Αξίζει να ξανα-αναφερθώ στη συλλογή “Cocktail Mol6t8v, La Bande Son de La Revolte”, το διπλό CD που κυκλοφόρησε συνεργατικά από τις ετικέτες ΙΝΑ, Le Son Du Maquis και Ιnterfrance λίγο πριν βγει το 2008. Είναι πάντα επίκαιρο, κι εξάλλου ο Μάης πλησιάζει… Οι Γάλλοι που δούλεψαν στο εν λόγω project είχαν κινηματογραφική πρόσληψη. Μοιάζει σαν να γύρισαν πρώτα μία 2ωρη fiction για τον Μάη, προβάροντας κατόπιν τον ήχο πάνω στο φιλμ πλάνο-πλάνο. Έφτιαξαν έτσι ένα αέναο soundtrack όχι μόνο με μουσικές και τραγούδια, όχι μόνο με φωνές από τα οδοφράγματα, εφέ και κόψε-ράψε συνεντεύξεων των de Gaulle, Cohn-Bendit, Mitterand, Pompidou, των σκηνοθετών Godard, Polanski, Truffaut και Berri (όλα παρμένα από τα αρχεία του INA= Institut National Audiovisuel), αλλά με την ίδια την αύρα και τη μυρωδιά του αγώνα. (Στη φωτό, από αριστερά, οι: Claude Lelouch, Jean-Luc Godard και François Truffaut). Το μουσικό κομμάτι του διπλού CD – που ενδιαφέρει, σε πρώτη φάση, περισσότερο – θα μπορούσα να το χωρίσω σε τρία μέρη (οι Γάλλοι, εννοείται, δεν το χωρίζουν και καλώς πράττουν). Είναι τραγούδια αγγλο-αμερικανικά κυρίως που προϋπήρξαν ή πήγαν παράλληλα με τα γεγονότα – κάποια, όπως το “Who do you love” με τους Quicksilver Messenger Service γράφτηκαν μετά τον Μάη –, είναι γαλλικά που, ηχητικώς, προλείαναν το έδαφος και βεβαίως, γαλλικά που έπεσαν πάνω στην... αναμπουμπούλα ή που βγήκαν από μέσα της. Το πιο σημαντικό στοιχείο της συλλογής – και θα πρέπει να το σημειώσω από την αρχή – δεν είναι τόσο τα συγκεκριμένα κομμάτια των Small Faces, των Velvet Underground ή του Hendrix που, κατά τους επιμελητές, συνόδεψαν τους φοιτητές στις οδομαχίες και τις καταλήψεις, όσο κυρίως το γεγονός ότι επιχειρείται μέσα από στοχευμένες επιλογές να συνδεθεί ο γαλλικός Μάης, με τους εντόπιους καλλιτέχνες και τα συγκροτήματα. (Στην Ελλάδα, υποθέτω, το γνωρίζουμε καλά αυτό, από το δικό μας «Μάη», την εξέγερση στο Πολυτεχνείου, το μαζικό soundtrack της οποίας δεν είχε σχέση με το «ξενόφερτο» rock... αλλά με τη Μοσχολιού και τον Ξυλούρη). Κάτω απ’ αυτό το σκεπτικό πολύ λίγο ενδιαφέρει αν οι γάλλοι φοιτητές γνώριζαν τους 13th Floor Elevators και το άλμπουμ τους “Easter Everywhere” (κυκλοφόρησε, στην Αμερική τον Σεπτέμβριο του ’67), ώστε να αιτιολογείται η ύπαρξη του “Slip inside this house” στη συλλογή μας. Το ίδιο, βεβαίως, θα ισχυριζόμουν και για το “Dance to the music” των Sly & the Family Stone (κυκλοφόρησε στα τέλη Απριλίου του 1968 – πότε πρόλαβε να το μάθουν;), πόσω μάλλον για θέματα που ακούστηκαν μετά, έως πολύ μετά από τον παρισινό Μάη. Ανέφερα πιο πάνω το “Who do you love”, για να μην πω για το “Fall of another year” των Can (ηχογραφήθηκε μάλλον το ’69, αλλά πρωτακούστηκε στο “Unlimited Edition” του 1976!), το “I should have known” των Soft Machine (ηχογραφήθηκε το ’67, πρωτακούστηκε το 1971-72), ή ακόμη και για τους «αναρχικούς» του Leo Ferre (τέλη ’68). Και όμως, το όλον πράγμα, έτσι όπως το διαχειρίζονται οι compilers και κολλάει και, κυρίως, κυλάει· και όχι γιατί οι Soft Machine είχαν εμφανιστεί ουκ ολίγες φορές στο Παρίσι στο δεύτερο μισό του ’67, ούτε γιατί η γαλλική εταιρία Riviera είχε ήδη κυκλοφορήσει ένα 4-track EP των 13th Floor Elevators, πράγμα που σημαίνει ότι κάποιοι Γάλλοι, και δη