή 100πλάσια της αρχικής. Συλλέκτες και εσχάτως DJs θα σπεύσουν να εκμεταλλευθούν την... προσφορά, πλουτίζοντας τις δισκοθήκες και τα σετ τους, τουλάχιστον μέχρι να συμβεί κάποια κανονική επανέκδοση, που και τις τιμές θα ρίξει και – το σημαντικότερο όλων – θα δώσει την ευκαιρία σε όλους μας να γίνουμε, με πενταροδεκάρες, κοινωνοί της ανακάλυψης. Ήταν 1994, όταν η Soul Jazz κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ υπό τον τίτλο “London Jazz Classics 2”, εντός του οποίου υπήρχε και το “Cocoa funk” του αργεντινού μαέστρου Carlos Franzetti, ένα φάνκικο lounge (με ψευδο-strings και Fender Rhodes) που ξεχώρισε αμέσως, κάνοντας τη δική του πορεία στα κλαμπ. Προερχόταν δε από ένα αμερικανικό LP του Franzetti, το “Grafitti” [Guinness, 1977], το οποίο επανακυκλοφόρησε και αυτό η Sonorama. Ο Franzetti δεν είναι (ήταν) κάποια αμελητέα ποσότητα. Αν μπείτε στο site του θα δείτε πως και βραβευμένος με Grammy είναι, και συνεργασίες έχει με μουσικούς κλάσης (Ray Barretto, Art Blakey, Terence Blanchard κ.ά.), και τ’ όνομά του φιγουράρει στους καταλόγους δεκάδων labels (ναι, και στην ECM). Μιλάμε εν ολίγοις για έναν πολυπράγμονα μουσικό, που είχε και έχει τον τρόπο να διακρίνεται. Λίγο μετά τα μέσα των seventies, όταν η... πνευματικότερη χορευτική μουσική αντιπροσωπευόταν από έναν συνδυασμό jazz, space-funk, λατινοαμερικάνικου easy και κάποιων προκεχωρημένων disco vibes, ο Franzetti με το “Grafitti” έδειχνε πως είχε εμπεδώσει καλώς τη συνταγή, στην προσπάθειά του να παράξει ένα έργο που θα μείνει. Έφτιαξε λοιπόν ένα... προϊόν της εποχής, μέσα στο οποίο σκόρπισε όλα όσα τον απασχολούσαν. Και τον πιανιστικό νεορομαντισμό και την ψαγμένη disco και το latin jazz-funk και την jazz α λα ύστερους Weather Report και πρώιμους Spyro Gyra, σχηματίζοντας, ανάμεσα σε άλλα, και όμορφα contemporary τοπία. Αξίζει επίσης ν’ αναφέρω δύο 7ιντσα EP που έδωσαν άλλη διάσταση στον ήχο της Sonorama. To πρώτο έχει τίτλο “Wordless Blues”, προέρχεται από το 1969 και υπογράφεται από κάποιους Ray Christoph’s New Sound. Το φερώνυμο κομμάτι είναι μία σεισμοφόρα rockin’ bossa, με «αδιανόητα» ανδρικά scat φωνητικά, ικανή να μετακινήσει οικοσκευή βαριά. Το δεύτερο, το “Cold Sweat” (1969), το διεκδικούν οι Kadri Six με την τουρκάλα τραγουδίστρια Lamia. Αυτοί ηχογράφησαν ελάχιστο υλικό, πιθανώς ένα LP, γεμάτο από soul, alla James Brown, music. Το ότι διασκευάζουν, ανάμεσα σε άλλα, τα “Cold sweat” και “I got the feeling” του Νονού δεν λέει κάτι παραπάνω... Οι Kadri Six ήταν... μικροί, αλλά θαυμαστοί.
Πέμπτη 22 Απριλίου 2010
ΤΟΥΡΚΟΙ, ΛΑΤΙΝΟΙ, ΝΟΡΜΑΝΔΟΙ… και ΦΡΑΓΚΟΣΥΡΙΑΝΗ
Χθες βρέθηκα σ’ ένα χώρο, και, αναγκαστικώς, ξεφύλλισα όσα (ελληνικά) περιοδικά τ' ανοίγω μόνο στον... οδοντίατρο· επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον μου, κυρίως, στις… μουσικές σελίδες. Κλαυθμός και οδυρμός. Τα χάλια της «μουσικής δημοσιογραφίας» στην Ελλάδα φαίνονται κυρίως, και ξεκάθαρα, στον mainstream περιοδικό Τύπο. Απορώ – τρόπος του λέγειν – πώς είναι δυνατόν να πληρώνονται άνθρωποι, γράφοντας τέτοιες αηδίες. Τα περισσότερα από τα δημοσιεύματα είναι ανάξια λόγου, αλλά σε ένα θα σταθώ (που δεν είναι ανάξιο λόγου) επειδή θέλω να θίξω ένα θέμα, νομίζω, σοβαρό. Προερχόταν από το Elle (2/2010) και το υπέγραφε ο Νίκος Μωραΐτης. Θα έβαζα «κάποιος Νίκος Μωραΐτης», αν δεν είχαμε να κάνουμε με το γνωστό (και σ’ εμένα) στιχουργό (νομίζω δηλαδή). Βασικά επρόκειτο για μία συνέντευξη των Locomondo, στην οποίαν ο Μωραΐτης έκανε την εξής εισαγωγή: «Ο Τούρκο-Γερμανός πολυβραβευμένος σκηνοθέτης Φατίχ Ακίν πήρε τη διασκευή τους στη Φραγκοσυριανή και την έκανε μουσική υπόκρουση της νέας του ταινίας. Ο Γάλλο-Ισπανός Μανού Τσάο τους διάλεξε για να ανοίξουν τη συναυλία του στην Αθήνα. Οι Locomondo ενώνουν λαούς, μουσικές, εποχές(…)». Ακολουθούσε η συνέντευξη…
Τα ερωτήματα που θέτω από την αρχή είναι τα ακόλουθα. Από πότε ένας…Τουρκογερμανός κι ένας Γαλλοϊσπανός είναι σε θέση να εκτιμήσουν μιαν originality η οποία, συνήθως, τους ξεπερνά; Πώς είναι δυνατόν να αντιληφθούν, οι συγκεκριμένοι άνθρωποι και όποιοι άλλοι (γενικώς), τη θέση των Locomondo, και των κάθε Locomondo, στο ελληνικό κοινωνικό-αισθητικό γίγνεσθαι; Τι σημαίνει «Φραγκοσυριανή» για ένα Βάσκο ή για έναν Περουβιανό;
H ελληνική μουσική και κυρίως το ελληνικό τραγούδι – πλην των γνωστών, ελαχίστων, εξαιρέσεων –, είναι σχετικώς «ανάδελφον» (δε λέω ότι αυτό είναι καλό ή κακό, απλώς διαπιστώνω). Είναι η γλώσσα κατ’ αρχάς που το περιορίζει στην έξοδό του από τα γεωγραφικά μας σύνορα και είναι η μοίρα μιας περιφερειακής χώρας, που το καθιστά «υπόλοιπο» στην παγκόσμια εμπορική κονίστρα. Τούτα συνηγορούν στο να μην είναι ευκόλως αναγνωρίσιμη στους αλλοδαπούς, η ουσία του, όπως και η βαθύτερη αποστολή του. Γενικώς, γιατί, ειδικώς, δεν αποκλείεται κάποιοι… Ιάπωνες ή Ουγκαντέζοι, να μπορεί να κάνουν τις όποιες αναγωγές, αποδίδοντας τα πρέποντα (υπάρχουν άνθρωποι που μελετάνε, κατά περίπτωση, ποικίλες «ξένες» κουλτούρες – και δεν εννοώ την αγγλοσαξωνική, που είναι σχετικώς παγκόσμια). Αποτελεί, με άλλα λόγια, τυπική εθελοδουλεία το να προτάσσεις τις όποιες αβασάνιστες «διεθνείς» γνώμες, από τη δική σου προσωπική ματιά, όταν, υποτίθεται πως, ως Έλληνας, ακούς τους κάθε Locomondo και μπορείς(;) να τους «τοποθετήσεις» στην τοπική πραγματικότητα.
Για να το πω εντελώς χοντρά… Σιγά μην περιμένω τον Manu Chao και τον Fatih Akin (χάνω πάσα ιδέα για τα γούστα τους), για να μου πουν αν αξίζουν ή όχι οι Locomondo – ένα συγκρότημα το οποίον, προσωπικώς, το θεωρώ παντελώς ανέμπνευστο (το πρώτο-πρώτο άλμπουμ τους το είχα δει ως βάση για κάτι ωριμότερο - έξω έπεσα). Υπό την έννοια ότι τα τραγούδια τους είναι ανεμομαζώματα-διαβολοσκορπίσματα· αφήνω κατά μέρος το… κοινωνικό κομμάτι, με τη γιαλαντζί επαναστατική φρασεολογία και την εντελώς ακατανόητη (για να μην πω "ρατσιστική" και φανώ κακός) συσχέτιση των ρυθμών τής Καραϊβικής με το χαβαλέ και με την πλάκα. Λες και οι Τζαμαϊκανοί είναι τίποτα χασομέρηδες, που κάθονται όλη τη μέρα κάτω από τους φοίνικες, πίνοντας pina colada και λέγοντας μπαρούφες. Για δε τη «Φραγκοσυριανή» τους να πω τι; Δυστυχώς δεν υπάρχει ακόμη δικαστήριο, που να επιλαμβάνεται των αισθητικών εγκλημάτων.
ΥΓ. Πριν από χρόνια είχαν πάει τον μακαρίτη Ian Dury ν’ ακούσει τα Παιδιά Από την Πάτρα. Του άρεσαν τόσο πολύ, ώστε βγήκε και είπε, μετά, ότι ήταν το καλύτερο συγκρότημα που είχε ποτέ ακούσει (ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων). Εντάξει - γνωστόν - πάνω στον ενθουσιασμό σου λες και μια κουβέντα παραπάνω. Προσπαθώ, όμως, να καταλάβω αν τον πήγαιναν ν’ ακούσει τον Γαβαλά, ας πούμε, ή τον Άκη Πάνου, θα του άρεσε το ίδιο; Πολύ αμφιβάλλω.
Τα ερωτήματα που θέτω από την αρχή είναι τα ακόλουθα. Από πότε ένας…Τουρκογερμανός κι ένας Γαλλοϊσπανός είναι σε θέση να εκτιμήσουν μιαν originality η οποία, συνήθως, τους ξεπερνά; Πώς είναι δυνατόν να αντιληφθούν, οι συγκεκριμένοι άνθρωποι και όποιοι άλλοι (γενικώς), τη θέση των Locomondo, και των κάθε Locomondo, στο ελληνικό κοινωνικό-αισθητικό γίγνεσθαι; Τι σημαίνει «Φραγκοσυριανή» για ένα Βάσκο ή για έναν Περουβιανό;
H ελληνική μουσική και κυρίως το ελληνικό τραγούδι – πλην των γνωστών, ελαχίστων, εξαιρέσεων –, είναι σχετικώς «ανάδελφον» (δε λέω ότι αυτό είναι καλό ή κακό, απλώς διαπιστώνω). Είναι η γλώσσα κατ’ αρχάς που το περιορίζει στην έξοδό του από τα γεωγραφικά μας σύνορα και είναι η μοίρα μιας περιφερειακής χώρας, που το καθιστά «υπόλοιπο» στην παγκόσμια εμπορική κονίστρα. Τούτα συνηγορούν στο να μην είναι ευκόλως αναγνωρίσιμη στους αλλοδαπούς, η ουσία του, όπως και η βαθύτερη αποστολή του. Γενικώς, γιατί, ειδικώς, δεν αποκλείεται κάποιοι… Ιάπωνες ή Ουγκαντέζοι, να μπορεί να κάνουν τις όποιες αναγωγές, αποδίδοντας τα πρέποντα (υπάρχουν άνθρωποι που μελετάνε, κατά περίπτωση, ποικίλες «ξένες» κουλτούρες – και δεν εννοώ την αγγλοσαξωνική, που είναι σχετικώς παγκόσμια). Αποτελεί, με άλλα λόγια, τυπική εθελοδουλεία το να προτάσσεις τις όποιες αβασάνιστες «διεθνείς» γνώμες, από τη δική σου προσωπική ματιά, όταν, υποτίθεται πως, ως Έλληνας, ακούς τους κάθε Locomondo και μπορείς(;) να τους «τοποθετήσεις» στην τοπική πραγματικότητα.
Για να το πω εντελώς χοντρά… Σιγά μην περιμένω τον Manu Chao και τον Fatih Akin (χάνω πάσα ιδέα για τα γούστα τους), για να μου πουν αν αξίζουν ή όχι οι Locomondo – ένα συγκρότημα το οποίον, προσωπικώς, το θεωρώ παντελώς ανέμπνευστο (το πρώτο-πρώτο άλμπουμ τους το είχα δει ως βάση για κάτι ωριμότερο - έξω έπεσα). Υπό την έννοια ότι τα τραγούδια τους είναι ανεμομαζώματα-διαβολοσκορπίσματα· αφήνω κατά μέρος το… κοινωνικό κομμάτι, με τη γιαλαντζί επαναστατική φρασεολογία και την εντελώς ακατανόητη (για να μην πω "ρατσιστική" και φανώ κακός) συσχέτιση των ρυθμών τής Καραϊβικής με το χαβαλέ και με την πλάκα. Λες και οι Τζαμαϊκανοί είναι τίποτα χασομέρηδες, που κάθονται όλη τη μέρα κάτω από τους φοίνικες, πίνοντας pina colada και λέγοντας μπαρούφες. Για δε τη «Φραγκοσυριανή» τους να πω τι; Δυστυχώς δεν υπάρχει ακόμη δικαστήριο, που να επιλαμβάνεται των αισθητικών εγκλημάτων.
ΥΓ. Πριν από χρόνια είχαν πάει τον μακαρίτη Ian Dury ν’ ακούσει τα Παιδιά Από την Πάτρα. Του άρεσαν τόσο πολύ, ώστε βγήκε και είπε, μετά, ότι ήταν το καλύτερο συγκρότημα που είχε ποτέ ακούσει (ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων). Εντάξει - γνωστόν - πάνω στον ενθουσιασμό σου λες και μια κουβέντα παραπάνω. Προσπαθώ, όμως, να καταλάβω αν τον πήγαιναν ν’ ακούσει τον Γαβαλά, ας πούμε, ή τον Άκη Πάνου, θα του άρεσε το ίδιο; Πολύ αμφιβάλλω.