φοιτητές, πιθανώς να τους εγνώριζαν. Στο “Cocktail Mol6t8v” σημασία έχει το κλίμα, η ατμόσφαιρα, η «ταινία»... και όχι η δισκογραφική ακρίβεια. Φυσικά, οι Yardbirds με το “Stroll on” (από τα σπασίματα στο “Blow Up” του ’66), οι Small Faces με το “Things are going to get better” (6/1967), οι Velvet Underground με το “Run run run” (3/1967), οι Jefferson Airplane με το “Somebody to love” (3/1967), οι Country Joe and the Fish με το “Section 43” (1/1967), οι John Fred & Playboy Band με το “Judy in disguise” (1/1968), οι Steppenwolf με το "Born to be wild" (1/1968), το folk duo των Blackburn & Snow με το “Stranger in a strange land”, ένα τραγούδι του David Crosby, που ως instro ακούγεται στη CD-έκδοση του “Turn! Turn! Turn!” των Byrds, μα ακόμη και ο Albert Ayler με την «Μασαλιώτιδα» (1965) είναι, δηλαδή μπορεί να είναι, με λίγες ή ελάχιστες αντιρρήσεις, αληθινά κομμάτια από το soundtrack του δρόμου. Οι Γάλλοι με την, παντοτινή, ισχυρή πίστη στην κουλτούρα και τη γλώσσα τους επινόησαν από πολύ νωρίς τις κατάλληλες φόρμες, ούτως ώστε να προσαρμοστεί το rock n’ roll και αργότερα η mid-sixties pop, το rock και η folk στις δικές τους εκφραστικές ανάγκες. Με τους μεγάλους τροβαδούρους τους, μπόρεσαν και μετέφεραν την ποίησή τους στο τραγούδι (δεν το έκανε μόνον ο Θεοδωράκης), δημιουργώντας, ταυτοχρόνως, ισχυρές, αληθινά προοδευτικές, περσόνες. Μία εκ των σημαντικοτέρων υπήρξε οπωσδήποτε ο Leo Ferre. Από τους μουσικούς που ακούστηκαν πολύ στα οδοφράγματα, όντας αγαπητός στη νεολαία (οι αναρχικές ιδέες του θα βρεθούν με μιας στην επικαιρότητα), ο Leo Ferre θα γράψει ένα LP προς τα τέλη του ’68 (βγήκε αρχές του '69), το “Ferre 69” [Barclay] ή "L'ete 68", το οποίο αποτελεί το τραγουδιστικό «μνημείο» του γαλλικού Μάη. Οι «Αναρχικοί» του, αφιερωμένοι στους εξόριστους στη Γαλλία ισπανούς πατριώτες, που αντιτάχθηκαν στον Franco, επιλέγεται από τους επιμελητές της “Cocktail Mol6t8t”... σχεδόν αναγκαστικώς.Στη Γαλλία ήκμασε, στα δεύτερο μισό των sixties η «κοριτσίστικη ποπ». Πιθανώς, σε καμμία άλλη χώρα στον κόσμο τόσες πολλές κοπέλες δεν εξέφρασαν το νέον ήχο μέσα από σειρές καταπληκτικών τραγουδιών, που δανείζονταν τα μουσικά τους μέτρα από τους Kinks, τους Small Faces και τους Rolling Stones, τραγουδώντας, φυσικά, στη γλώσσα τους. Η γεννημένη στην Τυνησία Jacqueline Taieb ήταν 20 ετών το 1968. Το “7Η du Matin” είχε κυκλοφορήσει την προηγούμενη χρονιά, αλλά απόηχός του δεν είχε ακόμη σβήσει – ένα θανατηφόρο garage που χρωστούσε πολλά στους Who και τους Electric Prunes.Να πω, τώρα, πως από το “Cocktail...” απουσιάζει η Catherine Ribeiro, μία από τις πιο σημαντικές... femmes de Paris της περιόδου; Ναι, απουσιάζει. Οι επιλογές, όμως, σε μια συλλογή δεν μπορεί παρά να είναι λίγες και, κυρίως, συμβολικές. Κι έτσι, ως σύμβολο, οφείλουμε ν’ αντιμετωπίσουμε τον Jacques Dutronc, έναν ωραίο γάλλο... ye-ye, που αγαπήθηκε ακόμη και στην Ελλάδα. Το “Fais pas ci, fais pas ca” χρωστά πολλά στον Ray Davis, παρότι οι στίχοι των Lanzmann και Segalen – μια ειρωνική ματιά γύρω από το πώς (δεν) πρέπει να συμπεριφέρονται οι νέοι – δεν χρωστούσαν σε κανέναν. Η Brigitte Fontaine, ο Jacques Higelin (στη φωτογραφία) και ο Francois Beranger αντιπροσωπεύουν, θα έλεγα, την folk-avant σκηνή της εποχής. Ειδικώς