Τετάρτη 21 Απριλίου 2010
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΜΑΡΙΝΟΣ …χιλιανοί αξιωματικοί
Έχω ξαναγράψει για τον Γιώργο Μενέλαο Μαρίνο (http://diskoryxeion.blogspot.gr/2009/11/blog-post_6597.html), τον έλληνα folkist που έκανε καριέρα στη Δανία στα τέλη του ’60 και στα πρώτα χρόνια του ’70, αλλά και στην Ελλάδα λίγο αργότερα. Γεννημένος στην Αθήνα το 1936, θα βρεθεί στα 30 του – πάνω στο ξέσπασμα δηλαδή της folk συνείδησης – στη σκανδιναυική χώρα, για να εμπλακεί, αμέσως σχεδόν με τα τραγουδιστικά πράγματα. Η έλευση της χούντας στην Ελλάδα, τον Απρίλιο του ’67, που βοήθησε, ως γνωστόν, στη ριζοσπαστικοποίηση των ελλήνων του εξωτερικού, κάνοντάς τους περισσότερο συμπαθείς στις τάξεις των ευρωπαίων διανοουμένων, συνέτεινε και στην απορρόφηση του Γιώργου Μαρίνου από το τοπικό προοδευτικό κύκλωμα. Τον Ιούλιο του ’69 τα πρώτα του τραγούδια θα μεταδοθούν από το δανικό ραδιόφωνο, ενώ, την επόμενη χρονιά, αυτά ακριβώς τα τραγούδια θα δισκογραφηθούν κιόλας για λογαριασμό της Sonet. Πρόκειται για το άλμπουμ “Red Moon (Κόκκινο Φεγγάρι)” [SNTF 617]. Μουσική και στίχοι: Γιώργος Μαρίνος. Ερμηνεία: Trille· με τη δανή τραγουδίστρια ν’ αποδίδει στην ελληνική γλώσσα. Η τραγουδοποιία του Μαρίνου είναι ολίξον «άξεστη», έχει όμως τη δύναμη του ειλικρινούς βιωματικού λόγου και την ισχυρή παρακαταθήκη του «θεοδωρακικού» μέλους. Τραγούδια «άτεχνα», σκληρά, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει το “Kiafto tha perasi”, το οποίο ο... Γιώργος Μενέλαος Μαρίνος θα συμπεριλάβει, με άλλο τίτλο, και στο καλύτερό του άλμπουμ, το ελληνικό «Η Μαμά Ελλάδα» [EMI/Columbia] το 1979, όντας πια επαναπατρισμένος. Να σημειωθεί πως στην ηχογράφηση πήρε μέρος και ο κιθαρίστας Andy Sunstrom, γνωστός, σε όσους, από το OST της ταινίας “Quiet Days In Clichy” [Vanguard, 1970]. Ο Μαρίνος, που μπήκε στο κύκλωμα της danish folk (Caesar, Poul ή Povl Dissing, Cy Maia & Robert, Frode Veddinge…) και ανακατεύτηκε με τους τραγουδοποιούς της σκηνής (Per Dich, Trille…), συνέχισε να ηχογραφεί, στο ίδιο και απαράλλαχτο στυλ, δίνοντας ελληνόφωνα άλμπουμ, που κυκλοφορούσαν ευρέως στη βόρεια Ευρώπη από τη CBS. Για παράδειγμα, το “Storbytossen” δηλ. «O Τρελλός της Πόλης» [CBS 64851, 1972] πάλι φέρνει κοντά δανούς μουσικούς, όπως τους Fin Alfred Larsen μπουζούκι, Bjarne Jes Hansen (από τους Den Rode Lue) μπουζούκι, Torben Pedersen μπάσο και Hugo Rasmunsen μπάσο (από τους Balkan, την New Jungle Orchestra του Pierre Dorge κ.ά.), και φυσικά την... αρχαϊκή τραγουδοποιία του Μαρίνου, που έχει όμως να παρουσιάσει, πάλι, μερικά ωραία άσματα. Ξεχωρίζω το φερώνυμο «Ο τρελλός της πόλης» εξαιτίας της εισαγωγικής μελωδίας, η οποία μοιάζει μ’ εκείνη του τραγουδιού των Γιώργου Κατσαρού – Πυθαγόρα «Ούτε συζήτηση» (Υπήρξε ο Θεός μου/ το νόημα του κόσμου…), που τραγούδησε τρία χρόνια… αργότερα ο Πάριος, αλλά και το «Η ιστορία της ζωής του», ράπισμα στο… κράτος της Δεξιάς και κυρίως της άθλιας τακτικής του φακελώματος. (Μην ξεχνάμε πως ο Μαρίνος ήταν ένας στρατευμένος τραγουδοποιός, πως στην Ελλάδα υπήρχε χούντα και πως στιχάκια του στυλ… ο αστυνόμος ο μπινές, ήταν αδύνατον ν’ ακουστούν, σε δίσκο, χωρίς πρόβλημα, το 1972). Η φωτογραφία που βλέπετε από κάτω, με την απίστευτη φάτσα του μπασκίνα σε πρώτο πλάνο, είναι τραβηγμένη στα sixties, μάλλον έξω από τη Μεγάλη Βρετανία, στην Όθωνος (στη λιμουζίνα διακρίνονται κάτι βασιλιάδες) και… κοσμεί το οπισθόφυλλο του άλμπουμ. Ένα άλλο LP του Μαρίνου είναι το “Bazar” [CBS 53345, 1974], στο οποίο πάλι συνεργάζεται με δανούς μουσικούς (Tym Andersen μπουζούκι, Helmuth H Jendal μπάσο, Poul Kjoller φλάουτο…), στο ίδιο πάνω-κάτω μουσικό στυλ, αλλά με στίχους περισσότερο… συναισθηματικούς. Το “Έλα, έλα, έλα κοπελιά» είναι κάτι σαν το «Ντιρλαντά» με άλλα λόγια, και το «Νάνι νάνι» ένα ωραίο νανούρισμα. Είναι η εποχή (1975) κατά την οποίαν ο Γιώργος Μαρίνος έρχεται στην Ελλάδα, μια και η Χούντα έχει πέσει και το πολιτικό τραγούδι είναι στο φόρτε του. Ο πρώτος που τον πιάνει είναι ο Κώστας Γιαννίκος ο οποίος του βγάζει στην Ελληνική Εταιρία Επικοινωνιών [45 EX/3E LOC-201] ένα 45άρι με τέσσερα τραγούδια: «Ο τρελλός της πόλης», «Λυώνουν τα σίδερα», «Τα παιδιά της γειτονιάς μου», «Η Μαρία» (τα τρία πρώτα από το LP “Storbytossen”, το τέταρτο από το “Bazar”). Το εξώφυλλο του EP, που είχε τίτλο «Λυώνουν τα Σίδερα», όπως βλέπετε, είναι το ίδιο με το οπισθόφυλλο του LP «Ο Τρελλός της Πόλης». Σωστό.Αργότερα ο Γιαννίκος θα του βγάλει και LP βεβαίως, τον «Απολογισμό» στην Charter το 1977, αν και είχαν προηγηθεί δύο παιδικά άλμπουμ, το «Γεια Χαρά» [CBS, 1976] και το «Καραμελοχώρα» [Columbia, 1977]. Ανάμεσα στο όνομα και το επώνυμο τού «Δανού» Georges Marinos είχε μπει πλέον και το πατρώνυμο Μενέλαος, μια και ο γνωστός σε όλους μας Γιώργος Μαρίνος έκανε, τότε, μεγάλη καριέρα και θα ’πρεπε κάπως να ξεχωρίζουν. Την επόμενη φορά που τ' όνομά του τυπώνεται σε δίσκο ήταν στο LP «Η Μαμά Ελλάδα» [Columbia 14C 062-70864] το 1979. Ήταν το καλύτερό του. Παρότι το ύφος της τραγουδοποιίας του παραμένει το ίδιο, είναι οι ενορχηστρώσεις του Νέστορα Δάνα που δίνουν στο άλμπουμ άλλην αίσθηση. Κορυφαία στιγμή το jazz-blues με δυναμικά πνευστά «Χιλιανοί αξιωματικοί» (η λογοκρισία ήταν ακόμη στο φόρτε της και το… έλληνες αξιωματικοί άλλαξε «πατρίδα»). Μερικοί στίχοι, μέρα πού’ναι: «Πάνε στα σαλόνια βρίζουνε τους άλλους/ όρθιοι στους μικρούς και σκύβουν στους μεγάλους/ κάνουν υποκλίσεις και χορεύουν βαλς/ με μια μουσική που σου θυμίζει μαρς/. Έχουν μια γυναίκα που όλο σπίτι μένει/ στις γιορτές τη βγάζουνε σημαιοστολισμένη/ μ’ όλο κάνει λάθη και ρωτάει γιατί/ γιατί πια τον Απρίλιο δεν έχουμε γιορτή;/. Το Χριστό στον τοίχο/ πλάι το σπαθί κι η θήκη/ κι έχουν δυο βιβλία μόνο στη βιβλιοθήκη/ το ένα λέει ‘θρησκεία, ειν’ των λαών η αυγή’/ και το άλλο λέει ‘οι άπιστοι πεθαίνουν με σφαγή’/. Έχουνε ιδέες από μαύρο χρώμα/ κι έχουνε ακόμα το δικό τους κόμμα/ κι όταν θα μιλάνε μπρος σε δυο και τρεις/ κύριοι κινδυνεύει λένε η πατρίς/».Πριν κάτι μήνες είδα, για τελευταία φορά, το όνομα του Γιώργου Μενέλαου Μαρίνου τυπωμένο κάτω από μερικά ποιήματα στο βιβλίο της «γλώσσας» της Δευτέρας Δημοτικού…
ESP-DISK’ πατώντας πόδι στην Ευρώπη
Μία από τις όχι και τόσο αναγνωρισμένες προσφορές της ESP-Disk' στο νεοϋορκέζικο τζαζόφιλο κοινό των sixties ήταν ο εμπλουτισμός του καταλόγου της με ορισμένα σύγχρονα (τότε) euro-jazz άλμπουμ. Τιμή και αναγνώριση δηλαδή στις σκηνές της άλλης πλευράς του Ατλαντικού, που είχαν πράγματα να πουν, στο ίδιο αισθητικό ύψος, αλλά σε άλλο μήκος κύματος. Gunter Hampel Group κατ’ αρχάς, κι ένας τίτλος που τα έλεγε (λέει) όλα· “Music from Europe” [ESP 1042]. Μπορεί να είχε προηγηθεί το “Heartplants” στη Saba το 1965, όμως ήταν το παρόν, μέσω του οποίου ο γερμανός reedman και το κουαρτέτο του (Willem Breuker vibes, μπάσο κλαρίνο, φλάουτο, Piet Veening μπάσο, Pierre Courbois κρουστά) αποτύπωσαν το πνεύμα του σημαντικού, που κουβαλούσαν τότε, ως Group, στα τζαζ κέντρα της Ευρώπης. Ζωντανό λοιπόν στην Baarn της Ολανδίας (12/1966), το συγκρότημα δείχνει έτοιμο να αναμετρηθεί με την jazz πρωτοπορεία της εποχής, παρουσιάζοντας κομμάτια, που μπορεί, από ψυχολογική σκοπιά, να μην είχαν τη σφοδρότητα αναλόγων αμερικανικών, είχαν όμως σ’ ένα πρώτο αισθητικό επίπεδο την ίδιαν ακριβώς αξία. Ο Breuker είναι (ήταν από τότε) η γνωστή πνευστή καταιγίδα, ο Hampel συμπαρίσταται, γενικώς, ελέγχοντας ταυτοχρόνως τα tempi και τις εντάσεις, το rhythm section κρατά μια συνοχή, όταν σκάνε όλοι μαζί, κάνοντας όμως και τα δικά του (το κρουστό set του Courbois, για το οποίο δεν υπάρχουν πληροφορίες, μοιάζει προχωρημένο). Όλα τούτα για την «πρώτη πλευρά», την 7μερή σουίτα “Assemblage”, γιατί στο δεύτερο μέρος (“Heroicredol...”, “Make love not war...”) το συγκρότημα χαλαρώνει κομμάτι, και απολαμβάνει... Κι εμείς μαζί του... Για τον Τσεχοσλοβάκο Karel Velebny και το συγκρότημά του, τους SHQ, έχω γράψει πολλές φορές στο J&T, κατ’ αρχάς στο αφιέρωμα στην Eastern Euro-Jazz (τεύχος 123, σελ.25), αλλά και στην αναφορά στην MPS (τεύχος 130, σελ.23), με αφορμή το άλμπουμ “Nonet SHQ & Woodwinds”, ηχογραφημένο στο στούντιο της Saba τον Φεβρουάριο του ’68. Την ίδια χρονιά, λίγο αργότερα κι ενώ φαίνεται πως είχε μεσολαβήσει η «Άνοιξη», ο Velebny δέχεται την πρόταση του Bernard Stollman (του αφεντικού της ESP-Disk’), που είχε βρεθεί – πως και γιατί; – στην Πράγα, προκειμένου να παραδώσει κάτι πρωτότυπο για την αμερικανική εταιρία. Και όντως δηλαδή. Ο τύπος θα μπει σ’ ένα γερμανικό στούντιο με την μπάντα του (Jiri Stivin άλτο, φλάουτο, recorder, Ludek Svabensky πιάνο, Karel Vejvoda μπάσο, Josef Vejvoda ντραμς, ο ίδιος στο τενόρο, το μπάσο κλαρίνο και τα vibes) γράφοντας κάποια tracks, τα οποία και θ’ αποτελούσαν μία ακόμη euro-jazz κυκλοφορία της ESP-Disk'. Το άλμπουμ [ESP 1080] είναι εξαιρετικό. Μπορεί να μη συνάδει με το... ακραίο πνεύμα της ετικέτας – οι SHQ παίζουν σ’ ένα μετά-bop στυλ, παρουσιάζοντας μουσικές που δημιουργούν εικόνες, δεν αποδομούν, διαμορφώνοντας το δικό τους τρίπτυχο «μελωδία-αρμονία-ρυθμός» – είναι όμως πέρα για πέρα προϊόν μιας σκηνής με μεγάλο βάθος, για την οποία πήραν γραμμή από πολύ νωρίς οι Αμερικανοί (Miroslav Vitous, Jan Hammer). Nα ειπωθεί; Μαύρο το εξώφυλλο, με τον Karel Velebny σε νοσοκομείο και με το πόδι του στο γύψο... Δεν είναι fake. Ντεραπάρισε με το αμάξι του, κι έπεσε πάνω σ’ ένα... σοβιετικό δέντρο. (Θα μπορούσε).
Τρίτη 20 Απριλίου 2010
ΣΤΑΣΗ ΠΛΗΡΩΜΩΝ
Προσωπικώς χαίρομαι καθώς ακούω όλο και πιο συχνά φωνές – πνιγμένες, σίγουρα, μέσα στα λούκια της μαζικής παραπληροφόρησης – για αποχώρηση της Ελλάδας από την ΟΝΕ. Ακόμη και ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος το είπε χθες το βράδυ στον Πρετεντέρη (το έκαναν όλοι γαργάρα), ως μία εφικτή, εν πάση περιπτώσει, λύση, από τη στιγμή, που δεν υπάρχει διάθεση (όπως ο ίδιος υποστήριξε) για ριζικό περιορισμό των 'κρατικών δαπανών' - αν και, πάντα, εξαρτάται από τι ακριβώς εννοεί ο καθένας, όταν μιλά για 'κρατικές δαπάνες'. (Αν εννοεί π.χ. πως θα μπορούσε να είχαμε αντί για τρία κανάλια ΕΡΤ μόνον ένα, που να εξέπεμπε από τις 5 το απόγευμα μέχρι τις 12 τη νύχτα - ουδεμία διαφορά δεν θα υπήρχε - τότε ok).
Το θέμα, οπωσδήποτε, είναι σοβαρό. Αποτελεί «λύση» για πολλούς, που μπορεί να γίνουν περισσότεροι στην πορεία, αφού η λεγόμενη «στάση πληρωμών» εμφανίζει, αυτομάτως, ουκ ολίγα οφέλη. Κατ’αρχάς την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους. Σαν να λες δηλαδή σε κάποιον… κοίταξε να δεις σου χρωστάω 300, αλλά αν δεν φτιάξουμε μια φόρμα, ώστε να εξασφαλίσουμε πως θα σου δώσω τα 200, δεν πρόκειται να πάρεις τίποτα. Ακούγεται απλοϊκό, αλλά δεν είναι (υπάρχουν περιπτώσεις χωρών που το έκαναν στο παρελθόν, πληρώνοντας λιγότερα, όπως η Αργεντινή – ακόμη και το Ντουμπάι, προσφάτως, μπήκε σε μια διαδικασία να το ζητήσει). Τι κερδίζεις έτσι; Και χρήμα (το κυριότερο), αλλά και χρόνο – επιμηκύνοντας τις προθεσμίες αποπληρωμής, ώστε να αποδώσουν και τα μέτρα που έχεις λάβει, βγάζοντας ταυτοχρόνως τη χώρα από το μάτι του κυκλώνα. Αν μπαίνεις, τώρα, σε κάποιο άλλο «μάτι», αυτό παίζεται. Όντας στη Νομισματική Ένωση μία τέτοια απόφαση ισοδυναμεί με «προδοσία» (για την Ένωση). Είναι όμως το αληθινό «πιστόλι» στο τραπέζι και όχι οι σαχλαμάρες.... Δεν εκβιάζεις με το ΔΝΤ (το οποίο στο φοράνε στην πορεία), αλλά με κάτι… πιο αποδοτικό. Κύριοι ή με δανείζετε με 3%, αφού δε με δανείζουν οι αγορές, ή την κοπανάω από την ΟΝΕ, κηρύσσω στάση πληρωμών και σας διαλύω το κατάστημα…
Το θέμα, το ξαναλέω, είναι σοβαρό. Αν υπήρχε η σχετική ζύμωση και ανάλυση της κατάστασης, τότε θα μπορούσε να καλύψει ακόμη και το… 50%+1 σ’ ένα ενδεχόμενο δημοψήφισμα, κόντρα στη κυρίαρχη (όπως εμφανίζεται) προπαγάνδα του κατάπτυστου 'μηχανισμού στήριξης' (πέφτουμε στα πόδια τους, για να μας κλέψουν κατά τι λιγότερο από τις αγορές και με συνέπειες τουλάχιστον απροσδιόριστες). Αλλά δεν είμαστε ούτε Ισλανδοί…
(δες κι αυτό http://diskoryxeion.blogspot.com/2010/03/blog-post.html)
Το θέμα, οπωσδήποτε, είναι σοβαρό. Αποτελεί «λύση» για πολλούς, που μπορεί να γίνουν περισσότεροι στην πορεία, αφού η λεγόμενη «στάση πληρωμών» εμφανίζει, αυτομάτως, ουκ ολίγα οφέλη. Κατ’αρχάς την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους. Σαν να λες δηλαδή σε κάποιον… κοίταξε να δεις σου χρωστάω 300, αλλά αν δεν φτιάξουμε μια φόρμα, ώστε να εξασφαλίσουμε πως θα σου δώσω τα 200, δεν πρόκειται να πάρεις τίποτα. Ακούγεται απλοϊκό, αλλά δεν είναι (υπάρχουν περιπτώσεις χωρών που το έκαναν στο παρελθόν, πληρώνοντας λιγότερα, όπως η Αργεντινή – ακόμη και το Ντουμπάι, προσφάτως, μπήκε σε μια διαδικασία να το ζητήσει). Τι κερδίζεις έτσι; Και χρήμα (το κυριότερο), αλλά και χρόνο – επιμηκύνοντας τις προθεσμίες αποπληρωμής, ώστε να αποδώσουν και τα μέτρα που έχεις λάβει, βγάζοντας ταυτοχρόνως τη χώρα από το μάτι του κυκλώνα. Αν μπαίνεις, τώρα, σε κάποιο άλλο «μάτι», αυτό παίζεται. Όντας στη Νομισματική Ένωση μία τέτοια απόφαση ισοδυναμεί με «προδοσία» (για την Ένωση). Είναι όμως το αληθινό «πιστόλι» στο τραπέζι και όχι οι σαχλαμάρες.... Δεν εκβιάζεις με το ΔΝΤ (το οποίο στο φοράνε στην πορεία), αλλά με κάτι… πιο αποδοτικό. Κύριοι ή με δανείζετε με 3%, αφού δε με δανείζουν οι αγορές, ή την κοπανάω από την ΟΝΕ, κηρύσσω στάση πληρωμών και σας διαλύω το κατάστημα…
Το θέμα, το ξαναλέω, είναι σοβαρό. Αν υπήρχε η σχετική ζύμωση και ανάλυση της κατάστασης, τότε θα μπορούσε να καλύψει ακόμη και το… 50%+1 σ’ ένα ενδεχόμενο δημοψήφισμα, κόντρα στη κυρίαρχη (όπως εμφανίζεται) προπαγάνδα του κατάπτυστου 'μηχανισμού στήριξης' (πέφτουμε στα πόδια τους, για να μας κλέψουν κατά τι λιγότερο από τις αγορές και με συνέπειες τουλάχιστον απροσδιόριστες). Αλλά δεν είμαστε ούτε Ισλανδοί…
(δες κι αυτό http://diskoryxeion.blogspot.com/2010/03/blog-post.html)
Δευτέρα 19 Απριλίου 2010
GEORGE MELACHRINO μικρές μουσικές, για μεγάλες νύστες
Στην προσπάθεια να εισχωρήσω όσο γίνεται βαθύτερα στον πυρήνα της pop music, ανασύρω από τη σχετική λήθη έναν πραγματικά πρωτοπόρο μουσικό. Τον George Melachrino (1909;-1965). Πρωτοπόρο, όχι γιατί παρουσίασε κάποια προχωρημένη φόρμα, ούτε γιατί καινοτόμησε επί των ηχοπλοκών. Απλώς, ο άνθρωπος, είχε τη φαεινή ιδέα πρώτος αυτός – ή έστω από τους πρώτους – να παράξει μουσική προς χρήση και μάλιστα να αναγράψει κάτι τέτοιο, σαφώς, στα εξώφυλλα των δίσκων του. Μπορεί να φανεί υπερβολικό αυτό που θα πω, αλλά είναι έτσι ακριβώς. Δεν μπορεί να ακουστεί πουθενά αλλού με κάποιο νόημα το “Music for Dining” της Melachrino Strings and Orchestra, παρ’ εκτός ενός καλού εστιατορίου.Έτσι, ίσως για πρώτη φορά, η μουσική παύει να αξιολογείται με όρους γούστου «μ’ αρέσει - δε μ’ αρέσει», αλλά με όρους χρήσης. Κατεβαίνει καλύτερα το pate de foie gras ακούγοντας ένα ξεπλημένο “September song”, ναι ή όχι; Αυτό είναι το ερώτημα.
Προσωπικώς, βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα – όχι μόνον ως γραφιάς, μα συχνά και ως ακροατής – αυτήν τη χρηστική αντίληψη για τον ήχο, που ισοπεδώνει τις μεγαλοστομίες περί Τέχνης, τοποθετώντας τη μουσική σε βάσεις καθημερινότητας. Ο Ιάννης Ξενάκης στο βιβλίο «Κείμενα περί μουσικής και αρχιτεκτονικής» [εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2001] γράφει επί λέξει:
Προσωπικώς, βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα – όχι μόνον ως γραφιάς, μα συχνά και ως ακροατής – αυτήν τη χρηστική αντίληψη για τον ήχο, που ισοπεδώνει τις μεγαλοστομίες περί Τέχνης, τοποθετώντας τη μουσική σε βάσεις καθημερινότητας. Ο Ιάννης Ξενάκης στο βιβλίο «Κείμενα περί μουσικής και αρχιτεκτονικής» [εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2001] γράφει επί λέξει:
«Αληθινή μουσική υπάρχει όπου βρίσκεται και κάποιο μήνυμα, είτε αισθητικό, είτε συναισθηματικό ή σκέψης.(…) Ο ίδιος άνθρωπος διαλέγει την κατάλληλη μουσική ανάλογα με τις ανάγκες του. Συνήθως όταν χορεύω, προτιμώ να μην σκέφτομαι. Και όταν σκέφτομαι προτιμώ να μην χορεύω».
Αυτές οι απόψεις για τον ήχο, που μπορεί να είναι τόσο παλιές όσο και η Ιστορία, απέκτησαν άλλη διάσταση, ακόμη πιο κυριολεκτική, μέσα στην pop της space-age, τη δεκαετία δηλαδή 1954-1964, η αρχή της οποίας τοποθετείται στην αυγή του χαϊφιντελισμού και το τέλος της τη χρονιά κατά την οποίαν οι Beatles πάτησαν πόδι στην Αμερική.
Είναι η εποχή των μεγάλων τεχνολογικών επιτευγμάτων όσον αφορά στην αναπαραγωγή του ήχου (stereo) και κατ’ επέκταση η προσπάθεια των μαέστρων της εποχής να εκμεταλλευτούν τις νέες δυνατότητες εγγραφής που παρείχαν τα δύο κανάλια, δημιουργώντας πρωτόγνωρες ηχητικές ταπετσαρίες. Ίσως δεν είναι λάθος αν υποστηρίξω πως κάθε απόπειρα της τεχνολογίας-αιχμή της περιόδου να ξεπεράσει την ανθρώπινη κλίμακα (κυρίως αναφέρομαι στα προγράμματα της NASA) έβρισκε πρόσφορο έδαφος εφαρμογής στη βιομηχανία του ήχου.
Αυτό το ξεπέταγμα της τεχνικής στα mid-fifties, που θα μπορούσε να συγκριθεί ενδεχομένως με τη διαδικτυακή ζούρλα του καιρού μας, ήταν ο βασικός λόγος των πρώτων αστικών σοκ και συγχρόνως της άμεσης ανάγκης να επινοηθούν τρόποι χαλάρωσης από το κουραστικό κάθε μέρα.
Πολύ πριν τον αναχωρητισμό, που υποβοήθησε μέσω της φόρμας του ένα κομμάτι του rock (όρα "καλοκαίρι της αγάπης" και την από 'κει και κάτω... εμπορευματική εκδοχή του κινήματος των hippies) προσανατολισμένο σφόδρα σε ό,τι χαρακτηρίζουμε, έτσι γενικώς, ως «νεανική κουλτούρα», οι λιγότερο νέοι της αμέσως προηγούμενης γενιάς, συνήθως μεσοαστοί με κάποια χρήματα, που μπορούσε να έχουν ακριβό αυτοκίνητο και να τρώνε έξω τα βράδια μετά από μια κοπιαστική μέρα, "ταξίδευαν" και μέσω της μουσικής ακούγοντας Esquivel, Martin Denny, ή άλμπουμ όπως το “Music for Relaxation” του George Melachrino (απίστευτος τίτλος για άλμπουμ του ’58!).
Βεβαίως, ο ελληνικής καταγωγής μαέστρος δεν υπήρξε τέκνο της space-age (ήταν ήδη 50άρης, όταν έφτιαχνε τα “Moods in Music”), απλώς κατόρθωσε να παγιδεύσει κάτι πολύ σοβαρό από το πνεύμα της. Ο George Miltiades Melachrino γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1909 από έλληνα πατέρα (καπνοβιομήχανος) και αγγλίδα(;) μητέρα. Από πολύ μικρός ασχολήθηκε με το βιολί και στα 13 του πια, το 1922, ήταν έτοιμος για την πρώτη δημόσια εμφάνισή του. Τρία χρόνια αργότερα εγγράφεται στο Trinity College of Music και διακρίνεται εκεί για τη δουλειά του στα έγχορδα. Συγχρόνως ανακαλύπτει πως έχει και φωνητικό μέταλλο, μπαίνοντας νεότατος το 1927 στο στούντιο του BBC για ακρόαση.
Χειριζόμενος ήδη αρκετά όργανα (κλαρινέτο, άλτο, τενόρο, βιολί, βιόλα) και βεβαίως τραγουδώντας, ο Melachrino θα γίνει σύντομα περιζήτητος στα κλαμπ παίζοντας και ηχογραφώντας με τα μεγαλύτερα ονόματα της jazz σκηνής της εποχής, αρχής γενομένης το 1926 (πιθανώς η πρώτη δισκογραφική εμφάνισή του ήταν με τους Geoffrey Gelder and His Kettner’s Five). Οι συνεργασίες του περιελάμβαναν gigs μετά των Harry Hudson, Jack Jackson, Van Phillips, Rudy Starita, Jay Wilbur, Marius B. Winter και Carroll Gibbons, μεγάλα ονόματα, γενικώς, της βρετανικής προπολεμικής διασκέδασης. Ο Gibbons, δε, τον ανέδειξε σε σταρ, κυρίως λόγω των φωνητικών ντουέτων του με την Anne Lenner. Το 1939, στα τριάντα του, ήταν κιόλας leader δικής του ορχήστρας με σταθερή παρουσία στο λονδρέζικο Café de Paris.
Παρ’ ότι ο πόλεμος υπήρξε ανασταλτικός παράγων της καριέρας του – στους βομβαρδισμούς του Λονδίνου φαίνεται να σκοτώθηκαν η γυναίκα του και οι δύο του γιοί – ο Melachrino θα εμπλακεί, ως bandleader, με την διασκέδαση των στρατευμένων Βρετανών στην ηπειρωτική Ευρώπη, έχοντας για πρώτη φορά τη δυνατότητα να παρουσιάσει τις μουσικές του με πολυμελείς ορχήστρες, όπως η Allied Expeditionary Forces· μπάντα που θα αποτελούσε έκτοτε τη βάση της Melachrino Strings and Orchestra, με την οποία θα κατακτούσε τον κόσμο και στη Νέα Γη, τα προσεχή 20 χρόνια.
Στο αμέσως μετά το Δεύτερο Πόλεμο διάστημα και μέχρι το 1958, όταν θα κυκλοφορήσουν, στην Αμερική πια, τα “Moods In Music”, ο George Melachrino θα ηχογραφήσει γύρω στους 100(!) δίσκους 78 στροφών – και μέχρι το πέρας της καριέρας του περισσότερα από 50(!) LP – παρουσιάζοντας τις… string απόψεις του, για όλη την pop της περιόδου· από Kurt Weill και Ernesto Lecuona, μέχρι jazz στάνταρντ και cine-scores. Σε μιαν εποχή μάλιστα (1956), κατά την οποίαν η επιρροή του στη βρετανική σκηνή είχε αρχίσει να φθίνει, θα γνωρίσει και μία είσοδο στο Top 50 με το “Autumn concerto” (παρέμεινε ένα μήνα στον κατάλογο, φθάνοντας μέχρι τη θέση 18).
Στο αμέσως μετά το Δεύτερο Πόλεμο διάστημα και μέχρι το 1958, όταν θα κυκλοφορήσουν, στην Αμερική πια, τα “Moods In Music”, ο George Melachrino θα ηχογραφήσει γύρω στους 100(!) δίσκους 78 στροφών – και μέχρι το πέρας της καριέρας του περισσότερα από 50(!) LP – παρουσιάζοντας τις… string απόψεις του, για όλη την pop της περιόδου· από Kurt Weill και Ernesto Lecuona, μέχρι jazz στάνταρντ και cine-scores. Σε μιαν εποχή μάλιστα (1956), κατά την οποίαν η επιρροή του στη βρετανική σκηνή είχε αρχίσει να φθίνει, θα γνωρίσει και μία είσοδο στο Top 50 με το “Autumn concerto” (παρέμεινε ένα μήνα στον κατάλογο, φθάνοντας μέχρι τη θέση 18).
Ο Melachrino θεωρούσε πως η μοντέρνα επιστήμη (του καιρού του) ευνοούσε την ύπαρξη μιας μουσικής, που ν’ ακούγεται σαν χαλί, όση ώρα θα έκανες κάτι περισσότερο σημαντικό. Ήθελε δηλαδή να δημιουργήσει έναν ηχητικό χυλό, χωρίς εξάρσεις, χωρίς καμία συναισθηματική ή καλλιτεχνική φόρτιση, που να μην διακόπτει οποιαδήποτε άλλη ταυτόχρονη εργασία, απλώς, μόνον, να... αρωματίζει το χώρο.
Έτσι κάπως θα προβεί στην ηχογράφηση των “Moods in Music”, οι οποίες σε πρώτη φάση περιελάμβαναν τους εξής τίτλους: Music for Dining, Music for Relaxation, Music for Reading, Music for Daydreaming και Music for Courage and Inspiration – απίστευτοι hip τίτλοι, που προαναγγέλλουν, ασυζητητί, όλην τη lounge ή new-age ονοματολογία, 30-40 χρόνια αργότερα.
Στο “Music for Dining” είναι εντυπωσιακό αυτό που έγραψα στην αρχή. Η μουσική, που συνοδεύει ένα πλήρες δείπνο, από το aperitif μέχρι τη… χώνεψη, δεν έχει καμία συναισθηματική ή αισθητική αξία. Πρόκειται για μία ρέουσα μελωδία, χωρίς εξάρσεις, με βαθιά strings, που δεν προκαλεί απολύτως τίποτα. Το επίτευγμα του Melachrino είναι ότι κατορθώνει να αποφλοιώσει εντελώς κομμάτια όπως το “September song” του Kurt Weill ή το “Legend of the glass mountain” του Nino Rota, επιτυγχάνοντας ό,τι ακριβώς το κυρίως σώμα της new-age. Μία ηχητική πλαδαρότητα ανομολόγητης ευτέλειας. Εκεί όμως όπου φαίνεται η original αξία του μαέστρου μας ως «κατασκευαστή ατμόσφαιρας» είναι στο πολύ επιτυχημένο, εμπορικώς, άλμπουμ από την ίδια χρονιά (1958) “Music for Relaxation”. Τα λόγια του μουσικογράφου Ferris Benda στο οπισθόφυλλο θα μπορούσε να αφορούν στους πάσης φύσεως μετακινούμενους της εποχής, τον λεγόμενο «παγκόσμιο πολίτη».
«Είναι ώρα για relax. Άφησε κατά μέρος τον ήχο των φρένων στους αυτοκινητοδρόμους, τον βόμβο των αεροπλάνων μέσα στο κεφάλι σου, τον θόρυβο των τρένων πάνω στις ράγες. Ήρθε η στιγμή να χαλαρώσεις».
Ο Melachrino επενδύοντας σ’ ένα set κλασικών (“Autumn leaves”, “Stardust”, “Moonlight serenade”) και λιγότερο κλασικών μελωδιών, αφαιρεί κάθε στοιχείο που θα μπορούσε να προκαλέσει την… εγρήγορση του ακροατή, βυθίζοντάς τον, ψυχή τε και σώματι, στην πολυθρόνα του. Μικρή μουσική, για μεγάλες νύστες. Βλέποντας την επιτυχία που είχαν στην Αμερική τα πρώτα “Moods in Music”, ο George Melachrino αποφασίζει να συνεχίσει τις σχετικές παραγωγές, δίνοντας νέους απίθανους τίτλους: Music to Help you Sleep, Music for Two People, Music to Work or Study, Music for the Nostalgic Traveller, αλλά και More Music for Dining, για όσους δεν πρόλαβαν να καταβροχθίσουν… lobster mayonnaise με την κατάλληλη μούζικα.
Στις αρχές του ’60 και έως το 1964, ένα νέο παράλληλο project θα δώσει νέα ώθηση στην Melachrino Strings and Orchestra. Ήταν μια σειρά από άλμπουμ-διασκευές αφιερωμένα στους μεγάλους συνθέτες του Hollywood ή της Tin Pan Alley, στα οποία ο βρετανός, ελληνικής καταγωγής, μαέστρος, θα κατέθετε όλον τον μελοδραματισμό του: The Waltzes of Irving Berlin, The Music of Rodgers and Hammerstein, The Music of Jerome Kern, The Music of Victor Herbert, The Music of Sigmund Romberg, The Ballads of Irving Berlin και πάει λέγοντας. Προσεγμένες οπωσδήποτε παραγωγές οι οποίες μάλλον ηχογραφούνταν στην Αγγλία, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια τη γνωστή υπερατλαντική πορεία.
Ο George Melachrino θα βρει απροσδόκητο θάνατο στην μπανιέρα του, την 18η Ιουνίου 1965. Τον πήρε ο ύπνος, ενώ χαλάρωνε, και πνίγηκε. Και για να κάνω λίγο μαύρο χιούμορ. Κανείς δεν έμαθε ποτέ μήπως άκουγε τη μουσική του…Πηγές:
1. Dylan Jones, Easy!- The Lexicon of Lounge [Pavilion Books, London, 1997]
2. Βιογραφικά στοιχεία από το κείμενο του David Ades, booklet στο CD της Vocalion “Melachrino, His Orchestra & Strings: Cascade of Stars” του 2001
3. The Wire, issue 233, 7/2003, “Stereo and the Space Age”
4. www.spaceagepop.com
Στις αρχές του ’60 και έως το 1964, ένα νέο παράλληλο project θα δώσει νέα ώθηση στην Melachrino Strings and Orchestra. Ήταν μια σειρά από άλμπουμ-διασκευές αφιερωμένα στους μεγάλους συνθέτες του Hollywood ή της Tin Pan Alley, στα οποία ο βρετανός, ελληνικής καταγωγής, μαέστρος, θα κατέθετε όλον τον μελοδραματισμό του: The Waltzes of Irving Berlin, The Music of Rodgers and Hammerstein, The Music of Jerome Kern, The Music of Victor Herbert, The Music of Sigmund Romberg, The Ballads of Irving Berlin και πάει λέγοντας. Προσεγμένες οπωσδήποτε παραγωγές οι οποίες μάλλον ηχογραφούνταν στην Αγγλία, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια τη γνωστή υπερατλαντική πορεία.
Ο George Melachrino θα βρει απροσδόκητο θάνατο στην μπανιέρα του, την 18η Ιουνίου 1965. Τον πήρε ο ύπνος, ενώ χαλάρωνε, και πνίγηκε. Και για να κάνω λίγο μαύρο χιούμορ. Κανείς δεν έμαθε ποτέ μήπως άκουγε τη μουσική του…Πηγές:
1. Dylan Jones, Easy!- The Lexicon of Lounge [Pavilion Books, London, 1997]
2. Βιογραφικά στοιχεία από το κείμενο του David Ades, booklet στο CD της Vocalion “Melachrino, His Orchestra & Strings: Cascade of Stars” του 2001
3. The Wire, issue 233, 7/2003, “Stereo and the Space Age”
4. www.spaceagepop.com
ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΟΥΜΠΟΥΡΟΣ μονολογώντας…
Ψάχνοντας να βρω λίγα στοιχεία για τον Μιχάλη Τούμπουρο, έπεσα πάνω σε μία είδηση που μ' έκανε να δαγκωθώ. Ο άνθρωπος αυτός, που προσφάτως κυκλοφόρησε το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ (10/2009) δεν υπάρχει πλέον στη ζωή. Σκοτώθηκε, στα 51 του, σε δυστύχημα του δρόμου, στην Καλαμάτα, πριν από ενάμιση μήνα (3 Μαρτίου). Έτσι, το κείμενο που είχα γράψει πριν από λίγο καιρό για το δίσκο του αποκτά τώρα άλλη σημασία. Καλαμάτα 1991, από αριστερά: Ορφέας Περίδης, Μιχάλης Τούμπουρος, Θέμις Μαρσέλλου, Μαρία Βουμβάκη, Δώρα Μασκλαβάνου (παρουσιάστρια)
Έπρεπε να περάσει τόσος καιρός, για να κάνει ο Μιχάλης Τούμπουρος προσωπικό άλμπουμ; Μιλάμε για τον τραγουδοποιό, που είχε παρουσιάσει μαζί με τον Γιώργο Μακρή το Μονολογώντας, το καλύτερο τραγούδι στους Πρώτους (και τελευταίους) Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Καλαμάτας, που είχε διοργανώσει στη μεσσηνιακή πρωτεύουσα, το 1991, o Μάνος Χατζιδάκις και ο οποίος είχε τιμηθεί με τρίτο βραβείο. Έπρεπε, ως φαίνεται.
Ο Τούμπουρος δεν ήταν επαγγελματίας μουσικός, ιατρός ήταν, και γι’ αυτό, ίσως, η δισκογραφία να μην ήταν στις προτεραιότητές του. Όμως να, σχεδόν 20 χρόνια μετά ένα CD με τον τίτλο εκείνου του τραγουδιού, Μονολογώντας [Lyra], ήρθε να μας απασχολήσει. Και μας απασχόλησε. Υπό την έννοια ότι ο Τούμπουρος έχει προσωπικό λόγο να προτάξει, τόσο στο στιχουργικό κομμάτι, όσο και στο συνθετικό. Το όλον κλίμα τού άλμπουμ του παραπέμπει, συχνά, σε… Tom Waits. Παράξενο; Δηλητηριώδη blues (Πες μου ιστορίες, Παράξενα απόψε φυσάει), διαστρεβλωμένες jazz ή rock μπαλάντες (Μονολογώντας, Υποχωρεί το χώμα), διαβρωμένα τάνγκο (M’ αναμμένα τσιγάρα), τραγούδια δύστροπα εν γένει, τα οποία ερμηνεύονται μ’ έναν ολίγον πριμιτίβ, αλλά αποδεκτό τρόπο (βοηθά και η χροιά της φωνής, που απλώνεται σε βαθειές, ξερές και ολίγον σκοτεινές, ή, μάλλον, υποφωτισμένες περιοχές). Δυστυχώς, όμως, όσοι… βοήθησαν στην ηχογράφηση – δίκοπο μαχαίρι ως συνήθως – δεν εξυπηρέτησαν τα άσματα. (Μουζουράκης, Μαχαιρίτσας και κάπως ο Τσακνής στάθηκαν πιο κοντά, ενώ ο Λάκης Παπαδόπουλος, η Αλεξίου και ο Στόκας ήταν εκτός κλίματος). Εννέα τραγούδια πρόλαβε να πει ο Μιχάλης Τούμπουρος (και τα είπε μια χαρά), γιατί δεν είπε και τα υπόλοιπα;
Τέλος πάντων… Καθόμαστε και συζητάμε... Ο άνθρωπος δεν υπάρχει πια.
Ο Τούμπουρος δεν ήταν επαγγελματίας μουσικός, ιατρός ήταν, και γι’ αυτό, ίσως, η δισκογραφία να μην ήταν στις προτεραιότητές του. Όμως να, σχεδόν 20 χρόνια μετά ένα CD με τον τίτλο εκείνου του τραγουδιού, Μονολογώντας [Lyra], ήρθε να μας απασχολήσει. Και μας απασχόλησε. Υπό την έννοια ότι ο Τούμπουρος έχει προσωπικό λόγο να προτάξει, τόσο στο στιχουργικό κομμάτι, όσο και στο συνθετικό. Το όλον κλίμα τού άλμπουμ του παραπέμπει, συχνά, σε… Tom Waits. Παράξενο; Δηλητηριώδη blues (Πες μου ιστορίες, Παράξενα απόψε φυσάει), διαστρεβλωμένες jazz ή rock μπαλάντες (Μονολογώντας, Υποχωρεί το χώμα), διαβρωμένα τάνγκο (M’ αναμμένα τσιγάρα), τραγούδια δύστροπα εν γένει, τα οποία ερμηνεύονται μ’ έναν ολίγον πριμιτίβ, αλλά αποδεκτό τρόπο (βοηθά και η χροιά της φωνής, που απλώνεται σε βαθειές, ξερές και ολίγον σκοτεινές, ή, μάλλον, υποφωτισμένες περιοχές). Δυστυχώς, όμως, όσοι… βοήθησαν στην ηχογράφηση – δίκοπο μαχαίρι ως συνήθως – δεν εξυπηρέτησαν τα άσματα. (Μουζουράκης, Μαχαιρίτσας και κάπως ο Τσακνής στάθηκαν πιο κοντά, ενώ ο Λάκης Παπαδόπουλος, η Αλεξίου και ο Στόκας ήταν εκτός κλίματος). Εννέα τραγούδια πρόλαβε να πει ο Μιχάλης Τούμπουρος (και τα είπε μια χαρά), γιατί δεν είπε και τα υπόλοιπα;
Τέλος πάντων… Καθόμαστε και συζητάμε... Ο άνθρωπος δεν υπάρχει πια.
Κυριακή 18 Απριλίου 2010
οι EAST HARLEM BUS STOP και ο… Κώστας Γιαννίκος
Μπερδεύομαι, δεν μπορώ ν’ αποφασίσω. Να καλύψω το χώρο γράφοντας για το φοβερό funky άλμπουμ των East Harlem Bus Stop φτιαγμένο – έτσι λέει – στην καρδιά του Harlem, στην καλύτερη εποχή, λέω εγώ, της ghetto music, στα mid-seventies, ή να πλέξω το εγκώμιο της ελληνικής εταιρίας Seagull και του ιδιοκτήτη της Κώστα Γιαννίκου, σίγουρα του πιο απρόβλεπτου παραγωγού (μαζί με τον Αντώνη Πλωμαρίτη των sixties) στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας; Θα κάνω εν πολλοίς το δεύτερο, με τον κίνδυνο να νομιστεί ότι πουλάω εκδούλευση στον Γιαννίκο (αυτό δα μας έλειπε – τώρα στα γεράματα…) ιδιοκτήτη ή μέτοχο σήμερα του «Κόσμου του Επενδυτή», διαφόρων ραδιοσταθμών, του Alter, της Ελληνικής Θεαμάτων, των εκδόσεων Modern Times, των δισκογραφικών εταιρειών Lyra, Legend Recordings, ΜΒΙ κ.ά., ουκ ολίγων μουσικών και τηλεοπτικών περιοδικών και δεν ξέρω τι άλλο ακόμη. Τα ξέρετε. Πάμε σ’ εκείνα που, ενδεχομένως, δεν ξέρετε. Όσοι ασχολούνται κάπως βαθύτερα με τη μουσική, και την ελληνική δισκογραφία ειδικότερα, γνωρίζουν τον Κώστα Γιαννίκο πολλά χρόνια πριν τον μάθει... όλος ο κόσμος. Ο Γιαννίκος έγραφε κείμενα στους Μοντέρνους Ρυθμούς στα sixties (παρουσίαζε τις εταιρίες του Πλωμαρίτη – έτσι εξηγείται), ενώ, όντας στον Λαμπρόπουλο (Columbia) το 1973, οργάνωσε το “Pop Festival”, τον διαγωνισμό pop συγκροτημάτων μέσα από τον οποίον ξεπετάχτηκαν ο Βασίλης Σπυρόπουλος, ο Γιάννης Γιοκαρίνης, ο Τάκης Μπουρμάς, ο Κώστας Μπίγαλης, ο Μιχάλης Ρακιντζής, ο Σταύρος Παπασταύρου και ουκ ολίγοι άλλοι. Υπήρξε ακόμη ο πρώτος έλληνας παραγωγός που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα LP και single των ABBA στη δική του Seven Arts, τυπώνοντας στο ίδιο label δίσκους των Stray, των Skin Alley, του Alexis Korner (όπως μου είπε απόψε ο φίλος Κώστας Α.), αλλά και το καλύτερο LP που έδωσε ποτέ ο Σταμάτης Σπανουδάκης, το αγγλόφωνο “Looking Back”. Μετά το κλείσιμο της Seven Arts, κάπου ’κει προς το ’75, μπαίνει σε λειτουργία η δεύτερη ετικέτα του, η Ελληνική Εταιρία Επικοινωνιών (άλλη φορά θα ποστάρω γι’ αυτήν – πρώτο LP της η συλλογή «Πρεμιέρα»), η οποία θα μετεξελιχθεί σε Seagull, το 1976. Εδώ, θα χαθεί λίγο η μπάλα, μια και η Seagull δεν υπήρξε τόσο θνησιγενής όσο οι προηγούμενες ετικέτες. Ελληνικά και «ξένα» άλμπουμ (τουλάχιστον 12 με το prefix LOC, τουλάχιστον 36 με το prefix IN, τουλάχιστον 7 με το prefix SL και κάτι υπόλοιπα ακόμη) αλλά και singles, δίχως κάποιο σχέδιο, κάποιο πρόγραμμα, κάποια ταυτότητα, αρχίζει να κυκλοφορούν στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, κόντρα στην πολιτικο-εντεχνολαϊκή βαβούρα της εποχής, προσφέροντας την άλλη μούζικα, την light, την sexy, την easy, το funk, την disco, τη soul, πολλές φορές μέσα από μία αντι-αισθητική (έχετε δει τα covers που εσωκλείουν μουσικές του Morricone;), δίχως να αποφεύγονται τα λάθη και οι προχειρότητες – άλλα tracks διάβαζες στα εξώφυλλα, άλλα άκουγες στο βινύλιο. Σφαγή… Αλλά και η γοητεία του απρόσμενου μαζί. Και, σκεφθείτε, πως η Seagull ήταν ένα μόνο κεφάλαιο, γιατί παράλληλα υπήρχε και η Charter (πάνω από 40 LP) και βεβαίως στα eighties η United (κάμποσες δεκάδες και αυτή). Το τι ακριβώς έβγαλε σ’ αυτά τα labels ο Γιαννίκος; Μην ρωτάτε. Κανείς δεν ξέρει… Εγώ, πάντως, υπόσχομαι, να ρίχνω από καιρού εις καιρόν διάφορα κουφά... απολαυστικά ποστ, χρήσιμα σε όλους, και βεβαίως σ’ εκείνον που θ’ αποφασίσει να γράψει, πρώτος, την out ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας. Έτσι κάπως από το πουθενά σκάει μύτη στη Seagull το 1977 το απίστευτο άλμπουμ-βόμβα των East Harlem Bus Stop “Get On Down!” – ακόμη και οι War μου φαίνονται λίγοι μπροστά τους – που μοιάζει πιο πολύ με στούντιο κατασκεύασμα των κυρίων Dave Miller και Marty Wilson και που κονιορτοποιεί, ανάμεσα σε άλλα, το “Watermelon man” και την “Malaguena”. Φυσικά, το LP είχε πρωτοκυκλοφορήσει στην Αμέρικα, ένα χρόνο πριν. Come up with an album that will make you want to “Get on Down”…
Μίστερ Γιαννίκο ήσουν καμιά 20 χρόνια μπροστά από τους Gilles Peterson και Norman Jay που ανακάλυψαν το 1997 τους East Harlem Bus Stop. Δεν το ξέρεις, γι’ αυτό σου το λέω…
Μίστερ Γιαννίκο ήσουν καμιά 20 χρόνια μπροστά από τους Gilles Peterson και Norman Jay που ανακάλυψαν το 1997 τους East Harlem Bus Stop. Δεν το ξέρεις, γι’ αυτό σου το λέω…
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)