οι δύο πρώτοι ήταν φίλοι και συνεργάτες (μέσα στην εταιρία Saravah), προϋπήρξαν του Μάη, βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή στα γεγονότα, υποστηρίζοντας, ταυτοχρόνως, έναν δικό τους ελεύθερο ή μάλλον ελευθεριακό τρόπο προσέγγισης της τέχνης (τους). Συνεργάστηκαν και οι δυο τους με τους Art Ensemble of Chicago, γράφοντας τραγούδια που άφησαν εποχή· όπως το “Il pleut” από το LP “Brigitte Fontaine Est... Folle” [Saravah, 1968], με την έξοχη ενορχήστρωση του Jean-Claude Vannier και το “Priez pour Saint Germain des Pres” [Disques Jacques Canetti, 1966], με τη σκιά του Boris Vian να βαραίνει πάνω από τον Higelin. Σχετικό-άσχετο, αλλά θα το πω. Στο κοινό άλμπουμ των Fontaine και Higelin “12 Chansons D’ Avant Le Deluge”, που ηχογραφήθηκε το 1965, αλλά, μάλλον, πρωτοκυκλοφόρησε στα seventies, το “C’est pas de ma faute” που ερμηνεύει η Fontaine είναι σύνθεση του Γιάννη Σπανού. Που το παράξενο;
Η εταιρία όμως εκείνη που πήρε το... ριμπάουντ από το γαλλικό Μάη, δίνοντας διέξοδο σε μερικά από τα πιο προχωρημένα rock γκρουπ της περιόδου ήταν η Futura Records του Gerard Terrones. Η “Cocktail Mol6t8v” δεν την ξεχνά. Αν και σε ανύποπτο χρόνο, σ’ ένα αρκετά παλιό Jazz & Τζαζ (τεύχος 56, 10/1997) είχαμε γράψει αρκετά γι’ αυτήν, οφείλω, κι εδώ, να πω λίγα λόγια. Αφορμή, βεβαίως, μου δίνουν μερικά από τα συγκροτήματα που ηχογράφησαν για την εταιρία, με πρώτους και καλύτερους τους Red Noise, το γκρουπ που Patrick Vian (γιος του Boris Vian), που πρωτοέδωσε συναυλία στην κατειλημμένη Σορβόνη τον Μάη του ’68. Δυόμισι χρόνια αργότερα, τον Νοέμβριο του ’70, θα γράψουν το μοναδικό τους άλμπουμ “Sarchelles-Locheres” (με την ασύλληπτη β’ πλευρά), πλημμυρισμένο από out rock, free jazz και πρόζα. Οι Mahogany Brain με το “With (Junk-Saucepan) When (Spoon-Trigger)”, στηριγμένοι στην παρουσία των Michel Balteau και Patrick Geoffrois, προέβαλλαν ένα avant-rock (ένα κράμα Amon Duul και Velvet Underground), το οποίο άκουσαν ελάχιστοι στην εποχή του. Οι CD-reissues, στην ιταλική Mellow και την Futura/Marge, πριν από μερικά χρόνια ήταν θείο δώρο.Το “Trixie Stapleton 291 - Se Taire Pour Une Femme Trop Belle” των Fille Qui Mousse – σχήμα οδηγημένο από δύο «μορφές» του underground περιοδικού τύπου, τον Henri-Jean Enu του Le Parapluie και τον Jean-Francois Bizot του Actuel – είναι ένα άλμπουμ, που, και με τα σημερινά δεδομένα, παραμένει ακατάτακτο. Ριζοσπαστικό όσο... ανάλογα άλμπουμ των Gong, των Red Noise και των Faust (ή καλύτερα ενός συνδυασμού τους), έχει επανεκδοθεί, ευτυχώς, 2-3 φορές σε CD την τελευταία 12ετία. Οι Barricade, με όνομα βαρύ...σαν ιστορία, σχηματίστηκαν στη Μασσαλία το 1969 και είχαν για ιδρυτικό μπασίστα, τον, πριν από λίγα χρόνια εκλιπόντα, Hector Zazou. Το 2005, για πρώτη φορά, η Futura/Marge κυκλοφόρησε ένα CD τους (“1969 1974”), αποκαλύπτοντας το δρόμο που βάδισε το πολυ-διασπασμένο συγκρότημα. Ακατέργαστες ηχοπλοκές, με «ζαπικές», «σοφτ-μασινικές» και pre-punk αναφορές στο ύφος του Captain Beefheart, κατατάσσουν τους Barricade μεταξύ των μεγάλων αδικημένων του αληθινού progressive rock. Ό,τι δεν ήταν οι Gong δηλαδή, που ακούγονται κι αυτοί στο “Rational anthemn” από το “Magick Brother…” του ’69.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου